«…Ο Διόδωρος Σικελιώτης, που έζησε τον 1ο αιώνα π.Χ., μας λέει πως αρχικά η γυναίκα που επιλεγόταν έπρεπε επίσης να είναι παρθένα κόρη. Αυτό όμως άλλαξε με τον Εχεκράτη απ’ τη Θεσσαλία, που, προσερχόμενος να συμβουλευτεί την Πυθία, την ερωτεύτηκε, την άρπαξε και τη βίασε. Κατόπιν αυτού, οι Δελφιείς αποφάσισαν πως στο μέλλον η Πυθία έπρεπε να έχει περάσει τα πενήντα, αλλά να εξακολουθεί να φοράει ένδυμα κόρης, σε ανάμνηση της παλιάς συνήθειας…»
Τα μυστικά, ο πλούτος, η τελετουργία
Πώς ήταν οργανωμένο το μαντείο των Δελφών; Ποιό ήταν το ακαταμάχητο συγκριτικό στοιχείο που ανέδειξαν τους Δελφούς σε… mainstream (κυρίαρχο) μαντικό τόπο, σ’ έναν αρχαίο κόσμο με περίσσεια τέτοιων ιερών; Ποιοί πλούσιοι από την ελίτ της εποχής πρόσφεραν αναθήματα; Πως με τη συμμετοχή σε αθλητικούς αγώνες, απόκτησαν οι Δελφοί κορυφαίο κύρος; Με ποια κριτήρια επιλεγόταν η Πυθία; Πότε χρησμοδοτούσε; Ποια ήταν η τελετουργία; Πως έβγαιναν οι αμφιλεγόμενοι χρησμοί; Και τι προκάλεσε το τέλος του μαντείου; Ποιους φυλασσόμενους άγνωστους θησαυρούς μπορεί να θαυμάσουν σήμερα οι επισκέπτες;
Σε αυτά τα ερωτήματα απαντά η αφηγηματική μελέτη του σκωτσέζου συγγραφέα Μάϊκλ Σκοτ, με τίτλο «Δελφοί- το κέντρο του αρχαίου κόσμου», που θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα στις 20 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Ποιός είναι ο Μάικλ Σκοτ
Ο δουβλινέζος μελετητής είναι επίκουρος καθηγητής Κλασικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Γουόρκ, συνεργάτης σε ντοκιμαντέρ του Nάσιοναλ Τζεοκράφικς, Μάικλ΄Σκοτ, έχει γράψει πάνω από 100 βιβλία, βιβλία που κυκλοφορούν σε 37 χώρες. Είναι λάτρης της ελληνικής αρχαιότητας και παρουσιάζει την πρώτη ολοκληρωμένη ιστορία με παραπομπές σε πλούσια ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. Ακολουθεί προδημοσίευση του πρώτου κεφαλαίου.
Η μάντισσα στους Δελφούς ήταν μια ιέρεια γνωστή ως Πυθία…
«Γνωρίζουμε σχετικά λίγα για τις εκάστοτε Πυθίες ή για το πώς και το γιατί αυτές επιλέγονταν. Οι πιο πολλές πληροφορίες μας προέρχονται από τον Πλούταρχο, έναν Έλληνα που συνέγραψε στον 1ο αιώνα μ.Χ., καταγόταν από μια πόλη όχι μακριά από τους Δελφούς και υπηρέτησε ως ιερέας στον ναό του Απόλλωνα (υπήρχε μια Πυθία στον ναό του Απόλλωνα, αλλά επίσης και ιερείς ).
Η Πυθία έπρεπε να είναι από τους Δελφούς, κι ο Πλούταρχος μας λέει πως, στον καιρό του, η γυναίκα επιλεγόταν από μία από τις πιο «τίμιες και σεβαστές οικογένειες των Δελφών». Ωστόσο, τούτο δε σήμαινε κι από μια αριστοκρατική οικογένεια, και, για την ακρίβεια, η Πυθία του Πλουτάρχου είχε «ανέκαθεν ζήσει με τρόπο σωστό όσο κανένας άλλος εδώ, αλλά, έχοντας ανατραφεί σε σπίτι φτωχών γεωργών, δεν κουβαλάει ούτε κάποια γνώση ούτε κάποια εμπειρία ή άλλη δεξιότητα για να κατέβει στο χρηστήριο».
Από τη στιγμή που επιλεγόταν, η Πυθία υπηρετούσε διά βίου τον Απόλλωνα, αφιερώνοντας τη ζωή της στην κοπιώδη άσκηση και την αγνότητα. Κάποια στιγμή στην ιστορία του μαντείου, πιθανώς τον 4ο αιώνα π.Χ., πλέον, και σίγουρα το 100 μ.Χ., πια, της δόθηκε μια κατοικία για να μένει, που την πλήρωνε το ιερό. Ο Πλούταρχος θλίβεται που, ενώ στους προηγούμενους αιώνες το ιερό ήταν τόσο πολυσύχναστο, ώστε κάθε στιγμή χρειάζονταν τρεις Πυθίες (δύο τακτικές και μία «έφεδρος»), στον καιρό του μία Πυθία αρκούσε για τους όλο και λιγότερους μαντευόμενους.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης, που έζησε τον 1ο αιώνα π.Χ., μας λέει πως αρχικά η γυναίκα που επιλεγόταν έπρεπε επίσης να είναι παρθένα κόρη. Αυτό όμως άλλαξε με τον Εχεκράτη απ’ τη Θεσσαλία, που, προσερχόμενος να συμβουλευτεί την Πυθία, την ερωτεύτηκε, την άρπαξε και τη βίασε. Κατόπιν αυτού, οι Δελφιείς αποφάσισαν πως στο μέλλον η Πυθία έπρεπε να έχει περάσει τα πενήντα, αλλά να εξακολουθεί να φοράει ένδυμα κόρης, σε ανάμνηση της παλιάς συνήθειας. Έτσι, δε θεωρείται ασυνήθιστο, γυναίκες να είχαν παντρευτεί και να είχαν γίνει μητέρες προτού επιλεγούν ως Πυθίες, και, ως εκ τούτου, να εγκατέλειπαν τον σύζυγο και την οικογένειά τους για να επιτελέσουν τον ρόλο τους.
Χρησμοί μόνο μία μέρα τον μήνα…
Η Πυθία χρησμοδοτούσε μόνο μία μέρα τον μήνα, για την οποία ημέρα πιστεύεται πως ήταν η έβδομη κάθε μήνα, επειδή η έβδομη μέρα του μηνός Βυσίου –η αρχή της άνοιξης (ο δικός μας Φεβρουάριος/Μάρτιος)– θεωρούνταν η γενέθλια του Απόλλωνα. Συν τοις άλλοις, χρησμοδοτούσε μόνο επί εννέα μήνες τον χρόνο, μιας και για τους τρεις χειμερινούς μήνες ο Απόλλωνας πιστευόταν πως έλειπε από τους Δελφούς και πως ζούσε με τους Υπερβορείους (έναν μυθικό λαό που κατοικούσε στις εσχατιές του κόσμου). Εκείνη την περίοδο μπορεί οι Δελφοί να μην έδιναν χρησμούς, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν είχαν και θεό· τότε θεωρούσαν πως στο ιερό διαφέντευε ο θεός Διόνυσος.
Υπήρχε μαντική με κλήρο;
Παρά τη χρονικά περιορισμένη δυνατότητα χρησμοδοσίας –μόνο εννέα ημέρες τον χρόνο–, έχει συζητηθεί πολύ η διαθεσιμότητα (και μάλιστα η δημοφιλία) άλλων μορφών μαντικής που προσφέρονταν στους Δελφούς. Συγκεκριμένα, οι μελετητές έχουν εξετάσει την ύπαρξη μιας μαντικής με κλήρο: ενός συστήματος διά του οποίου ένας αξιωματούχος του ιερού, πιθανώς η Πυθία, θα χρησμοδοτούσε με ένα σύνολο αντικειμένων που κληρώνονταν και «ερμηνεύονταν» ώστε να δοθεί απάντηση σε μια συγκεκριμένη ερώτηση. Ένα τέτοιο σύστημα εναλλακτικής χρησμοδοσίας μπορεί επίσης να συμπληρωνόταν με κυβομαντεία που ελάμβανε χώρα στο Κωρύκειο άντρο, ψηλά πάνω απ’ τους Δελφούς, που, από τον 6ο αιώνα π.Χ. κι έπειτα, ήταν ένας όλο και πιο δημοφιλής τόπος λατρείας του θεού Πάνα και των Μουσών, κι ένα αναπόσπαστο μέρος της δελφικής περιήγησης και του τοπίου των Δελφών.
Η καθεμία από τις εννέα ημέρες της χρησμοδοσίας κάθε χρόνο μοιάζει να κυλούσε ως εξής: με το χάραμα, η Πυθία κατέβαινε να καθαριστεί στην Κασταλία κρήνη, κοντά στο ιερό. Μετά τον καθαρμό επέστρεφε στο ιερό, ίσως με τη συνοδεία της ακολουθίας της, κι έμπαινε στον ναό, όπου έκανε, στην εστία που είχε την αθάνατη φωτιά, μια «επιθυμίαση» στον Απόλλωνα, με δάφνη και κρίθινο άλευρο, ενώ συνάμα υμνούσε πιθανώς όλες τις θεότητες του τόπου (όπως στην εναρκτήρια σκηνή της τραγωδίας Ευμενίδες του τραγικού ποιητή Αισχύλου). Ωστόσο, την ίδια περίπου ώρα, οι ιερείς του ναού είχαν την ευθύνη να επαληθεύσουν πως ακόμα και τούτες οι σπάνιες ημέρες της χρησμοδοσίας ήταν «αίσιες». Κατάβρεχαν με κρύο νερό μια γίδα (που έπρεπε να είναι επίσης καθαρή και να μην έχει κανένα …κουσούρι), πιθανώς στην ιερή εστία μες στον ναό. Αν η γίδα ριγούσε, αυτό έδειχνε πως ο Απόλλωνας ήθελε να τον συμβουλευτούν. Η γίδα κατόπιν θυσιαζόταν στον Απόλλωνα, στον μεγάλο βωμό έξω από τον ναό, ως σημείο προς όλους πως η μέρα ήταν αισία και πως η χρησμοδοσία μπορούσε να προχωρήσει.
Αναμονή στην ουρά για το χρησμό. Προτεραιότητα οι ΄Ελληνες
Τώρα ερχόταν η σειρά των μαντευομένων, που θα είχαν ήδη φτάσει μάλλον μερικές ημέρες πριν από την ορισμένη ημέρα της χρησμοδοσίας. Αυτοί έπρεπε πρώτα να καθαριστούν με νερό από τις πηγές των Δελφών. Κατόπιν, έπρεπε να οργανωθούν σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες που ρύθμιζαν τη σειρά της χρησμοδοσίας. Οι ντόπιοι Δελφιείς είχαν πάντα το δικαίωμα να παίρνουν πρώτοι χρησμό. Ακολουθούσε ένα σύστημα «αναμονής στην ουρά», όπου προτεραιότητα είχαν οι Έλληνες των οποίων η πόλη ή η φυλή ήταν μέλος της Δελφικής Αμφικτιονίας, υπό την εποπτεία της οποίας βρίσκονταν οι Δελφοί• έπειτα όλοι οι άλλοι Έλληνες, και, τέλος, οι ξένοι. Αλλά και μέσα σε κάθε «ομάδα» (π.χ. στους Αμφικτίονες) υπήρχε επίσης ένας τρόπος να «πηδήσεις» στην κεφαλή της ουράς, ένα σύστημα γνωστό ως προμαντεία. Η προμαντεία, το δικαίωμα «να συμβουλεύεσαι το μαντείο πριν από τους άλλους», μπορούσε να δοθεί από την πόλη των Δελφών σε άτομα ή σε πόλεις, ως έκφραση στενών αναμεταξύ τους σχέσεων, ή ως δείγμα ευχαριστίας για συγκεκριμένες ενέργειες. Πιο ξακουστή τέτοια περίπτωση ήταν αυτή της Χίου, που της δόθηκε η προμαντεία μετά την αφιέρωση ενός νέου γιγαντιαίου βωμού στο τέμενος του Απόλλωνα , όπου αργότερα, και με τρόπο μάλλον επιδεικτικό, αφού η ουρά μάλλον περνούσε μπροστά από τον βωμό τους, χάραξαν την αφιερωματική επιγραφή: «Δελφοί έδωκαν Χίοις προμαντείαν». Εάν σε μια ομάδα υπήρχαν πολλοί μαντευόμενοι με το δικαίωμα της προμαντείας, η σειρά τους οριζόταν με κλήρο, όπως και καθενός άλλου μέσα σε μια συγκεκριμένη ομάδα.
Το «αντίτιμο» της χρησμοδοσίας
Μόλις αποφασιζόταν η σειρά, έπρεπε να δοθούν τα χρήματα. Κάθε μαντευόμενος έπρεπε να προσφέρει έναν πέλανον, μια λατρευτική πιτούλα που καιγόταν στον βωμό, και την οποία έπρεπε να την αγοράσουν από τους Δελφιείς καταβάλλοντας ένα πρόσθετο ποσό (το «αντίτιμο» της χρησμοδοσίας, πηγή τακτικού και γενναίου εισοδήματος για τους Δελφούς). Δεν γνωρίζουμε πολλά για τα ποσά που χρέωναν οι τελευταίοι, εκτός από το ότι ποίκιλλαν. Μια επιγραφή, που σώθηκε ως τις μέρες μας, μνημονεύει μια συμφωνία ανάμεσα στους Δελφούς και τη Φασηλίδα, μια πόλη της Μικράς Ασίας, το 402 π.Χ. Η τιμή για τον «δημόσιο» πέλανον (δηλ. από την πόλη) ήταν επτά αιγινήτικες δραχμές και δύο οβολοί. Η τιμή του «ιδιωτικού» πελάνου για τους Φασηλίτες ήταν τέσσερεις οβολοί. Ενδιαφέρον εδώ δεν έχει απλώς η διαφορά στην τιμή για τις επίσημες και τις ιδιωτικές υποθέσεις (δέκα φορές μεγαλύτερη για τις επίσημες), αλλά και το ότι μπορούσαν να γίνουν τέτοιες χωριστές συμφωνίες (με το σκεπτικό ίσως ότι το κόστος σχετιζόταν με τον πλούτο της πόλης, και πως πλουσιότερες πόλεις σαν την Αθήνα θα έπρεπε να πληρώνουν περισσότερα). Αλλά είναι φανερό ότι, ακόμα και στις πιο φτηνές περιπτώσεις, η τιμή εξασφάλιζε πως κάποιος δε θα ζητούσε για ψύλλου πήδημα τον χρησμό του μαντείου. Το αντίτιμο που έπρεπε ένας ιδιώτης Φασηλίτης να καταβάλει για να συμβουλευτεί το μαντείο ήταν αντίστοιχο με την αμοιβή που ελάμβανε για δύο ημέρες ένας Αθηναίος δικαστής τον 5ο αιώνα π.Χ., και, αν συνυπολογιστούν το κόστος του ταξιδιού μετ’ επιστροφής στους Δελφούς και η απώλεια του εισοδήματος κατά την απουσία, επρόκειτο για αληθινή επένδυση. Μια άλλη επιγραφή, του 370 π.Χ., ανάμεσα στη Σκιάθο και τους Δελφούς, μνημονεύει ένα χαμηλότερο κόστος: μόλις δύο δραχμές για τον δημόσιο πέλανον και το ένα έκτο αυτού του ποσού για τον ιδιωτικό. Ωστόσο, δε γνωρίζουμε με σιγουριά αν επρόκειτο για διαφορετική συμφωνία ανάμεσα στους Δελφούς και τη Φασηλίδα, και στους Δελφούς και τη Σκιάθο, ή εάν οι Δελφοί είχαν χαμηλώσει τις απαιτήσεις τους τον 4ο αιώνα π.Χ. (όπως πιστεύουν οι μελετητές που υποστηρίζουν πως η δημοτικότητα του μαντείου είχε πέσει τούτη την εποχή). Επίσης, σε κάποιους απένειμαν την τιμή να μην πληρώνουν καθόλου. Ο βασιλιάς Κροίσος της Λυδίας, στη Μικρά Ασία, ήταν ένας από αυτούς, όπως, σε κατοπινούς χρόνους, και οι Ασκληπιαστές (οι πιστοί του θεραπευτή θεού Ασκληπιού) από την Κω.
Οι αγνές σκέψεις και το … φιλοδώρημα
Όλα τούτα θα απαιτούσαν χρόνο, και οι μαντευόμενοι θα ήταν αναγκασμένοι να περιμένουν για μακρά διαστήματα (οι σωζόμενες επιγραφές αναφέρουν το χρησμογραφείον στο βορινό ανάλημμα, το «Ισχέγαον», του άνδηρου του ναού, ως «χώρο αναμονής» τους στη σκιά, κάτι σαν «σκέπαστρο»). Όταν ωστόσο ερχόταν η σειρά του, ο μαντευόμενος έμπαινε στον ναό (σε καμία γυναίκα πλην της Πυθίας δεν επιτρεπόταν να εισέρχεται στον σηκό) κι έπρεπε να τελέσει κι άλλη θυσία στην εστία μέσα. Εάν δεν ήταν από τους Δελφούς, έπρεπε να τον συνοδεύει ένας δέλφειος πρόξενος, ο «ντόπιος εκπρόσωπος». Το σφάγιο, συχνά ένα ζώο (το οποίο ο μαντευόμενος το πλήρωνε επίσης), καιγόταν, ένα μέρος προσφερόταν στους θεούς, ένα μέρος δινόταν στους Δελφιείς, κι ένα μέρος ήταν «για το μαχαίρι» (που πιθανότατα σήμαινε ότι δινόταν σαν φιλοδώρημα σε εκείνον που έκανε τη θυσία). Μόλις τελείωνε κι αυτό, ο μαντευόμενος πήγαινε εκεί όπου περίμενε η Πυθία, οι δε ιερείς του ναού τον προέτρεπαν να «κάνει αγνές σκέψεις και να λέει ευοίωνα λόγια», και τέλος ξεκινούσε η χρησμοδοσία.
Οι έριδες των μελετητών για το άβατο
Σε αυτό το σημείο οι πηγές αποκλίνουν ακόμα πιο πολύ. Η πρώτη δυσκολία προκύπτει σχετικά με τη διαρρύθμιση του εσώτατου του ναού. H Πυθία λεγόταν ότι προφήτευε από το άδυτον, έναν χωριστό άβατο χώρο εντός του ναού. Πολλές διαφορετικές πηγές μας λένε ότι το άδυτον ήταν στενόχωρο και μέσα είχε τον ομφαλό (την πέτρα που συμβόλιζε το κέντρο της γης), δύο αγάλματα του Απόλλωνα (ένα ξύλινο κι ένα χρυσό), την κιθάρα και τα ιερά όπλα του Απόλλωνα, τον τάφο του Διόνυσου (αν και τούτος μπορεί επίσης να ήταν ο ομφαλός), καθώς και την Πυθία καθισμένη στον τρίποδα δίπλα σε μια δάφνη. Ωστόσο, οι μελετητές ερίζουν σφόδρα σχετικά με το μέρος και τον τρόπο με τον οποίο ήταν τοποθετημένο αυτό το άδυτο, με κάποιους να υποστηρίζουν πως ήταν ένας κοίλος χώρος στο δάπεδο, στο πίσω μέρος του σηκού, με άλλους να διατείνονται πως ήταν αποκλειστικά υπόγειο, και με άλλους, πάλι, να ισχυρίζονται πως ήταν απλώς ένα μέρος του σηκού. Οι αρχικές ανασκαφικές εργασίες στον ναό, κατά τη μεγάλη ανασκαφή, δεν έφεραν στο φως καμία φανερή αρχαιολογική μαρτυρία για έναν τέτοιο κοίλο χώρο, αν και το τελευταίο σχέδιο του ναού, του 4ου αιώνα π.Χ., δείχνει τώρα ένα τετράγωνο περιτοιχισμένο δωμάτιο μέσα στον σηκό, που μπορεί να ήταν, ή να μην ήταν, το άδυτον.
Πού στεκόταν ο μαντευόμενος; Το θέμα δυσκολεύει ακόμα πιο πολύ. Η περίφημη εικόνα σε κύλικα της Πυθίας πάνω στον τρίποδά της απέναντι από έναν μαντευόμενο έχει παραδοσιακά ερμηνευθεί ως απόδειξη ότι ο μαντευόμενος βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο, αντικριστά στην Πυθία, και της έκανε απευθείας την ερώτησή του, ακούγοντας, έτσι, απευθείας και την απόκρισή της. Ωστόσο, ο Ηρόδοτος και ο Πλούταρχος επίσης μαρτυρούν ότι υπήρχε ένα άλλο δωμάτιο μέσα στον σηκό, όπου στέκονταν οι μαντευόμενοι κατά τη χρησμοδοσία. Η θέση αυτού του δωματίου, το οποίο ο Ηρόδοτος το ονομάζει μέγαρον (7.140) και ο Πλούταρχος οίκον (Ηθικά 437C), δεν έχει προσδιοριστεί αρχαιολογικά.
Ποιος άλλος ήταν παρών;
Για άλλη μια φορά, οι πηγές μάς δίνουν ασαφείς απαντήσεις. Γνωρίζουμε πως ήταν οι ιερείς του ναού του Απόλλωνα, που είχαν τελέσει τη δοκιμασία με τη γίδα και τη θυσία. Εντούτοις, οι πηγές αναφέρουν και ιερείς αποκαλούμενους προφήτες, και, κατοπινές πηγές, τους οσίους ιερείς, καθώς και μια ομάδα γυναικών που κρατούσαν αναμμένη τη φλόγα, με ξύλο δάφνης , στην ιερή εστία μέσα στον ναό. Αυτό που εν μέρει μας εμποδίζει να κατανοήσουμε τους ρόλους όλων αυτών είναι πως οι όροι μπορεί να επικαλύπτονται (π.χ., η ονομασία προφήτης χρησιμοποιείται στη γραμματεία, μα δεν είναι καταγεγραμμένη ως τίτλος στις δελφικές επιγραφές) και πως οι αριθμοί και οι ομάδες των παρισταμένων άλλαζαν συν τω χρόνω. Εάν, όπως λέει ο Πλούταρχος, οι μαντευόμενοι έμεναν σε χωριστό δωμάτιο, τότε πιο πιθανό είναι η ερώτησή τους να δινόταν προφορικά ή γραπτά σε έναν από τους ιερείς του Απόλλωνα, που, σε μεταγενέστερους χρόνους, και πιθανώς μαζί με τους οσίους, συνόδευαν την Πυθία στο άδυτον και της έθεταν το ερώτημα. Κατέγραφαν άραγε την απόκρισή της, την ερμήνευαν, την έκαναν έμμετρη, τη συνέτασσαν; Καμία από τις αρχαίες πηγές δε μας δίνει μια σαφή απάντηση, αν και μοιάζει πιθανό ο μαντευόμενος, τουλάχιστον εν μέρει, όχι απλώς να άκουγε την απόκριση της Πυθίας κι ας καθόταν σε χωριστό δωμάτιο, αλλά, επίσης, να έπαιρνε από τους ιερείς είτε μια προφορική είτε μια γραπτή μορφή της απόκρισης. Αλλά το ποιος ήταν ο ρόλος των ιερέων στη διαμόρφωση αυτής της απόκρισης εξαρτάται από το είδος της απόκρισης που πιστεύουμε πως έδινε η Πυθία, στοιχείο που, με τη σειρά του, εξαρτάται από το πώς εννοούμε τη «θεόπνευστη» έκστασή της.
Πως η Πυθία δεχόταν το «πνεύμα»;
Κανένα ζήτημα δεν έχει συζητηθεί τόσο όσο ο τρόπος με τον οποίο η Πυθία δεχόταν το «πνεύμα» ώστε να δώσει την απάντησή της. Καταρχάς, οι αρχαίες πηγές. Πριν από τον 4ο αιώνα π.Χ., δεν υπάρχει πηγή που να πραγματεύεται το πώς «εμπνεόταν» η Πυθία, μα όλες λένε ότι καθόταν στον τρίποδά της, απ’ όπου έβγαζε βοές (π.χ., Ευριπίδης Ίων 91). Από τον 4ο αιώνα π.Χ., κάποιες πηγές αναφέρουν πως έσειε ένα κλαδί δάφνης, αλλά αυτό γινόταν μάλλον ως χειρονομία εξαγνισμού παρά έμπνευσης. Πρέπει να περιμένουμε μέχρι τον Διόδωρο Σικελιώτη, τον 1ο αιώνα π.Χ., για την πρώτη αναφορά ενός «χάσματος» κάτω από την Πυθία. Κάποιοι μεταγενέστεροι συγγραφείς συμφωνούν με αυτό, όμως άλλοι το περιγράφουν ως χώρο όπου η ίδια κατέβαινε κι απ’ όπου προφήτευε. Στην αφήγηση του Διόδωρου, τούτο το χάσμα και η έντονη αναθυμίαση που έβγαινε από μέσα οδήγησαν στην αρχική ανακάλυψη και εγκαθίδρυση ενός μαντείου στους Δελφούς. Ο Διόδωρος μιλά για το πώς ένας γιδοβοσκός πρόσεξε ότι οι γίδες του, πλησιάζοντας σε ένα χάσμα στη βουνοπλαγιά, πηδούσαν περίεργα κι έβγαζαν άλλον ήχο απ’ ό,τι πρωτύτερα. Ο γιδοβοσκός, όταν πλησίασε, έκανε κι αυτός τα ίδια, και ξεκίνησε να προλέγει τα μελλούμενα. Μαθεύτηκαν τα νέα για το συγκεκριμένο χάσμα και πολλοί άρχισαν να πηδούν μέσα· έτσι, «για να μη κινδυνεύει κανένας, φάνηκε καλό στους ντόπιους να ορίσουν προφήτισσα για όλους μια γυναίκα και μέσω αυτής να δίδονται οι χρησμοί. Γι’ αυτή μάλιστα έφτιαξαν μια μηχανή [τον τρίποδα], πάνω στην οποίαν ανέβαινε, ώστε να μπαίνει μ’ ασφάλεια ο θεός μέσα της, και να δίνει έτσι χρησμούς σ’ όσους ήθελαν».
Ο Πλούταρχος, τον 1ο αιώνα μ.Χ., αναφέρει το πνεύμα (μια λέξη με πολλές έννοιες: «αέρας», «πνοή», «έμπνευση»), και πως, λόγω του πνεύματος, ένα «ευωδιασμένο φύσημα» γέμιζε περιστασιακά τον οίκο• ωστόσο, δεν περιγράφει την ακριβή του φύση. Αυτό που εξιστορεί είναι μια μακρά συζήτηση μεταξύ των φίλων του σχετικά με τον λόγο για τον οποίο το μαντείο ήταν λιγότερο ακμαίο εκείνη την εποχή απ’ ό,τι στο παρελθόν. Στα επιχειρήματα περιλαμβάνεται η ελάττωση του πνεύματος, η ηθική έκπτωση των ανθρώπων, που είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψή τους από την πλευρά των θεών, η μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας, καθώς και η εγκατάλειψη των μαντείων από τους δαίμονες, τους ενδιάμεσους μεταξύ θεών και ανθρώπων, οι οποίοι ήταν αυτοί που ήλεγχαν τη μαντική διαδικασία και που ίσως είχαν αρχίσει να εκλείπουν. (thetoc.gr)
Use Facebook to Comment on this Post