Το υγρό στοιχείο τροφοδοτούσε ανέκαθεν με την ποικιλία και την αφθονία του τους κατοίκους της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Η άμεση γειτνίαση μεγάλου τμήματος της πατρίδας μας προς τη θάλασσα, τα καθαρά και όχι ιδιαίτερα βαθιά νερά και τα πολυάριθμα είδη ψαριών, μαλακίων και οστρακοειδών, που – κατά τους αρχαίους τουλάχιστον χρόνους – υπήρχαν σε πλούσιες ποσότητες, καθιστούν ευνόητη την αγάπη των Ελλήνων για τα θαλασσινά.:
Το εμπόριο των ταριχευμένων ψαριών, που ονομάζονταν ταρίχη, γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κυρίως στα κλασικά χρόνια. Ταριχευμένες σαρδέλες (αφύαι) εισάγονταν στην Αθήνα από τον Εύξεινο Πόντο και αλλού, αλλά οι φρέσκιες σαρδέλες του Φαλήρου και της Ρόδου ήταν οι πιο ονομαστές.
Εκτός από τα ταρίχη, προσφιλή ήταν και τα τεμάχη, παστά τεμάχια διαφόρων μεγάλων ψαριών, κυρίως σκόμβρων (σκουμπριών) και θύννων (τόνων). Τα ταρίχη, που λόγω της αφθονίας τους ήταν πάμφθηνα, αποτελούσαν για τον λαό της Αθήνας συνήθη τροφή, την οποία οι πλούσιοι Αθηναίοι περιφρονούσαν και χαρακτήριζαν φτωχική, κάτι που δεν συνέβαινε σε άλλες πόλεις. Στις περιοχές που βρίσκονταν σε απόσταση από τη θάλασσα και δεν είχαν φρέσκα ψάρια, τα εκτιμούσαν ιδιαίτερα. Από τον Εύξεινο Πόντο ερχόταν στα πλούσια αθηναϊκά συμπόσια και το περίφημο αβγοτάραχο (ωοτάριχος) από τα αβγά του αντακαίου, μεγάλου ψαριού της περιοχής των εκβολών του Δούναβη, που ονομαζόταν τάριχος αντακαίον.
Οι αρχαίες πηγές μας πληροφορούν για τις περιοχές στις οποίες ζουν ή αναπαράγονται τα ψάρια και για τη σωστή εποχή αλίευσης του κάθε είδους, αναφέρουν δε εκατοντάδες ονόματα ψαριών και θαλασσινών. Το πλήθος αυτών των ονομάτων μαρτυρεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν εξοικειωμένοι με τη θάλασσα και άριστοι γνώστες της θαλάσσιας ζωής, ώστε γνώριζαν και είχαν ονομάσει εκατοντάδες θαλάσσια είδη.
Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά απ’ αυτά: αθερίνη, γαλεός, θύννος (τόνος, ονομαστός στη Σάμο, στο Βυζάντιο, στην Κάρυστο, στην Τυνδαρίδα), κέφαλος, κολιός, κωβιός, καρχαρίας (ονομαζόταν επίσης λάμια και σκύλλα), κύων καρχαρίας (σκυλόψαρο που το αλίευαν στην Τορώνη της Χαλκιδικής, το έψηναν στα κάρβουνα και εθεωρείτο θείον έδεσμα), λάβραξ (περίφημος της Μιλήτου, χαρακτηρίζεται πρώτος σε νοστιμιά και σοφότερος απ’ όλα τα ψάρια, αφού βρίσκει τρόπους να ξεφεύγει απ’ τους ψαράδες, χαρακτηρίζεται επίσης γιος των θεών – θεόπαις λάβραξ), μελάνουρος (μελανούρι), μόρμυρος (μουρμούρα), ξιφίας, όρκυνος (ορκύνι), ορφώς (ροφός), παλαμύς (παλαμίδα), πέρκη, ρίνη (εξαιρετική στη Σμύρνη), σκάρος, σμαρίδαι (μαρίδες), σπάρος, σκορπίος (περίφημος της Θάσου), σκόμβρος (σκουμπρί, σαργός (ο οποίος αναφέρεται ότι καταστρέφει τα δίχτυα), σάλπη (που είναι νόστιμη το καλοκαίρι και την ψάρευαν με κολοκύθι για δόλωμα), συναγρίς, τρίγλη (μπαρμπούνι), φάγρος (φαγκρί, που αναφέρεται ότι είναι γλυκό και θρεπτικό), χάννη (χάννος, που έχει ολάνοιχτο στόμα).
Οι ονομασίες αυτές, καθώς και οι ονομασίες των αλιευτικών εργαλείων που προαναφέραμε, αποτελούν την πλούσια ελληνική αλιευτική γλώσσα, η οποία σαφέστατα ελάχιστη επίδραση έχει υποστεί από τις χιλιετίες της χρήσης της, ώστε χωρίς δυσκολίες θα μπορούσαν να συνομιλήσουν για το αντικείμενό τους ένας αρχαίος με έναν σύγχρονο έλληνα ψαρά.
Ακόρεστος ιχθυοφαγία
Σημαντικές προσωπικότητες της αρχαιότητος, όπως ο Αριστοτέλης, αναφέρεται ότι ήταν ιχθυοφάγοι.
Ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, που του άρεσαν πολύ τα ψάρια, επιτιμήθηκε κάποτε από τον Πλάτωνα, επειδή είχε αγοράσει πολλά. Του απάντησε λοιπόν ότι τα είχε πληρώσει μόνο δύο οβολούς και ο Πλάτων του είπε ότι για τόσο μικρό ποσόν θα τα αγόραζε και ο ίδιος. Λοιπόν, Πλάτωνα, του απάντησε ο Αρίστιππος, δεν είμαι εγώ ιχθυοφάγος αλλά εσύ φιλάργυρος.
Η ιχθυοφαγία των αρχαίων Ελλήνων σε κάποιες περιπτώσεις υπερέβαινε το μέτρο.
Ο Δωρίων, συγγραφέας του 1ου αι. π.Χ., όταν κάποτε ο δούλος του δεν του είχε αγοράσει ψάρια, μαστιγώνοντάς τον, τον πρόσταζε να του λέει ονόματα ψαριών. Και όταν ο δούλος του ανέφερε τον ορφό, το γλαυκίσκο κ.ά. ο Δωρίων του φώναζε ότι τον πρόσταξε να λέει ονόματα ψαριών και όχι θεών.
Ο Δημύλος σ’ ένα συμπόσιο λιμπίστηκε το μεγάλο ψάρι που προσφέρθηκε και για να μη φάει άλλος κανένας απ’ αυτό, έφτυσε πάνω του.
Κάποιος Διοκλής αναφέρεται ότι πούλησε το χωράφι του και ξόδεψε τα χρήματα που πήρε αγοράζοντας ψάρια.
Ορισμένοι έφθαναν μάλιστα να δίνουν στα παιδιά τους ονόματα θαλασσινών, όπως Ιχθύας, Ιχθύων, Κάραβος (καραβίδα), Κωβιός.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο όρος όψον, τον οποίο χρησιμοποιούσαν γενικά για οτιδήποτε τρωγόταν μαζί με το ψωμί ως προσφάγιο, κατέληξε να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για το κυριότερο προσφάγιο των Αθηναίων, τον ιχθύν. Έτσι, το υποκοριστικό του όψου, οψάριον, κατέληξε στη λέξη ψάρι που έχει αντικαταστήσει τη λέξη ιχθύς.
Στην Αγορά της Αθήνας έχει προσδιοριστεί ανασκαφικά ο χώρος των ιχθυοπωλείων, αλλά υπάρχουν αναφορές και για πλανόδιους ιχθυοπώλες.
Αλιεία γινόταν επίσης στις λίμνες και στα ποτάμια του, αλλά τα ψάρια του γλυκού νερού τα εκτιμούσαν λιγότερο. Εξαίρεση αποτελούσαν τα χέλια (εγχέλεις) της Κωπαΐδος, που ήταν εκλεκτή λιχουδιά για τους Αθηναίους. Αλλά και τα χέλια του Στρυμόνα φημίζονταν για το πάχος τους. Στην Αρκαδία, στον παραπόταμο του Λάδωνος Αροάνιο, αναφέρεται ότι ζούσαν ψάρια που έβγαζαν φωνή (φθεγγόμενοι ιχθύες) όμοια με του πουλιού τσίχλα.
Η υπάρχουσα πεποίθηση ότι τα μαλάκια είναι αφροδισιακή τροφή έχει διατυπωθεί από την αρχαιότητα.
Ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης πέθανε επειδή έφαγε χταπόδι ωμό.
Οι μεγαλύτερες γαρίδες γίνονται στη Σμύρνη και οι μεγαλύτεροι αστακοί στην Αλεξάνδρεια. Αυτά όμως ήταν μάλλον εξεζητημένα εδέσματα για τους λίγους.
Ιδιαίτερη σημασία δινόταν στο μαγείρευμα των θαλασσινών. Οι τρόποι ήταν απλοί, απλά σημαντικό ήταν να εκτελεστούν με τέχνη. Τα έψηναν στα κάρβουνα (επανθρακίδες) σε ειδικές σχάρες που ονομάζονταν εσχάραι ιχθυοπτίδες, τα έβραζαν (εφθά ή εψητά) ή τα τηγάνιζαν (τηγανιστά). Την επιδεξιότητά του όμως ο κάθε μάγειρος την έδειχνε με τις σάλτσες από μυρωδικά, καρυκεύματα και τυριά, με τις οποίες συνοδεύονταν τα θαλασσινά.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής την 18-7-1999
Αναδημοσίευση από τον κ. Παναγιώτη Β. Φάκλαρη, αναπληρωτή καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αρειστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μέλος της πανεπιστημιακής
ανασκαφής
krasodad