xOrisOria News

Τι Έψαχναν και τι Βρήκαν οι Ναζί στα Έγκατα του Σπηλαίου στο Δίστομο

Η εξερεύνηση του σπήλαιου του Διστόμου
Οι έρευνες που διεξήχθησαν από τους Γερμανούς, την περίοδο της Κατοχής σε αρχαίες τοποθεσίες και σπήλαια της Ελλάδος, είναι ένα θέμα που έχει συζητηθεί πολύ.
Ο Αδόλφος Χίτλερ, ήταν μέλος της εταιρείας της Θούλης και της αδερφότητας των Βριλ και ένας από τους στόχους του, μέσω της επιχείρησης «Υπερβόρεια», ήταν η ανακάλυψη ιχνών μιας Άρειας υπόγειας ανώτερης φυλής. Στην Ελλάδα έγιναν έρευνες στο φαράγγι του Βίκου, στη Γαύδο, στο Δίστομο και σε πολλά άλλα μέρη, από επίλεκτες ειδικές δυνάμεις, ικανές να ανταπεξέλθουν στις αντίξοες υπόγειες συνθήκες.
Ο Χίτλερ πίστευε πως η γη είναι κούφια και πως το εσωτερικό της, συν τοις άλλοις, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από το στρατό του στην διενέργεια πολεμικών επιχειρήσεων πίσω από τις γραμμές του εχθρού μέσω υπόγειων διαδρομών.
Στο βιβλίο «Απόρρητος Φάκελος: Κοίλη Γη», του Ιωάννη Γιαννόπουλου, εκδ. ΕΣΟΠΤΡΟΝ, ο Georg Müller της Prinz Eugen (ορεινή στρατιά των Ες Ες), περιγράφει την εξερεύνηση του σπηλαίου του Διστόμου και τους λόγους που πραγματοποιούσαν αυτού του είδους τις αποστολές…
«Είναι αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και νωρίτερα, έγιναν εκ μέρους μας πολλές αποστολές σε σπήλαια της Ευρώπης που αποδεδειγμένα είχαν τεράστιο βάθος. Συνήθως οι αποστολές μας μέσα σ’ αυτά κρατούσαν αρκετές ημέρες και με την παραμονή μας σ’ εκείνη την καταπληκτική σπηλιά, 4 χιλιόμετρα έξω από το Δΐστομο, συνέβη το ίδιο.
Σε γερμανικά, ελβετικά και ιταλικά ορυχεία και σε σπηλιές στην Τσεχοσλοβακία, στην Ουγγαρία και στην Ελλάδα είχαν αρχίσει οι εξερευνήσεις από το 1936. Στις ομάδες αυτές των αποστολών έπαιρναν μέρος οι πιο εκλεκτοί επιστήμονες, γεωγράφοι και φυσικοί, μαζί με τους καλά εκπαιδευμένους ορειβάτες και σπηλαιολόγους που υπηρετούσαν στο στρατό την εποχή εκείνη.
Ειδικές επιτροπές έρευνας, πριν ξεκινήσουν οι αποστολές, συνέλεγαν λαϊκές παραδόσεις και θρύλους της περιοχής, που καταγράφονταν με σχολαστικότητα και έμπαιναν σε ένα ειδικό αρχείο, που γινόταν όλο και πλουσιότερο. Η Θούλη είχε πειστεί ότι όντως υπάρχει ένας υπόγειος κόσμος και εμείς προσπαθούσαμε να τον βρούμε!
«Στο σπήλαιο του Διστόμου, τα πρώτα δύο χιλιόμετρα, δηλαδή μεταξύ ορυχείου και σπηλαίου, έδειχναν συνηθισμένα και μου φαινόταν ότι ανθρώπινα χέρια δεν είχαν επέμβει σχεδόν καθόλου. Λίγο αργότερα όμως, σε ένα άλλο επίπεδο, όλα άλλαξαν. Αυτό το τμήμα του σπηλαίου ήταν τελείως διαφορετικό. Το πάτωμα ήταν λείο, χωρίς καμιά ανωμαλία στην επιφάνεια του, ένα είδος ασβεστολιθικού πετρώματος που οπωσδήποτε ήταν τεχνητό. Το επάνω μέρος – η οροφή – ήταν μονοκόμματη πέτρα που είχε όμως σμιλευτεί έτσι ώστε να απεικονίζει συνεχώς ένα σχήμα του ελληνικού γράμματος Λάμδα. Ένα άλλο πολύ περίεργο πράγμα ήταν ότι από τα πλαϊνά τοιχώματα ή το έδαφος-πάτωμα δεν μπορέσαμε με κανέναν τρόπο να πάρουμε δείγματα, ακόμη και όταν χρησιμοποιήσαμε τα ορειβατικά μας εργαλεία.
«Εκείνη τη φορά – πρώτη και τελευταία απ’ όσο ξέρω – είχαμε μαζί μας και δυο Ιταλούς του τάγματος της Βερόνα, του 6ου συντάγματος των ALPINI. Αυτό στο λέω γιατί όταν οι Ιταλοί είδαν ότι δεν μπορούσαμε να εξορύξουμε δείγματα, ο ένας από αυτούς έκανε κάτι που του φάνηκε αρκετά έξυπνο, ενώ στην ουσία ήταν αρκετά ανόητο: έστρεψε προς τον πλαϊνό τοίχο το πιστόλι του και πυροβόλησε σε απόσταση περίπου έξι μέτρων απ’ αυτόν. Είδαμε όλοι, παρ’ όλη την έκπληξη μας, ότι όταν το βλήμα χτύπησε στη μονοκόμματη πέτρα βγήκαν σπίθες, ενώ ο θόρυβος ήταν κυριολεκτικά εκκωφαντικός.
Νομίσαμε ότι οι ηχητικές δονήσεις θα σώριαζαν τα τοιχώματα και θα μας έκλειναν για πάντα εκεί μέσα, αλλά αφού ο θόρυβος μουγκρίζοντας έφυγε προς τα μέσα, δεν έγινε τίποτε. Τίποτε δεν έπεσε εμπρός ή πίσω μας, αλλά ούτε και κομμάτια κόπηκαν από το σημείο όπου είχε εξοστρακιστεί η σφαίρα!
Σαν επικεφαλής της ομάδας, επέπληξα σφοδρά τους Ιταλούς, οι οποίοι έκαναν κάτι πρωτάκουστο για την εποχή εκείνη, αλλά όχι πρωτότυπο εκ μέρους τους: προσποιήθηκαν τους θυμωμένους και προσβεβλημένους και μας είπαν ότι αποφάσισαν να επιστρέψουν αμέσως πίσω μόνοι τους. Πριν προλάβουμε να πούμε ή να κάνουμε οτιδήποτε, αυτοί άρχισαν να προχωρούν προς την έξοδο και σε λίγο, σε μία κοντινή στροφή τού τούνελ, τους χάσαμε από τα μάτια μας. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τους είδαμε. Αν θες τη γνώμη μου, θα βρίσκονται ακόμα εκεί!
«Ξέχασα να σου πω ότι όταν το βλήμα χτύπησε επάνω στον πέτρινο λείο τοίχο, αμέσως στην ατμόσφαιρα απλώθηκε μία μυρωδιά όμοια μ’ αυτή που αναδίδεται στον αέρα όταν χωρικοί της υπαίθρου σας προσπαθούν να ανάψουν φωτιά τρίβοντας μεταξύ τους δύο κομμάτια πέτρας που βγάζουν πλήθος από σπίθες. Η σπηλιά αυτή φαινόταν ότι δεν είχε τελειωμό. Τα επίπεδα της άλλαζαν και, από όσο μπορούσαμε να υπολογίσουμε με όλα τα «συν» και τα «πλην», ήμασταν σε ένα βάθος από την επιφάνεια, από το άνοιγμα δηλαδή από όπου είχαμε εισχωρήσει, που πρέπει να πλησίαζε τα 700 μέτρα. Ο αέρας εξακολουθούσε να είναι δροσερός και να μας χτυπάει κατά πρόσωπο, γεγονός αρκετά ενθαρρυντικό και καθησυχαστικό για την όλη προσπάθεια μας.
«Η όλη ομάδα αποτελούνταν από δώδεκα μέλη με την ειδικότητα, εκτός των άλλων, του ορειβάτη, αλλά και του σπηλαιολόγου. Χρησιμοποιούσαμε τα κλασικά φανάρια των μεταλλωρύχων, χωρίς να κάνουμε χρήση των φακών μπαταρίας που είχαμε στο σακίδιο μας μόνο για ώρα ανάγκης. Ακολουθούσαμε ένα μονοπάτι-τούνελ που έμοιαζε με φίδι, χωρίς διακλαδώσεις – γεγονός που έκανε την επιστροφή μας ακίνδυνη – και που ήταν συνεχώς κατηφορικό. Προχωρούσαμε, ενώ συγχρόνως χαρτογραφούσαμε το μονοπάτι μετρώντας τις αποστάσεις και μη δίνοντας και πολύ σημασία στις πυξίδες μας, γιατί κάποιες φορές σ’ αυτά τα βάθη και κοντά στα περίεργα πετρώματα «τρελαίνονται» και δείχνουν λάθος ή, ακόμη χειρότερα, η μαγνητική βελόνα αρχίζει να κάνει… κύκλους.
«Αρκετές φορές σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε και να αποφασίσουμε πώς θα αντιμετωπίζαμε τα πράγματα εκεί και αν θα συνεχίζαμε ή θα επιστρέφαμε για να οργανωθούμε καλύτερα και να πάρουμε τα κατάλληλα εφόδια τώρα που ξέραμε το μεγάλο βάθος της σπηλιάς. Ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που μπαίναμε σ’ αυτή τη σπηλιά. Οι παραδόσεις που άλλη υπηρεσία είχε συλλέξει από την περιοχή και τους κατοίκους των πλησιέστερων χωριών ήταν αντιφατικές. Καμία δεν αναφερόταν στο μεγάλο της βάθος.
Άλλες έλεγαν ότι ήταν μία καλή σπηλιά-καταφύγιο για τα πρόβατα όταν ο καιρός χάλαγε, ενώ άλλες έλεγαν ότι οι βοσκοί ποτέ δεν έβαζαν τα ζώα τους μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά, γιατί πάντα μερικά απ’ αυτά χάνονταν. Άλλες, πάλι, μιλούσαν για περίεργα πράγματα: κάποιες μέρες του χρόνου οι κάτοικοι έπρεπε να φέρουν τον παπά να κάνει λειτουργία στην είσοδο της για να μην επιτρέψει στα δαιμόνια που κατοικούσαν μέσα σ’ αυτή να βγουν έξω! Κάποιες, πάλι, μιλούσαν για θορύβους που άκουγαν οι βοσκοί περνώντας απ’ έξω ή για την έκπληξη τους όταν έβλεπαν να βγαίνει καπνός από το άνοιγμα της!
«Ήταν, δηλαδή, μία σπηλιά ή, σωστότερα, ένα τούνελ, που συγκέντρωνε όλα τα… προσόντα για να το επισκεφθούμε. Εκείνη τη φορά αποφασίσαμε να προχωρήσουμε μέχρι το τέλος της ημέρας, μετά να φάμε, να αναπαυτούμε και το πρωί – τι πρωί μέσα σ’ αυτή τη συνεχή νύχτα, μέσα σ’ αυτό το απόλυτο σκοτάδι – της άλλης ημέρας να προχωρήσουμε όλη την ημέρα και ν’ αρχίσουμε να επιστρέφουμε το πρωί της τρίτης ημέρας για ανεφοδιασμό και λήψη νέων διαταγών από τους ανωτέρους μας!
«Η νύχτα – εννοώ οι ώρες της νύχτας – πέρασαν ευχάριστα. Ακόμη θυμάμαι ότι ο φίλος μου ο Χανς, που ήταν από το Τυρόλο, είπε αρκετά τραγούδια που ακούγονταν σε εκείνο το μυστηριώδες και επιβλητικό χώρο σα να τα τραγουδούσε χορωδία. Παρ’ όλα αυτά τα… ευχάριστα, έβαλα σκοπούς στη διάρκεια των ωρών της ανάπαυσης. Τίποτε δεν έγινε. Το πρωί – θα ήταν περίπου τέσσερεις – ξεκινήσαμε πάλι. Το «τοπίο» παρέμενε το ίδιο, μέχρι που μετά από δύο ώρες περπάτημα, ξαφνικά το τούνελ κατέληξε σ’ ένα άνοιγμα, πίσω από το οποίο άρχισε να φαίνεται μία τεράστια σπηλιά με μία πολύ ψηλή οροφή!
«Ήταν η πρώτη φορά που δεν υπήρχε ανάγκη να περπατάμε δυο-δυο και στ’ αλήθεια το διασκεδάσαμε. Το φως των φαναριών μάς επέτρεπε να δούμε ότι η σπηλιά είχε τεράστιους σταλακτίτες και σταλαγμίτες, ενώ οι τοίχοι της είχαν χρώματα που την έκαναν φαντασμαγορική. Αμέσως μου θύμισε μία άλλη σπηλιά που είχαμε εξερευνήσει στις αρχές του πολέμου. Ήταν η σπηλιά Borodia, στο Aggtelek της Ουγγαρίας. Εκείνη όμως ήταν φυσική, χωρίς τούνελ, παρά μόνο κάτι τρύπες που οδηγούσαν σε απότομα βάραθρα με δηλητηριώδη αέρια. Μάλιστα, δυο-τρεις από μας χάθηκαν σ’ εκείνη τη σπηλιά, πέφτοντας σ’ αυτά τα βάραθρα που ήταν δύσκολο ακόμη και να τα δεις.
«Όχι, εδώ, στο Δίστομο, όλα ήταν διαφορετικά. Μόνο αυτή η σπηλαίωση έμοιαζε. Εδώ ένιωθες μία αγωνία και έναν ενθουσιασμό που σου έλεγαν ότι στο τέλος κάτι θα βρεις, κάπου θα οδηγηθείς και θ’ αμειφθούν οι κόποι σου. Έτσι αρχίσαμε να εξερευνούμε τη σπηλιά, στα έγκατα πλέον της Γης. Δεν είχε τίποτε να μας δείξει εκτός από την ομορφιά της φύσης. Μάλιστα, είχαμε αρχίσει να απογοητευόμαστε, όταν κάποιος από εμάς έκανε την ανακάλυψη: στο βορειοδυτικό τμήμα της, φάνηκε ένα μικρό άνοιγμα που μπορούσε να μας χωρέσει μόνο αν ξαπλώναμε κάτω – ούτε καν στα γόνατα. Αρχίσαμε, λοιπόν, να προχωράμε περνώντας σιγά-σιγά το άνοιγμα.
«Ευτυχώς που στις αποστολές αυτές δεν παίρναμε μαζί μας οπλισμό -εκτός από πιστόλια, τα μαχαίρια μας για κάθε χρήση και αρκετές χειροβομβίδες που ποτέ δεν χρησιμοποιήσαμε – ειδάλλως δεν θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε καθόλου. Ο συνηθισμένος μας οπλισμός, που αποτελείτο από το αυτόματο Maschinenpistole 58, το γνωστό με το όνομα Schmeisser, τον παρατούσαμε στο στρατόπεδο! Τα υπόλοιπα τα κρύβαμε καλά μετά την είσοδο μας στις διάφορες σπηλιές.
«Περνώντας από εκείνο το άνοιγμα, αμέσως καταλάβαμε ότι ούτε αυτό ήταν φυσικό, αλλά καμωμένο από ανθρώπινο χέρι. Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί το άνοιγμα εκείνο ήταν μόνο για… νάνους. Μόνο τόσο κοντοί άνθρωποι θα μπορούσαν σκύβοντας λίγο να περάσουν με άνεση. Τέλος πάντων. Από την άλλη μεριά του ανοίγματος άρχιζαν κανονικά σκαλοπάτια που κατέβαιναν ελικοειδώς προς τα κάτω. Λίγο αργότερα κατάλαβα πως ήταν επικίνδυνο να τα κατέβουμε και αυτό γιατί ούτε δεξιά ούτε αριστερά υπήρχε κάποια «κουπαστή» για να μας διευκολύνει.
Αναγκαστήκαμε να κάνουμε χρήση τού ορειβατικού μας σκοινιού και, αφού ενώσαμε με κρίκους αρκετά κομμάτια και στερεώσαμε τη μία άκρη τους κάπου κοντά στο άνοιγμα, αρχίσαμε με προσοχή να κατεβαίνουμε. Η ατμόσφαιρα συνέχιζε να είναι ευχάριστη από απόψεως οξυγόνου. Θα πρέπει να κατεβήκαμε περισσότερο από διακόσια σκαλοπάτια και στο τέλος υπήρχε ένα επίπεδο μέρος, μάλλον κυκλικό. σ’ ένα σημείο επάνω στον ασβεστολιθικό τοίχο που περιτριγύριζε αυτό το επίπεδο, υπήρχε λαξευμένο ένα περίεργο σχήμα που εκ πρώτης όψεως θα το περνούσες για ελληνικό, αλλά αν το κοιτούσες με προσοχή θα έβλεπες ότι υπήρχαν πολλές πιθανότητες να μην ήταν.
«Αργότερα, λίγο πιο κάτω, βρήκαμε ένα άλλο περίεργο σχήμα, επάνω στον τοίχο επίσης, αλλά ακριβώς στο αντίθετο μέρος από το προηγούμενο. Και αυτό ήταν εντυπωσιακό, γιατί νόμιζες ότι άλλαζε μορφή αν το κοιτούσες από διαφορετικό σημείο. Τα σχεδιάσαμε και τα δύο. Απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω, ήταν πολύ σημαντικά στοιχεία για την προέλευση, το σκοπό και τη χρησιμοποίηση του χώρου.
Βέβαια, οι ανώτεροι μας θα τα έστελναν στο Βερολίνο και εκεί θα τα αναλάμβανε η υπηρεσία της Ahnenerbe ή ίσως ακόμη και το Institut fur Runenforschung (Ινστιτούτο Έρευνας της Προέλευσης των Ρουνών).
«Σε όλο μέρος μετά τα σκαλοπάτια μού έδωσε την ισχυρή εντύπωση ότι ήταν καμωμένο για κάποιους ιδιαίτερους λόγους. Κάτι λάμβανε χώρα εδώ, άγνωστο πότε στο παρελθόν ή και στο παρόν ακόμη. Θύμιζε τόσο τελετουργία ή ένα είδος προθαλάμου για τα… ενδότερα! Ποια ενδότερα όμως; Γιατί όσο και αν ψάξαμε γύρω-γύρω από το στρογγυλό επίπεδο δεν βρήκαμε τίποτε άλλο που θα μπορούσε να μας οδηγήσει κάπου αλλού προς τα μέσα. Η ώρα, εν τω μεταξύ, είχε περάσει. Πλησίαζε μεσημέρι, θυμάμαι, όταν αποφασίσαμε να καθίσουμε λίγο για να ξεκουραστούμε και να φάμε».
«Αφού λοιπόν τελειώσαμε το γεύμα μας, καθίσαμε στο έδαφος έχοντας τις πλάτες μας στα τοιχώματα που περιτριγύριζαν το κυκλικό επίπεδο. Θέλησα να ελέγξω αν ήταν εντάξει ο φακός μου με τη μπαταρία και είπα και στους άλλους να κάνουν το ίδιο. Πράγματι, έτσι και έγινε και διαπιστώσαμε ότι όλοι λειτουργούσαν στην εντέλεια. Τελείως ασυναίσθητα έστρεψα το φως του φακού προς τα επάνω, ίσως για να προσδιορίσω σε ποιο ύψος ήταν η οροφή, και έμεινα έκπληκτος!
Σε ύψος επτά ή οκτώ μέτρων από το έδαφος όπου ήμασταν καθισμένοι υπήρχαν ανοίγματα γύρω-γύρω, τρύπες που ακολουθούσαν το κυκλικό επίπεδο του πατώματος. Μέτρησα έξι ανοίγματα. Όλοι βρεθήκαμε μεμιάς όρθιοι. Τι θα κάναμε; Πώς θα σκαρφαλώναμε μέχρι εκεί επάνω; Ο τοίχος ήταν ίδιος με αυτόν από τον οποίο δεν μπορέσαμε να πάρουμε ούτε ένα δείγμα. Πώς ήταν δυνατόν να κάνουμε μία «τεχνητή αναρρίχηση»; Όταν βέβαια δεν υπήρχαν φυσικά πατήματα και πιασίματα, τότε η «τεχνητή αναρρίχηση» μας έδινε τη δυνατότητα να συνεχίσουμε. Αντικαθιστούσαμε με καρφιά, «καρυδάκια» και σκάλες τα πιασίματα και τα πατήματα που έλειπαν από τον «τοίχο» όπου θέλαμε ν’ ανέβουμε.
«Όσο όμως και αν προσπαθήσαμε, ήταν αδύνατον έστω και να καρφωθούν λίγο τα ορειβατικά καρφιά με τη χρήση τού ορειβατικού μας σφυριού. Για ελεύθερη αναρρίχηση βέβαια, ούτε λόγος αφού ο τοίχος ήταν λείος.
«Δεν υπήρχε άλλος τρόπος εκτός από έναν, που κάθε άλλο παρά ορειβασία θύμιζε. Χώρισα, λοιπόν, τα μέλη της ομάδας ανάλογα με το βάρος τους. Οι τέσσερεις πιο βαρείς ακούμπησαν στον τοίχο, με τα πόδια ελαφρά ανοιχτά και στερεωμένα καλά στο έδαφος! Δεμένοι με τα χέρια τους, έμειναν έτσι μέχρι που τρεις άλλοι ανέβηκαν στους ώμους τους, ακουμπισμένοι και αυτοί με τις πλάτες τους στον τοίχο. Σε λίγο, άλλοι δύο ανέβηκαν σ’ αυτούς! Η ανθρώπινη «πυραμίδα» φαινόταν αρκετά σταθερή, γι’ αυτό και ο ελαφρότερος άρχισε να σκαρφαλώνει με προσοχή.
Όταν τελείωσε, το κεφάλι του ήταν κιόλας στο άνοιγμα. Με τη βοήθεια του φακού του κοίταξε μέσα και ανέφερε ότι ξεκινούσε ένα τούνελ κατηφορικό, που είχε περίπου 1.50 μ. ύψος και το ίδιο φάρδος. Ήταν μία κυκλική κατασκευή, τεχνητή και αυτή. Ο ανεβασμένος υπαξιωματικός ζήτησε οδηγίες για το αν έπρεπε να μπει μέσα στο τούνελ για να δει πού οδηγούσε. Του είπα αμέσως ότι πρώτα θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να στηρίξει ένα ορειβατικό σκοινί, ώστε η αναρρίχηση να είναι εύκολη για όλους τούς άλλους, αν αποφασίζαμε να συνεχίσουμε.
«Ο Χανς, ψηλά στο άνοιγμα, έβγαλε από το σακίδιο του το σκοινί και άρχισε να προχωράει προς το εσωτερικό. Απ’ ό,τι μας είπε αργότερα, το τούνελ θα πρέπει να ήταν περίπου 10-12 μέτρα και στο τέλος υπήρχαν και πάλι σκαλοπάτια σμιλεμένα στο βράχο που πήγαιναν κατευθείαν προς τα κάτω. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει το βάθος, αλλά δεν διέκρινε το τέλος των σκαλοπατιών. Ευτυχώς, με τη βοήθεια ενός γάντζου, στερέωσε το σκοινί και έτσι τουλάχιστον θα μπορούσαμε ν’ ανέβουμε και οι υπόλοιποι σ’ αυτό το άνοιγμα.
«Κατά τον ίδιο τρόπο, μπορέσαμε να φθάσουμε και στα άλλα στρογγυλά ανοίγματα, τα οποία ήταν πανομοιότυπα με το αρχικό ως προς το σχήμα, με τη διαφορά ότι όλα τα μήκη των τούνελ ήταν διαφορετικά. Θεωρώντας ως πρώτο το άνοιγμα στο οποίο είχαμε πρωτοανέβει, ανεβήκαμε στη συνέχεια σ’ αυτό που ήταν δίπλα στο πρώτο, μετά σ’ αυτό που ήταν δίπλα στο δεύτερο και οΰτω καθεξής.
Παρατηρήσαμε, λοιπόν, ότι κάθε καινούριο τούνελ ήταν και μακρύτερο από το προηγούμενο και ο λόγος ήταν ότι οδηγούσαν σε διαφορετικούς χώρους. Μόνο όμως στα τρία ανοίγματα κατορθώσαμε να στερεώσουμε ορειβατικό σκοινί, γιατί απλούστατα μας τελείωσε. Κρατήσαμε μόνο ένα μεγάλο κομμάτι για τη δημιουργία κουπαστής για το ανέβασμα στα προηγούμενα σκαλοπάτια. Αποφασίσαμε ν’ ακολουθήσουμε το πρόγραμμα που είχαμε κάνει και το επόμενο πρωί να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής, αφήνοντας τα σκοινιά μας εκεί, ώστε τούτο το μέρος να αποτελέσει τη βάση της επομένης αποστολής μας. Νομίζω ότι έπρεπε να ήμασταν ευχαριστημένοι αφού, κατά τους υπολογισμούς μας, είχαμε ήδη φθάσει σ’ ένα βάθος πάνω από 800 μ. και είχαμε προχωρήσει γύρω στα 12-15 χιλιόμετρα.
Ναι, βέβαια. Αύριο το πρωί στις 4.00′ πρέπει ν’ αρχίσουμε να γυρίζουμε, σκέφτηκα. Η ώρα είχε περάσει ».
«… Η επιστροφή μας ήταν η προγραμματισμένη, χωρίς κανένα περίεργο συμβάν ή οτιδήποτε άλλο. Έξω μόνο συνέβησαν δύο πράγματα: το πρώτο ήταν, όπως μάθαμε, ότι οι Ιταλοί δεν είχαν παρουσιαστεί στη μονάδα τους και συνεπώς έπρεπε να συμπεράνουμε ότι δεν είχαν βγει από τη σπηλιά. Φυσικά το αναφέραμε στη μονάδα τους, αλλά μέχρι σήμερα αμφιβάλλω αν αυτοί έκαναν τίποτε προκειμένου να τους βρουν.
Το δεύτερο ήταν ότι ακριβώς τη στιγμή που βγαίναμε «πέσαμε» επάνω σε κάτι χωρικούς που κουβαλούσαν ξύλα και οι οποίοι σταμάτησαν αμέσως κάνοντας το σταυρό τους, σα να μας έλεγαν πόσο τυχεροί ήμασταν που οι δαίμονες δεν μας κράτησαν εκεί κάτω. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκα τη σπηλιά στο Δίστομο. Η δεύτερη «εξερεύνηση» έγινε πολύ αργότερα και μάλιστα ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανε η ομάδα μας στην Ελλάδα».
πηγές:
Απόρρητος Φάκελος: Κοίλη Γη», του Ιωάννη Γιαννόπουλου, εκδ. ΕΣΟΠΤΡΟΝ
http://www.paranormap.net/article/4800

omadaorfeas Labels Αποκαλύψεις, Άρθρα, Περίεργα – Απίστευτα Loading… Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Article Source – ksipnistere.com

Use Facebook to Comment on this Post