Όπως προκύπτει από αρχαία κείμενα, ο θεσμός της λεγομένης «κρυπτείας» προέβλεπε να παρακολουθούνται κρυφά οι είλωτες και οι περίοικοι είτε για τυχόν εξεγέρσεις είτε για κατασκοπεία και προδοσία στρατιωτικών μυστικών στους εχθρούς.
Όποιος από τους είλωτες ή τους περίοικους κρινόταν ότι κατασκόπευε ή μπορούσε να προδώσει στρατιωτικά μυστικά στους εχθρούς θανατώνονταν εν κρυπτώ.
Ο θεσμός της λεγόμενης “ξενηλασίας” προέβλεπε ότι ουδείς ξένος επιτρεπόταν να εγκατασταθεί και να ζήσει στην πόλη για διάστημα αρκετό ώστε να κατασκοπεύσει, να εντοπίσει στρατηγικά σημεία και να καταμετρήσει τη δύναμη κρούσης που διέθετε η Σπάρτη.
Οι εν λόγω θεσμοί αναπτύχθηκαν στην Σπάρτη, επειδή η πόλη ήταν επί της ουσίας μια απομονωμένη πόλη και αυτό όχι τόσο διότι δεν ήθελε να μαθαίνουν οι άλλοι τα στρατιωτικά της μυστικά, αλλά διότι δεν μπορούσε να ακολουθήσει την αγορά των άλλων πόλεων, από την στιγμή που δεν επιτρεπόταν η κατοχή νομισμάτων και πολύτιμων μετάλλων από τους Σπαρτιάτες. Όταν σε ένα κράτος δεν μετρά το χρήμα, ένας ξένος δεν έρχεται εκεί ούτε και από αυτό το κράτος φεύγει πολίτης να πάει αλλού.
Ο Πλούταρχος αφήνει να εννοηθεί ότι δυο πράγματα ήταν άδικα στην Σπάρτη, οι είλωτες και η καλούμενη «κρυπτεία», τουλάχιστον όπως είχαν εξελιχθεί.
Σχετικά με αυτά ο Πλούταρχος αναφέρει: «Στα πιο πάνω δεν υπάρχει ίχνος αδικίας ή εγωισμού, καθώς κατηγορούν μερικοί τους νόμους του Λυκούργου, ότι δηλαδή είναι μεν αρκετά ανδρείοι, αλλά ελάχιστα άδικα.
Όσο για τη λεγομένη «κρυπτεία», αν πάντως είναι κι αυτή ένα από τα έργα του Λυκούργου, καθώς έχει πει ο Αριστοτέλης, αυτή θα προκάλεσε και στον Πλάτωνα την πιο πάνω κρίση για το Σπαρτιατικό πολίτευμα και το Λυκούργο προσωπικά.
Ήταν αυτή περίπου: οι επικεφαλής των νέων έστελναν κάθε τόσο τους πιο έξυπνους στην ύπαιθρο, κάθε φορά σε άλλο μέρος, οπλισμένους με εγχειρίδια και εφοδιασμένους με την απαραίτητη τροφή.
Αυτοί την ημέρα σκορπίζονταν σε κρυφούς τόπους, όπου κρύβονταν και αναπαύονταν, τη νύχτα, όμως, κατέβαιναν στους δρόμους κι όποιον από τους είλωτες έπιαναν, τον σκότωναν.
Πολλές φορές πήγαιναν και στα χωράφια, όπου σκότωναν τους πιο δυνατούς και γερούς από αυτούς, ο Θουκυδίδης αναφέρει ένα παρόμοιο περιστατικό στα Πελοποννησιακά του, δηλαδή ότι οι Σπαρτιάτες ξεχώρισαν τους πιο γενναίους και τους άφησαν να στεφανωθούν, διότι τάχα είχαν αποκτήσει την ελευθερία τους, ύστερα όμως από λίγο αυτοί εξαφανίστηκαν (περισσότεροι από δυο χιλιάδες) χωρίς να μπορεί κάποιος να προσδιορίσει με ποιον τρόπο χάθηκαν.
Η τέχνη της κρυπτογράφησης χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα για πολεμικούς σκοπούς. Ο όρος σκυτάλη, μέθοδος των Σπαρτιατών, είναι ευφυής – διάσημος. Γύρω από ξύλινο κύλινδρο (σκυτάλη) τυλίγεται ταινία περγαμηνής ή υφάσματος ή δέρματος.
Κατά μήκος της περιέλιξης καταγράφονταν σειρές μηνύματος. Όταν ξετυλίγονταν η ταινία, τα γράμματα βρίσκονταν σε αταξία, η οποία δεν επέτρεπε να αποκωδικοποιηθεί το μήνυμα.
Ο παραλήπτης έπρεπε να τυλίξει την ταινία σε κύλινδρο (σκυτάλη) ίδιου μήκους και διαμέτρου, με τρόπο που είχε προ-συμφωνηθεί με τον αποστολέα, προκειμένου να αποκαλύψει το μήνυμα.
Τα μηνύματα που μεταφέρονταν με τη μέθοδο αυτή, έπρεπε να είναι σύντομα, δηλαδή «λακωνικά». Ο Πλούταρχος περιγράφει τη μέθοδο στο έργο του «ο βίος του Λύσανδρου» και αναφορές γίνονται από τους Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Αριστοφάνη, Πίνδαρο, Πλάτωνα κ.ά..
Σημειώνεται ότι:
1. Η ζωή στην αρχαία Σπάρτη δεν ήταν παράδεισος, ήταν όμως καλύτερη από όλες τις άλλες περιοχές. Σαφώς στην Σπάρτη υπήρχαν οι είλωτες και ήταν κάτι το άδικο.
Ωστόσο στις άλλες πόλεις (Αθήνα, Ρώμη κ.α.) για το ίδιο θέμα γίνονταν χειρότερα πράγματα. Σαφώς εκεί δεν υπήρχαν είλωτες διότι οι πόλεις αυτές είτε φόνευαν είτε εξανδραπόδιζαν τους αιχμάλωτους τους (αντί να τους καταδικάζουν σε καταναγκαστικά έργα, δηλαδή να τους κάνουν είλωτες) όπως π.χ. οι Μακεδόνες που επί Μεγ. Αλέξανδρου εξανδραπόδισαν τη Θήβα.
Απλώς μετά αντί να έχουν αιχμάλωτους (είλωτες) ως υπηρέτες έκαναν εργάτες είτε φτωχούς συμπολίτες τους (ο Σόλωνας π.χ. αναγκάστηκε να κάνει τη σεισάχθεια για να ελευθερώσει Αθηναίους που είχαν σκλαβωθεί λόγω χρεών από άλλους Αθηναίους) είτε φτωχούς αλλοδαπούς.
2. Αρχικά στην Ελλάδα δεν υπήρχαν δούλοι ούτε στην Αθήνα ούτε και στις άλλες Ελληνικές πόλεις, πρβ: Διότι κατά την εποχήν εκείνην (μετά τη μάχη του Μαραθώνα και επί Μιλτιάδη, πατέρα του Κίμωνα) δεν είχον ακόμη δούλους ούτε αυτοί (οι Αθηναίοι) ούτε και οι άλλοι Έλληνες» (Ηρόδοτος 6,137).
Συνεπώς οι δούλοι υπήρξαν στην Ελλάδα μετά τα Περσικά, άρα η δουλεία ήρθε στην Ελλάδα από τους βάρβαρους.
Δούλοι στην Αθήνα γίνονταν οι αιχμάλωτοι πολέμου (άνδρες, γυναίκες) που καταδικάζονταν σε καταδικαστικά έργα και όσοι Αθηναίοι χρωστούσαν χρήματα και δεν είχαν να τα εξοφλήσουν.
Επίσης τα παιδιά των δούλων, καθώς και οι φτωχοί, Έλληνες ή μη, που πουλιόντουσαν οικιοθελώς σε πλούσιους, κάτι ως οι μισθοφόροι, προκειμένου να πάρει λεφτά η οικογένειά τους, αλλά και για να ζήσουν οι ίδιοι καλύτερα.
Οι δούλοι στην Αθήνα δεν ήσαν ελεύθεροι, αλλά ιδιοκτησία του κυρίου τους που μπορούσε μάλιστα να τους πουλήσει κιόλας και αφετέρου μπορούσαν να αποκτήσουν την ελευθερία τους, μόνο αν έδινε κάποιος στα αφεντικά τους το πόσο που τους χρωστούσαν ή το ποσό που τους αγόρασαν.
Ενίοτε πολλοί βάρβαροι, όπως οι Φοίνικες, έκαναν επιδρομές και άρπαζαν όποιους έβρισκαν, Έλληνες ή βάρβαρους, και στη συνέχεια τους πουλούσαν στις αγορές (σκλαβοπάζαρα) ως δούλους δήθεν ότι οι ίδιοι τους είχαν αγοράσει από αλλού ή ήταν αιχμάλωτοί τους. Για όλους αυτούς τους δούλους μετά έκανε τη σεισάχθεια ο Σόλωνας.
Αντίθετα οι είλωτες αφενός ανήκαν στο κράτος των Σπαρτιατών και αφετέρου αν ήθελαν να ελευθερωθούν ή να γίνουν όμοιοι (= ισότιμοι με τους Σπαρτιάτες πολίτες) το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να πάνε στο Σπαρτιατικό στρατό και εκεί να δείξουν ανδρεία ή να πολεμήσουν για χάρη της Σπάρτης και ονομάζοντο νεοδαμώδεις.
3. Οι είλωτες στην αρχή προστατεύονταν, επειδή δούλευαν προς χάρη της Σπάρτης ή επειδή έκαναν δουλειές που δεν έκαναν οι Σπαρτιάτες. Ωστόσο όταν οι Θηβαίοι εισέβαλαν στην Πελοπόννησο, προσέγγισαν τους είλωτες και αυτή η προσέγγιση, αφού δεν είχε επιτυχία, απέβη μετά σε βάρος τους.
Οι Σπαρτιάτες φρόντιζαν να αποσοβούνται κίνδυνοι επανάστασης εκ μέρους των ειλώτων και σ’ αυτές τις φροντίδες ήταν βέβαια μετά και ο θάνατος 2000 ειλώτων, πρβ:
«Διότι, τώρα που οι Αθηναίοι ελυμαίνοντο την Πελοπόννησον, και προ πάντων το Λακωνικον έδαφος, οι Λακεδαιμόνιοι ενομιζαν ότι το καλύτερον μέσον αντιπερισπασμού θα ήτο η χρησις αντιποίνων, δια της αποστολής στρατού προς τους δυσηρεστημένους συμμάχους των, οι οποίοι άλλωστε ανελάμβαναν την διατροφήν του και επεκαλούντο την βοήθειάν των δια ν’ αποστατήσουν.
Ήθελαν συγχρόνως να χρησιμοποιήσουν την αποστολήν αυτήν ως προφαση δια ν’ απομακρύνουν μέρος των Ειλώτων, καθόσον εφοβούντο μήπως επωφεληθούν της ευκαιρίας που τους παρείχεν η κατοχή της Πύλου δια να επαναστατήσουν.
Διότι κυριωτάτη ανέκαθεν μέρυμνα των Λακεδαιμόνίων, εις τας σχέσεις των προς τους Είλωτας, ήτο η αποσόβησις κινδύνων που εφοβούντο από αυτούς.
Κάποτε μάλιστα, φοβούμενοι τον μεγάλον αριθμόν της νεολαίας, κατέφυγαν και εις το εξής μέτρο. Προκήρυξαν ότι όσοι από τους Είλωτας φρονούν ότι έχουν προσφέρει μεγαλυτέρας υπηρεσίας εις τους Λακεδαιμόνίους δια της ανδρείας των κατά τον πόλεμον έπρεπε να δηλωθούν, διότι πρόκειται να τους απελευθερώσουν.
Σκοπός όμως της προκηρύξεως ήτο να τους δοκιμάσουν, διότι όσοι εφρόνουν ότι είχαν την αξίωσιν ν’ απελευθερωθούν πρώτοι, θα ήσαν και οι πρώτοι, οι οποίοι, λόγω του γενναίου φρονήματος των, θα εξεγείροντο εναντίον των.
Και εξέλεξαν δύο περίπου χιλιάδας από αυτούς, οι οποίοι εστολίσθησαν με στεφάνους και περιήλθαν τους ναούς ως απελευθερωθέντες, αλλ’ ολίγον βραδύτερον τους εξηφάνισαν, χωρίς κανείς να μάθη πώς καθείς απ’ αυτούς εξωλοθρεύθη.
Επίσης, τώρα έσπευσαν ν’ αποστείλουν επτακοσίους Είλωτας οπλίτας υπο τον Βρασίδαν, ο οποίος το υπόλοιπον του στρατού του εστρατόλογησεν από Πελοποννησίους εθελοντάς, ελκύσας αυτούς δια του μισθού. (Θουκυδίδης Δ, 80, μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου).