Η εγκύκλιος επισημαίνει ότι τα πρόσωπα που αμείβονται με παραστατικά παρεχομένων υπηρεσιών καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ για κύρια σύνταξη ύψους 13,33% και 6,95% για υγειονομική περίθαλψη.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Για συμβάσεις που υπογράφονται από την 1η Φεβρουαρίου 2019 και μετά, θα ισχύσει τελικά το νέο καθεστώς ασφάλισης όσων αμείβονται με τους λεγόμενους τίτλους κτήσης που στο παρελθόν ήταν γνωστοί και ως «αποδείξεις δαπάνης». Αυτό προβλέπει εγκύκλιος που υπέγραψε χθες ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Τάσος Πετρόπουλος.
Η σχετική πλατφόρμα υποβολής των συμβάσεων που οφείλουν να υπογράφουν τα δύο μέρη, καθώς είναι καθοριστικής σημασίας για τον ορισμό της ανώτερης και κατώτερης εισφοράς αλλά και για τον υπολογισμό του χρόνου ασφάλισης, αναμένεται να ανοίξει στον ΕΦΚΑ τις επόμενες ημέρες. Να σημειωθεί ότι η υπουργική απόφαση που εκδόθηκε στην εκπνοή του 2018, προέβλεπε την έναρξη εφαρμογής των ρυθμίσεων από τις αρχές του 2019. Ομως, για λόγους «ασφάλειας δικαίου», αποφασίστηκε ως ημερομηνία εφαρμογής η 1/2/2019 ώστε να συμπίπτει με την αύξηση του κατώτατου μισθού σε 650 ευρώ.
Προσοχή: για γραπτές συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί μέχρι 31/1/2019, ανεξάρτητα εάν το παραστατικό παρεχόμενων υπηρεσιών εκδοθεί πριν ή μετά την 1/2/2019, εφαρμόζεται το προγενέστερο καθεστώς. Αντίθετα, σε περίπτωση που υπάρχει προφορική συμφωνία μεταξύ ασφαλισμένου και αντισυμβαλλομένου, ακόμη και αν αυτή έχει γίνει πριν από την 31/1/2019 ή δεν υπάρχει σύμβαση, οι νέες ρυθμίσεις εφαρμόζονται, εφόσον τα παραστατικά εκδοθούν μετά την 1/2/2019.
Μάλιστα, για λόγους χρηστής διοίκησης, στην εγκύκλιο ξεκαθαρίζεται ότι δεν θα αναζητηθούν ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταλογισθεί για τίτλους κτήσης οι οποίοι έχουν εκδοθεί κατά το παρελθόν.
Η χθεσινή εγκύκλιος επισημαίνει ότι τα πρόσωπα που αμείβονται με παραστατικά παρεχομένων υπηρεσιών καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ ΕΦΚΑ για κύρια σύνταξη ύψους 13,33% και 6,95% για υγειονομική περίθαλψη. Αυτές, υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού, όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου και επιβαρύνσεων.
Μάλιστα, αποσαφηνίζεται ότι στις περιπτώσεις που η καθαρή αξία του παραστατικού είναι κάτω από τα 650 ευρώ (νέος βασικός μισθός) οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού και όχι επί του βασικού μισθού.
Στον αντίποδα, βέβαια, ισχύουν οι προβλέψεις για πλαφόν στις περιπτώσεις που η καθαρή αξία του παραστατικού υπερβαίνει τις 6.500 ευρώ, ήτοι το δεκαπλάσιο του βασικού μισθού. Σε αυτήν την περίπτωση, και υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει σύμβαση διάρκειας ενός μήνα, οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί του δεκαπλάσιου του βασικού μισθού, ακόμη και αν η αξία του παραστατικού ανέρχεται σε έως και 10.000 ευρώ. Σε περίπτωση που εντός του ίδιου μήνα εκδίδονται για τον ίδιο ασφαλισμένο περισσότερα του ενός παραστατικά, τα εισοδήματα δεν αθροίζονται. Τα προβλεπόμενα εφαρμόζονται αυτοτελώς για κάθε έναν τίτλο κτήσης. Για τον υπολογισμό του χρόνου ασφάλισης, καθοριστικής σημασίας είναι η ύπαρξη ή όχι γραπτής σύμβασης καθώς και η διάρκεια αυτής.
Εάν για παράδειγμα υπάρχει σύμβαση, διάρκειας μεγαλύτερης του μηνός, ως χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται το πηλίκο της καθαρής αξίας του παραστατικού, επί της οποίας έχουν υπολογιστεί οι ασφαλιστικές εισφορές, διά του βασικού μισθού. Ο χρόνος ασφάλισης που προκύπτει δεν μπορεί να υπερβαίνει τον χρόνο ασφάλισης που προκύπτει από τη σύμβαση. Εάν τον υπερβαίνει, τότε λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που προκύπτει με βάση τη σύμβαση.
Στην περίπτωση που υπάρχει γραπτή σύμβαση διάρκειας μέχρι έναν μήνα ή 25 ημέρες ασφάλισης, για τον καθορισμό του χρόνου ασφάλισης εξετάζεται εάν το ημερήσιο εισόδημα, όπως προκύπτει από το πηλίκο της καθαρής αξίας του παραστατικού προς τον αριθμό των ημερών απασχόλησης, υπερβαίνει ή όχι το 1/25 του κατώτατου μισθού, δηλαδή το ποσό των 26 ευρώ. Εάν το υπερβαίνει, τότε ως χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται ο χρόνος που καθορίζεται στη σύμβαση. Εάν όχι, τότε ο χρόνος ασφάλισης, η έναρξη και η λήξη της ασφάλισης προκύπτει σύμφωνα με τη γραπτή σύμβαση διάρκειας μεγαλύτερης του μήνα. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που δεν υπάρχει γραπτή σύμβαση.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr
Use Facebook to Comment on this Post