Αμέσως μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, τη σοβιετική κυβέρνηση, υπό τον Στάλιν, απασχόλησε η ανάγκη για τεχνική εξέλιξη στη βιομηχανία και επιστήμη. Ο Ψυχρός Πόλεμος, εξάλλου, απαιτούσε την κινητοποίηση του πνευματικού δυναμικού του έθνους. Ως τις αρχές της δεκαετίας του ΄50 είχε δημιουργηθεί στην ΕΣΣΔ μια σύγχρονη βιομηχανία υπολογιστών, η οποία ήταν εφάμιλλη σε επίπεδο ανάπτυξης με την αμερικανική.
Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, η ηγεσία της χώρας αποφάσισε να σταματήσει τα -μοναδικών χαρακτηριστικών- προγράμματα και να ασχοληθεί με την πειρατική αντιγραφή των Δυτικών συστημάτων. Το αποτέλεσμα ήταν να διαλυθεί ένας ολόκληρος κλάδος, και αυτό ήταν μια απώλεια για ολόκληρο τον επιστημονικό κόσμο.
Από την ΕΣΣΔ στο μέλλον
Οι πρώτες εργασίες για τη δημιουργία μικρού ηλεκτρονικού υπολογιστή άρχισαν σ’ ένα μυστικό εργαστήριο στην τοποθεσία Θεοφάνεια κοντά στο Κίεβο το 1948. Επικεφαλής στις έρευνες ήταν ο Σεργκέι Λέμπεντεφ, διευθυντής τότε του Ινστιτούτου Ηλεκτρολόγων Μηχανικών της ουκρανικής Ακαδημίας Επιστημών. Αυτός παρουσίασε, στοιχειοθέτησε και υλοποίησε τις βασικές αρχές του ηλεκτρονικού υπολογιστή με αποθηκευμένο στη μνήμη πρόγραμμα.
Το 1953 μια ομάδα υπό την καθοδήγηση του Λέμπεντεφ δημιούργησε τον πρώτο μεγάλο Η/Υ, τον BESM-1 (Μεγάλο Η/Υ). Αυτός συναρμολογήθηκε στη Μόσχα, στο Ινστιτούτο Μηχανικής Ακριβείας και Υπολογιστών. Ο BESM-1 δημιουργήθηκε με βάση 180 χιλιάδες διακριτά τρανζίστορ και ήταν μοναδικός διότι σε αυτόν δεν υπήρχε ούτε ένα μικροσκοπικό εξάρτημα (μικροτσίπ κλπ).
Οι προσωπικοί υπολογιστές διέθεταν επίσης ενδιαφέρουσες τεχνικές λύσεις, ιδιαίτερα στη σειρά που παρήγαγε του Ινστιτούτο Κυβερνητικής του Κιέβου, δηλαδή στους «Mir-1», «Mir-2» και «Mir-3». Επρόκειτο για πλήρεις προσωπικούς υπολογιστές της δεκαετίας του ΄60 με όλες τις απαραίτητες ιδιότητες, οικονομική μνήμη και τη δυνατότητα χρήσης για οποιαδήποτε βιομηχανική παραγωγή.
Τα πρωτότυπα σοβιετικά υπολογιστικά συστήματα δεν ήταν τυποποιημένα σε ένα ενιαίο πρότυπο, ακόμη και στα πλαίσια της ίδιας σειράς. Οι πιο σύγχρονες σειρές δεν μπορούσαν «να καταλάβουν» τους προκατόχους τους. Τα μηχανήματα δε ταίριαζαν σε κριτήρια, όπως στον όγκο δεδομένων και στο μέγεθος. Σήμερα οι επιστήμονες θεωρούν ότι, αν τα υπολογιστικά συστήματα είχαν οδηγηθεί σε ενιαία στάνταρ, τότε η ΕΣΣΔ είχε τις πιθανότητες να γίνει πρώτη παγκοσμίως στον συγκεκριμένο τομέα.
Η απουσία ενιαίων προτύπων και η λανθασμένη στρατηγική ανάπτυξης οδήγησαν ως τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 στο να υστερεί ταχέως η ανάπτυξη του κλάδου των υπολογιστών. Τη στιγμή της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ ο κλάδος δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί με το εξωτερικό. Ο Αντρέι Ερσόφ, ένας από του δημιουργούς των τεχνολογιών υπολογιστών στην ΕΣΣΔ, δήλωνε ανοιχτά ότι αν ο ακαδημαϊκός μαθηματικός και βουλευτής Βίκτορ Γκλουσκόφ δεν σταματούσε να αναπτύσσει τη δική του σειρά «Mir», τότε θα είχε δημιουργηθεί στη Σοβιετική Ένωση ο καλύτερος προσωπικός υπολογιστής στον κόσμο.
Το μοιραίο λάθος
Το 1969, η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ αποφάσισε να σταματήσει τα μοναδικά προγράμματα που ανέπτυσσε και να περάσει στη δημιουργία της πλατφόρμας ΙΒΜ/360, να πραγματοποιήσει δηλαδή πειρατική αντιγραφή Δυτικών συστημάτων. Όπως αναφέρει ο ιστορικός και προγραμματιστής Γιούρι Ρέβιτς, «ήταν η χειρότερη απόφαση που θα μπορούσε να ληφθεί.
Για το γεγονός ότι ο κλάδος έπαψε να αναπτύσσεται, ευθύνονται η σοβιετική ηγεσία και εν μέρει οι ίδιοι οι σχεδιαστές. Το καθεστώς προτιμούσε να δανείζεται τεχνολογικές λύσεις από επιστημονικά περιοδικά της Δύσης, παρά να θέτει σε εφαρμογή όσα είχαν ανακαλυφθεί στην ΕΣΣΔ».
Σύμφωνα με τον Ρέβιτς, ήταν μια πορεία μακράς καθυστέρησης στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Τη στιγμή της κυκλοφορίας του πρώτου ενιαίου συστήματος ηλεκτρονικών υπολογιστών το 1971, οι ΗΠΑ είχαν ήδη περάσει στην επόμενη γενιά IBM/370.
«Οι σχεδιαστές –αναφέρει ο ίδιος- αναγκάστηκαν να πραγματοποιήσουν έναν απίστευτο όγκο εργασίας, ο οποίος δεν ήταν μικρότερος από το να δημιουργήσουν υπολογιστές από το μηδέν, συμπεριλαμβανομένης και της μετάφρασης των προγραμμάτων καθώς και πολλά άλλα. Το αποτέλεσμα όμως, δεν ήταν το επιθυμητό, και η παγκόσμια επιστήμη έχασε πολλά εξαιτίας αυτής της απόφασης».
Τη δεκαετία του ΄80 στη βιομηχανία των υπολογιστών, όπως και σε ολόκληρο τον σοβιετικό τεχνολογικό τομέα, επικράτησε στασιμότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι υλοποιούνταν ιδέες και σχέδια των δεκαετιών 1940-1960. Τα σοβιετικά ανάλογα του ΙΒΜ αναπτύσσονταν, αλλά εγχώριες ιδέες δεν υλοποιούνταν σχεδόν καθόλου.
Ο Pentium του Πεντκόβσκι
Ο προγραμματιστής και αναλυτής Μαξίμ Μοσκόφ, δημιουργός της πρώτης ρωσικής βιβλιοθήκης Lib.ru, θυμάται τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 – αρχές ΄90, όταν στη χώρα υπήρχαν δύο-τρία διαφορετικά είδη υπολογιστών που έμοιαζαν με κουτιά και είχαν ύψος ενάμιση μέτρο.
Αυτοί χρησιμοποιούνταν τόσο για τις πράξεις που απαιτούνταν για τους μισθούς του προσωπικού, όσο και για κάποια επιστημονικά πειράματα. Είναι χαρακτηριστικό για καθέναν από αυτούς έπρεπε να απασχοληθούν 15 άτομα, προγραμματιστές, διαχειριστές και τεχνικούς, αλλά είναι γεγονός -σημειώνει- ότι με ανάλογο τρόπο λειτουργούσαν και οι υπολογιστές που φτιάχνονταν στο εξωτερικό, παρά τις κάποιες διαφορές που υπήρχαν.
Πολλοί δημιουργοί των σοβιετικών υπολογιστών έφυγαν στο εξωτερικό.
Ο Βλαντίμιρ Πετκόβσκι, ο οποίος είχε εργαστεί στο Ινστιτούτο Μηχανικής Ακριβείας και Υπολογιστών «Λέμπεντεφ», έγινε ένας από τους κυριότερους κατασκευαστές μικροεπεξεργαστών της Intel. Υπό την καθοδήγησή του η εταιρία το 1993 δημιούργησε τον επεξεργαστή Pentium. Ο Πεντκόβσκι ενσωμάτωνε στα σχέδια της Intel σοβιετική τεχνογνωσία. Το 1995 η Intel κυκλοφόρησε έναν πιο σύγχρονο επεξεργαστή, τον Pentium Pro. Οι δυνατότητές του ήταν περίπου οι ίδιες με τον ρωσικό μικροεπεξεργαστή του 1990 EL-90.
Use Facebook to Comment on this Post