Ο πρόεδρος του Eurogroup Μ. Σεντένο θεώρησε ότι θα πρέπει να γίνει μια μικρή συζήτηση για τα μέτρα που εξήγγειλε η ελληνική κυβέρνηση, καθώς οι θεσμοί ανησυχούν ότι θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ. Παρόλο που η συζήτηση για την Ελλάδα στο τελευταίο Eurogroup διήρκεσε μόλις δέκα λεπτά, προηγήθηκε ένα πλούσιο παρασκήνιο για τη μικρή αλλά έντονη παρέμβαση του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ, τη σιγή των υπουργών και την προσπάθεια του Σεντένο να κρατήσει τις ισορροπίες.
Από τις 7 Μαΐου που ανακοίνωσε στο Ζάππειο ο Ελληνας πρωθυπουργός τις παροχές, οι εκπρόσωποι των θεσμών, που βρίσκονταν στο σκοτάδι μέχρι εκείνη τη στιγμή, άρχισαν να στέλνουν μηνύματα ανησυχίας στους επικεφαλής τους. Από μια πρώτη επεξεργασία κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Μετά τα πρώτα ανησυχητικά emails, ο πρόεδρος του Eurogroup Μ. Σεντένο θεώρησε σωστό να γίνει μια μικρή συζήτηση πάνω στο θέμα, παρόλο που η Ελλάδα δεν ήταν στην ατζέντα της συνεδρίασης, δίνοντας τη δυνατότητα στον Ελληνα υπουργό να εξηγήσει τη λογική των μέτρων. Το γραφείο του κ. Τσακαλώτου ενημερώθηκε για αυτό λίγες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, όπως συνηθίζεται όταν κάποιο θέμα εισάγεται στην ατζέντα την τελευταία στιγμή, ώστε να μην αιφνιδιαστεί ο αντίστοιχος υπουργός. Η αντίδραση από τον Ελληνα υπουργό ήταν άμεση. Επικοινώνησε με εκπρόσωπο ευρωπαϊκού θεσμού και με ιδιαίτερα έντονο τρόπο εξέφρασε την αντίθεσή του στο να μπει εμβόλιμα η Ελλάδα στην ημερήσια διάταξη. Πιέσεις προς την ίδια κατεύθυνση άσκησε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τελικά, πέρασε η άποψη του Σεντένο.
Ο κ. Τσακαλώτος, αν και γνώριζε ότι οι παροχές της κυβέρνησης θα συζητούνταν, επέλεξε να μη μεταβεί στις Βρυξέλλες, με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει θέμα Ελλάδας. Γνώριζε ωστόσο ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Για να σωθούν τα προσχήματα, αποφασίστηκε να ανοίξει τη συζήτηση επί του θέματος ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης, προκειμένου να μην το θέσει κάποιος άλλος. Ετσι, ο κ. Χουλιαράκης βρέθηκε στην άβολη θέση να υπερασπίζεται το πακέτο των παροχών που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση, με τις οποίες είχε διαφωνήσει σε μεγάλο βαθμό. Κρατώντας χαμηλούς τόνους, τόνισε ότι τα μέτρα αυτά έχουν νομοθετηθεί μόνο για το 2019, ενώ η εφαρμογή τους για το 2020 δεν έχει ακόμα περάσει από τη Βουλή και θα γίνει μόνο αν οι θεσμοί τα εγκρίνουν.
Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλ. Ρέγκλινγκ θεώρησε ότι πρέπει να τοποθετηθεί αυστηρά και να εκφράσει τις ανησυχίες του, καθώς σε αντίθεση με τους άλλους θεσμούς έχει μια ξεκάθαρη εντολή: να διασφαλίζει τα συμφέροντα των πιστωτών του ESM που δεν είναι άλλοι από τα κράτη-μέλη, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν του τις πολιτικές εξελίξεις, με μόνη του πυξίδα τις ενδείξεις των αγορών.
Και ενώ κανένας υπουργός Οικονομικών δεν έκανε κάποια τοποθέτηση πάνω στο θέμα, ο κ. Ρέγκλινγκ τόνισε ότι «ανησυχούμε για την αύξηση των ελληνικών spreads», καθώς ανέφερε ότι μετά τις εξαγγελίες του Αλ. Τσίπρα τα ελληνικά ομόλογα έχουν ήδη ανέβει κατά 50 μονάδες βάσης. Με αυτό τον τρόπο θέλησε να τονίσει ότι οι αγορές αντιδρούν αρνητικά στις τελευταίες κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης. Ο κ. Ρέγκλινγκ ανέφερε ότι, ενώ ακόμη δεν έχει στη διάθεσή του την τελική αξιολόγηση των μέτρων που εξήγγειλε η ελληνική κυβέρνηση, από την πρώτη επεξεργασία που έχει γίνει από τον ESM καταλήγει ότι «θα υπάρξει σημαντική απόκλιση από τον συμφωνημένο στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ και ακόμη μεγαλύτερη για την επόμενη χρονιά», όπως είπε χαρακτηριστικά.
Ο Μάριο Ντράγκι, παρόλο που και αυτός εκπροσωπεί έναν μη πολιτικό θεσμό, όπως ο κ. Ρέγκλινγκ, δεν έκανε τοποθέτηση και έθεσε μόνο ερωτήματα, κυρίως προς τον κ. Ρέγκλινγκ και τον κ. Χουλιαράκη, για το κατά πόσον η αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων συνδέονται με τις εξαγγελίες του κ. Τσίπρα. Ο κ. Χουλιαράκης προσπάθησε να υπερασπιστεί την κυβέρνηση λέγοντας ότι η αύξηση στις αποδόσεις δεν συνδέεται με τις παροχές του Ελληνα πρωθυπουργού αλλά με άλλους παράγοντες. Ακόμα και η ιδιαίτερα προσεκτική Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαμέσου του φιλικά διακείμενου στην ελληνική κυβέρνηση επιτρόπου Π. Μοσκοβισί, τοποθετήθηκε με κριτικό τόνο, λέγοντας ότι υπάρχουν σημεία που προκαλούν ανησυχίες. Ο ίδιος τόνισε ότι οι θεσμοί προετοιμάζουν την τελική τους έκθεση και αναμένονται περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά τα στοιχεία μέχρι στιγμής είναι ανησυχητικά. Από την πλευρά των υπουργών, κανένας δεν μίλησε. Ηταν ξεκάθαρο, πριν από την έναρξη του Eurogroup ήδη, ότι δεν υπήρχε διάθεση από καμία πρωτεύουσα να σηκώσει τους τόνους για την Ελλάδα, μόλις δέκα ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές. Κατ’ αρχάς, εάν εκφραζόταν έντονη δυσαρέσκεια στο Εurogroup για τις πρόσφατες εξαγγελίες του Ελληνα πρωθυπουργού και περνούσε το μήνυμα ότι μπορεί και να μην τηρούνται τα συμφωνηθέντα, τότε αυτό θα είχε πολιτικές συνέπειες σε μια σειρά από κράτη-μέλη, όπου τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα θα το χρησιμοποιούσαν υπέρ τους ως απόδειξη μη αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης. Δεύτερον, αυτό που είναι ιδιαίτερα έντονο ανάμεσα στους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης είναι ότι δεν υπάρχει πλέον καμία διάθεση για άλλη μία συζήτηση για το «ελληνικό θέμα». Τον Ιούνιο όμως, με την τελική έκθεση των θεσμών δημοσιευμένη και τις ευρωεκλογές να αποτελούν παρελθόν, μια συζήτηση εις βάθος για την Ελλάδα δεν θα μπορεί να αποφευχθεί.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr
Use Facebook to Comment on this Post