Λίγα μίλια νοτιοδυτικά της Σαπιέντζας, απέναντι από την Μεθώνη, βρίσκεται το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου (στα 5.121 μ.), το Φρέαρ των Οινουσσών.
«Νέστωρ» και Φρέαρ των Οινουσσών
Από εκεί λαμβάνουν χώρα οι έρευνες του πειράματος «Νέστωρ». Ουσιαστικά το όνομα του πρωτοποριακού προγράμματος, στο οποίο συμμετέχουν ελληνικά και ξένα ερευνητικά ιδρύματα, είναι το ακρωνύμιο NESTOR (Neutrino Extended Submarine Telescope with Oceanographic Research).
Στόχος είναι, μέσα από τα βάθη της αβύσσου όπου μπορούν να «εγκλωβιστούν» καθώς δεν φτάνει ηλιακό φως, να ερευνηθεί η ύπαρξη των νετρίνων, αυτών των μικροσκοπικών σωματιδίων που ελπίζεται ότι θα δώσουν καθοριστικές για το παρελθόν του Σύμπαντος πληροφορίες.
Στο φρέαρ έχει στηθεί ένα τεράστιο τηλεσκόπιο, μεγαλύτερο από τον Πύργο του Αϊφελ, ενώ πρόσφατα ποντίστηκε – με μεγάλες δυσκολίες – και το καλώδιο οπτικών ινών που δίδει πληροφορίες στον σταθμό των ερευνητών ο οποίος έχει εγκατασταθεί στο παλιό γυμνάσιο της Πύλου.
«Navigare con Sapienza». Αυτή ήταν η συμβουλή («πλεύσε με σοφία») στους ναυτικούς του ύστερου Μεσαίωνα αποτυπωμένη σε χάρτες από τους κοσμογυρισμένους τότε Ενετούς. Λέγεται ότι η φράση αυτή ολοκληρωνόταν κοντά στη Μεθώνη και η λέξη «Sapienza» έπεφτε πάνω σε ένα νησάκι μπροστά στο λιμάνι της. Γι” αυτό βαφτίστηκε έτσι η Σαπιέντζα.
Αποτελεί πάντως ταιριαστό όνομα για όσους πλέουν στα νερά της διάσπαρτης από ναυάγια περιοχής. Προφανώς δεν είχαν υπόψη τους τη συμβουλή αυτή οι καπετάνιοι των δύο φορτηγών που συγκρούστηκαν λίγα μίλια μακρύτερα από τη Σαπιέντζα στις 5.43 το πρωί του Απριλίου του 2013, Μεγάλη Δευτέρα.
Πολλά τα βυθισμένα σκαριά πλοίων όλων των εποχών και σπουδαία τα φορτία τους, που έρχονται στο φως συνήθως από τους ψαράδες που βουτούν στα νερά αυτά – πρωτοεντόπισαν τα «μάρμαρα» γύρω στο 1920.
Εκεί ναυάγησε ένα πλοίο με κλεμμένο φορτίο, τις γρανιτένιες κολόνες που πιθανολογείται ότι προέρχονταν από το Μεγάλο Περιστύλιο του Ηρώδη στην Καισάρεια της Παλαιστίνης (1ος αι. μ.Χ.). Εκεί το επονομαζόμενο «ναυάγιο των σαρκοφάγων», καθώς το φορτίο ήταν ρωμαϊκές σαρκοφάγοι από τιτανιούχο λίθο. Κατά τον θρύλο, ήταν το σημείο όπου αποβιβάστηκε ο Απόστολος Παύλος όταν πηγαίνοντας στη Ρώμη το πλοίο του έπεσε σε καταιγίδα.
Το νησί ήταν γνωστό αγκυροβόλιο αλλά και σημαντικό λιμάνι στη Μεσόγειο για όποιον ήθελε να ελέγχει το πέρασμα προς την Ανατολή. Γι” αυτό δεν προκαλεί εντύπωση που οι Ενετοί, οι θαλασσοκράτορες της εποχής, το πήραν μετά τη Δ” Σταυροφορία, το 1209, με τη «Συνθήκη της Σαπιέντζας».
Ο θρύλος λέει ότι σε έναν κολπίσκο του νησιού, σε μια σπηλιά που δεν υπάρχει πια, κρυβόταν ο πειρατής Μανέτας. Αποτέλεσε πάντως αγκυροβόλιο και ορμητήριο τόσο των Τούρκων και των Ενετών όσο και του Ελληνικού στόλου το 1825.
Ο Ιμπραήμ και το κυνήγι του χρυσού
Απέναντι, στη Μεθώνη, σπουδαίο γεωπολιτικό κόμβο επί αιώνες, αποβιβάστηκε το 1825 ο στρατός του Ιμπραήμ σκορπώντας τον τρόμο στους επαναστατημένους Ελληνες καταλαμβάνοντας μεγάλο τμήμα του Μοριά. Εγκαταστάθηκε στο ενετικό κάστρο της πόλης (χτίστηκε το 1209 για να εξυπηρετήσει τα πλοία και τον θαλάσσιο διάδρομο που ήλεγχαν οι Ενετοί), το οποίο είχαν καταλάβει οι Οθωμανοί το 1500 και ανακατέλαβε ο βενετός ναύαρχος Φραντζέσκο Μοροζίνι το 1686.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Τούρκοι από το 1715 που ανέλαβαν τον έλεγχο της στρατηγικής αυτής – από το Βυζάντιο ακόμη – πόλης, την κράτησαν καθ” όλη τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 παρ” ότι πολιορκήθηκε πολλάκις. Τελικά την πόλη θα απελευθερώσει αμαχητί το 1828 ο Μαιζών με το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα.
Στα πολλά ναυάγια γύρω από τη Σαπιέντζα και τη Σχίζα αναζητούσαν πρόσφατα και το πλοίο που μετέφερε τον θρυλούμενο χρυσό των εβραίων της Θεσσαλονίκης που είχαν αρπάξει οι ναζί. Ο γερμανός αξιωματικός Μαξ Μέρτεν είχε καταφέρει να συγκεντρώσει μια τεράστια περιουσία με χρυσές λίρες και κοσμήματα.
Υποσχέθηκε στον εβραϊκό πληθυσμό ότι δεν θα σταλούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αν του δώσουν τα πολύτιμα υπάρχοντά τους, αλλά τελικά υπέγραψε τον εκτοπισμό τους.
Το κυνήγι αυτού του «χαμένου θησαυρού» ξεκίνησε το 2000 για να εντοπιστεί ό,τι έχει απομείνει από το καΐκι που το 1943 λέγεται ότι βυθίστηκε στη Νοτιοδυτική Πελοπόννησο. Τελικά όσοι συμμετείχαν αποκόμισαν μόνο απογοήτευση μιας και ο περίφημος καταποντισμένος «θησαυρός του Μέρτεν» δεν βρέθηκε ποτέ.
Ήταν όμως μία ακόμη ιστορία για θησαυρό που ακούν οι κάτοικοι της περιοχής εδώ και πολλά χρόνια. Άλλοι λένε για πειρατές που σταμάτησαν εκεί και έκρυψαν διαμάντια και λίρες. Κάποιοι ψαράδες ισχυρίζονταν ότι η θάλασσα ξέβραζε χρυσές λίρες σε συγκεκριμένα σημεία.
Με τέτοιον θησαυρό ναυαγίων όμως το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτό που συζητείται, η δημιουργία ενός υποβρύχιου αρχαιολογικού πάρκου, θα κατευνάσει κάπως την ήδη εξημμένη φαντασία ορισμένων.
Η Γαλέρα με τους Γρανιτένιους κίονες
Τα πρώτα χρόνια του 10υ μ.Χ. αιώνα, όταν στην τότε παντοδύναμη Ρώμη βασίλευε ο καίσαρας Οκταβιανός ή Γάιος Οκτάβιος ή Αύγουστος, ο Ηρώδης Φίλιππος Β”, γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και τετράρχης Ιτουραίας και Τραχωνίτιδας, μετονόμασε την πόλη Πανιάδα, προς τιμήν του Αυγούστου, σε Καισάρεια.
Η αρχαία πόλη της Παλαιστίνης στις εκβολές του Ιορδάνη, που μέχρι τότε όφειλε το όνομά της σε ένα σπήλαιο της περιοχής που ήταν αφιερωμένο στον τραγοπόδαρο θεό Πάνα, έμεινε από τότε γνωστή και σαν Καισάρεια του Φιλίππου. Στη μετονομασία της πόλης ανοικοδομήθηκε και ένα λαμπρό περιστύλιο, με γρανιτένιες κολώνες που έφθασαν γι” αυτό το σκοπό εκεί από το Ασουάν της Αιγύπτου.
Τους επόμενους αιώνες, κατά τη διάρκεια της πρώτης σταυροφορίας και μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 1099, το περιστύλιο της Καισάρειας καταστράφηκε συθέμελα και φυγαδεύτηκε, μαζί με άλλους αρχαιολογικούς θησαυρούς, από τους Βενετούς με πλοία στη Δύση.
Κάτι ανάλογο επαναλήφθηκε περίπου εκατό χρόνια αργότερα, στην τέταρτη σταυροφορία, όταν και τότε οι πολιτιστικοί θησαυροί της Κωνσταντινούπολης φυγαδεύτηκαν και πάλι για να λαμπρύνουν την πόλη των δόγηδων.
Όμως, τουλάχιστον ένα από τα πλοία, που μετέφεραν μεταξύ των άλλων αρχαιοτήτων και δώδεκα γρανιτένιες κολώνες από την Καισάρεια, βούλιαξε στο “Στενό” της Μεθώνης, σε απόσταση 50-60 μέτρων από το ακρωτήριο Καρσί της Σαπιέντζας.
Σήμερα, σε βάθος 7-8 μέτρων, αναπαύονται στο βυθό του “Στενού”, διασκορπισμένα σε διάμετρο περίπου τριάντα μέτρων, αρκετά κομμάτια από σπασμένους γρανιτένιους κίονες, αλλά και ένας ακέραιος κίονας. Ένα κομμάτι από τις ερυθρωπές γρανιτένιες κολόνες, ανελκύστηκε από το ναυάγιο, κάποια στιγμή στη διάρκεια της α” βενετοκρατίας.
Αφού διακοσμήθηκε με γοτθικό κιονόκρανο (gotico fiorito), τοποθετήθηκε στο προαύλιο του παλατιού του castellano της Μεθώνης. Μετά την ανέλκυση του κίονα από τη βυθισμένη γαλέρα, το ναυάγιο ξεχάστηκε.
Οι τέσσερις ρωμαϊκές σαρκοφάγοι από την Τροία
Ένα άλλο αρχαίο ναυάγιο του 2ου ή 3ου μ.Χ. αιώνα, τουλάχιστον τέσσερις ρωμαϊκές σαρκοφάγοι από τιτανιούχο λίθο και προέλευση τις ακτές της Τροίας στη Μυσία κοσμούν κι αυτές το βυθό του Στενού της Μεθώνης. Μαζί τους βρίσκονται φυσικά και τα σκεπάσματά τους. Η μια είναι σπασμένη και οι άλλες τρεις ανέπαφες. Πάνω τους φέρουν πανομοιότυπες ανάγλυφες παραστάσεις με γιρλάντες.
Το 1920, ντόπιοι ψαράδες εντόπισαν το ναυάγιο των ρωμαϊκών σαρκοφάγων. Έτσι, το 1925, ο ιστοριοδίφης δικηγόρος της Καλαμάτας Διονύσιος Πόταρης, που τότε υπηρετούσε στην Πύλο ως διευθυντής του συνεταιρισμού σταφίδας, εντόπισε με τη βοήθεια των ψαράδων και κατέγραψε τα “μάρμαρα”.
Τον Ιούνιο και τον Οκτώβριο του 1925, έστειλε δυο αναφορές στο υπουργείο Παιδείας που τότε ήταν αρμόδιο και εν τω μεταξύ κατόρθωσε, με δικά του έξοδα και με περαστικούς από την Πύλο Καλύμνιους σφουγγαράδες, να ανελκύσει μια ρωμαϊκή σαρκοφάγο.
Στη συνέχεια, την έστειλε με πλοίο από την Πύλο στον Πειραιά. Το 1963, ο αυτοδύτης Peter Throckmorton έφθασε στη Μεθώνη και, μετά από υποδείξεις και πάλι ντόπιων ψαράδων, “κατέβηκε”, φωτογράφισε και αποτύπωσε σε ακριβή τοπογραφικά δια- γράμματα τα αρχαιολογικά ευρήματα των ναυαγίων των ρωμαϊκών σαρκοφάγων, αλλά και των γρανιτένιων κιόνων.