H γέννησις του Τυφώνος από τον Τάρταρο και την Γαία σημαίνει ότι είναι ένα όν που γεννήθηκε στον Τάρταρο-υποσύμπαν και ήλθε στο σύμπαν μας μέσω ενός Ταρταρείου διαύλου που απολήγει στα έγκατα του πλανήτη Γή, από τα οποία ανήλθε στην επιφάνεια αυτού.Και όπως προκύπτει ρητώς από τον χαρακτηρισμό του Τυφώνος από τον Ησίοδο ως θεού και αθανάτου, καθώς και εμμέσως από τις ανωτέρω αναφορές ότι από την ήττα του ο Τυφών είναι φυλακισμένος ή καταποντισμένος, και όχι νεκρός, αυτός είναι αθάνατος.Προφανώς λοιπόν, είναι ένας εκ των μοχθηρών υπερφυσικών αρχηγών του ερπετοειδούς συνασπισμού, ένας αρχιδαίμων ή θεός τόσο μεγάλης ισχύος, ώστε κόντεψε να νικήση τον ίδιον τον Δία. Εκ τούτου δε συνάγεται ότι είναι ο δεύτερος μετά τον ίδιον τον Σατανά στην ιεραρχία των δυνάμεων του Κακού.Εις αντίθεση όμως με εκείνον και τους περισσοτέρους άλλους μοχθηρούς δαίμονες, οι οποίοι είναι πνευματο-ενεργειακά όντα, έχει υλο-ενεργειακή υπόσταση.
Οι ποικιλότροπες περιγραφές και απεικονίσεις του Τυφώνος δείχνουν ότι αυτός έχει ικανότητα μεταμορφώσεως, δυνάμενος να λαμβάνη ποικίλες τρομακτικές μορφές.Σίγουρα όμως, η αυθεντική μορφή του είναι αυτή που αναφέρουν ο Ησίοδος και ο συμπληρώνων αυτόν Απολλόδωρος:
-«Μέχρι μεν τους μηρούς είχε μορφή ανδρός τεραστίου μεγέθους, τόσυ ώστε ξεπερνούσε όλα τα όρη, ενώ η κεφαλή του άγγιζε συχνά ακόμη και τα άστρα.Το ένα χέρι του εκτεινόταν μέχρι την δύση και το άλλο μέχρι την ανατολή…» (Βιβλιοθήκη, Α.6.3): Υποδηλώνει ότι ο Τυφών έχει ανθρωποειδές σχήμα, χαρακτηριστικό και των δρακοντοειδών, και τεράστιο μέγεθος.
-«Στους ώμους του δε υπήρχαν εκατό κεφαλές όφεων, δεινών δρακόντων που έγλειφαν με μαύρες γλώσσες» (Θεογονία, 824-826)-«ενώ εξείχαν εκ τούτων εκατό κεφαλές δρακόντων» (Βιβλιοθήκη, Α.6.3): Υποδηλώνουν ότι ο Τυφών έχει δρακοντοειδή κεφαλή, κορμό και χέρια, καθώς και το μέγα πλήθος των ερπετοειδών ορδών.
-«Και εξ όλων αυτών των απεριγράπτων κεφαλών του πύρ ακτινοβολούσε υπό των φρυδιών τους.[Καθώς αυτός κοιτούσε διαπεραστικά, πύρ ανέβλυζε εξ όλων των κεφαλών του]» (Θεογονία, 826-828)-«και οι οφθαλμοί του ακτινοβολούσαν πύρ» (Βιβλιοθήκη, Α.6.3): Υποδηλώνουν ότι ο Τυφών έχει φλογερούς οφθαλμούς, χαρακτηριστικό και των δρακοντοειδών, καθώς και ικανότητα πυροκινήσεως.
-«Από τους μηρούς δε και κάτω είχε πελώριες σπείρες εχιδνών…» (Βιβλιοθήκη, Α.6.3): Υποδηλώνει ότι ο Τυφών έχει δρακοντοειδείς γλουτούς,πόδια και ουρά.
-«Όλο δε το σώμα του ήταν πτερωτό…» (Βιβλιοθήκη, Α.6.3): Υποδηλώνει ότι ο Τυφών έχει πτέρυγες, χαρακτηριστικό και των δρακοντοειδών.
Εκ τούτων προκύπτει ότι ο Τυφών είναι στην αυθεντική μορφή του ένας υπεργιγάντιος δρακοντοειδής υλο-ενεργειακής υφής.Ορθώς λοιπόν ο Πίνδαρος τον αποκαλεί ερπετό και ο Στράβων δράκοντα, αφού είναι κυριολεκτικά ένας θεός-δράκων.
Η δρακοντοειδής μορφή του Τυφώνος και η ηγετική θέσις του επί των ερπετοειδών υποδηλώνονται και από αρκετά εκ των παραλλαγμένων ή διαφορετικών χαρακτηριστικών του στις υπόλοιπες περιγραφές και απεικονίσεις του: Τα «εχιδνώδη μαλλιά του» (κατά τον Νόννο) υποδηλώνουν επίσης την δρακοντοειδή κεφαλή του, ενώ το δηλητήριο που έφτυνε απ’αυτά και τις δρακόντειες κεφαλές του (κατά τον Νόννο) υποδηλώνει την ολέθρια δράση των ερπετοειδών ορδών.
Οι πολλές κεφαλές του σαρκοβόρων θηρίων-κυνών, λύκων, άρκτων, λεόντων, λεοπαρδάλεων και κάπρων (κατά τον Νόννο) υποδηλώνουν επίσης το μέγα πλήθος και την ολέθρια δράση των ερπετοειδών ορδών.Ο φολιδωτός κορμός του (στην προαναφερθείσα Λακωνική αγγειογραφία του) υποδηλώνει επίσης τον φολιδωτό κορμό του.Και τα πολλά χέρια του (πλείστα κατά τον Αντωνίνο Λιβεράλη ή διακόσια κατά τον Νόννο), οι πλείστες πτέρυγές του (κατά τον Αντωνίνο Λιβεράλη) και οι πολλές σπείρες όφεων στο κάτω μέρος του σώματός του (στην ανωτέρω Λακωνική αγγειογραφία του) υποδηλώνουν επίσης το μέγα πλήθος των ερπετοειδών ορδών.
Οι αναφορές του Ησιόδου και του Απολλοδώρου ότι κατά την Τυφωνομαχία ο Τυφών εξέπεμπε πλείστο ισχυρότατο πύρ (Θεογονία, 844-846: «Και καύμα απ’αμφοτέρους κατείχε τον ιοειδή πόντο, από την βροντή και την αστραπή, και από το πύρ τέτοιου τέρατος, [καθώς και από θυελλώδεις ανέμους και τον φλογερό κεραυνό]-Βιβλιοθήκη, Α.6.3: «Ξέβραζε δε εκ του στόματός του μεγάλη θύελλα πυρός») υποδηλώνουν επίσης την ικανότητα πυροκινήσεως αυτού.Η αναφορά δε του Ησιόδου ότι από τον Τυφώνα «προέρχεται το υγρό μένος των θυελλωδών ανέμων» υποδηλώνει ότι αυτός έχει και ικανότητα ελέγχου του αέρος, δυνάμενος να προκαλή φοβερές θύελλες.
Και η αναφορά του Απολλοδώρου ότι κατά την μάχη του Αίμου ο Τυφών έριχνε κατά του Διός «ολόκληρα όρη», οι αναφορές του Νόννου ότι κατά την Τυφωνομαχία ο Τυφών προκαλούσε φοβερά γεωλογικά φαινόμενα (τίναξε την κορυφή του Κωρυκίου όρους, συνένωσε βιαίως τον Ταρσό και τον Κύδνο, προκάλεσε τεράστια άνοδο της στάθμης της θαλάσσης, απέσπασε δια μίας απομιμήσεως της τρίαινας του Ποσειδώνος μία νήσο και την εκσφενδόνισε σαν σφαίρα στην άκρη της γής, προκαλούσε δια του βαδίσματός του φοβερούς σεισμούς-με αποτέλεσμα να καταβυθίζεται το έδαφος, να σείεται μέχρι θεμελίων η Κιλικία, να συνρίβονται με πάταγο οι πλαγιές του Ταύρου, να σκικρτούν τα υψώματα της Παμφυλίας, να βομβούν οι χθόνιες κοιλότητες, να τρέμουν τα ακρωτήρια, να σείονται οι κόλποι και να ολισθαίνουν στην θάλασσα οι ακτές-έπινε ολοκλήρους ποταμούς, έσχιζε δια των χεριών του το έδαφος και διάνοιγε βάραθρα-από τα οποία ανέβλυζαν υπόγεια ύδατα-και έριχνε καταιγισμό τεραστίων βράχων στην θάλασσα, καθιστώντας τους νήσους), η εκδοχή ότι ο Τυφών δημιούργησε κατά την φυγή του τον ποταμό Ορόντη, οι αναφορές του Πινδάρου και του Φιλοστράτου ότι από την ήττα του ο Τυφών κείται φυλακισμένος κάτωθεν της Αίτνας και προκαλεί τις ηφαιστειακές εκρήξεις της και η παρεμφερής εκδοχή ότι από την ήττα του ο Τυφών κείται φυλακισμένος κάτωθεν των Πιθηκουσσών και προκαλεί τα σεισμικά και ηφαιστειακά φαινομένα υποδηλώνουν ότι αυτός έχει και ικανότητα ελέγχου των τεκτονικών φαινομένων, δυνάμενος να προκαλή φοβερούς σεισμούς και ηφαιστειακές εκρήξεις.
Συνδυάζοντας την αναφορά του Απολλοδώρου ότι η Γαία γέννησε τον Τυφώνα στην Κιλικία, την αναφορά του Πινδάρου ότι ο Τυφών ανετράφη εις «ξακουστό Κιλίκιο άντρο»-το οποίο είναι προφανώς το Κωρύκιο άντρο της Κιλικίας-και τον χαρακτηρισμό του Τυφώνος από τον Νόννο ως Κίλικος συμπεραίνουμε ότι αυτός αναδύθηκε στην επιφάνεια της Γής από μία υποχθόνια πύλη στο Κωρύκιο άντρο της Κιλικίας.Αυτή η πύλη λοιπόν ήταν η επιχθόνια απόληξις ενός υποχθονίου διαύλου που συνδέεται με την εσωχθόνια απόληξη του Ταρταρείου διαύλου μέσω του οποίου ήλθε ο Τυφών στο σύμπαν μας.Ήταν, δηλαδή, πύλη όχι απλώς πρός τον υποχθόνιο κόσμο, αλλά πρός τον ίδιον τον Τάρταρο-υποσύμπαν.
Σήμερα, υπό την Τουρκική κατοχή, το Κωρύκιο άντρο είναι γνωστό ως καταβόθρα Κεννέτ (=Ουρανός).Έχει μήκος 250 μέτρα και πλάτος 110 στο στόμιό του και μέσο βάθος 70 μέτρα.Από το στόμιό του αρχίζει μία αρχαία λαξευτή κλίμακα 300 σκαλοπατιών, η οποία οδηγεί στον πυθμένα του.Εκεί ευρίσκονται τα ερείπια μίας πρωτο-Βυζαντινής μονής του 5ου αιώνος, αφιερωμένης στην Παναγία, και κάτωθεν αυτής το υπο-άντρο που αναφέρει ο Στράβων.Η πηγή του Πικρού Ύδατος δε είναι πια καλυμμένη, αλλά ακούγεται η υπόγεια ροή αυτού.
Πλησίον δε του Κωρυκίου άντρου ευρίσκονται τα ερείπια ενός μεγάλου Ελληνιστικού ναού του Διός, κτισθέντος τον 2ο αιώνα π.Χ., ο οποίος δείχνει σαφώς ότι το Κωρύκιο άντρο ήταν σημαντικό κέντρο λατρείας του Διός.Και εις απόσταση περίπου εκατό μέτρων από το Κωρύκιο άντρο ευρίσκεται άλλη μία καταβόθρα, το Κεχεννέμ (=Κόλασις), το οποίο έχει μήκος 70 μέτρα και πλάτος 50 στο στόμιό του και μέσο βάθος 128 μέτρα.Έχει όμως πολύ απότομα τοιχώματα-και μάλιστα κατωφερή στο ανώτατο μέρος του-και ούτως είναι αδύνατον να κατέλθη κανείς στον πυθμένα του χωρίς τεχνητά μέσα.2
Συνδυάζοντας τα ανωτέρω με την περιγραφή του Κωρυκίου άντρου από τον Στράβωνα συμπεραίνουμε τα εξής: Ότι μεταξύ του Κωρυκίου άντρου, του Κεχεννέμ και του Κωρύκου εκτείνεται ένα μέγα δίκτυο υπογείων κοιλοτήτων και σηράγγων.
Ότι η υποχθόνια πύλη του Κωρυκίου άντρου ευρισκόταν στο υπο-άντρο του και συνδεόταν με αυτό το υπόγειο δίκτυο, αλλά κατά την εποχή του Στράβωνος ήταν πια καλυμμένη από την πηγή του Πικρού Ύδατος.Και ότι ο υποχθόνιος δίαυλος που απέληγε εις αυτή την πύλη είχε κάποτε μία απόληξη και στο Κεχεννέμ, αλλά κατά την εποχή του Στράβωνος ήταν και αυτή καλυμμένη.Προφανώς δε, αυτές οι δύο υποχθόνιες πύλες καλύφθηκαν και σφραγίσθηκαν-υλικά και ενεργειακά-από τον Δία μετά την συντριβή του Τυφώνος, και έκτοτε ουδέποτε επανεξήλθαν υποχθόνια ή Ταρτάρεια όντα απ’αυτές.
Ωστόσο, η ανάμνησις του Υπερτάτου Τρόμου που είχε αναδυθεί από την υποχθόνια πύλη του Κωρυκίου άντρου παρέμεινε έντονη πέριξ αυτού: Προφανώς, υπήρχε από πολύ παλαιά τέμενος του Διός πλησίον του Κωρυκίου άντρου, το οποίο εξελίχθηκε τελικά στον ανωτέρω Ελληνιστικό ναό.Αμφότερα δε κατασκευάσθηκαν όχι απλώς εις ανάμνηση της νίκης του Διός επί του Τυφώνος, αλλά και ως περίαπτα-δέκτες των πνευματο-ενεργειακών δυνάμεων του Διός κατά του υποχθονίου διαύλου της περιοχής.Κατά τα τέλη του 4ου αιώνος δε οι Βυζαντινοί έκλεισαν τον ναό του Διός και τερμάτισαν την λατρεία του στο Κωρύκιο άντρο, αλλά δεν έπαυσαν να φοβούνται τον εν λόγω υποχθόνιο δίαυλο.Δια τούτο, τον 5ο αιώνα έκτισαν την μονή της Παναγίας, ως νέο περίαπτο-δέκτη ουρανίων δυνάμεων κατ’αυτού του υποχθονίου διαύλου, και για να καλύψουν ακόμη περισσότερο την απόληξή του στο Κωρύκιο άντρο, κατέχωσαν την άνωθέν της πηγή του Πικρού Ύδατος.
Μετά δε την κατάκτηση της Κιλικίας από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1454 η μονή της Παναγίας έκλεισε, αλλά η ανάμνησις του εν λόγω υποχθονίου διαύλου διατηρήθηκε παραλλαγμένη: Το Κωρύκιο άντρο λοιπόν ονομάσθηκε Κεννέτ-από τα παλαιά ιερά του, τα οποία λειτουργούσαν ως περίαπτα-δέκτες-ουρανίων δυνάμεων κατά του υποχθονίου διαύλου-ενώ η γειτονική του καταβόθρα ονομάσθηκε Κεχεννέμ-από τον ίδιον τον υποχθόνιο δίαυλο, ο οποίος οδηγεί στον Κάτω Κόσμο-Κόλαση.
Εις μία ευρεθείσα επιγραφή του ανωτέρω ναού του Διός το Κωρύκιο άντρο αναφέρεται ως «ευρεία κοιλότης της γής των Αρίμων».3 Επίσης, ο Nόννος αναφέρει ότι ο Ζεύς συνάντησε τον Κάδμο για να ζητήση την βοήθειά του εγγύς του «φονικού σπηλαίου των Αρίμων», εννοώντας προφανώς το Κωρύκιο άντρο.(Διονυσιακά, Α.140-Α.365-366).Εκ τούτων λοιπόν και της στενής συνδέσεως του Τυφώνος με το Κωρύκιο άντρο προκύπτει ότι οι περιβόητοι Άριμοι είναι η ευρύτερη περιοχή του Κωρυκίου άντρου, μεταξύ του Κωρύκου και των Αρίμων ορών.
Πάντως, η ομοιότης των ονομασιών των Αρίμων και των Αραμαίων δείχνει σαφώς ότι αυτοί συνδέονται μεταξύ τους.Τούτο δε επιβεβαιώνεται από το ότι εις Ασσυριακά χρονικά των μέσων του 11ου αιώνος π.Χ. οι Αραμαίοι αναφέρονται όχι μόνο ως Αραμού (=Αραμαίοι), αλλά ακριβώς και ως Άριμοι. Επειδή λοιπόν η ονομασία Άριμοι είναι σίγουρα πολύ αρχαιότερη της ονομασίας Αραμαίοι, αφού υπάρχει ως τοπωνύμιο από την πανάρχαια εποχή της Τυφωνομαχίας, ενώ η δεύτερη πρωτοεμφανίζεται πολύ αργότερα, εις Συριακές επιγραφές του 23ου αιώνος π.Χ., συμπεραίνουμε ότι οι Αραμαίοι ονομάζονταν αρχικά Άριμοι (ή Αριμαίοι), επονομασθέντες από τους Αρίμους της Κιλικίας.Και προφανώς, επονομάσθηκαν από τους Αρίμους τόσο επειδή κατοικούσαν εις αυτούς και πέριξ τους, στην μετέπειτα Κιλικία και την Συρία, όσο και επειδή η χώρα τους ήταν το κύριο πεδίο της επίγειας δράσεως του εξ Αρίμων ορμήσαντος Τυφώνος (Κωρύκιο άντρο-Κάσιο όρος).Αργότερα όμως, η ονομασία αυτού του λαού παρεφθάρη εις Αραμαίοι, ενώ οι Κίλικες της Τρωάδος απέσπασαν το βορειοδυτικό μέρος της χώρας τους και το μετονόμασαν Κιλικία.
Οι άλλες εκδοχές δε περί της τοποθεσίας των Αρίμων υποδηλώνουν περιοχές που, όπως και οι Άριμοι, ήσαν πεδία της Τυφωνομαχίας και έχουν απολήξεις υποχθονίων διαύλων που συνδέονται με εσωχθόνιες απολήξεις Ταρταρείων διαύλων:
Το πρώτο αναφέρεται ρητώς για την πέριξ του Ορόντη Συρία-στην οποία ευρίσκεται το Κάσιο όρος-και την Κατακεκαυμένη, ενώ για την περιοχή της Ύδης-Σάρδεων και τις Πιθηκούσσες προκύπτει από τους μύθους ότι ο Τυφών κείται φυλακισμένος κάτωθέν τους.
Και η ύπαρξις υποχθονίων πυλών εις αυτές τις περιοχές προκύπτει για μεν την πέριξ του Ορόντη Συρία από τον μύθο ότι ο Τυφών άνοιξε καταδυθείς στην γή την πηγή του Ορόντη, καθώς και από μία αναφορά του Στράβωνος ότι αυτός ο ποταμός ρέει επί κάποιο διάστημα υπογείως (Γεωγραφικά, ΙΣΤ.2.7), για την Κατακεκαυμένη από την ηφαιστειώδη φύση της-αφού κάθε ηφαίστειο είναι υποχθόνια πύλη-για την περιοχή της Ύδης-Σάρδεων από τον μύθο ότι ο Τυφών κείται φυλακισμένος κάτωθέν της και για τις Πιθηκούσσες τόσο από τον μύθο ότι ο Τυφών κείται φυλακισμένος κάτωθέν τους, όσο και από την ηφαιστειώδη φύση τους και την σύνδεσή τους με το δίκτυο υπογείων κοιλοτήτων που εκτείνεται από την Κυμαία έως την Σικελία.
Οι ανωτέρω τρομακτικές αναφορές περί της μορφής του Τυφώνος συμπληρώνονται από πέντε εξίσου τρομακτικές αρχαίες απεικονίσεις του:
-Εις ένα Αττικό γλυπτό του 6ου αιώνος π.Χ. που είναι γνωστό ως Τρισώματος Τυφών, το οποίο ήταν τοποθετημένο στην δεξιά πτέρυγα του αετώματος του αρχαίου ναού της Ακροπόλεως, ο Τυφών απεικονίζεται ως ανδρόμορφος και τρισώματος στο άνω μέρος του σώματός του και με οφιοειδή σπείρα αντί ποδιών στο κάτω.Έκαστο δε των τριών σωμάτων είναι πτερωτό, έχει γενειοφόρα και μακρόκομη κεφαλή και κρατά δια των χεριών του απροσδιόριστα αντικείμενα-πιθανώς όπλα.
-Εις ένα αγνώστου προελεύσεως Ελληνικό μελανόμορφο αγγείο του 6ου αιώνος π.Χ. ο Τυφών απεικονίζεται ως ανθρωποειδούς σχήματος και πτερωτός στο ανω μέρος του σώματός του και με οφιοειδή σπείρα αντί ποδιών στο κάτω, ενώ η κεφαλή του είναι κάτι μεταξύ κεφαλής ανδρός και κεφαλής καλικαντζάρου και οι παλάμες του μεμβρανοειδείς.
-Εις ένα Χαλκιδικό μελανόμορφο αγγείο. του 6ου αιώνος π.Χ. ο Τυφών απεικονίζεται ως ανθρωποειδούς σχήματος και πτερωτός στο ανω μέρος του σώματός του και με δύο οφιοειδείς σπείρες αντί ποδιών στο κάτω, ενώ η κεφαλή του είναι κάτι μεταξύ κεφαλής ανδρός, κεφαλής καλικαντζάρου και κεφαλής όνου και προστατεύεται από ένα είδος περικεφαλαίας.Εξ αριστερών του δε απεικονίζεται ο Ζεύς, μαχόμενος κατ’αυτού δια του κεραυνού του.
-Εις ένα Λακωνικό μελανόμορφο αγγείο του 6ου αιώνος π.Χ. ο Τυφών απεικονίζεται ως πτερωτός ερπετοειδής, με φολιδωτό κορμό, δύο σπείρες όφεων ως χέρια και άλλες δύο σπείρες όφεων αναδυόμενες από την πλάτη του, στο άνω μέρος του σώματός του και με πολλές σπείρες όφεων αντί ποδιών στο κάτω, ενώ η κεφαλή του είναι κάτι μεταξύ κεφαλής καλικαντζάρου και κεφαλής όνου και προστατεύεται από ένα είδος περικεφαλαίας.
-Στην κεντρική τοιχογραφία ενός Ετρουσκικού τύμβου του 2ου ή 1ου αιώνος π.Χ. που είναι γνωστός ως «Τύμβος του Τυφώνος», ο οποίος ανήκε στο αριστοκρατικό γένος των Πούμπων της Ετρουσκικής πόλεως Ταρκυνίας, ο Τυφών απεικονίζεται ως ανδρόμορφος, με γαλανόγκριζες πτέρυγες και γαλανόγκριζη κόμη, μέχρι και τα γόνατα και με δύο σπείρες γαλανογκρίζων όφεων κάτωθεν αυτών.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Π.χ. βασιλεύς, Ζεύς (ο άρχων θεών και ανθρώπων), Νηρεύς (ο πατήρ και αρχηγός των Νηρηίδων) κ.λ.π.
2.http://en.wikipedia.org/wiki/Cennet_and_Cehennem
http://www.turkeytravelplanner.com/go/m … ennem.html
3.http://en.wikipedia.org/wiki/Arima,_couch_of_Typhoeus
ΔΗΜΟΘΟΙΝΙΑ