Διαθέτει περίπου 32.000 είδη όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού, αρκετά για να εξοπλίσουν έναν στρατό περίπου 5.000 ανδρών.
Το Γκρατς ήταν το κέντρο της άμυνας κατά τη διάρκεια των οθωμανικών πολέμων, μεταξύ του 15ου και του 18ο αιώνα. Η Στυρία, ομόσπονδο κρατίδιο της Αυστρίας, ήταν στην πρώτη γραμμή των συνεχών συγκρούσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους αντάρτες στην Ουγγαρία.
Προκειμένου να αμυνθεί, οργανώθηκαν μεγάλοι στρατοί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι οποίοι χρειάζονταν εξοπλισμό.
Το Οπλοστάσιο της Στυρίας χτίστηκε μεταξύ του 1642 και του 1645 από τον αρχιτέκτονα Antonio Solar. Σήμερα, οι πανοπλίες και τα όπλα του οπλοστασίου εξακολουθούν να είναι αποθηκευμένα και οργανωμένα όπως και πριν από 400 χρόνια.
Οι καλύτερες πανοπλίες ανήκουν στους στρατιώτες και τους κυβερνήτες της Στυρία. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά κομμάτια είναι η πανοπλία ενός αλόγου που κατασκεύασε ο Konrad Seusenhof.
Το οπλοστάσιο ήταν σε χρήση για λίγο πάνω από 100 χρόνια, πριν η Μαρία Θηρεσία -αυτοκράτειρα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τελευταία ηγεμόνας του Οίκου των Αψβούργων, ηγεμόνας της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Κροατίας, της Βοημίας, του Μιλάνου και της Πάρμα- ήθελε να το κλείσει, ως μέρος του συγκεντρωτισμού της για την υπεράσπιση της Αυστρίας.
Η Στυρία αιτήθηκε να συνεχίσει να υπάρχει το οπλοστάσιο και κατάφερε να το διατηρήσει ως μουσείο. Αφέθηκε ανέπαφο, αλλά παροπλίστηκε σε μεγάλο βαθμό. Η τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκε κάποιο όπλο του ήταν το 1848, κατά τη διάρκεια της επανάστασης στην Αυστρία.
Το κτίριο άνοιξε για το κοινό το 1882 και το 1892 έγινε μέρος του Universalmuseum Joanneum, ένα μουσείο με κτίρια σε διάφορες τοποθεσίες στη Στυρία. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όλες οι πανοπλίες μεταφέρθηκαν για να ασφαλιστούν σε τρία κάστρα σε απομακρυσμένες περιοχές της Στυρίας και καταγράφηκαν χωρίς απώλειες.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, με την υποστήριξη του Βρετανικού Στρατού, τα αντικείμενα μεταφέρθηκαν και πάλι στο αρχικό κτίριο. Το οπλοστάσιο άνοιξε εκ νέου τον Απρίλιο του 1946.