Θορυβώδεις, δυναμικοί, ορμητικοί, οι ποταμοί είναι από τα πιο όμορφα -και τα πιο επιβλητικά- χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος. Κι ενώ το να αναγνωρίσει κανείς έναν ποταμό είναι εξαιρετικά απλό και προφανές, ο εντοπισμός των πηγών του είναι το ακριβώς αντίθετο: μια περίπλοκη διαδικασία με την εμπλοκή ειδικών διαφόρων ειδικοτήτων, διαφωνίες, διαμάχες και ειδικές αποστολές.
Το απλό συμπέρασμα που μπορεί κανείς να βγάλει διαβάζοντας λίγο είναι πως τα ποτάμια πηγάζουν από «κάπου ψηλά, στα βουνά». Όταν πέφτει βροχή το χιόνι λιώνει και ανεβαίνει η στάθμη των υπόγειων πηγών. Το νερό ρέει σε μικρούς σχηματισμούς που κυλούν προς τα κάτω. Πολλοί μικροί σχηματισμοί ενώνονται και διαρκώς σχηματίζουν μεγαλύτερη ροή.
Αυτό προφανώς σημαίνει, εξηγεί το BBC, πως ένας μεγάλος και ορμητικός ποταμός, όπως ο Αμαζόνιος ή ο Νείλος, έχει δεκάδες ή και εκατοντάδες σημεία από τα οποία πηγάζει. Ωστόσο στους γεωγράφους αρέσει να απλοποιούν τα πράγματα. Προσπαθούν να επιλέξουν, από τις πολλές πιθανές επιλογές, ένα συγκεκριμένο σημείο, την μία πηγή του ποταμού.
Οπότε πώς μπορούν να αποφασίσουν; Και ποια απόφαση, ποιος ορισμός μετρά πραγματικά;
«Διαφορετικοί ορισμοί για την πηγή κάποιου ποταμού έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται», εξηγεί ο Andrew Johnston, γεωγράφος στο Smithsonian’s National Air and Space Museum της Ουάσιγκτον. Υπάρχουν ωστόσο δύο κύριοι ορισμοί που χρησιμοποιούνται περισσότεροι από άλλους.
Παραδοσιακά πολλοί γεωγράφοι και εξερευνητές ορίζουν την πηγή ως το πιο μακρινό και υψηλότερο σημείο που παρέχει τη μεγαλύτερη ποσότητα νερού στο ποτάμι. Ωστόσο η συμβολή κάθε παραπόταμου στον κύριο ποταμό είναι διαφορετική και κάποιοι έχουν διαφορετική «συμβολή» στον κεντρικό ποταμό ανά εποχή.
«Το πρόβλημα με τον ορισμό αυτό είναι πως η ποσότητα νερού στους παραποτάμους ποικίλει μέσα στο χρόνο», λέει στο BBC ο James Contos, kayaker και εξερευνητής, «οπότε ανάλογα με το πότε κάποιος ανεβαίνει στο βουνό για να βρει την πηγή ενός ποταμού μπορεί να έχει πολύ διαφορετικά ευρήματα».
Έτσι θα χρειάζονταν στοιχεία πολλών ετών για να γνωρίζει κανείς πραγματικά ποιος παραπόταμος στέλνει πόσο νερό στον κυρίως ποταμό. Τέτοιες πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες για τους περισσότερους ποταμούς, προσθέτει ο Contos, οπότε πολλά συμπεράσματα σχετικά με την πηγή κάποιου ποταμού βγήκαν, στο παρελθόν, από το ποιος παραπόταμος «έδειχνε» να στέλνει το περισσότερο νερό.
Όταν οι χαρτογράφοι άρχισαν να χαρτογραφούν ολόκληρες λεκάνες απορροής ποταμών, άρχισε να κερδίζει έδαφος ένας δεύτερος ορισμός: η πηγή, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία είναι το υψηλότερο και πιο μακρινό σημείο του μεγαλύτερου παραποτάμου. Αυτός ο ορισμός βασίζεται περισσότερο στο μήκος ενός παραποτάμου παρά στον όγκο της ροής του οπότε είναι λιγότερο πιθανό να μεταβάλλονται τα στοιχεία του.
Ιστορικά, αυτή η πληροφορία δεν ήταν πάντα γνωστή όταν δίνονταν ονόματα στους ποταμούς, έτσι πολλές φορές τους έδιναν ονόματα σε σχέση με το σημείο προέλευσης της περισσότερης ποσότητας νερού.
Σε κάθε περίπτωση ανάλογα με τον ορισμό ή την ερμηνεία μπορεί κανείς να καταλήξει σε δύο ή και περισσότερες απαντήσεις σχετικά με το που βρίσκεται η πηγή κάποιου ποταμού.
Και στην πραγματικότητα, σημειώνει το βρετανικό δίκτυο, οι πηγές πολλών και μεγάλων ποταμών παραμένουν είτε άγνωστες είτε υπό αμφισβήτηση.
Για παράδειγμα ο Αμαζόνιος. Με μήκος περίπου 6.200-7.000 χιλιόμετρα είναι ένας από τους μεγαλύτερους και πιο ογκώδεις ποταμούς στον κόσμο. Η λεκάνη απορροής του εκτείνεται σε πολλές χώρες: Βραζιλία, Βολιβία, Περού, Εκουαδόρ, Κολομβία, Βενεζουέλα, Γουιάνα και Σουρινάμ- και τη Γαλλική Γουιάνα. Η «πραγματική» πηγή αυτού του γιγάντιου ποταμού έχει προβληματίσει πολλούς εξερευνητές στο παρελθόν και συνεχίζει έως και σήμερα να προκαλεί διαμάχες.
Το 1707, ο γεωγράφος Samuel Fritz δημοσίευσε χάρτη που εντόπιζε την πηγή του Αμαζονίου στη λίμνη Lauricocha, πάνω από τον ποταμό Maranon στις περουβιανές Άνδεις, υποστηρίζοντας πως ο Maranon είχε το περισσότερο νερό από όλους τους παραποτάμους του Αμαζονίου.
Μετά στα μέσα του 1900 σειρά πειραματικών αποστολών οδηγήθηκε σε άλλη πιθανή πηγή: το υψηλότερο σημείο του ποταμού Apurimac του Περού. Αλλά η ακριβής τοποθεσία της πηγής συνέχισε να αλλάζει.
Πρώτα θεωρήθηκε πηγή του Apurimac -και συνεπώς του Αμαζονίου- η λίμνη Vilafro, στο Περού. Άλλοι όμως πίστευαν πως η πραγματική πηγή ήταν στο βουνό Huagra, περίπου 200 χιλιόμετρα νότια του Κούσκο. Στη συνέχεια, τη δεκαετία του 1960, ο Περουβιανός γεωγράφος Carlos Penaherrera del Aguila ανέδειξε το βουνό Nevado Mismi στις Άνδεις ως την πηγή. Νερό από αυτό το βουνό τροφοδοτεί τον Apurimac.
Τις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν υπήρξε πλήθος αποστολών που επιβεβαίωσαν και διέδωσαν την πληροφορία πως η πραγματική πηγή ήταν το Nevado Mismi. Ο Johnston συμμετείχε σε μια τέτοια αποστολή το 2000, κάθε μέρα επί περίπου δύο εβδομάδες έστελνε ομάδες ερευνητών να ακολουθήσουν διαφορετικά μονοπάτια προς τα πάνω ανεβαίνοντας το βουνό, προκειμένου να χαρτογραφηθεί όλη η περιοχή.
Εν τέλει η ομάδα του διαπίστωσε πως ένας μικρός παραπόταμος, ο Carhuasanta, ήταν ο μακρύτερος στην περιοχή κι έτσι αυτός ορίστηκε ως η «αφετηρία» του Αμαζονίου.
Το 2014 τα πράγματα άλλαξαν και πάλι.
Ο Contos έκανε μία δημοσίευση που αναδείκνυε έναν εντελώς διαφορετικό και υποτιμημένο παραπόταμο του Αμαζονίου, τον ποταμό Mantaro του Περού, ως την πηγή του. Αυτό έγινε το 2012, ενώ προετοιμαζόταν για αποστολή με καγιάκ στον Αμαζόνιο. Ο Contos εξέταζε τοπογραφικούς χάρτες, ακολουθώντας και σημειώνοντας πολλούς παραποτάμους που ήθελε να εξερευνήσει, όταν παρατήρησε το εξής: ο ποταμός Mantaro, με τις στροφές και τις καμπύλες του, έδειχνε πιο μακρύς από τον Apurimac.
Τότε μέτρησε και τους δύο ποταμούς σε τοπογραφικούς χάρτες και εικόνες από δορυφόρους. Επίσης διέσχισε με καγιάκ αλλά και έκανε πεζοπορία σε όλο το μήκος και του Mantaro και του Apurimac και κατέγραψε τις καταβάσεις του χρησιμοποιώντας υψηλής ακρίβειας GPS.
Δεν ήταν εύκολη δουλειά. Κάποια φορά βρέθηκε σε ένα δύσκολο σημείο του Αμαζονίου και έχασε το καγιάκ και τον εξοπλισμό του. Κατάφερε για καλή του τύχη να τα βρει την επόμενη ημέρα. Οι μετρήσεις του Contos επιβεβαίωσαν την ανακάλυψή του: ο ποταμός Mantaro ήταν περίπου 75-77 χιλιόμετρα μεγαλύτερος από τον Apurimac και η νέα μακρύτερη θέση που προσδιορίστηκε ως πηγή ήταν στο Cordillera Rumi Cruz, μια βουνοκορφή στο πάνω μέρος του Mantaro.
Κάποιοι γεωγράφοι όμως αμφισβήτησαν τους ισχυρισμούς του Contos, λέγοντας πως ο Mantaro στεγνώνει για περίπου πέντε μήνες το χρόνο όταν το φράγμα Tablachaca εκτρέπει τα νερά του μέσω τούνελ περίπου 20 χιλιομέτρων.
Αυτό, σύμφωνα με το επιχείρημά τους, σημαίνει πως ο Apurimac παραμένει πηγή του Αμαζονίου επειδή είναι ο μεγαλύτερος διαρκώς ρέων παραπόταμος του Αμαζονίου.
Αλλά ο Contos δεν πείθεται από την τοποθέτησή τους.
Οπότε ποια είναι τελικά η πηγή του Αμαζονίου; Είναι προφανώς δύσκολο να καταλήξει κάποιος σε ένα συμπέρασμα, παραδέχεται και ο Johnston. «Είναι κάπως στον αέρα τα πράγματα», λέει. Ανάλογα με τον ποιο ορισμό επιλέγεις μπορεί να καταλήξεις πως η πηγή βρίσκεται στον Maranon, τον Apurimac ή τον Mantaro…
Απροσδιόριστη παραμένει ακόμα και η πηγή του Νείλου ενώ σφοδρές αντιπαραθέσεις σημαδεύουν και το εγχείρημα του προσδιορισμού των πηγών μικρότερων ποταμών, όπως ο Τάμεσης. Το 1937, για παράδειγμα, δύο Βρετανοί βουλευτές ξιφούλκησαν στη Βουλή των κοινοτήτων σχετικά με τη «σωστή» πηγή του ποταμού.
Ως επίσημη πηγή, που αναγνωρίζεται από την εθνική υπηρεσία Χαρτογράφησης της Μεγάλης Βρετανίας, είναι το «Thames Head», κοντά στο χωριό Kemble στο Cotswolds, στα νότια- κεντρικά της Αγγλίας.
Ωστόσο πολλοί πιστεύουν πως η πραγματική πηγή του Τάμεση βρίσκεται στο Seven Springs, την πηγή του ποταμού Churn, που είναι το μεγαλύτερο «παρακλάδι» του Τάμεση. Μάλιστα, αν αναγνωριστεί ως πηγή η τελευταία, αυτό θα προσθέσει στον Τάμεση ακόμα 22 χιλιόμετρα μήκους και θα τον κάνει τον μεγαλύτερο στο Ηνωμένο Βασίλειο- πρωτιά που τώρα κατέχει ο ποταμός Severn.
Με τον ίδιο τρόπο πολλοί επιστήμονες και εξερευνητές προσπάθησαν να εντοπίσουν ορθά την πηγή του τρίτου μεγαλύτερου ποταμού στον κόσμο: του ποταμού Γιάνκτσε στην Κίνα. Για παράδειγμα το 1985, ο φωτορεπόρτερ και ιδρυτής του China Exploration and Research Society (CERS) του Χονγκ Κονγκ, Wong How Man, υποστήριξε πως είχε βρει την πηγή του Γιάνκτσε στην κεφαλή ενός από τους παραποτάμους του, του Damqu.
Αλλά 20 χρόνια μετά, παρατηρώντας εικόνες υψηλής ανάλυσης από δορυφόρο συνειδητοποίησε πως δεν είχε προσέξει έναν παραπόταμο που ήταν ένα χιλιόμετρο μακρύτερος από τον Damqu. Όπως έγραφε, παρέβλεψε τον παραπόταμο αυτό επειδή τα σύννεφα είχαν καλύψει την περιοχή στις περιοχές που είχε μελετήσει τη δεκαετία του 1980.
Έτσι το 2005 ξεκίνησε νέα αποστολή. Αυτή τη φορά η ομάδα του ταξίδεψε σε όλο το μήκος του παραποτάμου του Damqu σε υψόμετρο 5170 μέτρων. Αυτή είναι η πιο μακρινή πηγή του Γιανκτσέ, γράφει.
Άλλοι επιστήμονες επίσης αναγνώρισαν τον Damqu ως τον μεγαλύτερο παραπόταμο του Γιάνκτσε, όπως ο επιστήμονας Liu Shaochuang από την Κινεζική Ακαδημία Επιστημών. Η ομάδα του εντόπισε την πηγή του Γιάνκτσε σε υψόμετρο 5054 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας στη βόρεια πλαγιά των βουνών Dangla.
Επίσημα όμως, και με βάση τη δουλειά των εξερευνητών του κινεζικού Ινστιτούτου Γεωγραφικών Ερευνών το 1976, ως πηγή του Γιανκτσέ θεωρείται ο μικρότερος παραπόταμος Tuotuo.
Με τόσους «διεκδικητές» διαφορετικών πηγών για κάθε ποταμό, πώς γίνεται μία τοποθεσία να αναγνωριστεί επισήμως ως η πηγή του; Ο πιο απλός τρόπος είναι να το ανακοινώσουν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, λέει ο Shaochuang. Αλλά το απλούστερο είναι και το πιο δύσκολο, προσθέτει. «Γιατί και η λάθος πηγή μπορεί να ανακοινωθεί από τους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Στις περισσότερες περιπτώσεις αρνούνται να διορθώσουν το λάθος τους», εξηγεί.
Στην Ινδία η χαρτογραφική υπηρεσία της χώρας είναι αυτή που «επισημοποιεί» τις γεωγραφικές τοποθεσίες. Έτσι αν κάτι περιλαμβάνεται σε χάρτη της, αυτό το κάνει επίσημο, λέει ο Swarna Subba Rao, πρώην Γενικός Τοπογράφος της Ινδίας.
«Αλλά αν δεν λέμε συγκεκριμένα πως αυτή είναι η πηγή του Γάγγη κ. ό. κ. Δεν είναι αυτή η δουλειά μας. Εμείς χαρτογραφούμε πλήρως την περιοχή και ονομάζουμε τα μέρη από τα οποία περνά το ποτάμι».
Οι χάρτες κατάλληλης κλίμακας είναι ζωτικοί για τους εξερευνητές αλλά η πρόσβαση στους τοπογραφικούς χάρτες δεν είναι πάντα εύκολη.
«Για πολλές χώρες οι λεπτομερείς τοπογραφικοί χάρτες θεωρούνται εμπιστευτικές πληροφορίες και δεν είναι διαθέσιμοι στην αγορά», εξηγεί ο Shaochuang. «Σε κάποιες περιοχές όπου εντοπίζονται οι πηγές το έδαφος δεν είναι χαρτογραφημένο ως και σήμερα!»
Σε τέτοιες περιπτώσεις οι ειδικοί στρέφονται στις εικόνες από δορυφόρους αλλά και αυτές έχουν τους περιορισμούς τους. «Μπορεί να είναι χαμηλής ανάλυσης και να χάνεις καμπυλώσεις και στροφές του ποταμού», σημειώνει ο Contos, προσθέτοντας πως ακόμα κι αν κανείς βαδίσει δίπλα σε όλο το ποτάμι με υψηλής ακρίβειας GPS είναι πιθανό να έχει ανακρίβειες.
Για το τέλος, το πιο κρίσιμο ερώτημα: έχει πραγματικά σημασία ποια είναι η «ακριβής» πηγή ενός ποταμού;
Ναι, απαντά κατηγορηματικά το BBC. Ο ακριβής εντοπισμός της πηγής βοηθά στο σχεδιασμό της διαχείρισής του και την ανάπτυξη αποτελεσματικών μεθόδων για την προστασία του περιβάλλοντος της περιοχής, λέει ο Shaochuang.
Κυρίως όμως έχει σημασία επειδή είμαστε περίεργοι σχετικά με τον κόσμο μας, προσθέτει ο Johnston. «Θέλουμε να ξέρουμε πόσο ψηλά είναι τα βουνά, από πού έρχεται ένα ποτάμι και πού πηγαίνει. Οπότε δεν είναι τόσο θέμα επιστημονικής κατανόησης αλλά κυρίως ανακάλυψης και εξερεύνησης του κόσμου».
Για παράδειγμα, ανάλογα με το ποια πηγή θεωρεί κανείς «πραγματική» για τον Αμαζόνιο και το Νείλο, είτε ο ένας είτε ο άλλος μπορεί να αναδειχθεί στον μεγαλύτερο ποταμό στον κόσμο.
Μια τέτοια απόφαση μπορεί να έχει σημαντική επιρροή και για τους ντόπιους. Για παράδειγμα το 2012 ο καθηγητής Malay Mukhopadhyay επισκέφθηκε τον Τάμεση στη Βρετανία. Παρακινημένος από την πλάκα που πιστοποιεί το «Thames Head» ως πηγή του ποταμού, ο Mukhopadhyay αποφάσισε να κάνει κάτι παρόμοιο και στην Ινδία.
Κι έτσι τον Δεκέμβριο του 2015 εντόπισε αυτό που πίστευε πως ήταν η πραγματική πηγή του ποταμού Ajay στην ανατολική Ινδία και τοποθέτησε εκεί μια μεγάλη πλάκα.
Ο ίδιος λέει πως μπορεί κινήσεις σαν κι αυτή να φέρουν γεω-τουρισμό σε περιοχές παντελώς άγνωστες. «Ένας χωρικός μού είπε πως τώρα που μπήκε η πλάκα μπορεί μια μέρα πολλοί τουρίστες από μακρινά μέρη να έρχονται στο χωριό του. «Τα παιδιά μου θα τους δουν και θα παρακινηθούν κι εκείνα να βγουν έξω, να δουν τον κόσμο», μου είπε χαρακτηριστικά», λέει, αναδεικνύοντας μια πολύ διαφορετική πτυχή της υπόθεσης που πιθανώς κανείς δεν είχε σκεφτεί…
Use Facebook to Comment on this Post