Η προσπάθεια αυτή αποτελεί μέρος της δεκαετούς συνεργασίας μεταξύ της κυβέρνησης της Σαμόα και του Εθνικού Βοτανικού Κήπου της Χαβάης, κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι σε παραπάνω από 120 ποικιλίες του συγκεκριμένου «αρτόδενδρου».
Το αρτόδενδρο είναι ένα μεγάλο αειθαλές δέντρο, που ανήκει στην οικογένεια των σύκων και καλλιεργείται ευρέως στα νησιά του Ειρηνικού και της Καραϊβικής. Το βρετανικό ναυτικό εισήγαγε το δέντρο στις Δυτικές Ινδίες από την Ταϊτή το 1787, αλλά ενσωματώθηκε στην τοπική κουζίνα μετά από περίπου πέντε δεκαετίες.
Ο στρογγυλός και ακανθώδης καρπός του είναι πλούσιος σε άμυλο και θρεπτικά συστατικά. Χρησιμοποιείται ως λαχανικό και ενίοτε ως υποκατάστατο για το αλεύρι.
Το δέντρο μπορεί να παράγει 450 κιλά καρπού ανά εποχή. Εκατό γραμμάρια καρπού περιέχουν 121 θερμίδες και είναι πλούσια σε φυτικές ίνες, κάλιο, φώσφορο, ασβέστιο, χαλκό και άλλα θρεπτικά συστατικά. Η υφή και η οσμή του καρπού θυμίζουν φρέσκο ψωμί.
Η υψηλή διατροφική αξία της ποικιλίας Μα’αφάλα αποτέλεσε τον κύριο λόγο επιλογής της, σύμφωνα με τη δρ. Νταϊάν Ραγκόουν, επικεφαλής του έργου. Το σημαντικότερο πρόβλημα του καρπού είναι η ιδιαίτερα ήπια και αδιάφορη γεύση του, πρόσθεσε η δρ. Ραγκόουν, γεγονός που όμως επιτρέπει να συνδυαστεί με μεγάλο εύρος άλλων συστατικών και να προσαρμοστεί σε οποιαδήποτε τοπική κουζίνα.
Τα σπόροφυτα της ποικιλίας Μα’αφάλα θα διανεμηθούν αρχικά σε 27 χώρες, σύμφωνα με τη δρ. Λη του Εθνικού Βοτανικού Κήπου της Χαβάης.