Μιλώντας στους Financial Times στα τέλη Μαΐου, ο Λάρι Πέιτζ της Google αποκάλυψε ότι κατά τις πρώτες δύο εβδομάδες μετά τη δημοσιοποίηση της απόφασης, το 31% των αιτήσεων για διαγραφές αφορούσε άτομα που εμπλέκονταν σε απάτες, το 20% αφορούσε συλλήψεις ή καταδίκες για βίαια ή άλλα σοβαρά εγκλήματα και το 12% συλλήψεις για παιδική πορνογραφία. Σύμφωνα με την εταιρεία, έως την περασμένη Δευτέρα ο αριθμός των αιτήσεων είχε φτάσει τις 41.000.
Επικριτές της απόφασης αναφέρουν στην «Κ» ότι αναγκάζει την Google να αναλάβει τον ρόλο ενός μεγα-αρχισυντάκτη, που δεν συνάδει με το είδος της υπηρεσίας που παρέχει και της επιβάλλει δυσανάλογο κόστος. Επιπλέον, ισχυρίζονται, αντιφάσκει με την οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο του 2000, που παρέχει ασυλία σε πλατφόρμες παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών για το περιεχόμενο που αναρτάται σε αυτές (η οδηγία, ωστόσο, δεν καλύπτει τις μηχανές αναζήτησης).
Η «Κ» συνομίλησε για τα ζητήματα αυτά μέσω email με τον Βίκτορ Μάγερ-Σένμπεργκερ, καθηγητή Διακυβέρνησης και Ρύθμισης του Διαδικτύου στο Oxford Internet Institute του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και συγγραφέα –μεταξύ άλλων– του βιβλίου «Delete: The Virtue of Forgetting in the Digital Age».
«Δεν βλέπω πώς η ετυμηγορία του δικαστηρίου απειλεί την ελευθερία του λόγου», σημειώνει ο Αυστριακός ακαδημαϊκός και επιχειρηματίας. Οπως εξηγεί, αναφερόμενος στην υπόθεση του Ισπανού ενάγοντος που κατέθεσε αγωγή τόσο κατά της Google όσο και κατά του ιστότοπου που ανάρτησε τις επίμαχες πληροφορίες: «Ακόμα και η ισπανική αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων απέρριψε την προσφυγή κατά του ειδησεογραφικού ιστότοπου, γιατί οι πάροχοι ειδήσεων εξαιρούνται ρητά από το δικαίωμα στη λήθη. Η προστασία της ελευθερίας του λόγου δεν καλύπτει την Google γιατί η εταιρεία αρνήθηκε ρητά να χαρακτηρίσει τις πράξεις της ως έκφραση λόγου. Ισχυρίστηκε ότι έκανε καθαρή επεξεργασία δεδομένων, μέσω υπολογιστών και χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Αρα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν είχε επιλογή παρά να εφαρμόσει τις διατάξεις της οδηγίας για την προστασία των δεδομένων».
Την περασμένη εβδομάδα, η Google ανακοίνωσε ότι προτίθεται να σηματοδοτεί στις σελίδες αναζήτησής της τις αναρτήσεις που απαλείφονται εξαιτίας του δικαιώματος στη λήθη. Η «Κ» ρωτάει τον καθηγητή Μάγερ-Σένμπεργκερ αν αυτό υπονομεύει τη λογική της ετυμηγορίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. «Δεν νομίζω», απαντά. «Η απόφαση δεν απαιτεί την απόλυτη διαγραφή – ούτε η οδηγία οραματιζόταν κάτι τέτοιο. Αυτό που επιδιώκεται είναι κάτι σαν ένα σαμαράκι – ένα εμπόδιο που απαιτεί επιπλέον προσπάθεια. Αρα δεν θα αποθαρρύνει αυτούς που ενεργά αναζητούν μία πληροφορία, απλώς θα την αποκρύψει από όσους ψάχνουν χαλαρά για κάτι. Και αυτή πιστεύω ότι είναι η σωστή ισορροπία».
Για τον Αυστριακό, «το ηθικό θεμέλιο» του δικαιώματος στη λήθη είναι «ότι η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων συνδέεται με την πληροφοριακή αυτοδιάθεση, το δικαίωμα δηλαδή να αποφασίζει ο καθένας για τον εαυτό του πότε, πώς και για ποιο σκοπό γίνεται επεξεργασία των δεδομένων του». Ευρύτερα, «η λήθη εξυπηρετεί άλλους, σημαντικούς σκοπούς για τον άνθρωπο. Μας επιτρέπει να εστιάσουμε στο παρόν και το μέλλον και να αποδεχθούμε ότι εξελισσόμαστε και μεγαλώνουμε με τον χρόνο, ότι δεν είμαστε σήμερα το άτομο που ήμαστε στο παρελθόν. Επιπλέον, μας επιτρέπει να βλέπουμε το δάσος και όχι απλώς τα δέντρα, να μαθαίνουμε μέσω της αφαίρεσης (που απαιτεί να ξεχνούμε λεπτομέρειες)».
Χωρίς αυτήν, είναι σαν να λέει, θα καταλήξουμε σχεδόν όπως ο Φούνες ο μνήμων του Μπόρχες, που «θυμόταν κάθε φύλλο κάθε δέντρου κάθε δάσους, αλλά και κάθε μία από τις φορές που το είχε δει ή το είχε φανταστεί», αλλά αιφνιδιαζόταν κάθε φορά που έβλεπε τον εαυτό του στον καθρέφτη.