• Απαλλάσσονται από τον φόρο κληρονομιάς και περιέρχονται αυτομάτως στους επιζώντες συνδικαιούχους, σε περίπτωση θανάτου ενός συνδικαιούχου, οι χρηματικές καταθέσεις και τα αμοιβαία κεφάλαια που τηρούνται σε κοινούς λογαριασμούς και χαρτοφυλάκια της ημεδαπής (ν. 5638/1932). Για την εφαρμογή των ανωτέρω, ο νόμος προέβλεπε να έχει τεθεί επί των καταθέσεων ο συγκεκριμένος όρος. Επιπλέον, όταν το 1932 καθιερώθηκε για πρώτη φορά το ειδικό καθεστώς των κοινών λογαριασμών, η εφαρμογή του αφορούσε μόνο συγκεκριμένες τράπεζες, κατά κύριο λόγο της ημεδαπής, όπως αυτές ορίζονταν με διάταγμα που εκδιδόταν βάσει διάταξης του ως άνω νόμου.
• Στα 87 χρόνια εφαρμογής του ως άνω νόμου διαμορφώθηκε πάγια πρακτική των ελληνικών τραπεζών να αναγνωρίζουν ότι όλοι οι κοινοί λογαριασμοί υπάγονται στο παραπάνω καθεστώς, χωρίς την ανάγκη θέσης οποιουδήποτε όρου. Επίσης, ο νομοθετικός περιορισμός της εφαρμογής του ειδικού καθεστώτος σε συγκεκριμένες μόνο τράπεζες έπαυσε να ισχύει το 1992, με αποτέλεσμα η προβλεπόμενη φοροαπαλλαγή να ισχύει πλέον για όλους τους κοινούς λογαριασμούς της ημεδαπής αδιακρίτως.
• Η απαλλαγή από τον φόρο κληρονομιάς σε κοινούς λογαριασμούς θα πρέπει κατά τη γνώμη μας να καταλαμβάνει και τους κοινούς λογαριασμούς που τηρούνται στην αλλοδαπή. Το ευρύ πεδίο εφαρμογής προκύπτει και από την ίδια τη διατύπωση του νόμου, όπου επαναλαμβάνεται ο όρος «κοινός λογαριασμός» στην αγγλική και στη γαλλική γλώσσα (joint account, compte joint). Αλλωστε, οποιαδήποτε αντίθετη προσέγγιση θα παραβίαζε το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ειδικότερα τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων. Μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση θα συνιστούσε αυθαίρετη διάκριση, αφού θα απέτρεπε τους Ελληνες υπηκόους από το να επενδύουν στην αλλοδαπή, επιβάλλοντας φόρο κληρονομιάς σε τέτοιες επενδύσεις. Και αυτό τη στιγμή που οι αντίστοιχες ημεδαπές επενδύσεις απαλλάσσονται πλήρως του φόρου κληρονομιάς.
• Απαλλάσσεται από τον φόρο μεταβίβασης ακινήτων η εισφορά ακινήτων σε υπό σύσταση ανώνυμη εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία (ΑΕΕΑΠ) για την κάλυψη μέρους του μετοχικού της κεφαλαίου. Η απαλλαγή ισχύει για ακίνητα που θα χρησιμοποιηθούν για την εμπορική δραστηριότητα της εταιρείας και όχι για τις λειτουργικές ανάγκες της. Η προβλεπόμενη διαδικασία για το εάν συντρέχει περίπτωση για την απαλλαγή είναι σχετικά απλή.
• H γενική και αόριστη αναφορά από τον φορολογικό έλεγχο ότι ορισμένες δαπάνες κρίθηκαν μη παραγωγικές δεν αποτελεί επαρκή και ικανή αιτιολογία απόρριψης της έκπτωσης αυτών στη βάση του άρθρου 22 του ΚΦΕ. Για την έκπτωση των δαπανών αρκεί καταρχήν αυτές να είναι πραγματικές, να κρίνονται απαραίτητες από τη διοίκηση της επιχείρησης για την επίτευξη του σκοπού της, την ανάπτυξη των εργασιών ή την υλοποίηση της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης της και να προκύπτουν στο πλαίσιο της οικονομικής αποστολής ή κατά τις συνήθεις συναλλαγές της. Επιπλέον, δεν είναι επιτρεπτός ο έλεγχος της σκοπιμότητας και το προσήκον μέτρο των δαπανών αυτών για τη φορολογική αρχή, ενώ η τυχόν διάπραξη άλλων παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας εκ μέρους του φορολογουμένου δεν αποτελεί λόγο απόρριψης δαπάνης για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος (ΔΕΔ 471/2019).
• Η εφαρμογή στην πράξη της εγκυκλίου της ΑΑΔΕ (Ε.2018/2019) για την πίστωση του εταιρικού φόρου αλλοδαπής, όταν φυσικό πρόσωπο φορολογικός κάτοικος Ελλάδας εισπράττει μερίσματα από αλλοδαπή εταιρεία, είναι ουσιαστικά αδύνατη. Αυτό οφείλεται στην απαίτηση της εγκυκλίου η αλλοδαπή φορολογική αρχή ή άλλη δημόσια αρχή να βεβαιώνει, μεταξύ άλλων, και τον εταιρικό φόρο που αναλογεί στα μερίσματα που εισέπραξε ο φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, τον οποίο οι αλλοδαπές φορολογικές αρχές αδυνατούν ή αρνούνται να βεβαιώσουν.
• Η ίδια εγκύκλιος, ενώ επιτρέπει τη συνδυαστική χρήση βεβαιώσεων για την πίστωση του φόρου αλλοδαπής, ρητά απαγορεύει τη χρήση βεβαιώσεων που έχουν εκδοθεί από ορκωτούς ελεγκτές, δικηγόρους ή λογιστές της αλλοδαπής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία του φορολογουμένου να αξιοποιήσει το πλεονέκτημα που του παρέχουν οι συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας που έχει υπογράψει η Ελλάδα.
• Οι αποζημιώσεις απόλυσης των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και ο αντίστοιχος φόρος εισοδήματος κατατίθενται από τους εργοδότες μέσω λογαριασμού πληρωμών και μεταφέρονται αντιστοίχως και αποδίδονται από τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών και του Δημοσίου. Η ανωτέρω αλλαγή ισχύει από 1.7.2019 και σε περίπτωση παράβασης επιβάλλονται κυρώσεις του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας. Ομως, αυτή η αλλαγή δεν επηρεάζει τα ισχύοντα στη φορολογική νομοθεσία αναφορικά με την έκπτωση της δαπάνης μισθοδοσίας και τον τρόπο εξόφλησής της.
Πηγή: Grant Thornton
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr