έρευνα γενετικής εξαφάνισης ειδών, όπως αποκάλυψαν e-mails που είδαν το φως της δημοσιότητας. Αυτή τη στιγμή η υπηρεσία DARPA είναι ο μεγαλύτερος χρηματοδότης της έρευνας πάνω στον «σκληρό δίσκο» του DNA.
Παρά το γεγονός ότι, επισήμως τουλάχιστον, στόχος της έρευνας αυτής είναι η καταπολέμηση βλαβερών εντόμων, υπάρχουν σοβαρές υποψίες και φόβοι ότι οι εν δυνάμει χρήσεις ενός τέτοιου «εργαλείου» είναι πολύ πιο σκοτεινές, συνεπώς εξαιρετικά επικίνδυνες.
Αναζητώντας πληροφορίες σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους μίας τέτοιου τύπου έρευνας το πρακτορείο Sputnik απευθύνθηκε στη Silvia Ribeiro, δημοσιογράφο και διευθύντρια του ETC Group στη Λατινική Αμερική -πρόκειται για τον διεθνή οργανισμό που εργάζεται για τη «διατήρηση και αειφόρο ανάπτυξη της πολιτισμικής και οικολογικής ποικιλομορφίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». «Και μόνο το γεγονός ότι συμβαίνει κάτω από την ‘ομπρέλα’ μιας στρατιωτικής έρευνας δηλώνει ότι είναι εξαιρετικά πιθανό η έρευνα να έχει διπλό σκοπό» λέει η Ribeiro.
Μιλώντας για τον επίσημο σκοπό της έρευνας, την αποκαλούμενη τεχνολογία γενετικής εξαφάνισης (extinction technologies research)- εν προκειμένω, την εξάλειψη κουνουπιών που μεταφέρουν ελονοσία- σημείωσε ότι ακόμα και αν εξαλειφθεί ένα είδος κουνουπιού, η εξαφάνιση του δεν θα επηρεάσει τα βακτήρια που προκαλούν ελονοσία, καθώς πολύ απλά, τα βακτήρια της ελονοσίας θα βρουν άλλον φορέα.
Οι αποκαλούμενες τεχνολογίες γονιδιακής καθοδήγησης επιτρέπουν την τεχνητή τροποποίηση των γονιδίων ενός συγκεκριμένου είδους, αντικαθιστώντας τα ανεπιθύμητα γονίδια με εκείνα που θεωρούνται επωφελή. Στη συνέχεια, το τροποποιημένο γονίδιο μεταφέρεται στις επόμενες γενιές.
Τα εργαλεία επεξεργασίας του γονιδιώματος όπως το Crispr-Cas9 δουλεύουν με τη χρήση ενός συνθετικού ριβονουκλεϊκού οξέος (του μορίου – αγγελιαφόρου της ζωής, RNA) για να κόψουν τους κλώνους DNA και στη συνέχεια, να τους εισάγουν προκειμένου να αλλάξουν ή να αφαιρέσουν στοχευμένα χαρακτηριστικά. Κατά αυτόν τον τρόπο, μπορούν, για παράδειγμα, να στρεβλώσουν την αναλογία φύλου των κουνουπιών με στόχο την εξάλειψη, τον αφανισμό των πληθυσμών που προκαλούν ελονοσία.
Η Ribeiro σημειώνει ότι η Σύμβαση του ΟΗΕ για τη Βιολογική Ποικιλότητα (UN Convention on Biological Diversity) συζητά θέματα που άπτονται της ηθικής και δεοντολογίας στη γονιδιακή έρευνα και κατά πόσο μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί.
Το αυστηρότερο δυνατό πρωτόκολλο
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η έρευνα πάνω στην τεχνολογία γονιδιακής καθοδήγησης πρέπει να γίνεται σε εγκαταστάσεις υψηλής βιοασφάλειας επιπέδου 4, με εφαρμογή του αυστηρότερου δυνατού πρωτοκόλλου, ενδεχομένως το εργαστήριο στο οποίο διεξάγεται πρέπει να βρίσκεται σε νησί, καθώς ένα τέτοιο «εργαλείο», με άλλα λόγια, ένα τέτοιο όπλο, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μέγιστη απειλή για ολόκληρο τον κόσμο, καθώς είναι κάτι πρωτόγνωρο χωρίς προηγούμενο.
Η Σύμβαση Περιβαλλοντικής Τροποποίησης (ENMOD) απαγορεύει ρητά την εχθρική, στρατιωτική χρήση εργαλείων τα οποία τροποποιούν το περιβάλλον ή το οικοσύστημα μιας εχθρικής χώρας. Οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα είναι συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης αυτής. Αυτό που η DARPA θέλει να αναπτύξει εμπίπτει σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία, σύμφωνα με τη Ribiero, καθώς η εξάλειψη οποιουδήποτε είδους επηρεάζει την οικολογική ισορροπία με τρόπους που είναι αδύνατον να προβλεφθούν. Το πρόβλημα με τις συμβάσεις του ΟΗΕ είναι ότι δεν προβλέπουν επαρκή παρακολούθηση ή πρόληψη για τη δημιουργία τέτοιων όπλων.
«Ο ΟΗΕ αφορά τη διπλωματία. Ο στρατός ‘περνάει κάτω από τα ραντάρ’ τους» λέει η Ribiero.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής του παρατηρητηρίου, ο μοναδικός λόγος για τον οποίον γνωρίζει ο κόσμος για την έρευνα αυτή είναι επειδή ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το ETC, ζήτησαν, κάνοντας χρήση του νόμου για την ελευθερία της πληροφορίας, πληροφορίες από δημόσια πανεπιστήμια που αφορούν την ανάπτυξη της γενετικής τεχνολογίας. Ένα μορατόριουμ, ακόμη και μία απαγόρευση από τον ΟΗΕ δεν θα εμπόδιζε στο ελάχιστο τον αμερικανικό στρατό να αναπτύξει οποιοδήποτε γενετικό εργαλείο.
Η χρηματοδότηση των ερευνητών και η «εξάρτηση» από τον στρατό
Σύμφωνα με τον Guardian, ο Todd Kuiken, ο οποίος έχει δουλέψει για το πρόγραμμα GBIRd, που χρηματοδοτείται με 6,4 εκατ. δολάρια από τη Darpa, εξηγεί ότι το γεγονός πως η πολιτική του αμερικανικού στρατού στρέφει τη χρηματοδότηση κυρίως προς τις γονιδιακές τεχνολογίες στην πραγματικότητα σημαίνει ότι «οι ερευνητές που εξαρτώνται από επιχορηγήσεις για τη συνέχιση των ερευνών τους ενδέχεται να επαναπροσδιορίσουν τα projects τους σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιταγές του στρατού».
Μεταξύ 2008 και 2014, οι ΗΠΑ δαπάνησαν 820 εκατ. δολάρια στη Συνθετική Βιολογία (πρόκειται για ένα νέο πεδίο που καλύπτει τη σύνθεση νέων βιολογικών συστημάτων, τα οποία γενικά δεν βρίσκονται στη φύση, συνεπώς καθιστά δυνατή τη δημιουργία ζωής από το μηδέν). Από το 2012, τα περισσότερα κεφάλαια προέρχονται από τη Darpa και άλλες υπηρεσίες του αμερικανικού στρατού, λέει ο Kuiken.
Όπως αποκαλύπτει e-mail με θέμα συνέδριο το οποίο διοργάνωσε ο αμερικανικός στρατός τον περασμένο Ιούνιο και σύμφωνα με βιολόγο που εργάζεται για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, η επικεφαλής του προγράμματος βιοτεχνολογίας της Darpa, δρ. Renee Wegrzynhad, δήλωσε ότι «τα projects κόστισαν 65 εκατ. δολάρια, αλλά στη συνέχεια το ποσό ανέβηκε στα 100 εκατ». Εκπρόσωπος της Darpa έσπευσε να δηλώσει ότι το ποσό αποτελεί μία «πλασματική εκτίμηση». «Η Darpa δεν είναι και δεν θα έπρεπε να είναι ο μοναδικός χρηματοδότης της έρευνας για τη γονιδιακή επεξεργασία, αλλά είναι σημαντικό για το Υπουργείο Άμυνας να υπερασπίζεται το προσωπικό του και να παραμένει σε επιχειρησιακή ετοιμότητα» δήλωσε.
Θα μπορούσε λοιπόν η ανάπτυξη τεχνολογιών γενετικής εξαφάνισης ειδών να συνδέεται με τη δημιουργία ενός «όπλου»; Ο Andrea Crisanti, καθηγητής στο Imperial College του Λονδίνου και πρωτοπόρος στην έρευνα της γονιδιακής καθοδήγησης, επιβεβαίωσε ότι προσελήφθη από τη Darpa με συμβόλαιο ύψους 2,5 εκατ. δολαρίων, υποστηρίζει πως οι φόβοι ότι η έρευνα μπορεί να στραφεί στα βιολογικά όπλα είναι «εντελώς φαντασιακοί».
«Δεν υπάρχει περίπτωση η τεχνολογία αυτή να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς. Το ενδιαφέρον στρέφεται στην ανάπτυξη συστημάτων που θα μπορούν να περιορίζουν τα ανεπιθύμητα αποτελέσματα της γονιδιακής καθοδήγησης. Δεν μας ζητήθηκε ποτέ να εξετάσουμε οποιαδήποτε εφαρμογή δεν είναι προς το καλό της εξάλειψης, του περιορισμού των προβλημάτων αυτών».
Πάντως το ενδιαφέρον των αμερικανικών στρατιωτικών υπηρεσιών εκτοξεύθηκε μετά από μυστική αναφορά μίας ομάδας κορυφαίων επιστημόνων η οποία δουλεύει για τον στρατό, του Jason group, η οποία πριν από έναν χρόνο «κέρδισε την προσοχή πολλών υπηρεσιών της αμερικανικής κυβέρνησης». Συγκεκριμένα έκθεση του «Jason Group» το 2017, αξιολογεί «πόσο απειλητική θα μπορούσε να είναι η τεχνολογία αυτή στα χέρια ενός αντιπάλου, στα τεχνικά εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν για να αναπτυχθεί η τεχνολογία των γονιδιακών δίσκων και στη χρήση τους στην ‘άγρια φύση’».