Στη δουλειά μας περισσεύουν τα “ψώνια”, οι “φαφλατάδες” και οι “δήθεν”. Ο Βασίλης Ντερτιλής δεν ήταν τίποτα απ΄ όλα αυτά. Ήταν γνήσιος .
μπορείς να καταλάβεις την ταχύτητά του. Πέρασε κιόλας ένας χρόνος από την τελευταία αποστολή του Βασίλη Ντερτίλη. Αποστολή οριστικού “φευγιού” απ΄ αυτόν τον πλανήτη, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου το είχε ταξιδέψει. Όχι ως τουρίστας, αλλά ως ένας άνθρωπος που το μόνο που τον έτρεφε ήταν η περιπέτεια, ο κίνδυνος ,οι υψηλές δόσεις αδρεναλίνης. Όλα αυτά κινούμενος σαν σκιά .
Στα “διαλείμματα” ήταν ο γνωστός αξιωματικός του ΠΝ όπως όλοι θέλουμε να είναι οι αξιωματικοί μας. Αριστοκρατικός ,ευγενής ,μορφωμένος και τζέντλεμαν με τις κυρίες, εξωστρεφής αλλά και πάντα μετρημένος όταν η συζήτηση πήγαινε στα επαγγελματικά του. Γι΄ αυτό και ουδείς απ΄ όσους λέμε ότι υπήρξαμε φίλοι του δεν μπορούν να πουν με βεβαιότητα τι ακριβώς έκανε για αρκετό καιρό μετά από την παραίτησή του από το ΠΝ. Το βέβαιο είναι ότι “έπαιζε” με τον κίνδυνο και πολύ συχνά μας είχε αφήσει άφωνους με τηλεφωνήματά του από διάφορες γωνιές του πλανήτη, όπου μας ανακοίνωνε γεγονότα τα οποία τα ειδησεογραφικά πρακτορεία άρχιζαν να μεταδίδουν αρκετή ώρα μετά!
“Έπαιξε” με τον κίνδυνο, “κυκλοφορώντας” σε πεδία μαχών, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης . Στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας Έλληνες συνάδελφοι διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι ο “Έλληνας” με τη λευκή στολή ήταν “διαβατήριο” για όλα τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ο Κάρατζιτς , ο Μπλαντνιτς, ο Αρκάν τον θεωρούσαν άνθρωπο που μπορούσαν να εμπιστευτούν.
΄Επαιξε το ίδιο παιχνίδι και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Σε αποστολές που η κοινή γνώμη ποτέ δεν έμαθε το ρόλο που έπαιξε ο Έλληνας αξιωματικός πάντα με επιτυχία. Ο Βασίλης Ντερτιλής δεν έπαιζε το παιχνίδι για το τρόπαιο, αλλά για την έντασή του, την αγωνία και το ρίσκο. Το πήρε πολλές φορές κι απ΄ όσο γνωρίζουμε δεν έχασε ποτέ.
Ο θάνατος βέβαια δεν φημίζεται για τη μπέσα του. Μόλις ο Βασίλης Ντερτιλής έπαψε να παίζει μαζί του τον χτύπησε πισώπλατα. Και τον πήρε με τον τρόπο που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα πέθαινε ο “Έλληνας 007”, όπως τον λέγαμε οι Έλληνες δημοσιογράφοι που τον ξέραμε. Όταν κάτι είχε να πει το έλεγε και καταλάβαινες ότι το εννοούσε. Ήταν ικανός και το αποδείκνυε με τη δράση του. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός γιος του Νίκου Ντερτιλή υπήρξε “αγαπημένο παιδί” του Χρήστου Λυμπέρη ,του ναυάρχου που είναι γνωστό ότι οι πολιτικές του αποψεις δεν είχαν καμία σχέση με τον πατέρα Ντερτιλή. Ο ναύαρχος Λυμπέρης εκτιμούσε απεριόριστα τις ικανότητές του και ήταν αυτός που τον είχε στηρίξει όσο μπορούσε όταν χρειάστηκε.
Ο Βασίλης δεν είχε ποτέ κομπλέξ με το θέμα του πατέρα του, με τη χούντα, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μιλούσε για ολα αυτά και είχε την άποψή του. Και πως τα ΄φερε η ζωή . Πέρυσι στη κηδεία του το πρώτο στεφάνι έγραφε “οικογένεια Μυρογιάννη”! Όχι δεν ήταν από την οικογένεια του φοιτητή Μυρογιάννη, αλλά από έναν διπλωμάτη που γνώριζε τον Βασίλη Ντερτιλή από το Βελιγράδι. Συνωνυμία. Αλλά τι είναι αυτή η άτιμη ζωή.