Τα παραδείγματα που ακολουθούν αποδεικνύουν ότι οι παράλογοι φόροι δεν είναι κάτι καινούριο. Ακολουθούν τους πολίτες στο βάθος των αιώνων και κάποιοι από αυτούς καταφέρνουν να επιβιώσουν μέχρι σήμερα.
Επινόηση του τσάρου Πέτρου του Μέγα της Ρωσίας, ο οποίος από κάποιους θεωρείται ριζοσπάστης και από άλλους απολύτως παλαβός. Το 1698 αποφάσισε να επιβάλει τον φόρο που θα «ανάγκαζε» πολλούς να τον κατατάξουν στην δεύτερη κατηγορία. Όχι μόνο φορολόγησε αυτούς που έφεραν γένια, θεωρώντας ότι η τριχοφυΐα δεν συμβαδίζει με την «πολιτισμένη» Δύση, αλλά απαιτούσε να φέρουν και παράσημα με τα οποία παραδέχονταν ότι οι γενειάδες τους ήταν γελοίες. Μάλιστα οι φορολογούμενοι για τη γενειάδα τους πολίτες ήταν υποχρεωμένοι να φέρουν μαζί τους το «νόμισμα της γενειάδας», ένα ασημένιο κέρμα που στη μία πλευρά απεικόνιζε έναν αετό και στην άλλη ένα μέρος του ανδρικού προσώπου όπου διακρινόταν μια μύτη, ένα στόμα, οι φαβορίτες και μια γενειάδα. Επάνω στο κέρμα αναγραφόταν «ο φόρος της γενειάδας πληρώθηκε» και «η γενειάδα είναι ένα περιττό βάρος».Η Ρωσία δεν είναι όμως η μόνη χώρα στην παγκόσμια ιστορία, όπου ο φόρος της γενειάδας κάνει την εμφάνισή του. Στην Αγγλία του 16ου αιώνα, ο βασιλιάς Ερρίκος ο 7ος, ο οποίος ήταν ο ίδιος γενειοφόρος, αποφάσισε να επιβάλει φόρο σε κάθε πολίτη που ήταν αξύριστος, με το ύψος της εισφοράς να καθορίζεται από την κοινωνική του θέση. Αργότερα η κόρη του, Ελισάβετ Α’, επανέφερε το μέτρο, φορολογώντας όλες τις γενειάδας άνω των δύο εβδομάδων.
Το 2009, θέλοντας να τονώσει την τοπική οικονομία, η κυβέρνηση της Κίνας έδωσε εντολή στους κυβερνητικούς αξιωματούχους και τους δημόσιους υπάλληλους να καπνίζουν τουλάχιστον 250.000 πακέτα κινεζικών τσιγάρων τον χρόνο. Συγκεκριμένα στην επαρχία Χουμπέι της κεντρικής Κίνας, δόθηκε εντολή να αγοράζει 400 κούτες τσιγάρων τον χρόνο, για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των αξιωματούχων Μάλιστα οι αξιωματούχοι «που αποτύγχαναν να εκπληρώσουν το στόχο» ή συλλαμβάνονταν να καπνίζουν ανταγωνιστικά τσιγάρα απειλούνταν με πρόστιμο. Μάλιστα η κυβέρνηση είχε ιδρύσει μια ειδική ομάδα επιβολής του συγκεκριμένου μέτρου προκειμένου να είναι σίγουρη ότι αυτή θα εφαρμοστεί.
Κι ενώ οι περισσότερες χώρες προειδοποιούν για τους κινδύνους του καπνίσματος, στην Κίνα επιβλήθηκε ο φόρος υποχρεωτικού καπνίσματος.
To 1696, ο βρετανός βασιλιάς Ουίλιαμ ο Γ΄, φορολόγησε όλα τα παράθυρα σε ολόκληρη την Αγγλία και τη Σκωτία. Το σκεπτικό ήταν απλό και βλακώδες μαζί: Όσο περισσότερα παράθυρα έχει ένα σπίτι τόσος περισσότερος ο πλούτος του ενοίκου του. Κάθε Άγγλος πολίτης ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει περίπου 11 λίρες για κάθε σπίτι που διέθετε έως 9 παράθυρα. Από τα 10 παράθυρα και επάνω η… ταρίφα ανέβαινε. Ο φόρος βάρυνε τον ένοικο, όχι τον ιδιοκτήτη. Οι Άγγλοι, γνωστοί για το φλεγματικό τους χιούμορ, αποκαλούσαν τον συγκεκριμένο φόρο σε «Φόρο Αέρα και Φωτός». Απρόθυμοι να τον πληρώσουν, Άγγλοι και Σκοτσέζοι άρχισαν να κτίζουν τα παράθυρα των σπιτιών τους ενώ τα καινούρια σπίτια κτίζονταν πια με λιγότερα παράθυρα, τόσο που η παραγωγή γυαλιού βάλτωσε. Ο φόρος καταργήθηκε τη χρονιά που άνοιξε τις πύλες του το Κρύσταλ Πάλας, το ανάκτορο με τα χιλιάδες παράθυρα που στέγασε την μεγάλη διεθνή εμπορική έκθεση του 1851. Σύμπτωση ή μήπως όχι;
Ο φόρος… αερίσματος δεν πρόλαβε να ισχύει στη Νέα Ζηλανδία καθώς θεωρήθηκε εξωφρενικά παράλογος.
Υποχρεωμένη από τη συνθήκη του Κιότο, το 2003 η Νέα Ζηλανδία δεσμεύτηκε να περιορίσει τις εκπομπών αερίων της στα επίπεδα του 1990. Όμως, όπως προέκυψε από έρευνα, η μεγαλύτερη «πηγή» των αερίων είναι τα κοπάδια. Η κυβέρνηση, λοιπόν, πρότεινε την φορολόγηση των «εκπομπών μεθανίου από τα πρόβατα και τις αγελάδες», ένας φόρος που έμελλε να γίνει γνωστός ως «φόρος αερίσματος». Ο φόρος αυτός προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των κατοίκων του νησιού, με αποτέλεσμα , αντί για αυτόν, να προωθηθεί η έρευνα για τη δημιουργία εμβολίου που θα «ομαλοποιεί» τις αναθυμιάσεις των ζώων, άρα θα συμβάλει στη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Ποιος χρειάζεται το φως; Ένα από τα πολλά σπίτια με χτισμένα παράθυρα που μπορεί να δει κανείς ακόμη και σήμερα στη Βρετανία, καθώς ο ιδιοκτήτης του θέλησε με αυτόν τον τρόπο να απαλλαγεί από τον επαχθή φόρο… των παραθύρων.
Pecunia non olet («τα χρήματα δεν μυρίζουν άσχημα»). Ο φόρος των ούρων που θέσπισαν οι αυτοκράτορες Νέρωνας και Βεσπασιανός τον 1ο αιώνα μ.Χ. στην αρχαία Ρώμη, μπορεί να μην υφίσταται πλέον, η φράση αυτή ωστόσο, έμελλε επιβιώσει. Οι χαμηλότερες τάξεις των Ρωμαίων ουρούσαν σε δοχεία δημόσιων ουρητηρίων και στη συνέχεια τα ούρα τους αυτά συλλέγονταν για να χρησιμοποιηθούν, ανάμεσα σε άλλα, για τον καθαρισμό και τη λεύκανση των τηβέννων. Σύμφωνα μάλιστα με κάποιες πηγές, τα ούρα χρησίμευαν ακόμη για τη λεύκανση των δοντιών. Λέγεται πως όταν ο πατέρας του Βεσπασιανού, Τίτος, παραπονέθηκε για την «αηδιαστική» φύση του μέτρου αυτού, ο πατέρας του του έδειξε ένα χρυσό νόμισμα και ξεστόμισε τη διάσημη πλέον φράση, η οποία χρησιμοποιείται ακόμη για να δείξει ότι η αξία των χρημάτων δεν επηρεάζεται από την προέλευσή τους. Το όνομα του Βεσπασιανού απαντάται ακόμη και σήμερα σε δημόσια ουρητήρια στη Γαλλία (vespasiennes), στην Ιταλία (vespasiani) και τη Ρουμανία (vespasiene).
Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, τα καπέλα ήταν μια σημαντική πηγή εσόδων για την Αγγλία του 18ου αιώνα.
Η Αγγλία είναι «υπεύθυνη» για μερικούς από τους πιο εξωφρενικούς φόρους στην παγκόσμια ιστορία της φορολόγησης. Πέρα από τον φόρο των παραθύρων, μεταξύ του 1784 και του 1811 οι κάτοικοι της χώρας υποχρεούνταν να καταβάλουν φόρο ιδιοκτησίας… καπέλων. Όσο περισσότερα καπέλα διέθετε κάποιος, τόσο μεγαλύτερη έπρεπε να είναι η συνδρομή του στο κράτος. Η βρετανική κυβέρνηση, θεσπίζοντας τον συγκεκριμένο φόρο, κινήθηκε με βάση την παραδοχή ότι όσο πλουσιότερος είναι κάποιος πολίτης, τόσο περισσότερα καπέλα θα έχει. Εξίσου παράλογος όμως ήταν και ο φόρος των τζακιών, ο οποίος είχε επιβληθεί στην Αγγλία λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1660. Κι αυτό γιατί έπληττε κυρίως τις κατώτερες τάξεις (όπως γίνεται συνήθως) ενώ οδήγησε αρκετούς να κρύβουν τις καμινάδες τους. Ο φόρος καταργήθηκε το 1684, όταν ξέσπασε πυρκαγιά που κατέστρεψε 20 σπίτια και σκότωσε 4 άτομα και η οποία οφειλόταν στις προσπάθειες ενός φούρναρη να κάνει χρήση της καμινάδας ενός γειτονικού σπιτιού.
Μπορεί ο φόρος των ούρων να μην ισχύει πλέον, η φράση «τα χρήματα δεν μυρίζουν άσχημα», έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα.
Μερικούς αιώνες νωρίτερα (1100), στην ίδια χώρα, ο βασιλιάς Ερρίκος Α’ είχε θεσπίσει τον «φόρο δειλίας», επιβάλλοντας ένα μικρό αντίτιμο στους πολίτες εκείνους που δεν επιθυμούσαν να παλέψουν για τον βασιλιά τους. Επί βασιλείας Ιωάννη, ο φόρος αυτός αυξήθηκε κατά 300% ενώ ο βασιλιάς τον επέβαλλε σε όλους τους στρατιώτες του τα χρόνια που δεν γίνονταν πόλεμοι. Θεωρείται πως ο φόρος αυτός οδήγησε εν μέρει στην Μάγκνα Κάρτα. Ο φόρος, όσο παράλογος κι αν ακούγεται, επιβίωσε επί 300 χρόνια μέχρι που αντικαταστάθηκε από άλλες μεθόδους συγκέντρωσης πόρων υπέρ στου στρατού. Στην
Οι τελικοί του NBA του 1991 μεταξύ των Σικάγο Μπουλς και των Λος Άντζελες Λέικερς έδωσαν την αφορμή για την γέννηση ενός φόρου που ζει και βασιλεύει ακόμη και σήμερα.
Το 1340 επιβλήθηκε στη Γαλλία ο φόρος που, σύμφωνα με πολλούς, αποτέλεσε μια από τις αιτίες που οδήγησαν στη γαλλική επανάσταση. Πρόκειται για τον φόρο στο αλάτι, ο οποίος έγινε γνωστός ως γκαμπέλ, απ τν αραβική λέξη καμπάλα που σημαίνει φόρος. Αυτός ο φόρος ήταν εξαιρετικά δυσάρεστος στο λαό και προκάλεσε αιματηρές εξεγέρσεις. Εκείνο που θεωρούνταν το πλέον άδικο ήταν το γεγονός ότι ο αγοραστής υποχρεωνόταν να πληρώνει υψηλές τιμές και να αγοράζει από ελάχιστη καθορισμένη ποσότητα αλατιού και πάνω, άσχετα από τις πραγματικές του ανάγκες. Επιπλέον, οι προνομιούχοι, όπως οι ευγενείς και ο κλήρος, απαλλάσσονταν από τη φορολογία. Ορισμένες επαρχίες, περιλαμβανομένης και της Βρετάνης, επίσης απαλλάσσονταν, ενώ άλλες πλήρωναν μόνο το ένα τέταρτο του ποσού. Αυτό οδήγησε σε μεγάλες διαφορές στις τιμές του αλατιού, με αποτέλεσμα σε μερικές επαρχίες να στοιχίζει ως και 40 φορές περισσότερο από ό,τι σε άλλες.
Πριν από τριάντα χρόνια θεσπίστηκε στη Σουηδία ο «νόμος ονόματος». Σκοπός του ήταν αρχικά να εξαλειφθεί η χρήση «βασιλικών» ονομάτων από μη ευγενείς. Οι φορολογικές αρχές έπρεπε να επιβλέπουν και να εγκρίνουν τα ονόματα που σκόπευαν να δώσουν οι γονείς στα νεογέννητα παιδιά τους. Οι γονείς έπρεπε να δηλώσουν το όνομα μέχρι κ τρεις μήνες μετά τη γέννηση. Το μέτρο προκάλεσε την αντίδραση πολλών Σουηδών με χαρακτηριστικότερη εκείνη ενός ζευγαριού, της Ελίζαμπεθ Χάλιν και του Λάσε Ντίντιγκ, οι οποίοι το 1991αποφάσισαν να ονομάσουν το παιδί τουBrfxxccxxmnpcccclllmmnprxvclmnckssqlbb11116 (προφέρεται Άλμπιν). Καθώς δεν κατάφεραν να πιστοποιήσουν το όνομα μέχρι τα πέμπτα γενέθλια του παιδιού, κλήθηκαν από δικαστήριο να καταβάλουν πρόστιμο ύψους 5.000 κορωνών. Ως απάντηση στο πρόστιμο, οι γονείς δήλωσαν το όνομα των 43 χαρακτήρων τον Μάιο του 1996. Το δικαστήριο απέρριψε το όνομα και απέσυρε το πρόστιμο. Το 2007, ένα άλλο ζευγάρι αποφάσισε να ονομάσει την κόρη του «Metallica», κατά το διάσημο συγκρότημα της μέταλ. Αν και το βρήκε «ανάρμοστο», το δικαστήριο δεν κατάφερε να μπλοκάρει την ονοματοδοσία. Οι φορολογικές αρχές αν και αρχικά δεν ενέκριναν την έκδοση διαβατηρίου στο παιδί, αργότερα αναγκάστηκαν να αποσύρουν την ένστασή τους. Ο νόμος βρίσκεται ακόμη σε ισχύ.
10. Φόρος «Μάικλ Τζόρνταν»
Ο φόρος αυτός που ξεκίνησε μάλλον για «εκδίκηση», έφτασε σήμερα να αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ. Πρωτοεπιβλήθηκε το 1991, όταν ο Μάικλ Τζόρνταν πήρε για πρώτη φορά μέρος σε τελικό NBA, γεγονός που σήμανε το τέλος της κυριαρχίας των Los Angeles Lakers και την αρχή της δυναστείας των Chicago Bulls. Τότε, λίγο μετά τον τελικό, η πολιτεία της Καλιφόρνια ενημέρωσε τον Μάικλ Τζόρνταν ότι θα έπρεπε να πληρώσει φόρο για τις ημέρες που πέρασε στο Λος Άντζελες. Ως απάντηση, το Ιλινόις πέρασε έναν νόμο που έμελλε να γίνει διάσημος ως «η εκδίκηση του Μάικλ Τζόρνταν» – κάθε φορά που ο Air Jordan θα έπαιζε στο Λος Άντζελες, μέρος των χρημάτων που θα έβγαζε από τους αγώνες εκεί θα καταβαλόταν ως φόρος στην πολιτεία της Καλιφόρνια. Από τότε, περίπου οι μισές πολιτείες έχουν υιοθετήσει τον συγκεκριμένο φόρο, γνωστό και ως «φόρος τζοκ», παίρνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα μερίδιο από ακριβοπληρωμένους αθλητές και καλλιτέχνες.