Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ (1453)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο το 1261 υπήρξε αναμφίβολα σημαντικό γεγονός. Η Αυτοκρατορία όμως έπρεπε να κερδίσει τα χαμένα εδάφη της κάνοντας συνεχώς πολέμους με τα Λατινικά κράτη και τα Ελληνικά κράτη. Ο συνεχής και μακροχρόνιος αγώνας με αυτά τα κράτη, τους Σέρβους και τους Βούλγαρους, οι οποίοι εμφανίστηκαν στο προσκήνιο διεκδικώντας τμήματα της Αυτοκρατορίας, αλλά και οι εμφύλιοι πόλεμοι και οι δυναστικές έριδες που ταλάνιζαν το Βυζάντιο, δεν του επέτρεψαν να αποκτήσει και πάλι τον ηγετικό ρόλο, που κατείχε τους προηγούμενους αιώνες, ως πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο στην περιοχή των Βαλκανίων.
Εκείνο το διάστημα του 13ου αιώνα εμφανίζονται στη Μικρά Ασία και εδραιώνουν την κυριαρχία τους νομαδικές φυλές Τουρκομάνων, οι οποίες απωθήθηκαν προς τα δυτικά εξαιτίας της εισβολής των Μογγόλων από την ενδότερη Ασία. Αρχικά δεν φαινόταν απειλητικές προς το Βυζάντιο, το οποίο είχε συνηθίσει στο παρελθόν να επιβιώνει ευρισκόμενο ανάμεσα σε δύο πυρά από Ανατολή και Δύση. Η κατακερματισμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία θεώρησε την απειλή από τη Δύση πιο σημαντική και διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού της για την αντιμετώπιση της εισβολής από τα Λατινικά κράτη. Οι προσπάθειες του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, αλλά και των επόμενων Αυτοκρατόρων για ένωση με τη Δύση και συσπείρωση του Χριστιανικού κόσμου απέβησαν άκαρπες.
Η οικονομική κατάσταση της Αυτοκρατορίας δεν επέτρεπε τη συντήρηση του μισθοφορικού στρατού, όπως συνέβαινε τον προηγούμενο αιώνα. Οι αλλαγές στην κοινωνική δομή, η μείωση της ισχύς του Αυτοκρατορικού αξιώματος, η άνοδος της ισχύς της κληρονομικής αριστοκρατίας και τα προνόμια που απέσπασε και η συρρίκνωση της τάξης των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών οδήγησε σταδιακά στην εξασθένηση του Βυζαντίου και έδωσε την ευκαιρία στη Γένουα και τη Βενετία να αποκτήσουν μεγάλη οικονομική δύναμη, ελέγχοντας σχεδόν εξ ολοκλήρου το Βυζαντινό εμπόριο.
Οι Γενουάτες είχαν αποκτήσει μία δική τους εμπορική συνοικία στην καρδιά της πρωτεύουσας, στο Γαλατά και οι έριδες λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ Βενετίας και Γένουας προκάλεσαν προβλήματα στην ίδια την Αυτοκρατορία, η οποία τελικά βγήκε ζημιωμένη και εξασθενημένη από τη αυτή τη σύγκρουση. Μετά το 1302 προοδευτικά οι επαρχίες του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία είχαν απολεσθεί και καθώς οι Τούρκοι εδραίωσαν την κυριαρχία τους, δεν υπήρχε καμία ελπίδα ανάκαμψης. Στις αρχές του 14ου αιώνα, μεταξύ των ετών 1321 – 1328 η εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε στην Αυτοκρατορία παρέλυσε τη διοίκηση.
Αδυνάτισε την οικονομία και την αντίσταση της Αυτοκρατορίας απέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς της και έδωσε την ευκαιρία στους τελευταίους να επωφεληθούν από αυτή τη σύγχυση. Το 1326 οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Προύσα, η οποία και έγινε πρωτεύουσα του κράτους τους. Το 1331 κατέλαβαν τη Νίκαια και το 1337 τη Νικομήδεια. Το 1352 κατέλαβαν το φρούριο Τζύμπη, κοντά στην Καλλίπολη, γεγονός σημαντικό, καθώς είναι η πρώτη εγκατάσταση των Τούρκων σε Ευρωπαϊκό έδαφος. Οι επιδρομές στα Θρακικά εδάφη συνεχίστηκαν με την άλωση της Καλλίπολης το 1354, της Αδριανούπολης το 1361 και του Διδυμοτείχου το 1361.
Η πιο σημαντική επιτυχία τους όμως υπήρξε η μάχη του Έβρου το 1371, οπότε και εξολόθρευσαν τους Σέρβους και άνοιξαν τις πύλες προς τη Σερβία, τη Βόρεια Ελλάδα και τα υπόλοιπα Βαλκανικά κράτη, τα οποία υποχρεώθηκαν να πληρώνουν ετήσιο φόρο υποτέλειας και να αποστέλλουν επικουρικά εκστρατευτικά σώματα στους επικυριάρχους τους. Το Βυζάντιο έφτασε στο έσχατο σημείο ταπείνωσης, όταν το 1390 ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να συμμετάσχει στην πολιορκία και κατάκτηση της Φιλαδέλφειας, της τελευταίας ελεύθερης Ελληνικής πόλης στη δυτική Μικρά Ασία.Τα πράγματα δεν εξελίσσονταν ομαλά για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σε αντίθεση με την Οθωμανική που συνεχώς αυξανόταν και αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη.
Κάθε νίκη των Οθωμανών ενίσχυε ακόμη περισσότερο τη θέση τους, ενώ αποδυνάμωνε τη θέση του Βυζαντίου και των άλλων Βαλκανικών λαών. Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες αναζήτησαν συμμάχους αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο της διαρκούς και ταχύτατης ανόδου των Οθωμανών και το γεγονός, ότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν μόνοι την Τουρκική εξάπλωση, καθώς διέθεταν μηδαμινές στρατιωτικές δυνάμεις. Στράφηκαν λοιπόν στους ηγεμόνες της Δύσης ζητώντας οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση, χρησιμοποιώντας ως αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών. Ιδιαίτερα οι αυτοκράτορες Ιωάννης Ε’, Μανουήλ Β’ και Ιωάννης Η’ έκαναν ταξίδια σε αρκετές Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για την εξεύρεση βοήθειας.
Τα δυτικά κράτη δεν αντιλαμβάνονταν το μέγεθος της απειλής και ο λόγος του πάπα δεν είχε την ίδια ισχύ, όπως στο παρελθόν. Μονάχα ο βασιλιάς της Ουγγαρίας ανέπτυξε έντονη δράση με εκκλήσεις στους ηγεμόνες της Ευρώπης και τον πάπα για την οργάνωση σταυροφορίας κατά των Τούρκων. Η σταυροφορία οργανώθηκε τελικά, αλλά κατέληξε σε ήττα των σταυροφόρων στη μάχη της Νικόπολης (25 Σεπτεμβρίου 1396). Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ μετά από αυτή θριαμβευτική νίκη κατέφυγε και πάλι στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Η πολιορκία κράτησε 7 χρόνια (1394 – 1402) και έληξε στις 28 Ιουλίου 1402 με τη μάχη της Άγκυρας, οπότε και οι Τούρκοι ηττήθηκαν κατά κράτος από τους Μογγόλους του Τιμούρ ή Ταμερλάνου.
Η νίκη αυτή προκάλεσε αποσταθεροποίηση στο εσωτερικό του Οθωμανικού κράτους και παρέτεινε τη ζωή του Βυζαντίου για άλλα 50 χρόνια. Ο φοβερός σουλτάνος Βαγιαζήτ είχε συλληφθεί και πέθανε στην αιχμαλωσία. Μετά από τους αδελφοκτόνους αγώνες μεταξύ των γιων του Βαγιαζήτ επικράτησε τελικά ο Μωάμεθ ο Α’, ο οποίος στην προσπάθειά του να σταθεροποιήσει την εξουσία του, αναγκάστηκε να ακολουθήσει φιλειρηνική πολιτική. Το διάστημα της βασιλείας του υπήρξε και το τελευταίο που θα κυλούσε ειρηνικά για το Βυζάντιο. Δυστυχώς όμως, οι Χριστιανικοί λαοί δεν κατόρθωσαν να το εκμεταλλευθούν και να περάσουν στην αντεπίθεση.
Από τη στιγμή που αποκαταστάθηκε η σταθερότητα στο εσωτερικό του Οθωμανικού κράτους και μετά το θάνατο του Μωάμεθ Α’, ο γιος του Μουράτ Β’ πολιόρκησε ξανά την Πόλη, τον Ιούνιο του 1422. Ο Ιωάννης Η’ κατέφυγε στη Δύση, κάνοντας και πάλι ταξίδια στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με απώτατο στόχο την αναζήτηση βοήθειας. Δεν κατόρθωσε να πετύχει τίποτε ουσιαστικό και αναγκάστηκε να καταφύγει στη λύση της ένωσης των Εκκλησιών. Στη σύνοδο της Φερράρας ‐ Φλωρεντίας, μετά από μακρόχρονες και εξαντλητικές συζητήσεις μηνών, σχετικές με δογματικά ζητήματα υπογράφηκε τελικά στις 6 Ιουλίου 1439 η περίφημη πράξη της συνόδου και γιορτάστηκε η ένωση της Ορθόδοξης με την Καθολική εκκλησία.
Η ένωση όμως κάθε άλλο από βοήθεια προσέφερε στο Βυζάντιο. Προκάλεσε διχασμό στο λαό αλλά και στον υπόλοιπο ορθόδοξο κλήρο και αποκηρύχτηκε από τους άλλους Ορθόδοξους Πατριάρχες. Εξόργισε το σουλτάνο, ο οποίος έβλεπε με καχυποψία τις κινήσεις αυτές του Βυζαντίου. Η οργάνωση μίας ακόμη σταυροφορίας από μέρους του Χριστιανικού κόσμου εναντίον των Τούρκων κατέληξε σε αποτυχία. Στη μάχη της Βάρνας το 1444 νικητές ανεδείχθησαν για ακόμη μία φορά οι Τούρκοι, ενώ οι δεσπότης της Σερβίας Γεώργιος Μπράνκοβιτς και ο βοεβόδας της Τρανσυλβανίας Ιωάννης Ουνυάδης αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με το σουλτάνο.
Παρακολουθώντας κανείς τα όσα συνέβησαν από το 1204 μέχρι και την τελική άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 αντιλαμβάνεται, ότι η πτώση της ήταν προδιαγεγραμμένη, καθώς η ίδια η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν ήταν παρά η σκιά του παλιού εαυτού της και τα δυτικά κράτη, έχοντας να αντιμετωπίσουν δικά τους εσωτερικά προβλήματα και εξωτερικούς εχθρούς, δεν ήταν σε θέση -ακόμη και αν το ήθελαν- να βοηθήσουν το Βυζάντιο. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επομένως είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής της και όπως συμβαίνει σε κάθε φυσικό ή ανθρώπινο δημιούργημα μετά την αρχή και την ολοκλήρωση της πορείας του ακολουθεί πάντα το αναπόφευκτο τέλος.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε κοσμοϊστορικό γεγονός, το οποίο δεν ήταν δυνατόν να μην αποτυπωθεί στην ιστοριογραφία της εποχής αλλά και των επόμενων αιώνων. Το 1453 αποτελεί χρονολογία σταθμό στη νεότερη ιστορία της Ευρώπης και της Ανατολής. Στις 29 Μαΐου οι Τούρκοι, μια φυλετική ομάδα που μερικούς αιώνες πριν ξεκίνησε από τα βάθη της Ασίας, κατάφεραν να κυριεύσουν την ξακουστή πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και να γίνουν κυρίαρχοι στη Μεσόγειο και τη Βαλκανική καταλύοντας για πάντα μία χιλιόχρονη Αυτοκρατορία. Η παραπάνω εξέλιξη σημάδεψε την παγκόσμια ιστορία και άνοιξε την αυλαία μιας νέας εποχής.
Έτσι πολλοί συγγραφείς, Έλληνες και ξένοι, αυτόπτες και μη, ο καθένας από τη δική του σκοπιά, είτε απλώς παρέθεσαν τα γεγονότα, είτε προχώρησαν ένα βήμα ακόμη, προσπαθώντας να αναζητήσουν τα αίτια και να αναλύσουν τις συνέπειες της άλωσης. Οι σύγχρονοι λοιπόν μελετητές έχουν στη διάθεσή τους μια πληθώρα Βυζαντινών, Λατινικών, Σλαβικών, Ρουμανικών, Τουρκικών και Αρμενικών πηγών, οι οποίες συμπληρώνουν η μία την άλλη, αλλά και αντικρούονται σε αρκετές περιπτώσεις, παρουσιάζουν όμως μια αρκετά αξιόπιστη εικόνα του τι πραγματικά συνέβη. Η παρουσίαση των γεγονότων κατά κύριο λόγο μέσα από τις Βυζαντινές και τις Λατινικές πηγές, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, έχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ τους αλλά και πολλές αντικρουόμενες απόψεις.
Τέσσερις είναι κατά κύριο λόγο οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι, στους οποίους έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «Ιστορικοί της Άλωσης». Πρόκειται για τους Σφραντζή ή Φραντζή, Δούκα, Χαλκοκονδύλη και Κριτόβουλο. Συνεξετάζοντας κανείς το έργο των τεσσάρων αυτών ιστοριογράφων παρατηρεί τη διαφορά απόψεων τους σε σχέση με τα πολιτικά, θρησκευτικά και πνευματικά ζητήματα της εποχής καθώς ο καθένας από αυτούς προσεγγίζει το μεγάλο γεγονός της άλωσης από τη δική του σκοπιά. Επειδή ο Γεώργιος Σφραντζής (1401 – 1478) κρατούσε ημερολόγιο, στο οποίο ενσωμάτωνε τα απομνημονεύματα του, γνωρίζουμε αρκετά στοιχεία για το βίο του.
Γεώργιος Σφραντζής (1401 – 1478)
Είναι ο μόνος Βυζαντινός ιστορικός που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της πολιορκίας και της άλωσης. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 30 Αυγούστου του 1401 και μάλιστα καταγόταν από επιφανή οικογένεια της Λήμνου. Ο πατέρας του υπήρξε παιδαγωγός του Θωμά, γιου του Αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου και ο ίδιος ο ιστορικός, όταν πέθαναν οι γονείς του εξαιτίας του λοιμού του 1416 – 1417 μπήκε στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα, όπου και έλαβε πολλά αξιώματα, ένα εκ των οποίων ήταν και αυτό του πρωτοβεστιαρίτη.
Επειδή ακριβώς υπήρξε ανώτατος διοικητικός υπάλληλος, διπλωμάτης αλλά και προσωπικός φίλος του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ΙΑ’, είχε πρόσβαση στα κρατικά αρχεία αλλά και βαθύτερη γνώση των γεγονότων από προσωπική εμπειρία, γεγονός που καθιστά την ιστορία του, η οποία μας έχει παραδοθεί σε δύο μορφές, μία σύντομη, το Chronicon Minus και μία εκτενέστερη, το αποκαλούμενο Chronicon Maius, αξιόπιστη και της χαρίζει κύρος. Νυμφεύθηκε στις 26 Ιανουαρίου του 1436 την Ελένη, κόρη του Αλεξίου Παλαιολόγου του Τζαμπλάκωνα, γραμματέα του Αυτοκράτορα.
Απέκτησε πέντε παιδιά, τον Ιωάννη, τον Αλέξιο, τη Θάμαρ, τον Αλέξιο το δεύτερο και τον Ανδρόνικο. Ο Σφραντζής συνέχισε δίπλα στον Κωνσταντίνο τα διπλωματικά ταξίδια και, όπως αναφέρει ο ίδιος, ακολούθησε τον τελευταίο στην Πελοπόννησο και πήρε μέρος στη μάχη της Γλαρέντζας και στην πολιορκία του φρουρίου της Πάτρας, όπου και συνελήφθη από τους Τούρκους. Ως διπλωμάτης εστάλη το 1448 στον Μουράτ το Β’ για να αναγγείλει την άνοδο στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης του δεσπότη Κωνσταντίνου ΙΑ’. Μετά από εντολή του Αυτοκράτορα ο Σφραντζής ταξίδεψε το 1449 στην Τραπεζούντα και την Ιβηρία προς αναζήτηση κατάλληλης συζύγου για τον Κωνσταντίνο.
Του ανατέθηκε επίσης η διοίκηση της Συλημβρίας και του Μυστρά. Είχε ενεργό ρόλο κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, αφού στάθηκε στο πλευρό του Αυτοκράτορα και ανέλαβε να καταγράψει και να στρατολογήσει όλους, όσοι μπορούσαν να φέρουν όπλα την ύστατη ώρα που η θεοφύλακτη πόλη περίμενε την αναπόφευκτη πτώση της. Με την είσοδο των Τουρκικών στρατευμάτων στην Κωνσταντινούπολη και την κατάλυση της Αυτοκρατορίας συνελήφθη ο ίδιος και η οικογένεια του. Μετά την εξαγορά του κατέφυγε στην Πελοπόννησο, στην αυλή του δεσπότη Θωμά. Όταν ο Θωμάς κατέφυγε στη Δύση, ο συγγραφέας πήγε μαζί με τη σύζυγο του, την οποία είχε προηγουμένως απελευθερώσει από τους Τούρκους, στην Κέρκυρα.
Δεν συνέβη το ίδιο με τα παιδιά του όμως, καθώς το γιο του Ιωάννη σκότωσε ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Β’ και η κόρη του Θάμαρ πέθανε το 1455 στο χαρέμι του σουλτάνου από κάποια λοιμώδη νόσο. Το 1462 εγκαταστάθηκε στη μονή Ταρχανιωτών, όπου και εκάρη μοναχός με το όνομα Γρηγόριος το 1468. Όσον αφορά τη μόρφωση του τέλος δεν γνωρίζουμε πολλά, καθώς δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες. Φαίνεται όμως ότι ήταν φανατικά ανθενωτικός, προσηλωμένος στην Ορθοδοξία και εχθρός του μεγάλου δούκα Λουκά Νοταρά, ο οποίος ήταν αντίζηλος του στην αυλή και για αυτό το λόγο δεν είναι αντικειμενικός απέναντι του .
Το Χρονικό Minus αναφέρει τα γεγονότα από το 1413 ως το 1477 και εμμένει κυρίως σε αυτά που αφορούν τη ζωή του συγγραφέα, ενώ παραθέτει ελάχιστες πληροφορίες για την άλωση. Αποτελείται από τίτλο, πρόλογο και το κυρίως σώμα του έργου. Το Χρονικό Majus, από την άλλη μεριά, που είναι πιο αναλυτικό και πιο λεπτομερές, αναφέρεται στην ιστορία των Παλαιολόγων και είναι χωρισμένο σε τέσσερα βιβλία. Πραγματεύεται τα γεγονότα των ετών 1258 – 1478. Αρχίζει με την εξιστόρηση της βασιλείας του Μιχαήλ Η’ στο πρώτο βιβλίο και ολοκληρώνει την αφήγηση στο τέταρτο βιβλίο με τα γεγονότα τα μετά την άλωση ως το 1478, όπου και περιέχονται σημαντικές πληροφορίες για την άλωση της Πελοποννήσου.
Όπως είναι φυσικό εξετάζεται παράλληλα και η ιστορία του Μωάμεθ του Β’. Το Χρονικό Majus, όπως έχει προκύψει από τη σύγχρονη έρευνα, υπήρξε αντικείμενο νοθείας με προσθήκες και διαφοροποιήσεις πιθανότατα από τον μητροπολίτη Μονεμβασίας Μακάριο Μελισσηνό, καθώς κάποιες από αυτές αφορούν την οικογένεια του, για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών. Το κείμενο του Minus είναι ενσωματωμένο στο Majus, αλλά εκτός από αυτό ο συντάκτης του Majus χρησιμοποιεί και μία πληθώρα άλλων πηγών, όπως τον συνεχιστή του Θεοφάνη, τον Νικήτα Χωνιάτη τον Νικηφόρο Γρηγορά και άλλους. Παρόλα αυτά το χρονικό δε χάνει τη γενικότερη αξιοπιστία του και ειδικά ως προς τα γεγονότα της άλωσης.
Δούκας (περίπου 1400 – 1470)
Ο Δούκας θεωρείται ο πιο ακριβής και αμερόληπτος ιστορικός της άλωσης. Το βαπτιστικό του όνομα μας είναι άγνωστο. Επειδή όμως μας παραδίδει το όνομα του παππού του, το οποίο ήταν Μιχαήλ και καταγόταν από την Αυτοκρατορική οικογένεια των Δουκών, συμπεραίνουμε ότι αυτό ήταν και το όνομα του ίδιου του ιστορικού. Δεν γνωρίζουμε επίσης τον ακριβή τόπο και χρόνο της γέννησης του, αν και μπορούμε να μάθουμε κάποιες βιογραφικές λεπτομέρειες από το ίδιο το έργο του. Πιθανότατα γεννήθηκε στη Μικρά Ασία, όπου είχε καταφύγει ο παππούς του μετά την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη του νόμιμου Αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου και την πτώση του Ιωάννη Καντακουζηνού, του οποίου υπήρξε θερμός υποστηρικτής.
Το 1421 ήταν γραμματέας στην υπηρεσία του Γενουάτη διοικητή της Παλαιάς Φώκαιας Giovanni Adorno και αργότερα των Gattilusi της Λέσβου. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως συντάκτης διπλωματικών εγγράφων και αργότερα μετείχε σε διπλωματικές αποστολές, όπως η μεταφορά και η καταβολή του φόρου υποτέλειας στον Τούρκο σουλτάνο και ταξίδεψε σε πολλές πόλεις όπως η Αδριανούπολη, το Διδυμότειχο, η Φιλιππούπολη και η Κωνσταντινούπολη. Γενικότερα πέρασε τη ζωή του ανάμεσα στη Λέσβο και την Παλαιά Φώκαια, περιοχές που ανήκαν στην οικογένεια των Gattilusi, οι οποίοι είχαν συγγένεια με τους Παλαιολόγους.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς πέθανε αλλά είναι πιθανόν να δολοφονήθηκε το 1462 κατά τη διάρκεια της άλωσης της Λέσβου από τους Τούρκους, καθώς σε αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο διακόπτεται απότομα η συγγραφή της ιστορίας του. Η ιστορία του ξεκινάει από κτίσεως κόσμου και φτάνει μέχρι το 1462. Μέχρι το 1204 καταγράφει τα γεγονότα πιο περιληπτικά. Στη συνέχεια αφηγείται την εξάπλωση των Τούρκων μέχρι το 1391 και δίνει έμφαση στην ιστορία των τριών τελευταίων Παλαιολόγων, Μανουήλ Β’ (1391 – 1425), Ιωάννη Η’ (1425 – 1448), και Κωνσταντίνου ΙΑ’ (1448 – 1453).
Έπειτα εξιστορεί τα γεγονότα της άλωσης και όσα επακολούθησαν μέχρι και την άλωση της Λέσβου το 1462. Δεν ήταν παρών στην άλωση και για αυτό το λόγο γράφει σύμφωνα με όσα είχε πληροφορηθεί από αυτόπτες μάρτυρες, Έλληνες και Τούρκους. Το έργο του Δούκα έχει σωθεί σε ένα μόνο χειρόγραφο, από το οποίο έλειπε η αρχική σελίδα και επομένως δεν γνωρίζουμε τον τίτλο που του είχε δώσει ο ιστορικός. Σύμφωνα με μεταγενέστερη προσθήκη του αποδόθηκε ο τίτλος «Historia Turcobyzantina», με τον οποίο είναι γνωστό στις μέρες μας. Ο Δούκας καταγράφει τα γεγονότα με ρεαλισμό, ακρίβεια και φιλαλήθεια.
Η περιγραφή της αλώσεως δε, είναι εξαιρετική, καθώς δίνεται παραστατικότατα, με πλήθος εικόνων και με μεγάλη σαφήνεια προκαλώντας συγκίνηση στον αναγνώστη. Δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια στον Κωνσταντίνο ΙΑ’ εξαιτίας της ηρωικής στάσης και της θυσίας του, αν και ουσιαστικά θεωρούσε τελευταίο Αυτοκράτορα των Ρωμαίων τον Ιωάννη Η’, λόγω του ότι ο Κωνσταντίνος δε στέφθηκε Αυτοκράτορας παρά μόνο αναγορεύτηκε. Ο Δούκας αν και Ορθόδοξος υποστήριζε την ένωση των εκκλησιών, καθώς θεωρούσε ότι η ένωση ήταν τη μόνη ελπίδα για τη σωτηρία από τους Τούρκους και κατέκρινε τους ανθενωτικούς για τις αντιδράσεις τους.
Ωστόσο τηρεί αμερόληπτη στάση απέναντι στον ανθενωτικό Λουκά Νοταρά επαινώντας τη γενναιότητα του και δείχνοντας συμπάθεια για το προσωπικό του δράμα. Γενικά μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι δεν καταφεύγει σε ύβρεις εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων και οι προσωπικές του πεποιθήσεις δεν τον εξωθούν σε ανακρίβειες.
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (±1423 – 1490)
O Λαόνικος Χαλκοκονδύλης είναι ο μόνος από τους τέσσερις ιστορικούς που καταγόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια των Αθηνών. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος αλλά ο ίδιος ο συγγραφέας το εξαρχάισε αργότερα, αντιστρέφοντας το ίσως, σε Λαόνικος. Το 1435 ο πατέρας του Γεώργιος ήρθε σε ρήξη με τους Φράγκους άρχοντες των Αθηνών της οικογένειας των Acciaiuoli και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Πελοπόννησο με την οικογένεια του. Υπήρξε μαθητής του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα, γεγονός που τον επηρέασε στο να χρησιμοποιήσει τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη ως πρότυπα στη συγγραφή του ιστορικού του έργου.
Στο Μυστρά μπήκε στην υπηρεσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και παρακολούθησε από κοντά τις προσπάθειες του τελευταίου Αυτοκράτορα για εθνική αναγέννηση και απελευθέρωση πολλών Ελληνικών περιοχών. Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για το μετέπειτα βίο του γιατί δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες. Μετά την κατάλυση του δεσποτάτου του Μορέως έφυγε από την Πελοπόννησο και κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν, ότι κατέφυγε στην Ιταλία. Το πιο πιθανό όμως είναι ότι παρέμεινε στην περιοχή του Αιγαίου, από όπου μπορούσε να παρακολουθεί καλύτερα τις εξελίξεις των επόμενων ετών. Η χρονογραφία του είναι εκτενής και φέρει τον τίτλο «Αποδείξεις Ιστοριών».
Το έργο του διαιρείται σε δέκα βιβλία και καταγράφει τα γεγονότα των ετών 1298 – 1463 αν και προηγείται μία σύντομη επισκόπηση των παγκόσμιων γεγονότων από κτίσεως κόσμου μέχρι και το 1298. Κατά την άλωση δεν βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και επομένως την περιγράφει σύμφωνα με όσα είχε πληροφορηθεί ο ίδιος από άλλους και λαμβάνοντας υπόψη τη διήγηση του Δούκα. Χαρακτηριστικό του συγγραφικού του έργου είναι, ότι παρουσιάζει εν συντομία την ιστορία του Βυζαντίου, ενώ ασχολείται περισσότερο με την ραγδαία αύξηση της δύναμης των Οθωμανών, τις κατακτήσεις τους στη Μικρά Ασία, το πέρασμα τους στο Αιγαίο και τη Βαλκανική.
Την άλωση της Κωνσταντινούπολης και τελικά την διάλυση και κατάκτηση των υπόλοιπων τμημάτων της Αυτοκρατορίας μετά την πτώση της πρωτεύουσας το 1453. Κέντρο λοιπόν της διήγησης του αποτελεί το Τουρκικό κράτος θέλοντας μέσα από αυτό να καταδείξει την προαιώνια ρήξη δύο διαφορετικών κοσμοθεωριών: του βαρβαρισμού και του δεσποτισμού από τη μία μεριά και του πολιτισμένου κόσμου από την άλλη, στα πλαίσια της παγκόσμιας ιστορίας. Παρουσιάζονται επίσης συχνά οι αντιθέσεις Έλληνες – βάρβαροι και λέγοντας Έλληνες εννοεί τους Βυζαντινούς.
Αλλά και Ισλαμισμός – Χριστιανισμός, για να δείξει την αντίσταση που κατέβαλε ο Χριστιανικός κόσμος απέναντι στην νέα αυτή δύναμη που εμφανίστηκε στο προσκήνιο, χωρίς όμως να υπεισέρχεται σε θρησκευτικά ζητήματα καθώς, όπως φαίνεται, αυτά τον αφήνουν αδιάφορο. Εκείνο πού αξίζει επίσης να σημειώσει κανείς στο έργο του Χαλκοκονδύλη είναι η ιδέα της Ελληνικότητας, η οποία κυριαρχεί και η πεποίθηση του, ότι δεν έχει σβήσει η φλόγα του Ελληνισμού, αλλά το έθνος θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του μέσω της Ελληνικής γλώσσας και της Ελληνικής παιδείας.
Η χρονογραφία του όμως, έχει ένα βασικό μειονέκτημα, ότι οι ποικίλες γεωγραφικές περιγραφές και οι αναδρομικές αναφορές που παρατίθενται σε συνδυασμό με την έλλειψη χρονολογικών δεδομένων διασπούν τη συνοχή του έργου, κουράζουν και προκαλούν σύγχυση, με αποτέλεσμα να καθίσταται απαραίτητη στον μελετητή η αντιπαραβολή και των άλλων πηγών για μία πιο αντικειμενική προσέγγιση της αλήθειας, χωρίς ωστόσο αυτό να μειώνει την γενικότερη αξία του έργου του ως ιστορικής πηγής ιδιαίτερα όσον αφορά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου.
Μιχαήλ Κριτόβουλος ο Ίμβριος (±1410 – β΄μισό του 15ου αιώνα)
Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος ο Ίμβριος, όπως ο ίδιος δηλώνει στο έργο του, είναι ο τελευταίος από τους τέσσερις ιστορικούς της άλωσης. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς γεννήθηκε, αν και οι μελετητές υποστηρίζουν ότι πιθανότατα γεννήθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα, γύρω στο 1410. Το οικογενειακό του όνομα ήταν πιθανότατα Κριτόπουλος και ο συγγραφέας το μετέτρεψε στο πιο αρχαιοπρεπές Κριτόβουλος, όπως είχε κάνει με το βαπτιστικό του όνομα και ο Χαλκοκονδύλης. Δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες για την οικογενειακή του κατάσταση ή τη μόρφωση του, μπορούμε να υποθέσουμε όμως από τη σύνθεση της ιστορίας του, ότι ήταν γνώστης της κλασικής παιδείας και άνθρωπος του πνεύματος και των γραμμάτων.
Παρέμεινε για πολλά χρόνια στην πατρίδα του, την Ίμβρο και δεν έζησε από κοντά τα γεγονότα της άλωσης, για αυτό και χρησιμοποίησε για τη συγγραφή του έργου του, όσα γνώριζε ο ίδιος αλλά και όσα άκουσε από αξιόπιστους μάρτυρες. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης διαισθανόμενος ότι και η πατρίδα του θα είχε την ίδια τύχη με αυτή της πρωτεύουσας, προέτρεψε τους συμπατριώτες του να στείλουν αντιπροσωπεία στο Μωάμεθ και να του παραδώσουν το νησί για να αποφύγουν την αιχμαλωσία, τους διωγμούς και τον αφανισμό. Το 1456 διορίστηκε από την Τουρκική κυβέρνηση διοικητής του νησιού και παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι και το 1466, οπότε και η Ίμβρος κατελήφθη από τους Βενετούς.
Μετά από την κατάληψη της Ίμβρου ο Κριτόβουλος κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και άρχισε τη συγγραφή της ιστορίας του, την οποία αφιερώνει στο Μωάμεθ. Το έργο του δεν είχε την αναμενόμενη απήχηση στον κατακτητή, για αυτό και ο Κριτόβουλος μετέβη στο Άγιο Όρος και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ως άσημος μοναχός, χωρίς όμως να είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία του θανάτου του. Το έργο του, που φέρει τον τίτλο «Ιστορίαι», είναι χωρισμένο σε πέντε βιβλία και πραγματεύεται τα γεγονότα των ετών 1451 – 1467 από την Τουρκική σκοπιά.
Είναι αφιερωμένο στο Μωάμεθ Β’, ένας ύμνος στο πρόσωπο του, κάτι που γίνεται φανερό και από μία επιστολή προς το Μωάμεθ στην αρχή του έργου, στην οποία ο Κριτόβουλος απευθύνεται στο σουλτάνο με πολύ κολακευτικούς χαρακτηρισμούς. Σκοπός του συγγραφέα είναι να κερδίσει την εύνοια του Μωάμεθ για να εξασφαλίσει πολιτικά προνόμια για τον ίδιο και το νησί του, την Ίμβρο. Άλλωστε είναι ο μόνος από τους τέσσερις ιστορικούς που κατά τη διάρκεια της συγγραφής ζει μέσα στα όρια της Οθωμανικής επικράτειας και εκπροσωπεί τη ρεαλιστική τάση απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα και την προσπάθεια του Γένους για επιβίωση κάτω από την κυριαρχία του ξένου δυνάστη.
Παρόλα αυτά δε διστάζει να δείξει το θαυμασμό του προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τους Έλληνες αγωνιστές. Έχει ως πρότυπα του τους αρχαίους ιστορικούς, τον Ηρόδοτο και κυρίως το Θουκυδίδη, του οποίου μιμείται τη γλώσσα, το ύφος αλλά και τον τρόπο διάρθρωσης και δομής του έργου, καθώς και την προσπάθεια για αντικειμενική θεώρηση των γεγονότων. Αν εξαιρέσει κανείς την μεροληπτική στάση και την αποσιώπηση ορισμένων γεγονότων από τον Κριτόβουλο, τα οποία ενδεχομένως θα προκαλούσαν ενόχληση στο σουλτάνο, το έργο του αποτελεί αξιόλογη πηγή για τα γεγονότα της άλωσης, γιατί μας παρέχει πληροφορίες που δεν υπάρχουν σε άλλες πηγές.
Nicolo Barbaro (1400 – μετά το 1453)
Μία ακόμη σημαντική πηγή, η οποία συμπληρώνει ή επιβεβαιώνει τις προηγούμενες πηγές είναι το έργο του Nicolo Barbaro. Γεννήθηκε το 1400 ή λίγο αργότερα στη Βενετία και πέθανε μετά το 1453. Ο Barbaro, όπως και ο Σφραντζής, ήταν παρών στην πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης ως γιατρός σε ένα από τα Βενετικά πλοία, που είχαν φτάσει στην πρωτεύουσα λίγο πριν την πτώση. Αποφάσισε, όπως ο ίδιος δηλώνει, να κρατήσει ημερολόγιο για αυτό και είναι πολύ ακριβής στην περιγραφή των γεγονότων, τα οποία παραθέτει με αυστηρή χρονολογική σειρά, φροντίζοντας να δίνει επίσης και ακριβή αριθμητικά στοιχεία.
Στο ημερολόγιο του περιγράφει όσα συνέβησαν από τις 2 Μαρτίου 1451 ως τις 29 Μαΐου 1453 και παραθέτει στο τέλος και μία προσθήκη του πατέρα του Marco Barbaro με ημερομηνία 18 Ιουλίου 1453. Το έργο του πιθανότατα το ολοκλήρωσε το 1454 με την επιστροφή του στην πατρίδα του. Δεν υπάρχουν όμως στοιχεία για τη μετέπειτα πορεία της ζωής του. Όπως είναι φυσικό μεροληπτεί υπέρ της προσφοράς των Βενετών συμπατριωτών του κατά την άλωση, ενώ δείχνει αντιπάθεια για τους Γενουάτες και είναι εχθρικός και μεροληπτικός απέναντι τους ιδιαίτερα δε προς τον Ιουστινιάνη, όπως επίσης είναι περιφρονητικός προς τους Έλληνες, λιγότερο όμως από τις υπόλοιπες δυτικές πηγές.
Άλλοι Δυτικοί Ιστοριογράφοι της Άλωσης
Εκτός βέβαια από το ημερολόγιο του Barbaro σημαντική είναι και η έκθεση, την οποία έγραψε ο Λεονάρδος, αρχιεπίσκοπος Λέσβου, στη Χίο έξι εβδομάδες μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, όπου οι μνήμες είναι ακόμη νωπές και η αφήγηση ζωηρή και πειστική αν εξαιρέσει κανείς το μίσος του συγγραφέα για τους Έλληνες. Για τη ζωή του αρχιεπισκόπου δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Γεννήθηκε στη Χίο το 1395 – 1396, σπούδασε στην Ιταλία και μπήκε στο τάγμα των Δομινικανών. Αρχιεπίσκοπος Λέσβου έγινε τον Ιούλιο του 1444 και παρέμεινε μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου 1446.
Έπειτα επιστρέφει στη Ιταλία και επανέρχεται στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κωνσταντινούπολη, στις 26 Οκτωβρίου 1452, μαζί με τον καρδινάλιο Ισίδωρο του Κιέβου, ως απεσταλμένοι του Πάπα για την υπογραφή της διακήρυξης της Ένωσης των Εκκλησιών. Μετά την επίσημη τελετή της Ένωσης στην Αγία Σοφία, παραμένει στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Αιχμαλωτίζεται αλλά καταφέρνει να δραπετεύσει περνώντας αρχικά στη συνοικία του Πέρα και από εκεί με κάποιο τρόπο, που παραμένει άγνωστος, στη Χίο, από όπου και γράφει στον Πάπα Νικόλαο Ε’ την αναφορά του σχετικά με την Άλωση στις 19 Αυγούστου 1453.
Το 1458 επιστρέφει στην Ιταλία και το 1459 βρίσκεται στη Γένοβα, όπου και πεθαίνει τον επόμενο χρόνο. Άλλοι δυτικοί, που ήταν παρόντες κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και κατέθεσαν γραπτά τις δικές τους μαρτυρίες, σχετικά με τα όσα διαδραματίστηκαν είναι οι Άντζελλο Τζιοβάνι Λομελλίνο, ποντεστά του Πέραν, ο οποίος λίγες ημέρες μετά την Άλωση συνέταξε μία έκθεση, για να τη στείλει στη Γενουατική κυβέρνηση, ο Φλωρεντινός έμπορος Τετάλντι αλλά και ο λόγιος από την Μπρέσια Ουμπερτίνο Πούσκουλους. Όσον αφορά την έκθεση του Λομελλίνο, αξίζει να σημειωθεί πέραν της αφήγησης των γεγονότων, η άποψη του για τους Γενουάτες του Πέραν.
Υποστηρίζει ότι, ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς και μαζί και ο ίδιος, πήγαν να πολεμήσουν στα τείχη και έκαναν ότι μπορούσαν για τη σωτηρία της βασιλεύουσας, γιατί πίστευαν ότι αν έπεφτε η Κωνσταντινούπολη, το Πέραν δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Σχετικά με τον Τετάλντι θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
- Πρώτον ότι η αφήγηση του προοριζόταν για τον καρδινάλιο της Αβινιόν Αλαίν ντε Κοετιβύ και παρέχει πολλές λεπτομέρειες, που δεν υπάρχουν σε άλλες πηγές και
- Δεύτερον ότι ενώ πολέμησε στα τείχη για τη σωτηρία της Πόλης, λίγο πριν την είσοδο των Τούρκων στη Βυζαντινή πρωτεύουσα, πιθανότατα συνειδητοποίησε ότι ήταν ανώφελο να συνεχίσει τη μάχη, απέδρασε και κολύμπησε μέχρι σ’ ένα Βενετσιάνικο πλοίο, που ήταν έτοιμο να σαλπάρει και με αυτό τον τρόπο κατάφερε να σωθεί.
ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ KAI ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΛΙΓO ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ
Την άνοιξη του 1453 η ιστορία άνοιξε την αυλαία της για να παρουσιάσει ένα από τα μεγαλύτερα δράματα που παίχτηκαν ποτέ στη σκηνή της. Πρωταγωνιστές του από τη μια πλευρά ο Οθωμανικός στρατός και ο νεαρός και φιλόδοξος σουλτάνος Μωάμεθ Β’, και από την άλλη ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος και οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας μιας Αυτοκρατορίας που είχε μείνει προ πολλού σκιά του εαυτού της. Η υπεροχή των πολιορκητών ήταν συντριπτική, σε αριθμούς, σε όπλα, σε οργάνωση.
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που γίνεται μαζική χρήση πυροβολικού. Όμως η έκβαση του δράματος κρίθηκε σχεδόν τυχαία, μέσα σε λίγες ώρες, στις 29 Μαΐου. Η ολοκληρωτική κατάλυση της Κωνσταντινούπολης, της πάλαι ποτέ βασιλίδος των πόλεων αποτελούσε το φυσικό και αναμενόμενο ίσως τέλος μιας Αυτοκρατορίας, η οποία είχε εξαντληθεί από τη Φράγκικη κατάκτηση των τελευταίων αιώνων και δεν μπόρεσε ποτέ να ανακάμψει.
α) Μωάμεθ Β’ και Κωνσταντίνος ΙΑ’
Ο άνθρωπος που επρόκειτο να σφίξει τη Μουσουλμανική θηλιά γύρω από την Κωνσταντινούπολη γεννήθηκε το 1430 ή το 1432, δέκα χρόνια μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια του πατέρα του Μουράτ να καταλάβει την πρωτεύουσα. Παρ’ όλη τη αποτυχημένη αυτή προσπάθεια του Μουράτ δεν πρέπει να αμφιβάλλει κανείς, ότι η οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη του Βυζαντίου έχει ήδη πληγεί ανεπανόρθωτα, καθώς ακόμη και όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1402 υπέστη ολοκληρωτική συντριβή στη μάχη της Άγκυρας από τον Τιμούρ και τους Μογγόλους, το Βυζάντιο δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.
Η εξαντλημένη Αυτοκρατορία δεν ήταν πια σε θέση να αναγεννηθεί και απλά πήρε παράταση ζωής μερικών ακόμη δεκαετιών. Άλλωστε και από γεωγραφικής απόψεως η άλλοτε απειρομεγέθης και κραταιά Αυτοκρατορία δεν ήταν πλέον παρά λίγο μεγαλύτερη από τη μισή Πελοπόννησο, αποτελούμενη από την πρωτεύουσα της Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρα της, τα οποία κάλυπταν μια έκταση εκατόν πενήντα χιλιομέτρων προς τα βορειανατολικά, ενώ στο εσωτερικό της, στη συνοικία του Γαλατά, είχαν εδραιώσει την παρουσία τους Βενετοί και Γενοβέζοι, οι οποίοι κινούσαν τα νήματα στο εμπόριο και έλεγχαν σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της πρωτεύουσας.
Η τελευταία προσπάθεια του Χριστιανικού κόσμου να αντιμετωπίσει την Οθωμανική εξάπλωση υπήρξε οδυνηρή και έσβησε κάθε ελπίδα για ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη μάχη της Βάρνας στις 10 Νοεμβρίου 1444 ο Χριστιανικός στρατός και οι σταυροφόροι παρά τον ηρωισμό τους ηττήθηκαν και ο στρατός τους εξολοθρεύτηκε ολοκληρωτικά. Η αναλογία σταυροφόρων προς Τούρκους ήταν ένας προς τρεις. Οι σταυροφόροι πολέμησαν με γενναιότητα, ώσπου ο ένας από τους ηγέτες, ο Λαδίσλαος, αλλά και ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι σκοτώθηκαν. Ελάχιστοι Χριστιανοί επέζησαν και μαζί με αυτούς και ο δεύτερος ηγέτης της σταυροφορίας, ο Ουνυάδης.
Την ίδια τύχη είχε τον Οκτώβριο του 1448 στο Κοσσυφοπέδιο μια νέα, η ύστατη πλέον, σταυροφορική προσπάθεια του βασιλιά της Ουγγαρίας Ουνυάδη, ο οποίος προέλασε στη Σερβία με δικό του στρατό και συγκρούστηκε στην πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου με το στρατό του Μουράτ και του Μωάμεθ. Οι Ούγγροι αποδεκατίστηκαν, ενώ ο Ουνυάδης κατάφερε άλλη μια φορά να σωθεί και να δραπετεύσει. Οι ελπίδες για μια οργανωμένη προσπάθεια της δυτικής Χριστιανοσύνης απώθησης των Τούρκων από την Ευρώπη είχαν εξανεμιστεί. Η άμυνα τώρα ήταν πιο σημαντική από την επίθεση.
Η ύπαρξη άμεσου κινδύνου είχε καταστεί συνείδηση σε όλους και οι περισσότεροι πίστευαν ότι το τέλος πλησίαζε και κάθε είδους προσπάθειες ήταν ίσως μάταιες. Και ενώ ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ προσπαθούσε να ενώσει τις πόλεις της Ηπείρου και της Στερεάς δημιουργώντας κοινό μέτωπο στον Ελλαδικό χώρο για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους ο σουλτάνος Μουράτ Β’ εκμεταλλευόμενος την επιτυχία του στη Βάρνα εισέβαλε στην Πελοπόννησο το 1446 και κατέστρεψε τις Βυζαντινές πόλεις και τα χωριά.
Στο μεταξύ μετά τη σύναψη συνθήκης με το σουλτάνο και την αναγνώριση της επικυριαρχίας του ο Κωνσταντίνος κλήθηκε να αναλάβει το θρόνο της Κωνσταντινούπολης, καθώς στις 31 Οκτωβρίου 1448 ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ πέθανε άτεκνος και δεν υπήρχε άλλος καταλληλότερος να αναλάβει τη διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας. Στις 6 Ιανουαρίου 1449 ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ στέφθηκε Αυτοκράτορας στο Μοριά και στις 12 Μαρτίου του ίδιου έτους εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έγινε δεκτός με θερμές εκδηλώσεις από όλο το λαό. Στην τελετή της στέψης, η οποία υπήρξε ανεπίσημη και επιπλέον ήταν η πρώτη και η τελευταία στέψη Αυτοκράτορα εκτός της Κωνσταντινούπολης, παρευρέθη και ο ίδιος ο ιστορικός Σφραντζής.
Τη διοίκηση του Μοριά ανέλαβαν τα αδέρφια του Κωνσταντίνου, Δημήτριος και Θωμάς, αλλά οι έριδες μεταξύ τους και η Τουρκική υποστήριξη, την οποία επεδίωξε για μια ακόμη φορά ο Δημήτριος οδήγησαν τη σχέση τους σε ρήξη. Οι αντιπαλότητες μεταξύ των δύο αδερφών θα είχαν, όπως και αποδείχτηκε, διπλό αντίκτυπο, τόσο στην ίδια την Πελοπόννησο, η οποία περιήλθε σε χάος εξαιτίας των συγκρούσεων των δύο αδελφών, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, που στερήθηκε το κυριότερο έρεισμα της κατά την τελευταία οθωμανική επίθεση εναντίον της, μετά από τέσσερα χρόνια.
Η αποφασιστικότητα της μητέρας του Ελένης, ήταν αυτή που έσωσε την κατάσταση, καθώς διεκδίκησε και ανέλαβε την αντιβασιλεία μέχρι να φθάσει ο Κωνσταντίνος στην Πόλη από την Πελοπόννησο, γιατί οι πρώτοι που έσπευσαν να αμφισβητήσουν την εκλογή του ήταν οι δύο αδερφοί του, Δημήτριος και Θωμάς. Άλλωστε ο Κωνσταντίνος ήταν πάντοτε ο εκλεκτός της και ήταν περήφανος, που είχε το Σερβικό οικογενειακό όνομα της Δραγάτσης ή Δραγάσης μαζί με το όνομα Παλαιολόγος του πατέρα του. Ένα θέμα το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα τον Κωνσταντίνο από τη στιγμή της αναγόρευσης του σε Αυτοκράτορα του Βυζαντίου και μέχρι την έναρξη της πολιορκίας ήταν η αναζήτηση συζύγου.
Δεν επρόκειτο βέβαια για κάποια ιδιοτροπία του, αλλά για εξεύρεση λύσης σε δύο σοβαρά προβλήματα της Αυτοκρατορίας, δηλαδή την κατοχύρωση της Αυτοκρατορικής διαδοχής και το πιο σημαντικό, την εξασφάλιση συμμάχων μέσω της οικογένειας της νύφης. Το ζήτημα διαιώνισης της άρχουσας δυναστείας των Παλαιολόγων υπήρξε πιο καίριο και πιο επιτακτικό από ποτέ. Ο Αυτοκράτορας είχε νυμφευθεί ήδη δύο φορές, αλλά και οι δύο σύζυγοι του είχαν πεθάνει πρόωρα, η πρώτη ονόματι Θεοδώρα το Νοέμβριο του 1429 και η δεύτερη, η Αικατερίνη, τον Ιούλιο του 1442 αφήνοντας τον χήρο και άτεκνο.
Την αναζήτηση τρίτης συζύγου ανέλαβε ο έμπιστος γραμματέας του Κωνσταντίνου και ένας από τους «Ιστορικούς της Άλωσης», ο Γεώργιος Σφραντζής και αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση, εξαιτίας της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης αλλά και της πολιτικής αδυναμίας της καταρρακωμένης Αυτοκρατορίας. Καθώς όμως οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες η αναζήτηση διακόπηκε χωρίς να βρεθεί κάποια λύση. Το Φεβρουάριο του 1451 πέθανε ο σουλτάνος Μουράτ, ο φοβερός εχθρός και άσπονδος αντίπαλος του Ιωάννη Παλαιολόγου, ο τρόμος των Χριστιανών.
Η είδηση αντιμετωπίστηκε με μεγάλη χαρά από τους άρχοντες της Δύσης, καθώς πίστευαν ότι ο γιος του Μωάμεθ, ο οποίος ανέλαβε τη διακυβέρνηση, θα τηρούσε τη συνθήκη ειρήνης που είχε συνάψει ο πατέρας του με τους Βυζαντινούς και λόγω του νεαρού της ηλικίας του ότι δεν αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για την Αυτοκρατορία. Ο νέος σουλτάνος ήταν πιο επικίνδυνος από ό, τι φαινόταν και για λίγο διάστημα κατάφερε να κρύψει την επιθετική του φύση κάτω από το προσωπείο της καλής θέλησης. Η ψευδαίσθηση που δημιουργήθηκε στους ηγεμόνες της Δύσης επιβεβαιώθηκε αρχικά από την προθυμία του σουλτάνου να επικυρώσει συνθήκες ειρήνης που είχε παλαιότερα συνάψει ο πατέρας του.
Ο Σφραντζής, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί, έσπευσε να αναφέρει την είδηση στον Κωνσταντίνο και να τον παρακινήσει να στείλει πρεσβεία στην πατρίδα και στους γονείς της χήρας του σουλτάνου με σκοπό ένα επωφελές συνοικέσιο για τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, αλλά και για την Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινοί όμως δεν έτρεφαν αυταπάτες, καθώς διέκριναν στο πρόσωπο του νέου σουλτάνου έναν ορμητικό, φιλόδοξο και σκληρό χαρακτήρα, ο οποίος φανέρωνε, ότι δεν υπήρχε καμιά ελπίδα για ένα ειρηνικό μέλλον. Άλλωστε η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν μέσα στην καρδιά της Οθωμανικής επικράτειας.
Ο Μωάμεθ γνώριζε πολύ καλά, ότι για να ισχυροποιήσει την εξουσία του έπρεπε να εξαφανίσει το ξένο αυτό σώμα και να μετατρέψει την Πόλη σε ένα σταθερό κέντρο της ανερχόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης θα ολοκλήρωνε τη σύνδεση μεταξύ των Ευρωπαϊκών και των Ασιατικών κτήσεων των Οθωμανών, θα αποδυνάμωνε την εκδήλωση διασπαστικών κινημάτων και επιπλέον θα προσφερόταν ως ένα επίφοβο ορμητήριο σε περίπτωση πολέμου εναντίον της Δύσης. Δυστυχώς όμως για τους Βυζαντινούς ο προαναφερθείς γάμος με τη χήρα του σουλτάνου δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, για αυτό και αναζητήθηκε άλλη υποψήφια σύζυγος για τον Κωνσταντίνο, η οποία και βρέθηκε στο πρόσωπο της κόρης του βασιλιά της Ιβηρίας.
Ο Σφραντζής είχε επιδοθεί σε ένα αδιάκοπο γύρο διπλωματικών επαφών αναζητώντας κατάλληλη σύντροφο για τον δεσπότη του, με σκοπό να ενισχυθεί η δυσχερέστατη θέση του, να αποκτήσει διάδοχο και χρήματα από την προίκα της μέλλουσας Αυτοκράτειρας, τα οποία θα αποτελούσαν πολύτιμη βοήθεια στην προσπάθεια για ανόρθωση των οικονομικών της καθημαγμένης πρωτεύουσας. Επιπλέον ο Κωνσταντίνος έσπευσε να στείλει διπλωματική αποστολή, για να συγχαρεί το νέο σουλτάνο και να ζητήσει διαβεβαιώσεις για την τήρηση της υπάρχουσας συνθήκης ειρήνης. Ο σουλτάνος δέχτηκε τους πρεσβευτές με μεγάλο σεβασμό και τους καθησύχασε με ψεύτικους όρκους για τις καλές τους προθέσεις.
Ο Αυτοκράτορας προέβη όμως, πολύ σύντομα, σε μία άτοπη κίνηση, όταν ζήτησε από το Μωάμεθ να καταβάλλει μεγαλύτερο ποσό για τις ανάγκες του ανταπαιτητή του σουλτανικού θρόνου Ορχάν, ο οποίος ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, κίνηση πού έδειξε έλλειψη διπλωματικότητας από μέρους του Αυτοκράτορα, αλλά και έδωσε στο νέο σουλτάνο την αφορμή που περίμενε, για να καταλύσει τις υπάρχουσες συνθήκες και να θέσει σε εφαρμογή το φιλόδοξο σχέδιο του, να καταλάβει δηλαδή την Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος είχε κάνει το μοιραίο λάθος να υποτιμήσει τον αντίπαλο του, καθώς το παιχνίδι που έπαιξε είχε αμφίβολη επιτυχία και τη δεδομένη χρονική στιγμή αποδείχτηκε πολύ επικίνδυνο.
Οι Μοιραίοι Γάμοι του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Ελέγχοντας τα δύο αυτά καλά εξοπλισμένα φρούρια, θα μπορούσε να αποκόψει τον ανεφοδιασμό της Πόλης, αλλά και να στερήσει τα έσοδα από τους δασμούς που επέβαλε η Κωνσταντινούπολη στα πλοία, που ανεβοκατέβαιναν στο Βόσπορο. Αυτός ήταν άλλωστε ο στόχος, να εξαντληθεί δηλαδή η Πόλη από την έλλειψη τροφίμων και χρημάτων. Το χειρότερο όμως ήταν ότι το νέο φρούριο θα γινόταν η βάση από την οποία θα κατευθυνόταν η άλωση της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα έδωσε διαταγή να ετοιμαστεί μεγάλος στόλο.
Η φήμη της κατασκευής του φρουρίου είχε ήδη κυκλοφορήσει από τις αρχές του 1452, για αυτό και ο Κωνσταντίνος, που είχε κατανοήσει το σχέδιο του σουλτάνου, έσπευσε να προσκαλέσει τους αδερφούς του στην Πελοπόννησο, να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη, για να ανανεώσουν τη συμφωνία που είχαν κάνει μεταξύ τους και να εξετάσουν από κοινού τις διαθέσεις του σουλτάνου, αλλά και τι έπρεπε να πράξουν. Η φήμη αυτή προκάλεσε απελπισία στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, γιατί ήταν πλέον εμφανές, ότι αυτό ήταν το πρώτο βήμα προς την πολιορκία της Πόλης.
Ο Κωνσταντίνος έστειλε επιπλέον στο Μωάμεθ πρεσβεία, για να διαμαρτυρηθεί, καθώς η περιοχή στην οποία γινόταν η κατασκευή του φρουρίου, δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του σουλτάνου. Η απάντηση του Μωάμεθ υπήρξε αλαζονική και σκληρότατη σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα και έδειχνε ότι ο σουλτάνος δεν είχε καμία διάθεση να υποχωρήσει γνωρίζοντας βέβαια πόσο ανίσχυροι ήταν οι Βυζαντινοί σε σχέση με τους Οθωμανούς του. Όταν ο Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε την αντίδραση και την απάντηση που έδωσε ο Μωάμεθ στους απεσταλμένους του ο Αυτοκράτορας οργίστηκε και θέλησε να κηρύξει αμέσως πόλεμο εναντίον του σουλτάνου.
Πολλοί όμως από τους κληρικούς και λαϊκούς συμβούλους του, όντας ψυχραιμότεροι κατάφεραν να τον αποτρέψουν να πραγματοποιήσει το σκοπό του. Έπειτα από αυτό το γεγονός συνεχίστηκαν οι προπαρασκευές για την ανέγερση εκείνου του τόσο σημαντικού φρουρίου. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Δούκας στην ιστορία του: «Ο Μωάμεθ όταν άρχισε ο χειμώνας (1451 – 1452) έστειλε διατάγματα και διαγγέλματα σε ανατολή και δύση, σε όλες τις επαρχίες, να συγκεντρώσουν χίλιους επαγγελματίες οικοδόμους, όπως επίσης και ισάριθμους εργάτες και ασβεστάδες. Διέταξε με λίγα λόγια να προετοιμάσουν κάθε αναγκαίο υλικό για μεταφορά, ώστε την άνοιξη να είναι έτοιμοι για να κατασκευάσουν φρούριο στο Ιερό Στόμιο, πάνω από την Πόλη».
Οι προετοιμασίες συνεχίζονταν αδιάκοπα και με την έναρξη της άνοιξης οι τεχνίτες κατέφθασαν έξω από την Κωνσταντινούπολη και άρχισαν οι εργασίες της ανοικοδόμησης. Ο ίδιος ο Μωάμεθ κατέφθασε από την Ανδριανούπολη, με σκοπό να επιβλέπει προσωπικά το χτίσιμο του φρουρίου. Η περιοχή που ορίστηκε ως καταλληλότερη για το χτίσιμο του φρουρίου ήταν μια απότομη ακτή κάτω από το Σωσθένιο, την οποία παλαιότερα ονόμαζαν Φονέα. Οι τεχνίτες που ανέλαβαν την κατασκευή του φρουρίου και οι εργάτες που ανέλαβαν τη μεταφορά οικοδομικών υλικών, όπως πέτρες και τούβλα, ήταν κυριολεκτικά αναρίθμητοι. Ακόμη και οι άρχοντες βοηθούσαν σε αυτή τη διαδικασία.
Τα υλικά τα έπαιρναν από ερείπια παλαιών ή αρχαίων ναών, οι οποίοι τύχαινε να βρίσκονται εκεί κοντά. Ο Δούκας αναφέρει και ένα επεισόδιο σχετικό με αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή κάποια μέρα και ενώ οι Τούρκοι μετέφεραν κολώνες από τα ερείπια του ναού του Ταξιάρχου Μιχαήλ, μερικοί από τους κατοίκους της Πόλης θεωρώντας ασεβή την πράξη αυτή βγήκαν από τα τείχη, για να τους εμποδίσουν. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν από τους Τούρκους και να θανατωθούν.
Ο Μωάμεθ όμως, δεν έδειξε τη σκληρότητα και την αλαζονεία του σε αυτό μονάχα το περιστατικό, καθώς επέτρεπε στους άνδρες του, να λεηλατούν συστηματικά τα Ελληνικά χωριά και να σκοτώνουν τους κατοίκους, όταν αυτοί προέβαλαν αντίσταση, στην προσπάθειά τους να σώσουν τις περιουσίες και τις οικογένειες τους. Για αυτό το λόγο ο Αυτοκράτορας έσπευσε άλλη μία φορά να διαμαρτυρηθεί στο σουλτάνο, αλλά η απάντηση του ήταν και πάλι κυνική και σκληρή. «Οι κάτοικοι των χωριών είναι υποχρεωμένοι να αφήνουν ανενόχλητους τους άνδρες του και να τους παρέχουν ό, τι τους ζητηθεί».
Και ενώ ο Κωνσταντίνος είχε παρακαλέσει το σουλτάνο να φροντίσει για την ασφάλεια των αγροτικών πληθυσμών, που ζούσαν έξω από τα τείχη, πληροφορήθηκε για τη σφαγή 40 περίπου κατοίκων των Επιβατών, από τους γενίτσαρους του Σπεντιάρ, γαμπρού του Μωάμεθ, συζύγου της αδερφής του, εξαιτίας ασήμαντης αφορμής. Και καθώς τέτοιου είδους περιστατικά με συμπλοκές Τούρκων και Χριστιανών αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο, ο Κωνσταντίνος έστειλε πρέσβεις στο σουλτάνο και του ανακοίνωσε, ότι γνωρίζει τις προθέσεις του και ότι είναι αποφασισμένος να υπερασπιστεί την Πόλη και τους κατοίκους της μέχρι τέλους.
Διέταξε ταυτόχρονα την κράτηση όλων των Τούρκων, οι οποίοι βρίσκονταν στην Πόλη. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και κάποιοι νεαροί ευνούχοι. Αυτοί παρακάλεσαν κλαίγοντας τον Αυτοκράτορα, είτε να τους αφήσει να φύγουν, είτε να τους σκοτώσει, διότι αν επέστρεφαν στο σουλτάνου αργότερα από την προθεσμία, που τους είχε ορίσει, τους περίμενε θάνατος. Ο Κωνσταντίνος τους λυπήθηκε και τους άφησε να φύγουν. Έπειτα από τρεις ημέρες άφησε ελεύθερους και όλους τους υπόλοιπους αιχμαλώτους, ενώ ταυτόχρονα παρείχε άσυλο σε όλους τους δυστυχείς αγρότες, που ζούσαν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Κατόπιν έκλεισε τις πύλες της Πόλης. Ο πόλεμος είχε και τυπικά αρχίσει.
Τελικά κάτω από τη συνεχή πίεση του σουλτάνου και το άγρυπνο βλέμμα του η κατασκευή του φρουρίου ολοκληρώθηκε σε διάστημα πέντε μόλις μηνών, στις 31 Αυγούστου του 1452. Όπως μας πληροφορεί ο Κριτόβουλος ο ίδιος ο Μωάμεθ ανέλαβε το σχεδιασμό του φρουρίου και καθόρισε την ακριβή του θέση. Αρχικά πήρε την ονομασία Πασχεσέν ή Μπογκάζ Κεσέν, που στα Ελληνικά μεταφράζεται Λαιμοκοπία ή Κεφαλοκόπτης, ενώ αργότερα έμεινε γνωστό ως Ρούμελη Χισάρ. Σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro το νεοανεγερθέν φρούριο είχε εξαιρετικές δυνατότητες, καθώς ήταν πολύ καλά οχυρωμένο και από τη στεριά αλλά και από την πλευρά της θάλασσας.
Είχε αρκετά μεγάλο ύψος και πάχος περίπου τριάντα ποδών. Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει επίσης, ότι είχε τρεις πύργους, τους δύο με μέτωπο προς το εσωτερικό, για να εξασφαλίζουν την άμυνα εναντίον όσων πλησίαζαν προς τη θάλασσα, ενώ ο τρίτος ήταν παραθαλάσσιος και εξαιρετικά μεγάλου μεγέθους. Οι πύργοι είχαν μολύβδινη στέγη και το πλάτος του τείχους, που τους περιέβαλε ήταν είκοσι δύο πόδια, ενώ το πλάτος των πύργων, όπως αναφέρει και ο Δούκας, ήταν τριάντα πόδια. Στον πύργο του Χαλίλ Πασά τοποθετήθηκαν χάλκινοι σωλήνες, που ήταν ικανοί να εξαπολύουν πέτρες βάρους μεγαλύτερου των εξακοσίων λίτρων.
Ενώ ο γενικός διοικητής του φρουρίου Φερούζ Αγάς δεν θα επέτρεπε σε κανένα πλοίο, που ακολουθούσε τη διαδρομή Ελλήσποντος – Εύξεινος Πόντος και αντίστροφα, να περάσει από το στενό χωρίς πρώτα να κατεβάσει τα πανιά και να πληρώσει φόρο. Όλα τα πλοία που περνούσαν από το Βόσπορο θα έπρεπε να σταματούν εκεί και να πληρώσουν διόδια. Όποιο δεν σταματούσε θα βυθιζόταν από τα κανόνια, που είχαν τοποθετηθεί στα τείχη του φρουρίου. Οι χρονογράφοι Δούκας και Barbaro διασώζουν και ένα σχετικό περιστατικό, το οποίο αναφέρεται η βύθιση ενός Ενετικού πλοίου με κυβερνήτη κάποιον ονόματι Ρότζο από τους Τούρκους στις 26 Νοεμβρίου 1452.
Το πλοίο, το οποίο κατευθυνόταν από τον Εύξεινο πόντο προς την Κωνσταντινούπολη, φορτωμένο με κριθάρι, περνώντας από το Στενό δεν υπέστειλε τα ιστία του, με αποτέλεσμα να δεχθεί τον εκσφενδονισμό ενός τεράστιου λίθου, ο οποίος προκάλεσε τη βύθιση του. Το πλήρωμα, που αποτελούνταν από τον κυβερνήτη και τριάντα άνδρες κατόρθωσε να σωθεί και να βγει στη στεριά με μια βάρκα. Συνελήφθη όμως από τους Τούρκους και ο Μωάμεθ διέταξε να θανατωθούν.
Σχετικά με τον τρόπο της θανάτωσης τους ο Δούκας αναφέρει ότι οι ναύτες αποκεφαλίστηκαν και ο κυβερνήτης ανασκολοπίστηκε, ενώ ο Barbaro παραθέτει μια άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία κάποιοι από τους άνδρες του πληρώματος σφαγιάστηκαν άγρια κομμένοι στα δύο με πριόνι. Όταν έγινε γνωστή η είδηση της σφαγής στη Βενετία, προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια και αλγεινή εντύπωση. Παρόλα αυτά όμως η Χριστιανική Ευρώπη δεν έκανε καμία προσπάθεια, να ξυπνήσει από το λήθαργο της και να δει κατάματα τον εχθρό, που βρισκόταν προ των πυλών και απειλούσε και τη δική της ειρήνη ευημερία.
γ) Το Κανόνι του Ουρβανού
Πολύ σημαντικό ρόλο όσον αφορά την επιτυχία της πολιορκίας και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης φαίνεται ότι έπαιξε η απόκτηση, από την πλευρά των Τούρκων, μεγάλων και ισχυρών πυροβόλων ή κανονιών, με τα οποία ο Μωάμεθ κτύπησε τα τείχη της Πόλης προξενώντας πολλά ρήγματα και καταπονώντας τους πολιορκούμενους με τη συνεχή τους προσπάθεια να επισκευάσουν τις ζημιές. Ο σουλτάνος υπήρξε ιδιαίτερα τυχερός στο σημείο αυτό. Το καλοκαίρι του 1452 παρουσιάστηκε στην Κωνσταντινούπολη ένας Ούγγρος κατασκευαστής κανονιών ονόματι Ουρβανός, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Αυτοκράτορα.
Ο Κωνσταντίνος όμως, καθώς τα οικονομικά της Πόλης ήταν πενιχρά, δεν ήταν σε θέση να πληρώσει ούτε για το φαγητό του τεχνίτη, πόσο μάλλον για τις πρώτες ύλες, που χρειαζόταν για την κατασκευή. Απελπισμένος τότε ο Ουρβανός κατέφυγε στο σουλτάνο. Ο Μωάμεθ τον δέχτηκε με χαρά και έσπευσε να μάθει περισσότερα για την τέχνη του και ιδιαίτερα για το αν ήταν ικανός να κατασκευάσει ένα κανόνι, που να εκτοξεύει πολύ μεγάλο λίθο, κατάλληλο για το πάχος και την αντοχή των τειχών της Πόλης.
Όταν ο Ούγγρος του δήλωσε, ότι ήταν ικανός, να φτιάξει ένα κανόνι, που θα μπορούσε να γκρεμίσει ακόμη και τα τείχη της Βαβυλώνας, ο σουλτάνος τον προσέλαβε αμέσως δίνοντας του τέσσερις φορές μεγαλύτερο μισθό από εκείνον, που αν του τον έδινε ο Κωνσταντίνος, δεν θα εγκατέλειπε την Πόλη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο ιστορικός Κριτόβουλος δεν κάνει καμία αναφορά στον Ούγγρο μηχανικό, ενώ κάνει λόγο για πολλούς κατασκευαστές που βρίσκονταν κοντά στο σουλτάνο και επιπλέον η περιγραφή της κατασκευής και της λειτουργίας του κανονιού, την οποία παραθέτει είναι εξαιρετική.
Αμέσως άρχισε η συγκέντρωση του χαλκού και ξεκίνησε η κατασκευή του τεράστιου κανονιού, η οποία και ολοκληρώθηκε μέσα σε διάστημα τριών μηνών. Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής ο σουλτάνος θέλησε να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, για να σιγουρευτεί, ότι ίσχυαν οι υποσχέσεις του τεχνίτη σχετικά με την απόδοση και την αξιοπιστία του καινούργιου όπλου. Η δοκιμή σύμφωνα με το Δούκα έγινε στην Αδριανούπολη τον Ιανουάριο του 1453. Το κανόνι τοποθετήθηκε μπροστά από την πύλη της αυλής του παλατιού του σουλτάνου και ήταν αυτό, που σύμφωνα με τον ιστορικό Runciman, βύθισε το πλοίο του Ρίτζο, το οποίο είχε προσπαθήσει να διαπλεύσει το Στενό, αγνοώντας τις διαταγές του σουλτάνου.
Ο πλοίαρχος και οι τριάντα ναύτες κατάφεραν να σωθούν με μία βάρκα. Όταν όμως βγήκαν στη στεριά, οι Τούρκοι τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν μπροστά στο σουλτάνο. Ο ίδιος ο ναύαρχος θανατώθηκε δια ανασκολοπισμού, ενώ ο σουλτάνος κράτησε έναν νεαρό, γιο του Δομήνικου Ντι Μαΐστρι και τον έκλεισε στο σεράι του. Από τους ναύτες άλλους τους θανάτωσε με βίαιο τρόπο και άλλους τους άφησε ελεύθερους να γυρίσουν στην Κωνσταντινούπολη. Αυτά συνέβησαν σύμφωνα με το Barbaro στις 26 Νοεμβρίου 1452, επομένως το πιο πιθανό είναι η βύθιση του Ενετικού πλοίου να μην προήρθε από το συγκεκριμένο κανόνι, καθώς αυτή προηγήθηκε της ολοκλήρωσης και της δοκιμής του.
Από την προηγούμενη ημέρα ειδοποιήθηκαν οι κάτοικοι της περιοχής, ώστε να μην ξαφνιαστούν από τον τρομερό θόρυβο, ούτε να αποβάλουν οι γυναίκες, οι οποίες βρίσκονταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Το πρωί της επόμενης μέρας πραγματοποιήθηκε η δοκιμή, η οποία αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένη, καθώς ο κρότος ακούστηκε σε απόσταση εκατό σταδίων (που αντιστοιχεί σε περίπου είκοσι χιλιόμετρα) και ο λίθος προσγειώθηκε σε απόσταση ενός μιλίου ( δηλαδή περίπου χίλια εξακόσια μέτρα), ενώ άνοιξε τρύπα βάθους μιας οργιάς ( δηλαδή ένα μέτρο και ογδόντα εκατοστά) στο σημείο που έπεσε. Μετά την επιτυχημένη δοκιμή ο σουλτάνος διέταξε να μεταφερθεί το κανόνι έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Το εγχείρημα αποδείχτηκε πολύ δύσκολο δεδομένου των συνθηκών και των μέσων της εποχής εκείνης. Αρχές Φεβρουαρίου του 1453 άρχισαν οι προετοιμασίες για τη μεταφορά του νέου όπλου. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Δούκας χρειάστηκαν τριάντα άμαξες, τις οποίες έσερναν εξήντα βόδια, ενώ δίπλα από κάθε πλευρά του πυροβόλου προχωρούσαν διακόσιοι άνδρες, για να το ισορροπούν, ώστε να μη γλιστρήσει λόγω του τεράστιου όγκου και του μεγάλου βάρους του. Ο ιστορικός Χαλκοκονδύλης, από την άλλη μεριά σημειώνει ότι επικεφαλής της πορείας για τη μεταφορά του κανονιού ορίστηκε ο Σαρατζά Πασάς, και διαφοροποιείται από το Δούκα, όσον αφορά τα αριθμητικά δεδομένα τα σχετικά με τον αριθμό των υποζυγίων και των ανδρών, που συνόδευαν το κανόνι.
Ο Δούκας συνεχίζοντας τη διήγηση αναφέρει, ότι προπορεύονταν των αμαξών τριάντα τεχνίτες και διακόσιοι εργάτες, στους οποίους είχε ανατεθεί να εξομαλύνουν το δρόμο κατασκευάζοντας ξύλινες γέφυρες, όπου χρειάζονταν. Το ταξίδι διήρκεσε περισσότερο από δύο μήνες, μέχρις ότου να φτάσει το κανόνι σε απόσταση πέντε μιλίων από την Πόλη. Σύμφωνα πάντως με τη μαρτυρία του Κριτόβουλου από όλα τα πυροβόλα του Μωάμεθ τρία ήταν τα πιο ισχυρά και μαζί με αυτά και το τεράστιο κανόνι του Ουρβανού και αυτά επιλέχθηκαν να τοποθετηθούν απέναντι από το Μεσοτείχιο, στην κοιλάδα του Λύκου, στο σημείο που θεωρούνταν το ασθενέστερο, εκεί όπου είχε στηθεί και η σκηνή του σουλτάνου.
δ) Προετοιμασίες για την Πολιορκία
Όταν λοιπόν το κανόνι έφτασε στον καθορισμένο τόπο διατάχθηκε ο Καρατζιά Πασάς να έρθει εσπευσμένα ως επικεφαλής της φύλαξης του αλλά και για να μην επιτρέπει στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης να βγαίνουν έξω από τα τείχη της Πόλης. Από τις αρχές Μαρτίου ο σουλτάνος διέταξε κήρυκες και αγγελιοφόρους να μεταβούν σε όλες τις επαρχίες και να καλέσουν όλους όσους ήθελαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Πλήθος μισθοφόρων συνέρρεε και είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς τον ακριβή αριθμό όλων αυτών των τυχοδιωκτών, οι οποίοι έχοντας στο μυαλό τους το κέρδος από τη λεηλασία των αμύθητων, όπως πίστευαν, θησαυρών της θεοφύλακτης Πόλης, έφταναν κατά χιλιάδες να καταταγούν στο στρατό του σουλτάνου.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην υπηρεσία του σουλτάνου είχαν σπεύσει πολλοί Χριστιανοί υπήκοοι, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος. Στα τέλη Μαρτίου οι προετοιμασίες του σουλτάνου είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί και η πομπή των απειράριθμων Τούρκων, η οποία συνόδευε το τεράστιο κανόνι, έφτασε σε απόσταση οκτώ περίπου χιλιομέτρων από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Οι ιππείς του Καρατζιά Πασά κατά την πορεία τους προς την Πόλη λεηλάτησαν και κατέλαβαν τις κωμοπόλεις και τις μικρότερες πόλεις της πεδιάδας της Θράκης προκαλώντας πανικό και τρόμο στον πληθυσμό.
Κάποιες από τις πόλεις που έτυχαν της καταστροφικής μανίας των του Τουρκικού στρατού ήταν ο Άγιος Στέφανος, οι Επιβάτες, η Αγχίαλος, η Βιζύη και άλλες. Εξαίρεση αποτελεί η Σηλυβρία, η οποία αντιστάθηκε σθεναρά στις επιθέσεις των Τούρκων. Στις 5 Απριλίου το κύριο σώμα του Τουρκικού στρατού, το οποίο είχε ξεκινήσει από την Αδριανούπολη λίγες ημέρες πριν, φάνηκε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο σουλτάνος Μωάμεθ έχοντας ξεκινήσει στις 23 Μαρτίου ακολουθούμενος από την προσωπική του φρουρά, 12.000 περίπου γενίτσαρους και μερικές χιλιάδες σπαχήδες εγκατέστησε την πολυτελή σκηνή και το στρατηγείο του στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου σχεδόν απέναντι από την περιώνυμη πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Τα στρατεύματά του κατέλαβαν την εκτεταμένη και πολλών χιλιομέτρων γραμμή κατά μήκος του χερσαίου τείχους, η οποία ξεκινούσε από την Προποντίδα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο. Η ολοκληρωτική πολιορκία της Πόλης ξεκινά επομένως, σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, στις έξι Απριλίου 1453, ημέρα Παρασκευή μετά το Πάσχα.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ
Τα δύο πρώτα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου κύλησαν ειρηνικά αν και γεμάτα αγωνία, καθώς η Αυτοκρατορία είχε προ πολλού αρχίσει να καταρρέει και δεν έδειχνε σημάδια ανάκαμψης. Από το 1451 όμως, έτος κατά το οποίο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, πέθανε ο σουλτάνος Μουράτ ο Β’ και ανέλαβε την εξουσία ο γιος του Μωάμεθ είχε γίνει φανερό, ότι στόχος του νέου σουλτάνου ήταν η Κωνσταντινούπολη και ότι προετοιμαζόταν, να δράσει όσο το δυνατό συντομότερα εναντίον της.
Αν και αρχικά ο Κωνσταντίνος προσπάθησε με διπλωματικά μέσα να αποφύγει τη σύγκρουση, διέβλεψε τον κίνδυνο πολύ νωρίς και για αυτό το λόγο πρώτο του μέλημα υπήρξε να βρει πόρους, για να ενισχύσει την παραπαίουσα οικονομία του Βυζαντινού κράτους και φυσικά την άμυνα της Πόλης. Χαρακτηριστική της διάθεσης αλλά και της διορατικότητας του Αυτοκράτορα είναι η απάντηση του προς το Μωάμεθ, την οποία διασώζει ο ιστορικός Δούκας και αναφέρει τα εξής:
«Επειδή έχεις ήδη διαλέξει το δρόμο του πολέμου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σε μεταπείσω ούτε με όρκους, ούτε με κολακείες, πράξε λοιπόν ό,τι θέλεις. Εγώ καταφεύγω στο Θεό και αν Εκείνος θέλει να παραδώσει την πόλη αυτή στα χέρια σου, τότε ποιος μπορεί να πει όχι; Αν πάλι θελήσεις την ειρήνη, θα το δεχτώ με χαρά. Προς το παρόν όμως, πάρε πίσω τις συνθήκες και τους όρκους σου. Εγώ από δω και πέρα θα κρατώ κλεισμένες τις πύλες της Πόλης και θα υπερασπιστώ τους κατοίκους της, όσο αντέχει η δύναμη μου. Όσο για σένα, συνέχιζε να κυβερνάς σαν σκληρός δυνάστης, ώσπου ο Δικαιοκρίτης Θεός να αποδώσει σε καθέναν μας, σε εσένα και σε μένα, την αδέκαστη απόφαση Του».
Δεύτερο μέλημα του, υπήρξε η συγκέντρωση τροφίμων μέσα στα τείχη της Πόλης, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το ενδεχόμενο μιας μακροχρόνιας πολιορκίας. Η Τουρκική πολιορκία του 1453 δεν ήταν η μοναδική στη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντινού κράτους. Η Περιώνυμος Πόλη έγινε στόχος από τον έβδομο ήδη αιώνα των Αβάρων, των Αράβων και των Περσών, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν τα πλούτη και τους αμύθητους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης. Ακολούθησαν οι Φράγκοι, οι οποίοι και κατάφεραν το 1204 να την κυριεύσουν και να λεηλατήσουν τους πολύτιμους θρησκευτικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς, που διέθετε και να μεταφέρουν κάποιους από αυτούς στη Δύση.
Τέλος οι Τούρκοι προσπάθησαν δύο φορές ανεπιτυχώς στη διάρκεια των εξήντα προηγούμενων χρόνων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη μετά από πολιορκία. Τα πράγματα ήταν όμως πολύ διαφορετικά τότε και οι συνέπειες ελάχιστες γιατί, όπως παρατηρεί και ο Κριτόβουλος, είχε περισσότερους κατοίκους, άφθονα χρήματα και πλούσιο πολεμικό εξοπλισμό, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει επιτυχώς οποιαδήποτε επίθεση και πολιορκία. Την άνοιξη του 1453 όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο συγγραφέα, καθώς στο στενό του Βοσπόρου υπάρχουν τα δύο φρούρια, το Ανατολού και το Ρούμελη Χισάρ αντίστοιχα, και επομένως είναι αδύνατη η διέλευση βυζαντινών πλοίων.
Επιπλέον αναμενόταν μεγάλος Τουρκικός στόλος, έτοιμος να προσβάλει τα παραθαλάσσια τείχη και ήταν ελάχιστος ο αριθμός των κατοίκων της Πόλης σε σχέση με αυτόν των επιτιθέμενων. Ακόμη υπήρχε έλλειψη οικονομικών πόρων, δημόσιων και ιδιωτικών, έλλειψη ακόμη και των αναγκαίων αγαθών για επιβίωση και το χειρότερο δεν υπήρχε ελπίδα για κανενός είδους βοήθεια από πουθενά.
α) Εκκλήσεις προς τη Δύση για Βοήθεια
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είχε πολύ νωρίς αντιληφθεί την επικείμενη απειλή και τις εχθρικές διαθέσεις του νέου και φιλόδοξου σουλτάνου Μωάμεθ απέναντι στο Βυζαντινό κράτος. Καθώς όμως δεν υπήρχαν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για την οργάνωση της άμυνας της Πόλης, η μόνη λύση για τη σωτηρία της ήταν η βοήθεια από τη Δύση, αλλά και από τους ηγεμόνες των άλλων Χριστιανικών κρατών, καθώς οποιαδήποτε μέτρα και λαμβάνονταν, μικρή αποτελεσματικότητα μπορούσαν να έχουν, αν δεν συνοδεύονταν από μια ουσιαστική εξωτερική βοήθεια.
Οι τελευταίοι Παλαιολόγοι άλλωστε ήταν αναγκασμένοι, να χρησιμοποιούν την υπόσχεση της ένωσης των Εκκλησιών στις σχέσεις τους με τη Δύση και τον Πάπα με την ελπίδα, ότι αυτή θα έφερνε τη σωτηρία του κράτους τους. Επομένως από το 1451 υπήρξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα από βυζαντινής πλευράς με αποστολές πρεσβειών προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά το μόνο που κατόρθωναν να αποσπάσουν ήταν υποσχέσεις χωρίς καμία ουσιαστική βοήθεια. Οι δυτικοί ηγεμόνες άλλωστε θεωρούσαν ότι η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη, εφόσον και οι τελευταίες απόπειρες για μια οργανωμένη αντιμετώπιση του Ισλαμικού κινδύνου είχαν αποτύχει παταγωδώς.
Πίστευαν ότι είναι προτιμότερο να μην εμπλακούν σε μια ακόμη διαμάχη με το νέο σουλτάνο. Επιπλέον η πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση στα Ευρωπαϊκά κράτη δεν ήταν καθόλου καλή, ώστε να αναλάβουν την ευθύνη να βοηθήσουν το Βυζάντιο, καθώς αντιμετώπιζαν δικά τους εσωτερικά προβλήματα, τα οποία τις είχαν κυριολεκτικά εξαντλήσει. Η αποσύνθεση και η ανικανότητα της Ευρώπης, η εγκληματική της αδιαφορία και αδράνεια δεν της επέτρεψαν, να πράξει αυτό, που ήταν χρέος της απέναντι στο Βυζάντιο, αλλά και σε τελική ανάλυση το συμφέρον της, ώστε να καταφέρει και η ίδια να επιβιώσει από τον Τουρκικό επεκτατισμό.
Υπήρχε επιπλέον η πεποίθηση, ότι ο Μωάμεθ ήταν νέος και άπειρος, άρα ακίνδυνος τόσο για το Βυζάντιο, όσο και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Ακόμη όμως και αν επιχειρούσε να πολιορκήσει την Πόλη τα τείχη της θεωρούνταν τόσο ισχυρά, ώστε να αποσοβήσουν τον κίνδυνο. Αποστολή πρεσβευτών στάλθηκε στον βοεβόδα της Βλαχίας και αντιβασιλέα της Ουγγαρίας Ιωάννη Ουνυάδη και στον Πάπα Νικόλαο Ε’ θεωρώντας ότι μπορούσε να πιέσει, ώστε να οργανωθεί μια νέα σταυροφορία, η οποία θα μπορούσε να αναχαιτίσει τη δύναμη των Τούρκων.
Ο Ουνυάδης μάλιστα, σύμφωνα με το Σφραντζή, δέχτηκε να βοηθήσει τον Κωνσταντίνο, αν και είχε συνάψει τριετή συνθήκη ειρήνης με το Μωάμεθ, καθώς πίστευε, ότι η εκδίωξη του Τούρκου κατακτητή ήταν πια σχεδόν αδύνατη. Ο Πάπας υποσχόταν τη βοήθεια βέβαια, με απαραίτητο όρο να ανακληθεί και πάλι στον πατριαρχικό θρόνο ο πατριάρχης Γρηγόριος, ο οποίος ανήκε στη φιλοενωτική μερίδα και τον οποίο είχε καθαιρέσει η σύνοδος του 1450. Επίσης ζητούσε να τεθούν σε εφαρμογή οι αποφάσεις της συνόδου της Φλωρεντίας του 1439 και να γίνει πραγματικότητα η ένωση των εκκλησιών.
Ο Πάπας δεν ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει και είχε σκληρύνει τη στάση του απέναντι στους Βυζαντινούς, ήταν δυσαρεστημένος με τις αμφιταλαντεύσεις και τις υπαναχωρήσεις τους, στο θέμα της ένωσης ιδιαίτερα μετά και τα παράπονα του πατριάρχη Γρηγορίου για τη στάση των ανθενωτικών το καλοκαίρι του 1451. Ο Πάπας φάνηκε να αγνοεί τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο Κωνσταντίνος και τόνισε, ότι το τίμημα μιας πιο ουσιαστικής βοήθειας από τη μεριά του ήταν η ανεπιφύλακτη αποδοχή των συμφωνημένων της συνόδου της Φλωρεντίας, σε συνδυασμό με την αποκατάσταση του πατριάρχη Γρηγορίου στον πατριαρχικό θρόνο και τη μνημόνευση του ονόματος του Πάπα στις Ελληνικές εκκλησίες.
Ο Κωνσταντίνος φαίνεται ότι συμφωνούσε στο να πραγματοποιηθεί η ένωση από καθαρά ρεαλιστική σκοπιά, δηλαδή τη σωτηρία της Πόλης, ακόμη και αν αυτό σήμαινε, ότι δεν θα ήταν αγαπητός από τους υπηκόους του. Δεν ήταν φανατικός οπαδός της ένωσης αλλά είχε πεισθεί, ότι αυτή ήταν η μόνη ελπίδα. Στην Κωνσταντινούπολη από τη άλλη μεριά οι αντιδράσεις των ανθενωτικών ήταν εντονότερες και συσπειρώνονταν στο πρόσωπο του μοναχού Γεννάδιου, κατά κόσμον Γεώργιο Σχολάριο, ο οποίος υπήρξε από τους μεγαλύτερους αντιρρησίες της συνόδου. Άλλωστε η σκέψη της μεγάλης μάζας του λαού και του κλήρου ήταν πολύ δύσκολο να αλλάξει και τίποτα δεν μπορούσε να διαλύσει τα σύννεφα της προκατάληψης και του μίσους, που είχαν πυκνώσει με την πάροδο των χρόνων.
Ο Γεννάδιος ικέτευε το λαό να μείνει σταθερός και αταλάντευτος στην πίστη του, παρά στην ελπίδα για υλική βοήθεια από τους δυτικούς και τον Πάπα, γιατί θεωρούσε ότι είτε η βοήθεια θα ήταν ανεπαρκής, είτε ότι οι Λατίνοι θα ζητούσαν ανταλλάγματα, που θα ανάγκαζαν τους Ορθόδοξους να μολύνουν την πίστη τους. Άλλωστε ο ίδιος ανησυχούσε περισσότερο για το θρησκευτικό και κατ΄ επέκταση το δογματικό ζήτημα και τη σωτηρία των ψυχών του Βυζαντινού λαού, παρά για την απώλεια της Κωνσταντινούπολης, γιατί πίστευε ότι το τέλος του κόσμου πλησίαζε και δεν υπήρχε καμία ελπίδα σωτηρίας.
Ήταν φανερό ότι για τους ανθενωτικούς η ένωση αποτελούσε ένα ευτελές υλιστικό επιχείρημα και θεωρούσαν προτιμότερο να εμπιστευθεί ο αυτοκράτορας την τύχη της Πόλης στο Θεό, παρά στην υλική βοήθεια από τη Δύση. Άλλωστε το κλίμα που επικρατούσε στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν σε καμία περίπτωση φιλοδυτικό. Ωστόσο, όταν ο καρδινάλιος Ισίδωρος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 26 Οκτωβρίου 1452 μαζί με έναν μικρό αριθμό τοξοτών, έκανε εντύπωση στον λαό και προς στιγμήν η κοινή γνώμη φάνηκε να μεταστρέφεται υπέρ της ένωσης των Εκκλησιών, καθώς υπήρχε η ελπίδα ότι το μικρό εκείνο σώμα θα ακολουθούνταν από μια μεγάλη δύναμη, γεγονός που προκάλεσε στη φιλοενωτική μερίδα κυρίως συναισθήματα χαράς και ενθουσιασμού.
Ο Ισίδωρος όμως, εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη για να επιβεβαιώσει και να γιορτάσει την ένωση των εκκλησιών σε μια τελετή στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας και οι τοξότες, που έφερε μαζί του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια καλή χειρονομία. Ο λαός για αρκετό διάστημα ήταν διχασμένος. Οι ανθενωτικοί θεωρούσαν ότι ενεργούσαν ενάντια στην πατρίδα και όταν άρχισαν να αντιλαμβάνονται, ότι δεν θα ερχόταν η μεγάλη βοήθεια, στην οποία έλπιζαν, ξέσπασαν ταραχές. Τόσο μεγάλο ήταν το μίσος και η εχθρότητα, που έτρεφαν οι Βυζαντινοί ενάντια στον Πάπα και τους Φράγγους.
Καθώς ήταν νωπές οι μνήμες της προ δύο αιώνων αλώσεως της Πόλης από τους σταυροφόρους, ώστε ακόμη και στον έσχατο αυτό κίνδυνο, στον οποίο βρίσκονταν, να διακηρύττουν ότι «Κρειττότερόν ἐστιν εἰδέναι ἐν μέσῳ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἤ καλύπτραν Λατινικήν». Ο Λεονάρδος, που είχε φτάσει στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Ισίδωρο πρότεινε στον Κωνσταντίνο να καταστείλει τις εξεγέρσεις φυλακίζοντας τους υποκινητές καθώς η περηφάνια είχε κυριεύσει σχεδόν όλους τους Έλληνες και δεν ήθελαν να προδώσουν την πίστη τους. Η υπόδειξη ήταν φυσικά εσφαλμένη, γιατί θα προκαλούσε νέες αντιδράσεις, για αυτό και ο Κωνσταντίνος αρκέστηκε στο να καλέσει την επιτροπή των αντιρρησιών στο παλάτι και να εκθέσουν τις απόψεις τους.
Η στάση και οι απόψεις του δεν ήταν βέβαια παράλογες, καθώς πέρα από τις δογματικές διαφορές πίστευαν, ότι η ένωση θα προκαλούσε σχίσμα μεταξύ της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και των άλλων ορθόδοξων Εκκλησιών. Σε αυτή τη δεδομένη στιγμή όμως προτεραιότητα είχε η ένωση με τη Δύση, η οποία θα έφερνε πολύτιμη βοήθεια και όχι η ενότητα των ανατολικών Εκκλησιών που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Για αυτό το λόγο ο Κωνσταντίνος επεδίωξε την ύστατη εκείνη στιγμή, την φορτισμένη από φόβο και θρησκευτική υστερία, να θέσει σε εφαρμογή το ναυαγισμένο σχέδιο της εκκλησιαστικής ένωσης και στις 12 Δεκεμβρίου 1452 διακήρυξε σε μια τελετή σύμφωνη με το Ρωμαϊκό τυπικό στην Αγία Σοφία και ενώ ήταν παρών ο καρδινάλιος Ισίδωρος ως απεσταλμένος του πάπα την ένωση των Εκκλησιών.
Στη διάρκεια της τελετής μνημονεύτηκε το όνομα του Πάπα και του πατριάρχη, οι οποίοι απουσίαζαν και διαβάστηκαν τα διατάγματα της συνόδου της Φλωρεντίας. Δεν υπήρχε όμως ενθουσιασμός μεταξύ των Βυζαντινών και ελάχιστοι εκκλησιάζονταν από εκεί και πέρα στη Μεγάλη Εκκλησία. Προτιμούσαν άλλες μικρότερες εκκλησίες, που ήταν «αμόλυντες» και τηρούσαν το Ορθόδοξο τυπικό κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και ενδόμυχα πιθανότατα πίστευαν, ότι, αν σωζόταν η Πόλη, η αναγκαστική αυτή ένωση θα ακυρωνόταν.
Σύμφωνα δε με τον ιστορικό Δούκα, καλόγριες, ηγούμενοι, ιερείς και πνευματικοί, μαζί με πλήθος λαϊκών και σε συνεννόηση με τον Γεννάδιο αναθεμάτιζαν όσους είχαν δεχτεί την Ένωση, ενώ ο αμόρφωτος όχλος βροντοφώναζε, ότι δεν θέλει την Ένωση, ούτε τη βοήθεια των Λατίνων. Η ιστορία απέδειξε ότι η Ένωση των Εκκλησιών ήταν ουσιαστικά ανέφικτη και ότι η αποδοχή της από τη Σύνοδο της Φλωρεντίας και έπειτα στις τελευταίες κρίσιμες ώρες πριν από την Άλωση, υπήρξε πηγή αδυναμίας και μόνο, όπως ισχυρίζεται και ο ιστορικός C. Mijatovich, καθώς διαίρεσε τον Χριστιανικό κόσμο και παρέλυσε τις όποιες δυνάμεις είχαν απομείνει.
Από την άλλη μεριά βέβαια και οι ενωτικοί εξέφραζαν τα δικά τους σοβαρά επιχειρήματα, σχετικά με την άποψη που πρέσβευαν, γιατί η Βασιλεύσα κινδύνευε και η μόνη βοήθεια στην οποία μπορούσε να ελπίζει ήταν από τη Δύση. Εύλογα επομένως ήταν διατεθειμένοι, να θυσιάσουν τα πάντα, προκειμένου να σώσουν την εθνική τους ελευθερία.
β) Οργάνωση της Άμυνας
Εκτός από τη διπλωματική δραστηριότητα, που έλαβε χώρα κατά τα έτη 1452 ‐ 1453, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε να οργανώσει την άμυνα της Πόλης όσο το δυνατόν καλύτερα, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη χρημάτων και την ανεπάρκεια στρατιωτικών δυνάμεων ικανών να επανδρώσουν τα τείχη και να ενισχύσουν τη φύλαξη της Πόλης. Η κινητοποίηση των κατοίκων αλλά και των ιθυνόντων ήταν άμεση και ιδιαίτερα επιτακτική, από τη στιγμή μάλιστα που έγιναν γνωστές οι προθέσεις του νέου σουλτάνου με την έναρξη των εργασιών για το χτίσιμο του φρουρίου, του Ρούμελη Χισάρ το Μάρτιο του 1452.
Όπως βεβαιώνουν και οι ιστορικοί της Άλωσης, ο Κωνσταντίνος έκανε ότι καλύτερο μπορούσε με τα λιγοστά μέσα τα οποία διέθετε και μάλιστα ο έμπιστος σύμβουλος του Σφραντζής, δηλώνει με αγανάκτηση εναντίον εκείνων, που κατηγορούσαν τον Αυτοκράτορα για αμέλεια, ότι ο Κωνσταντίνος, ό, τι μπορούσε να κάνει, το έκανε. Το μόνο που μπορούσε ακόμη να κάνει και δεν το έκανε, ήταν να εγκαταλείψει την Πόλη και να ζητήσει τη δική του σωτηρία μακριά από αυτή. Ο Αυτοκράτορας σίγουρα ήταν ανήσυχος, αλλά όχι φανερά τουλάχιστον αποθαρρυμένος.
Δεν τον κατείχε ηττοπάθεια και επειδή πίστευε, ότι με τη βοήθεια του Θεού η Κωνσταντινούπολη θα έβγαινε άλλη μια φορά αλώβητη από αυτή τη δοκιμασία, προσπαθούσε με κάθε τρόπο και το πετύχαινε, να ενθαρρύνει το λαό του, αλλά και τους αξιωματικούς του και τους ξένους, οι οποίοι προσφέρθηκαν την κρίσιμη στιγμή, να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της Πόλης. Πρώτα από όλα ασχολήθηκε με την επισκευή των τειχών. Αναφερόμενοι στα τείχη της Κωνσταντινούπολης εννοούμε ένα σύνολο οχυρωματικών έργων, τα οποία επιδιορθώθηκαν ή τροποποιήθηκαν αρκετές φορές σε διαφορετικές εποχές.
Εντούτοις, η γενική διαμόρφωση των διαφόρων τμημάτων τους παρέμεινε αναλλοίωτη μέχρι την πτώση του Βυζαντίου και, όπως ήταν φυσικό, καθοριζόταν από την τοπογραφία του χώρου. Έτσι, είναι δυνατό να προχωρήσουμε σε μία πρώτη διάκριση μεταξύ των θαλάσσιων και των χερσαίων τειχών. Τα χερσαία τείχη, τα οποία εκτείνονταν από την Προποντίδα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο, κτίστηκαν από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ το 413 μ.Χ. και ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς Θεοδοσιακά τείχη ή τείχος Θεοδοσιακόν.
Επειδή όμως τα τείχη αυτά δεν περιέκλειαν σημαντικό τμήμα της Πόλης, όπως το Επταπύργιον ή το Έβδομον, ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος τον 7ο αιώνα διέταξε να κατασκευαστεί νέο τείχος το επονομαζόμενο Μονότειχος για να ασφαλίσει το παλάτι και το ναό των Βλαχερνών, ενώ μετά τη δημιουργία του νέου τείχους κατεδαφίστηκε το παλιό. Τέλος ο Αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος από το 813 μ.Χ. έως και το 820 μ.Χ. ανήγειρε νέο μικρότερο τείχος, περίπου 100 μέτρων, χωρίς να κατεδαφίσει το εσωτερικό του Ηρακλείου. Τα θαλάσσια τείχη λόγω του ισχυρού Βυζαντινού ναυτικού και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της θάλασσας, είχαν μικρότερη σημασία.
Αντίθετα, τα χερσαία τείχη, επειδή εκτείνονταν σε έδαφος που δεν προσέφερε φυσική άμυνα, απαιτούσαν σημαντική κατασκευή, πιο πολύπλοκη και φυσικά πιο ισχυρή. Όλους τους χειμερινούς μήνες, με την προτροπή και τη συμμετοχή του Αυτοκράτορα, άνδρες και γυναίκες εργάζονταν με ζήλο νύχτα και μέρα συγκεντρώνοντας όπλα και προμήθειες, καθαρίζοντας τις τάφρους και επισκευάζοντας τα τείχη, καθώς πολλά μέρη του τεράστιου εκείνου οικοδομήματος είχαν υποστεί ρωγμές και είχαν καταπέσει. Επομένως υπήρξε ζωτικής σημασίας η επισκευή των ρηγμάτων και των ετοιμόρροπων μερών των χερσαίων τειχών.
Επιπλέον η εξωτερική προστατευτική τάφρος χρειάστηκε να καθαρισθεί και να εκβαθυνθεί και την εργασία αυτή φαίνεται, ότι ανέλαβε ο Ενετός πλοίαρχος Aluvixe Diedo, ο επικεφαλής τριών γαλέρων μαζί με τους άνδρες του, σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro. Η εργασία αυτή ξεκίνησε στις 14 Μαρτίου και ολοκληρώθηκε το Μεγάλο Σάββατο στις 31 Μαρτίου του 1453. Ήταν το τελευταίο Σαββατοκύριακο, που κυλούσε με ηρεμία για την Πόλη, καθώς τη Δευτέρα του Πάσχα θα εμφανίζονταν τα πρώτα τμήματα του Τουρκικού στρατού και θα άρχιζε η κρίσιμη και τελευταία πολιορκία.
Τα χερσαία τείχη είχαν προστατεύσει την Πόλη επί μία σχεδόν χιλιετία από τις διάφορες εχθρικές επιδρομές και από τις προηγούμενες Οθωμανικές απόπειρες κατάληψης της.Τα τείχη ήταν διπλά σε όλο το μήκος τους, εκτός από το Ηράκλειο τείχος, το οποίο ήταν μονό και χωρίς τάφρο και το οποίο αποτελούσε το αδύνατο σημείο της οχύρωσης. Στην ουσία, επρόκειτο για ένα σύνθετο οχυρωματικό έργο, αποτελούμενο από μια διπλή σειρά τειχών, χωρισμένη στο κυρίως τείχος και το προτείχισμα. Το εσωτερικό τείχος ήταν ψηλότερο, πιο παχύ και περιστοιχιζόταν από πύργους. Το εξωτερικό τείχος είχε εμφανώς μικρότερο ύψος.
Το εξωτερικό τείχος ήταν περίπου τέσσερα μέτρα από το επίπεδο του προαυλίου και γύρω στα οχτώ μέτρα στην εξωτερική πλευρά λόγω της κατωφέρειας του εδάφους. Ο χώρος μεταξύ των δύο τειχών ονομαζόταν περίβολος. Το σύνολο συμπληρωνόταν από μία αμυντική τάφρο, στο εξωτερικό του προτειχίσματος. Επειδή λοιπόν το Ηράκλειο τείχος ήταν πιο αδύναμο από την υπόλοιπη οχύρωση, ο Κωνσταντίνος φρόντισε να ανοιχθεί μία τάφρος βάθους 2,5 μέτρων και μήκους 30 μέτρων. Τα χερσαία τείχη αποτελούσαν πάντοτε αγκάθι για τους εχθρούς της Πόλης και τους οδηγούσαν σε απόγνωση. Τώρα, στα 1453, αποτελούσαν την τελευταία ελπίδα των κατοίκων της Βασιλεύουσας.
Είχαν επισκευαστεί αρκετά καλά και μπορούσαν να κρατήσουν σε απόσταση κάθε συμβατική επίθεση, όχι όμως βομβαρδισμό βαρέως πυροβολικού και ήταν ζήτημα χρόνου η εξάντληση των προμηθειών και τα αποθέματα των υπερασπιστών. Άλλωστε με την ολοκλήρωση του Ρούμελη Χισάρ η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν για πρώτη φορά αποκομμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη τόσο από τη θάλασσα όσο και από την ξηρά. Επιπλέον ο Αυτοκράτορας είχε ζητήσει να γίνει στρατολόγηση όλων των ανδρών, που μπορούσαν να πολεμήσουν. Ο ιστορικός Σφραντζής ανέλαβε αυτό το καθήκον και κάνει λόγο για 4.773 Έλληνες και περίπου 2.000 ξένους ικανούς να υπερασπιστούν την Πόλη.
Για την εξεύρεση οικονομικών πόρων ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να κάνει κάτι, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί άπρεπο και ιερόσυλο για κάποιον, που σέβεται τη θρησκεία και την εκκλησία. Επειδή το κράτος δεν είχε χρήματα, για να πληρώσει τους μισθούς των στρατευμένων, ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή να αφαιρέσουν από τους ναούς τα ιερά σκεύη, πού ήταν αφιερωμένα στο Θεό και να τα μετατρέψουν σε νομίσματα. Συμπληρώνει όμως ο συγγραφέας, που αναφέρει το συγκεκριμένο γεγονός, ότι οι δύσκολοι καιροί επέβαλαν να γίνει αυτή η ενέργεια και ότι ο Αυτοκράτορας είχε πρόθεση, αν σωζόταν η πόλη, να επιστρέψει όλα αυτά στο τετραπλάσιο.
Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κωνσταντίνος και οι άρχοντες της Πόλης, συνηθισμένοι από προηγούμενες πολιορκίες, φρόντισαν να συγκεντρώσουν όσο το δυνατό περισσότερα τρόφιμα, για να είναι δυνατή η αντιμετώπιση μακροχρόνιας πολιορκίας.
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
Μέσα σε λίγες δεκαετίες οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Βαλκανικής και από το 1394 έως το 1402 έκαναν μια πρώτη απόπειρα να εξαναγκάσουν την Κωνσταντινούπολη σε παράδοση αποκλείοντάς την. Η ήττα των Τούρκων από τον Ταμερλάνο στη μάχη της Άγκυρας (1402) και οι επακόλουθες συγκρούσεις ανάμεσα σε μέλη της οθωμανικής δυναστείας πρόσφεραν μια πρόσκαιρη ανακούφιση στο Βυζάντιο, αλλά μετά την ανάδειξη στην εξουσία του σουλτάνου Μουράτ Β’ (1421) το οθωμανικό κράτος ανέκαμψε και η επικράτεια του Βυζαντινού Αυτοκράτορα περιορίστηκε πάλι στην Κωνσταντινούπολη και κάποιες παράκτιες πόλεις της Θράκης.
α) Οι Αντίπαλες Δυνάμεις και η Διάταξη τους
Η έναρξη της πολιορκίας συνέπεσε με τον εορτασμό του Πάσχα, την πρώτη Απριλίου του 1453. Οι Χριστιανοί πολλές μέρες πριν παρακαλούσαν με αγωνία, να περάσουν τη Μεγάλη Εβδομάδα με ησυχία κάτι που πραγματικά συνέβη. Η Κυριακή του Πάσχα, η πιο σπουδαία μέρα της Ορθοδόξων, γιορτάστηκε με ένα μείγμα ευσέβειας και αγωνίας. Οι καμπάνες χτυπούσαν αναστάσιμα και μόνο η Αγία Σοφία παρέμεινε άδεια και σκοτεινή. Την επομένη, Δευτέρα δύο Απριλίου εμφανίστηκε έξω από τα τείχη το πρώτο απόσπασμα του εχθρού, αποτελούμενο από Οθωμανούς καβαλάρηδες.
Ο Αυτοκράτορας έστειλε ένα τμήμα από αμυνόμενους, να τους αναχαιτίσει και στη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκαν μερικοί από τους εισβολείς. Καθώς κυλούσε η μέρα όμως έκαναν την εμφάνιση τους όλο και περισσότεροι Τούρκοι, για αυτό και οι αμυνόμενοι, που είχαν βγει για να απωθήσουν το πρώτο στράτευμα που είχε εμφανιστεί, υπό τις οδηγίες του Κωνσταντίνου, οπισθοχώρησε και αποσύρθηκε μέσα στην Πόλη. Επιπλέον μετά από εντολή του Αυτοκράτορα και πάλι καταστράφηκαν οι όλες οι γέφυρες της τάφρου και οι πύλες κλείστηκαν.
Ένα μεγάλο φράγμα απλώθηκε στην είσοδο του λιμανιού του Κεράτιου κόλπου, που δεν ήταν άλλο από μια μεγάλη αλυσίδα στερεωμένη με το ένα άκρο στον πύργο του Ευγένιου και με το άλλο σε ένα πύργο των παραθαλάσσιων τειχών του Πέραν. Η Κωνσταντινούπολη οχυρώθηκε όσο το δυνατόν καλύτερα απέναντι σε ό, τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Τις επόμενες μέρες ο στρατός του σουλτάνου άρχισε μεθοδικά, οργανωμένα και με καλό προγραμματισμό να συγκεντρώνεται έξω από την Πόλη. Στις 6 Απριλίου επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι κατέλαβαν τις τελικές τους θέσεις.
Ο ίδιος ο σουλτάνος στρατοπέδευσε στο λόφο του Μάλτεπε, στο κέντρο του στρατού και απέναντι από το μέρος των τειχών που θεωρούσε το καταλληλότερο για επίθεση, σε απόσταση βολής από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, στο ίδιο σημείο όπου το 1422 διεξήγαγε την πολιορκία ο πατέρας του Μουράτ, σε σημείο τέτοιο όμως, ώστε να βρίσκεται όσο ήταν δυνατό πιο κοντά στα τείχη, αλλά παράλληλα έξω από τα όρια εμβέλειας των Χριστιανικών βολών με τόξα ή άλλου είδους βλητικές μηχανές. Μπροστά και στα πλαϊνά της σκηνής του σουλτάνου τοποθετήθηκαν οι γενίτσαροι και μπροστά από αυτούς, ακριβώς απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού τοποθετήθηκε το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού.
Έπειτα ανέπτυξε τα στρατεύματα του με επικεφαλής τους διοικητές, υποδεικνύοντας στον καθένα τη θέση, την οποία είχε να διαφυλάξει και να υπερασπίζεται και έδινε οδηγίες στον καθένα για το τι πρέπει να κάνει. Ο Ζαγανός Πασάς με ένα τμήμα του στρατού στάλθηκε στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου και απλώθηκε στους λόφους γύρω από το Γαλατά, απομονώνοντας το Πέραν, για να επιβλέπει κάθε κίνηση των Γενουατών. Ο Καρατζά Πασάς, αρχηγός των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, από την άλλη μεριά, ανέλαβε την αρχηγία του αριστερού κέρατος της στρατιάς των πολιορκητών. Σκοπός του ήταν να κυκλώσει και να φυλάττει όλο εκείνο το τμήμα του χερσαίου τείχους, το οποίο εκτεινόταν από την Ξυλόπορτα, έφτανε μέχρι τα ανάκτορα του Πορφυρογέννητου και κατέληγε στη Χαρίσια πύλη.
Στον Ισαάκ Πασά, που ήταν διοικητής των στρατιωτικών σωμάτων από την ανατολή, και στον Μαχμούτ βεζίρη ανέθεσε την πολιορκία των τειχών, που εκτείνονταν από το Μυριάνδριο, στα δεξιά της σκηνής του σουλτάνου και έφτανε ως τη Χρυσή πύλη, συμπεριλαμβανομένης και της παραλίας της Προποντίδας. Ο ίδιος ο Μωάμεθ, μαζί με τους δύο πασάδες Χαλήλ και Σαρατζά, ανέλαβε, όπως προαναφέρθηκε, την πολιορκία του κεντρικού τμήματος του χερσαίου τείχους, το οποίο θεωρούσε πιο αδύναμο και ευπρόσβλητο. Μαζί του είχε όλο τον προσωπικό του στρατό, τους καλύτερους πολεμιστές της αυλής του.
Ολόκληρη η πεδιάδα γέμισε σκηνές και ήταν αξιοπερίεργο θέαμα για τους αμυνόμενους να παρακολουθούν πάνω από τα τείχη το πολυάριθμο αυτό σμήνος που έμοιαζε «με αμέτρητους κόκκους άμμου απλωμένους». Κανένας άλλος Οθωμανός σουλτάνος δεν είχε ποτέ συγκεντρώσει τόσο πολυάριθμο στρατό σαν εκείνο που έφερε ο Μωάμεθ κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο στρατός του σουλτάνου λοιπόν, που αποτελείτο από στρατεύματα των ανατολικών και δυτικών επαρχιών του Οθωμανικού κράτους, αλλά και από τα επικουρικά στρατεύματα που όφειλαν τα υποτελή Χριστιανικά κράτη να στέλνουν, υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε περίπου 150.000.
Συνίστατο δε από το πεζικό, το ιππικό, το πυροβολικό και τους ελαφρά οπλισμένους (τοξότες, σφενδονιστές, ακοντιστές). Οι πολεμιστές αυτοί ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο, αμυντικό ή επιθετικό. Έφεραν ασπίδες μικρές και μεγάλες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη, τόξα και βέλη, ξίφη και οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν κατάλληλο για τειχομαχία. Εκτός όμως από τον τακτικό στρατό το κύριο σώμα του στρατού ακολουθούσε και ένας μεγάλος αριθμός σιτιστών, υπηρετών, τεχνιτών, αλλά και πλήθος ατάκτων, οι οποίοι ήθελαν να συμμετάσχουν στην τριήμερη λεηλασία, που είχε υποσχεθεί από πριν ο σουλτάνος.
Η προσδοκία της ανεξέλεγκτης αυτής διαρπαγής και λεηλασίας παντός αγαθού φαίνεται ότι αποτελούσε πολύ σοβαρό κίνητρο για μεγάλη μερίδα του Τουρκικού λαού κατά τις ημέρες εκείνες. Επιπλέον είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς, ότι η εικόνα του Τουρκικού στρατού έξω από τα τείχη της Πόλης ήταν τόσο συγκεχυμένη, που ήταν αδύνατο, αν όχι ακατόρθωτο, να υπολογίσει κανείς με ακρίβεια τον αριθμό των πολεμιστών, αλλά και να τους διαχωρίσει από το πλήθος των βοηθητικών σωμάτων, που τους συνόδευαν. Οι παρατηρητές μπορούσαν να διακρίνουν από τον τρόπο της ενδυμασίας τους και από τα διαφορετικά χρώματα τα διάφορα σώματα του Τουρκικού στρατού, ενώ είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος, με τον οποίο σχολιάζει ο Φλωρεντινός έμπορος Tetaldi.
Για το ετερόκλητο αυτό πλήθος των πολεμιστών αναφέρει τα εξής: «Το ένα τέταρτο αυτών φορούσαν αλυσιδωτά πλέγματα ή δερμάτινους χιτώνες, πολλοί από τους άλλους ήταν οπλισμένοι όπως οι Γάλλοι, άλλοι σαν Ούγγροι και άλλοι πάλι, είχαν σιδερένια κράνη, τουρκικά τόξα και βαλλίστρες. Οι υπόλοιποι στρατιώτες δεν έφεραν εξοπλισμό, εκτός από ασπίδες και γιαταγάνια – ένα είδος Τουρκικού σπαθιού». Τέλος κάτι άλλο που προκαλούσε έκπληξη σε όσους κοίταζαν από τα τείχη, ήταν ο πολύ μεγάλος αριθμός ζώων.
Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει ότι «τα υποζύγια ήταν διπλάσια από τους ανθρώπους και ότι οι Τούρκοι ήταν τόσο προνοητικοί, ώστε να έχουν μαζί τους πάμπολλες καμήλες και μουλάρια με εφόδια, όχι μόνο για τα ίδια, αλλά και για τους άνδρες και τα άλογα, καθώς και ότι ο καθένας από αυτούς προσπαθούσε να κάνει επίδειξη, έχοντας μαζί του τα καλύτερα από τα ζώα του, άλογα, μουλάρια και καμήλες».
Το θέαμα του πλήθους αυτού των πολεμιστών, των υποζυγίων, των ατάκτων, των ιππέων, το νέφος σκόνης, που προκαλούνταν από την κίνηση τους, η κλαγγή των όπλων, ο θόρυβος, που προκαλούσε αυτή η λαοθάλασσα, η αντήχηση των σαλπίγγων, ο χτύπος των τυμπάνων, αλλά και ο θόρυβος των υποζυγίων θα πρέπει να ήταν περίεργο αλλά ταυτόχρονα και τρομακτικό θέαμα για τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και είναι πολύ δύσκολο, όπως αναφέρει ο ιστορικός G. Schlumberger, να το αναπλάσει κανείς στη φαντασία του.
Συμπερασματικά, όσον αφορά τον τακτικό Τουρκικό στρατό καταλήγουμε στο εξής: κατά την έναρξη της πολιορκίας ήταν γύρω στις 150 με 160 χιλιάδες και επομένως δεχόμαστε ότι ο ιστορικός Barbaro βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, ενώ είναι πολύ πιθανό ο αριθμός αυτός να αυξήθηκε σταδιακά φτάνοντας τις 200 χιλιάδες, καθώς η πολιορκία διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους ηγεμόνες και στρατιωτικούς αρχηγούς, υποτελείς του σουλτάνου να συγκεντρώσουν στρατό και να τον οδηγήσουν στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, με σκοπό να επωφεληθούν από την πιθανή άλωση της και να αποκτήσουν την εύνοια του σουλτάνου.
Οι αμυνόμενοι από την άλλη πλευρά ήταν πολύ λιγότεροι και υποχρεούνταν να καλύψουν όλο το μήκος των χερσαίων τειχών. Για το λόγο αυτό η αμυντική δραστηριότητα περιορίστηκε στα χερσαία τείχη, εφόσον λόγω των αντίθετων θαλάσσιων ρευμάτων του στη θάλασσα του Μαρμαρά, δεν αναμενόταν σημαντική επιθετική δραστηριότητα. Αρχικά ο Αυτοκράτορας, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, ζήτησε από τον πιστό του φίλο Γεώργιο Σφραντζή, να κάνει μία μυστική απογραφή των ανδρών που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και ήταν είτε έμπειροι στρατιώτες, είτε έστω ικανοί να πολεμήσουν.
Μετά το πέρας της δυσάρεστης αυτής υπηρεσίας τα αριθμητικά δεδομένα υπήρξαν απογοητευτικά, καθώς υπήρχαν μονάχα 7.000 στρατιώτες, από τους οποίους οι 4.973 ήταν Έλληνες και 2.000 περίπου ξένοι, αριθμός μηδαμινός σε σχέση με το πολυάριθμο πλήθος των Τούρκων. Από αυτούς οι περισσότεροι Έλληνες δεν ήξεραν να πολεμούν και μάχονταν με ασπίδες, σπαθιά, ακόντια και τόξα περισσότερο βάσει ενστίκτου παρά ικανοτήτων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος ο Χίος. Το λιμάνι στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου ανέλαβε να προστατεύσει ο Βενετός Γαβριήλ Τριβιζάνος με 50 άνδρες.
Ενώ παράλληλα ο κόλπος ασφαλίστηκε με μια αλυσίδα, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, από τον Βαρθολομαίο Σολίγο, έπειτα από διαταγή του Αυτοκράτορα, η οποία τοποθετήθηκε στις 2 Απριλίου και με εννιά πλοία, τα οποία παρατάχθηκαν πίσω από αυτή υπό τις διαταγές του Diedo στις 9 του ίδιου μήνα. Η αλυσίδα ήταν από τη μια μεριά σφηνωμένη στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, ενώ από την άλλη στο πύργο των παραθαλάσσιων τειχών του Γαλατά, στη συνοικία του Πέραν. Η άμυνα όμως των πολιορκημένων παρουσίαζε ένα σοβαρότατο μειονέκτημα, το οποίο δεν ήταν άλλο από την έλλειψη εφεδρειών, ώστε να καλύπτονται τα κενά.
Υπήρχε μονάχα ένας μικρός αριθμός ιππέων οι οποίοι ήταν κατά πάσα πιθανότητα υπό τις εντολές του Λουκά Νοταρά και οι οποίοι περιέτρεχαν όλο το μήκος του τείχους ελέγχοντάς το. Στις 5 Απριλίου οι αμυνόμενοι κατέλαβαν τις θέσεις που τους είχε καθορίσει ο Αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος με τις καλύτερες δυνάμεις του τοποθετήθηκε στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, απέναντι ακριβώς από το σουλτάνο, καθώς πίστευε ότι εκεί θα ήταν το επίκεντρο των προσπαθειών των πολιορκητών, όπως πράγματι συνέβη. Ο ιστορικός Σφραντζής όμως μας παραθέτει και μία άλλη μαρτυρία σχετική με τον Αυτοκράτορα, σύμφωνα με την οποία ο Κωνσταντίνος έφιππος περιπολούσε μέρα και νύχτα τα τείχη και την πόλη, για να έχει τον πλήρη έλεγχο και να είναι γνώστης του τι συνέβαινε σε κάθε σημείο της πολιορκημένης βασιλεύουσας.
Ο Ιουστινιάνης μαζί με 700 Γενουάτες βρισκόταν στα δεξιά του Κωνσταντίνου στην πύλη του Χαρισίου. Ο Ιουστινιάνης είχε καταφθάσει από τη Γένοβα στις 26 Ιανουαρίου του 1453, με δύο τεράστια πλοία, έχοντας βαρύ και αποτελεσματικό εξοπλισμό, συνοδευόμενος από ένοπλους νέους, γεμάτους πολεμικό μένος, όπως αναφέρει ο ιστορικός Δούκας. Ο ίδιος ο Ιουστινιάνης ήταν άνδρας ικανότατος, γενναίος και πολύ έμπειρος σε μάχες, το ίδιο και οι άνδρες του, που ήξεραν, όπως και ο αρχηγός τους, να μάχονται σε στεριά και θάλασσα. Όταν ο γενναίος πολέμαρχος αντιλήφθηκε, ότι οι Τούρκοι εστίαζαν τις επιθέσεις τους στο σημείο, όπου βρισκόταν ο Κωνσταντίνος, ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Αυτοκράτορα.
Άλλωστε, έχοντας την εμπιστοσύνη του Αυτοκράτορα, επενέβη πιο πριν στην άμυνα της Πόλης και εξόπλισε το χερσαίο τείχος και τις επάλξεις του με πετροβόλα μηχανήματα και άλλα μέσα. Επιπλέον διάλεγε ο ίδιος τους μαχητές και επέλεγε τις θέσεις, από όπου θα μάχονταν, καθοδηγώντας τους με ποιο τρόπο θα αντιμετώπιζαν τους επιτιθέμενους και θα υπερασπίζονταν τα τείχη. Οι υπερασπιστές εξασκήθηκαν στο χειρισμό των όπλων, καθώς όλοι εκείνοι οι απλοί πολίτες, οι μοναχοί και οι εργάτες, θα αναλάμβαναν μαζί με τους λιγοστούς στρατιώτες, την προστασία και την άμυνα της πόλης και δεν είχαν την παραμικρή γνώση, όσον αφορά τα πολεμικά και τη στρατιωτική εκπαίδευση.
Ακόμη και το λιμάνι εξασφάλισε με φορτηγά και πολεμικά πλοία και εξόπλισε το θαλάσσιο τείχος, όπως ακριβώς το χερσαίο. Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης με τους 700 Γενουάτες και τα δύο πλοία με τα οποία έφτασε για να συνδράμει στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης, ήταν η μεγαλύτερη βοήθεια από όσες έλαβε η πολύπαθη Πόλη από την Ευρώπη. Ο Αυτοκράτορας, επειδή είχε χαρεί με τον ερχομό του Ιουστινιάνη και επειδή αντιλήφθηκε τις στρατιωτικές ικανότητες του, τον διόρισε πρωτοστράτορα, δηλαδή γενικό αρχηγό του στρατού, αναθέτοντας του ποικίλες αρμοδιότητες στην οργάνωση της άμυνας και του υποσχέθηκε τη νήσο Λήμνο με χρυσόβουλο, αν σωζόταν η Κωνσταντινούπολη.
Ο Σφραντζής αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συμπατριώτες του ήταν λιγοστοί, ανέθεσε τη φύλαξη καίριων θέσεων στα τείχη και σε ξένους. Ο Ενετός Βάιλος Ιερώνυμος Μινότο βρισκόταν στο παλάτι των Βλαχερνών. Οι Καταλανοί ήταν υπεύθυνοι για τη φύλαξη της περιοχής του Βουκολέοντα μέχρι την περιοχή του Κοντοσκαλίου. Ο Ιάκωβος Κονταρίνι φύλαγε τα θαλάσσια τείχη μέχρι την περιοχή της Ψαμμαθίας και ο Γενουάτης Μανουήλ τη Χρυσή πύλη με τη συνοδεία 200 τοξοτών. Οι αδερφοί Παύλος και Αντώνιος Τρωίλο ανέλαβαν να προστατεύουν το Μυριάνδριο και κατάφεραν να αποκρούσουν πολλές επιθέσεις των Τούρκων.
Στο Θεόφιλο Παλαιολόγο ανατέθηκε η φύλαξη της πύλης της Πηγής (Σηλυβρίας), ενώ ο Θεόδωρος Καρυστηνός μαζί με το Γερμανό Ιωάννη Γκραντ βρίσκονταν στην Καλιγαρία πύλη. Οι Γενουάτες Ιερώνυμος και Λεονάρδος βρίσκονταν στην Ξυλόπορτα, ενώ ο καρδινάλιος Ισίδωρος ήταν επικεφαλής της φύλαξης της περιοχής του Κυνηγεσίου ως την περιοχή του Αγίου Δημητρίου. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη του Πετρίου ως την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας. Τέλος τη φύλαξη της Ωραίας πύλης ανέλαβαν οι ναυτικοί από την Κρήτη. Τα θαλάσσια τείχη ήταν αραιότερα επανδρωμένα.
Οι άπειροι πολεμικά μοναχοί ανέλαβαν τη φύλαξη των θαλάσσιων τειχών από την πλευρά του Μαρμαρά, όπου δεν αναμενόταν σημαντική επίθεση. Στο λιμάνι του Ελευθερίου ήταν τοποθετημένος ο Ορχάν με τους Τούρκους στρατιώτες του. Κοντά στο Ιερό Παλάτι βρίσκονταν οι Καταλανοί με επικεφαλής τους τον Περέ Χούλια. Ο Ενετός Γαβριήλ Τριβιζάνος με 50 άνδρες, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη του λιμανιού στον Κεράτιο κόλπο. Ο Αντώνιος Διέδο είχε αναλάβει τη διοίκηση των πλοίων στο λιμάνι. Ο Δημήτριος Καντακουζηνός και ο γαμπρός του Νικηφόρος Παλαιολόγος μαζί με 700 άνδρες αποτελούσαν απόσπασμα εφεδρείας έτοιμο να παρέμβει σε όποιο σημείο της πόλης υπήρχε ανάγκη.
Υπήρχαν και άλλοι πολλοί επιφανείς Βυζαντινοί, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην άμυνα της Πόλης και οι οποίοι δεν κατονομάζονται είτε προφανώς γιατί δεν είχαν καταλάβει τόσο καίριες θέσεις, είτε για να μη γίνει η αφήγηση βαρετή. Ο Barbaro, ο οποίος εστιάζει κυρίως στις θέσεις των συμπατριωτών του, αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας ανέθεσε τη φύλαξη τεσσάρων πυλών σε Βενετούς: τη Χαρσία πύλη στον Catarin Contarini, τη δεύτερη πύλη, την οποία δεν ονομάζει στον Fabruzi Corner, την τρίτη και επονομαζόμενη πύλη της Πηγής στον Nicolò Mozenigo και την τέταρτη και τελευταία, μπροστά από το παλάτι του Εβδόμου, στον Dolfin Dolfin.
Οι ευπατρίδες αυτοί της Βενετίας είχαν παρουσιαστεί αυτοπροσώπως στον Αυτοκράτορα και του είχαν ζητήσει να μεριμνήσει για τη φύλαξη των τεσσάρων πυλών και ο Αυτοκράτορας τους εμπιστεύθηκε δίνοντας στον καθένα το κλειδί της πύλης, που θα είχε στη δικαιοδοσία του και όπως αναφέρει ο Barbaro, τις φύλαγαν με επιμέλεια και με την καλύτερη δυνατή φρουρά. Πέραν όμως των διαφορετικών στοιχείων, που παρουσιάζουν οι πηγές σχετικά με τις θέσεις των αμυνομένων, γεγονός το οποίο είναι εύλογο, αν σκεφτεί κανείς, ότι γίνονταν αναπροσαρμογές στις τάξεις των πολιορκημένων, είτε για να καλυφθούν κενά στην άμυνα, είτε γιατί υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη σε κάποια σημεία, λόγω ξαφνικών επιδρομών των Τούρκων, το ουσιαστικό είναι, ότι ο Αυτοκράτορας έπρεπε να περιοριστεί στο έμψυχο δυναμικό της πόλης του, καθώς ήταν δύσκολο να συγκεντρωθούν περισσότεροι στρατιώτες στην Κωνσταντινούπολη.
Ούτε η Πελοπόννησος ήταν σε θέση να στείλει στρατιώτες διότι βρισκόταν σε πόλεμο με τον Τουραχάν, πόλεμο τον οποίο είχε πολύ έξυπνα διατάξει ο Μωάμεθ, για να αποκόψει κάθε απόπειρα βοήθειας από το μόνο ζωτικό κομμάτι που ακόμη ανήκε στη δικαιοδοσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Τουρκικός στόλος από την άλλη μεριά, που αποτελούνταν από 350 πλοία και άλλα μικρότερα, με αρχηγό τον ναύαρχο Μπαλτόγλου, έφτασε στις 12 Απριλίου και αγκυροβόλησε στο Διπλοκιόνιο. Ο στόλος περικύκλωσε όλο το τείχος από τη μεριά της θάλασσας, από το ακρωτήριο της Χρυσής μέχρι το λιμάνι του Γαλατά.
Η αποστολή του Τουρκικού στόλου ήταν να αποκλείσει την Πόλη από τη θάλασσα, ώστε να μην μπορεί να δεχτεί κανενός είδους βοήθεια, είτε αυτή ήταν στρατιωτική ενίσχυση, είτε ανεφοδιασμός με τρόφιμα ή πολεμοφόδια. Επιπλέον γινόταν προσπάθεια τα Τουρκικά πλοία να χτυπήσουν και να σπάσουν την αλυσίδα, που είχαν τοποθετήσει οι Βυζαντινοί στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου. Ήταν η πρώτη φορά στη χιλιόχρονη ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που η Κωνσταντινούπολη ήταν αποκλεισμένη από τη μεριά της θάλασσας και αυτό το γεγονός, όπως ήταν επόμενο, δυσχέραινε τη θέση των αμυνομένων, καθώς η έλλειψη εφοδίων και τροφίμων ήταν πρόβλημα ζωτικής σημασίας, αλλά και από άποψη άμυνας τους ανάγκαζε να απασχολούν μέρος των ήδη λιγοστών δυνάμεων τους στα θαλάσσια τείχη.
β) Σημαντικά Επεισόδια στην Ξηρά κατά τη Διάρκεια της Πολιορκίας
Η πύλη του Αγίου Ρωμανού απέναντι από την οποία στρατοπέδευσε ο Μωάμεθ, ήταν το πιο ευάλωτο τμήμα των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινούπολης. Γι΄ αυτό το λόγο άλλωστε, ο σουλτάνος εγκατέστησε εκεί το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού, μαζί με άλλα μικρότερα. Άλλωστε και ο ίδιος ο Μωάμεθ, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κριτόβουλου, πίστευε, ότι έπρεπε το τείχος να βάλεται ταυτόχρονα σε πολλά σημεία, ώστε να είναι πιο αποτελεσματική μια Τουρκική επίθεση σε πολλά μέτωπα, η οποία θα ξάφνιαζε τους αμυνόμενους και δεν θα τους έδινε την ευκαιρία να ανασυνταχθούν και να την αποκρούσουν επιτυχώς.
Σύμφωνα με τους περισσότερους χρονογράφους υπήρχαν 14 θέσεις πυροβολείων, όπου οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει κανόνια και έβαλαν κατά των τειχών. Εξαιτίας των τεράστιων λίθων, που εκσφενδόνιζαν, καταστράφηκαν πολλά αξιόλογα κτίρια κοντά στα τείχη και μαζί με αυτά και το παλάτι των Βλαχερνών. Τα κανόνια και οι κάθε είδους βλητικές μηχανές του σουλτάνου προκαλούσαν τρόμο και πολλές ζημιές στα τείχη και τους πύργους και δεν έπαυαν να τα πλήττουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Σχετικά με το χρόνο έναρξης των βομβαρδισμών θα πρέπει να αναφερθεί, ότι τοποθετείται στις 12 Απριλίου. Η πρώτη απογοήτευση για το σουλτάνο δεν άργησε να έρθει.
Το τεράστιο κανόνι του Ούγγρου μηχανικού κατά τη διάρκεια μίας εκπυρσοκρότησης διαλύθηκε και έγινε κομμάτια, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί Τούρκοι. Όταν το έμαθε ο Μωάμεθ στενοχώρηθηκε πολύ και διέταξε να κατασκευάσουν ένα καινούργιο, μεγαλύτερο και πιο ισχυρό. Ο σουλτάνος άλλωστε, ήθελε με κάθε τρόπο να κυριεύσει την Πόλη και δεν φειδόταν χρημάτων, γι΄ αυτό και σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο, κάλεσε τους μηχανικούς και τους χορήγησε τα απαιτούμενα υλικά, διατάζοντας τους να κατασκευάσουν μία τέτοιου είδους πολεμική μηχανή, ικανή να κατακρημνίσει το τείχος, όπως και τελικά έγινε.
Για να πετύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα οι Τούρκοι αρχικά χρησιμοποιούσαν τα μικρότερα κανόνια, στοχεύοντας προς συγκεκριμένα σημεία, τα οποία βρίσκονταν σε σχετικά μικρή απόσταση μεταξύ τους και έπειτα χτυπούσε το μεγάλο κανόνι σε ένα ενδιάμεσο σημείο, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται μεγάλο μέρους του τείχους. Τέτοια κανόνια, καθώς χρησιμοποιούνταν πρώτη φορά στην ιστορία των πολέμων, απαιτούσαν μεγάλη ώρα προετοιμασίας και επομένως ήταν συγκεκριμένος και σχετικά μικρός ο αριθμός των βολών που μπορούσαν να ρίξουν στη διάρκεια της ημέρας. Οι πολιορκημένοι, από την άλλη μεριά, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προστατεύσουν τα τείχη από τις επικίνδυνες βολές των κανονιών.
Ο Κριτόβουλος αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι οι αμυνόμενοι αρχικά τοποθέτησαν μεγάλα προεξέχοντα δοκάρια και κρέμασαν στο εξωτερικό μέρος των τειχών σάκους γεμάτους μαλλί και άλλα υλικά, για να απορροφούν τη δύναμη των λίθων. Επειδή όμως αυτό το τέχνασμα δεν είχε θετικά αποτελέσματα, επινόησαν κάτι άλλο. Έπαιρναν ξύλινα δοκάρια, τα κάρφωναν σταυρωτά και έφραζαν τα γκρεμισμένα τμήματα του εξωτερικού τείχους. Έπειτα έριχναν ενδιάμεσα διάφορα υλικά, πέτρες, ξύλα, χόρτα, καλάμια, κλαδιά και δέρματα ζώων ανακατεμένα με πηλό. Με αυτό τον τρόπο γέμιζε το κενό και δημιουργούνταν υψηλό τείχος στη θέση του εκείνου του σημείου του τείχους, που είχε γκρεμιστεί.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί η μία και μοναδική έξοδος των πολιορκημένων, η οποία πραγματοποιήθηκε, πριν ακόμη συγκεντρωθεί το πολυάριθμο πλήθος του Τουρκικού στρατού και πριν λάβουν πολιορκητές και αμυνόμενοι τις τελικές τους θέσεις. Αυτή η έξοδος στέφθηκε με επιτυχία, καθώς οι υπερασπιστές της Πόλης επιτέθηκαν σε ένα άτακτο τμήμα του Τουρκικού στρατού, σκότωσαν αρκετούς και τραυμάτισαν ακόμη περισσότερους. Σχεδόν αμέσως όμως εμφανίστηκε ένα άλλο πολυπληθές τμήμα του εχθρικού στρατού, το οποίο καταδίωξε τους Έλληνες και τους ανάγκασε να μπουν μέσα στην πόλη.
Έπειτα από αυτό το περιστατικό οι αμυνόμενοι κλείστηκαν στα τείχη και δεν έγινε καμία άλλη απόπειρα τέτοιου είδους, αλλά αρκέστηκαν στην άμυνα και την προστασία της πόλης μέσα από τα τείχη. Η αλήθειά είναι όμως ότι οι αδιάκοποι Τουρκικοί βομβαρδισμοί προξενούσαν σημαντικές βλάβες στα τείχη, ανοίγοντας τρύπες και δίνοντας την ευκαιρία στους πολιορκητές, να προσπαθούν, να εισβάλουν στο εσωτερικό της πόλης κάνοντας εφόδους και γεμίζοντας τις τάφρους. Τα Μεσαιωνικά τείχη, τα οποία είχαν προσφέρει προστασία στην Κωνσταντινούπολη για πολλούς αιώνες, ήταν πλέον ανεπαρκή.
Ο Σφραντζής αναφέρει, ότι ήταν φοβερό να βλέπει κανείς τη ζωώδη μανία των εχθρών κατά τη διάρκεια αυτών των εφόδων. Λόγω του συνωστισμού, πολλοί από τους Τούρκους έπεφταν μέσα στην τάφρο, βρίσκοντας φρικτό θάνατο, καθώς οι συμπολεμιστές τους, οι οποίοι έρχονταν μετέπειτα, δεν τους έβλεπαν και τους έθαβαν ζωντανούς, γεμίζοντας την τάφρο με ξύλα, χώματα και κάθε είδους άλλα υλικά. Αλλά συνέβαινε και το εξής ανήκουστο. Οι πιο δυνατοί να ρίχνουν ηθελημένα μέσα στις τάφρους τους πιο αδύναμους, με στόχο βέβαια να τις γεμίσουν όσο το δυνατόν πιο σύντομα, για να καταφέρουν να εισέλθουν στην πόλη. Οι αμυνόμενοι από την άλλη μεριά έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να υπερασπίσουν τη ζωή και την πόλη τους.
Ενώ οι εχθροί καθ΄όλη τη διάρκεια της ημέρας γέμιζαν τις τάφρους, οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης τις άδειαζαν τη νύχτα. Επιπλέον, όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, επισκεύαζαν άμεσα τις ζημιές, που προκαλούσαν στα τείχη τα κανόνια των Τούρκων. Αποτελεί πραγματικότητα το γεγονός, ότι σε διάστημα λίγων ημερών από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί και παρ΄όλες τις προσπάθειες των αμυνόμενων να προστατεύσουν και να συντηρήσουν τα τείχη, είχαν προκληθεί σημαντικές ζημιές και κατάρρευση σημαντικού τμήματος των εξωτερικών τειχών, αλλά και του εσωτερικού τείχους καθώς και δύο πύργων.
Χρησιμοποιώντας τα συντρίμμια οι Τούρκοι κατάφεραν να μπαζώσουν μεγάλο μέρος της τάφρου, γεγονός που ενθάρρυνε το Μωάμεθ να αποτολμήσει έφοδο, ώστε να καταλάβει τα τείχη και να αλώσει την Πόλη. Η έφοδος αυτή πραγματοποιήθηκε στις 18 Απριλίου. Από τις 12 Απριλίου άλλωστε μέχρι και τις 18 του ίδιου μήνα δεν υπήρχε μεγάλη κινητικότητα ούτε στην ξηρά, αλλά ούτε και στη θάλασσα, εκτός βέβαια από τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς που συνεχίζονταν μέρα και νύχτα και κάποιες μικροσυμπλοκές μεταξύ πολιορκητών και πολιορκημένων στα τείχη, όπως σημειώνει ο ιστορικός Barbaro. Στις 18 Απριλίου όμως, όπως έχει προαναφερθεί, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αξιόλογη απόπειρα κατάληψης της Πόλης από τους Τούρκους.
Κατά τη διάρκεια εκείνης της νύχτας, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί, μεγάλο πλήθος Τούρκων πλησίασε στα τείχη. Ακολούθησε πανδαιμόνιο από τις κραυγές των επιτιθέμενων με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι είναι πολύ περισσότεροι από ότι ήταν στην πραγματικότητα. Πραγματοποιήθηκαν συμπλοκές και η μάχη διήρκεσε τέσσερις ώρες. Οι επιτιθέμενοι προσπαθούσαν να ανέβουν στα τείχη χρησιμοποιώντας κλίμακες, αλλά απωθούνταν από τους υπερασπιστές. Συγχρόνως ρίχνονταν βολές από τα κανόνια, οι οποίες προξενούσαν μεγάλες ζημιές στα τείχη. Ο Αυτοκράτορας όπως και όλοι οι υπόλοιποι μέσα στην Κωνσταντινούπολη είχαν φοβηθεί για το χειρότερο.
Υπήρχε η πεποίθηση, ότι η επίθεση αυτή ήταν γενικευμένη και οι αμυνόμενοι δεν ήταν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν αυτό το ενδεχόμενο. Η σύρραξη όμως σταμάτησε τα ξημερώματα το ίδιο απότομα, όπως ακριβώς ξεκίνησε, με ανθρώπινες απώλειες από την πλευρά των Τούρκων και με μια δόση αισιοδοξίας για τους υπερασπιστές, καθώς είχαν καταφέρει να απωθήσουν τον εχθρό και μάλιστα χωρίς να σκοτωθεί ή να τραυματιστεί κανένας από την μεριά τους. Η έφοδος αυτή και η προσπάθεια του Μωάμεθ να αιφνιδιάσει τους αμυνομένους δεν πέτυχε, αλλά ήταν μόνο η αρχή.
Η Πόλη δεν ησύχασε. Καθημερινά οι Τούρκοι επιχειρούσαν ανάλογες εφόδους σε διαφορετικά σημεία του τείχους, ιδιαίτερα σε εκείνα που είχαν υποστεί ζημιές ή στα οποία είχαν δημιουργηθεί ρήγματα από τις συνεχιζόμενες βολές των κανονιών. Οι υπερασπιστές της πόλης από την άλλη μεριά μάχονταν με σθένος και κατάφερναν κάθε φορά να απωθούν τον εχθρό. Από τις καθημερινές αυτές επιθέσεις ξεχωρίζουν κάποιες, εξαιτίας του άμεσου κινδύνου στον οποίο περιήλθε η Πόλη, στην ένταση που προκάλεσαν και στον τρόπο με τον οποίο κατάφεραν οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, αλλά και οι λιγοστοί μαχητές της να τις αποκρούσουν. Τέτοιου είδους έφοδος ήταν αυτή που πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαΐου.
Η επίθεση ξεκίνησε στις 4 η ώρα τη νύχτα, όπως αναφέρει ο Ενετός Barbaro, οπότε και εμφανίστηκαν 30.000 Τούρκοι μπροστά στα χερσαία τείχη, παρατεταγμένοι κατά το στρατιωτικό τρόπο, έχοντας μαζί τους μερικές πολεμικές μηχανές και στόχο να αιφνιδιάσουν τους υπερασπιστές και να εισέλθουν στην Πόλη. Οι εχθροί πλησίασαν τα τείχη με εκκωφαντικούς αλαλαγμούς, οι οποίοι σε συνδυασμό με τον ήχο των τυμπάνων και των σαλπίγγων προκάλεσαν πανδαιμόνιο. Ο τρομακτικός αυτός θόρυβος ακούγονταν καθαρά ως τον Κεράτιο κόλπο, όπως μας πληροφορεί ο Barbaro. Οι πολιορκημένοι πίστεψαν για άλλη μια φορά ότι πρόκειται για γενική επίθεση του εχθρού από ξηράς και από θαλάσσης, για αυτό και τα πληρώματα των χριστιανικών πλοίων τέθηκαν σε επιφυλακή.
Ο Τουρκικός στόλος όμως δεν κινήθηκε και η έφοδος στην ξηρά αποκρούστηκε επιτυχώς προκαλώντας παράλληλα μεγάλες απώλειες στον Τουρκικό στρατό. Η μάχη διήρκεσε λιγότερο από τρεις ώρες και καθώς οι εχθροί απομακρύνονταν άπρακτοι, αποφάσισαν να βάλουν φωτιά στην πύλη του παλατιού, την οποία και έκαψαν, χωρίς ωστόσο να πετύχουν κάτι περισσότερο, μιας και οι αμυνόμενοι κατάφεραν να τους απομακρύνουν και από εκείνο το σημείο και να τους αναγκάσουν σε οπισθοχώρηση. Την ίδια τύχη είχε και μία ακόμη ισχυρή επίθεση των Τούρκων ενάντια στα τείχη, η οποία έλαβε χώρα λίγες μέρες αργότερα, στις 12 Μαΐου. Η επίθεση αυτή πραγματοποιήθηκε και πάλι εν μέσω νυκτός, με 50.000 άνδρες αυτή τη φορά.
Επιλέχθηκε ως καταλληλότερο σημείο η περιοχή, στην οποία βρισκόταν το παλάτι του Πορφυρογέννητου, τα τείχη του οποίου και περικυκλώθηκαν. Και πάλι η επίθεση αυτή προκάλεσε τρόμο στους πολιορκημένους κατοίκους, που πίστεψαν, ότι η Πόλη θα χανόταν εκείνη τη νύχτα. Για ακόμη μια φορά όμως οι φόβοι τους διαψεύστηκαν και ο άμεσος κίνδυνος αποσοβήθηκε, έστω και αν η ανακούφιση και η χαρά που προκάλεσε και αυτή η επιτυχία, έμελε να είναι πρόσκαιρη. Ο σουλτάνος στην προσπάθεια του να κυριεύσει την Πόλη και βλέποντας, ότι οι μέρες περνούσαν και οι προσπάθειες των ανδρών του δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, μηχανευόταν διάφορους τρόπους για να πετύχει το σκοπό του.
Ένας από αυτούς ήταν η κατασκευή υπόγειων στοών, οι οποίες ξεκινούσαν από το στρατόπεδο του και προχωρούσαν κάθετα προς τα τείχη της Βασιλεύσας, με στόχο να περάσουν κάτω από τα θεμέλια τους και να καταφέρουν οι άνδρες του, να εισέλθουν στην πόλη απαρατήρητοι και να αιφνιδιάσουν τους πολιορκημένους. Οι υπερασπιστές της πόλης όμως, αντιλήφθηκαν έγκαιρα το σχέδιο του σουλτάνου και έσπευσαν να εμποδίσουν τον εχθρό. Ο Ιωάννης Γκραντ, τον οποίο ο Σφραντζής αναφέρει απλά Ιωάννης ο Γερμανός, έμπειρος μηχανικός, ανέλαβε το δύσκολο έργο της απώθησης του εχθρού. Με την καθοδήγηση του οι πολιορκημένοι έσκαψαν μέσα από τα τείχη μία σήραγγα, με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασταυρωθεί με αυτή των Τούρκων.
Οι Χριστιανοί διοχέτευσαν μέσα στη σήραγγα ″ὑγρόν πῦρ″, με αποτέλεσμα να πάρουν φωτιά και να καούν τα ξύλινα στηρίγματα της οροφής και των τοιχωμάτων της στοάς, τα οποία υποχωρώντας καταπλάκωσαν και παρέσυραν στο θάνατο τους πάνοπλους στρατιώτες του Μωάμεθ, που ήταν έτοιμοι να εισέλθουν στο εσωτερικό της πόλης. Και αυτό το τέχνασμα του σουλτάνου είχε αποτύχει και η Πόλη είχε σωθεί για ακόμη μία φορά. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ο Μωάμεθ παρά την αποτυχία αυτή δεν εγκατέλειψε το σχέδιο αυτό των υπόγειων στοών. Όπως σημειώνει και ο χρονογράφος Tetaldi 14 φορές προσπάθησαν οι Τούρκοι να εισέλθουν στην πόλη με αυτό τον τρόπο, αλλά απέτυχαν και τις δεκατέσσερις.
Οι αμυνόμενοι κάθε φορά αντιλαμβάνονταν έγκαιρα τις προσπάθειες αυτές, ακούγοντας τους κρότους από τα χτυπήματα των Τούρκων και τις εξουδετέρωναν διοχετεύοντας μέσα στις σήραγγες καπνό, δηλητηριώδη αέρια, νερό ή πυρπολώντας αυτές. Κάποιες φορές μάλιστα, όταν έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον εχθρό, διεξάγονταν σφοδρές μάχες σώμα με σώμα κάτω από τη γη. Και ενώ οι μέρες κυλούσαν με αγωνία για τους πολιορκημένους, μία ακόμη επίθεση του εχθρού θα πραγματοποιηθεί στις 18 Μαΐου, με τη συνοδεία αυτή τη φορά μίας περίεργης πολιορκητικής μηχανής.
Επρόκειτο σύμφωνα με τις περιγραφές των χρονογράφων για έναν πανύψηλο πύργο, ψηλότερο από το εξωτερικό περιτείχισμα, τον οποίο έστησαν οι Τούρκοι πολύ κοντά στα τείχη, αφού προηγουμένως τον έσυραν επάνω σε τροχούς, κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας. Ο πύργος αυτός ήταν κατασκευασμένος από γερά ξύλα και επενδυμένος από την εξωτερική πλευρά του με δέρματα από καμήλες, βουβάλια και άλλα βοοειδή. Μέσα ήταν ο μισός γεμάτος με πέτρες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βληθεί ούτε από κανόνια και τόξα, ούτε από κανενός άλλου είδους όπλο.
Είχε παράλληλα στο εσωτερικό του κλίμακες, που οδηγούσαν στα διάφορα τμήματα του πύργου, αλλά και εξωτερικές κλίμακες, τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι εχθροί, για να ανέβουν στα τείχη. Επιπλέον οι Τούρκοι είχαν κατασκευάσει ένα δρόμο, που ξεκινούσε από το οχυρό τους και κατέληγε μέσα στο στρατόπεδο. Πάνω από εκείνο το δρόμο είχαν τοποθετήσει κλαδιά από λυγαριές και φρύγανα και πάνω από αυτά δέρματα από καμήλες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός είδους προστατευτικού στεγάστρου, που τους έδινε τη δυνατότητα, να πηγαινοέρχονται ανενόχλητοι και χωρίς κανένα κίνδυνο από το οχυρό στο στρατόπεδο και το αντίστροφο.
Αυτή η κατασκευή έδινε τη δυνατότητα στον εχθρό από τη μία μεριά να σκάβει ανενόχλητος και να προσπαθεί να γεμίσει την προστατευτική τάφρο και από την άλλη να προκαλεί ζημιές στα τείχη και τους πύργους εξαιτίας της ρίψης σφαιρών από τον πύργο. Αρχικά οι αμυνόμενοι έμειναν έκπληκτοι αντικρύζοντας με μεγάλη περιέργεια τον τεράστιο πύργο, να στέκει απειλητικός απέναντι από τα τείχη. Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι είναι άξιο απορίας το πώς κατασκευάστηκε μέσα σε λίγες μόνο ώρες μία τέτοιου είδους πολιορκητική μηχανή. Την έκπληξη των υπερασπιστών ακολούθησε ο φόβος, για το τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Όλοι οι κάτοικοι και μαζί ο Αυτοκράτορας και οι ευγενείς φοβόταν, ότι η πόλη θα κυριευόταν.
Και πραγματικά η μάχη που ακολούθησε υπήρξε σφοδρή. Διήρκεσε όλη την ημέρα και κατά τη διάρκεια της προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές στο τείχος της πύλης του Αγίου Ρωμανού. Κάποιοι Τούρκοι κατάφεραν να γεμίσουν την τάφρο με χώματα, κλαδιά και άλλα υλικά, ενώ άλλοι προσπαθούσαν, να ανέβουν στα τείχη. Οι αμυνόμενοι αντιστέκονταν σθεναρά και απέκρουαν τις επιθέσεις. Έριχναν τις κλίμακες από τα τείχη και εμπόδιζαν τους εχθρούς να ανέβουν σε αυτά. Όταν νύχτωσε, επειδή πολιορκητές και πολιορκημένοι ήταν εξαντλημένοι από τις αδιάκοπες εχθροπραξίες της ημέρας η μάχη σταμάτησε. Οι εχθροί αποσύρθηκαν, με σκοπό να ολοκληρώσουν το έργο τους με το πρώτο φως της επόμενης ημέρας.
Πίστευαν ότι θα ήταν εύκολο, να καταλάβουν την πόλη, αλλά οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Όλη τη νύχτα οι αμυνόμενοι, άνθρωποι κάθε ηλικίας, με την παρότρυνση του Αυτοκράτορα και του Ιουστινιάνη, εργάστηκαν με ζήλο επισκευάζοντας τα τμήματα του τείχους, που είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές, καθαρίζοντας την τάφρο αλλά κυρίως πυρπολώντας και καταστρέφοντας το τεράστιο κατασκεύασμα του σουλτάνου. Έτσι, όταν το ξημέρωμα εμφανίστηκαν και πάλι μπροστά στα τείχη οι Τούρκοι, δεν πίστευαν αυτό που είχε συμβεί. Οι ελπίδες τους για εύκολη επικράτηση εξανεμίστηκαν, ενώ ο σουλτάνος ένοιωσε βαθιά απογοήτευση και ντροπή.
Ακόμη μία φορά οι αμυνόμενοι κατάφεραν να ξεπεράσουν τον ίδιο τον εαυτό τους και να κερδίσουν τις εντυπώσεις και το θαυμασμό του ίδιου του σουλτάνου.
γ) Σημαντικά Επεισόδια στη Θάλασσα κατά τον Πρώτο Μήνα της Πολιορκίας
Παράλληλα με τα επεισόδια, τα οποία συνέβησαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας στην ξηρά, υπήρξαν στιγμές έντασης και αγωνίας για τους πολιορκημένους και στη θάλασσα. Σύμφωνα με τα όσα έχουν αναφερθεί προηγουμένως, είναι γνωστό, ότι τα Χριστιανικά πλοία βρίσκονταν παρατεταγμένα πίσω από την αλυσίδα, στον Κεράτιο κόλπο, ώστε να εμποδίζουν τον Τουρκικό στόλο, να εισέλθει στην πόλη από το λιμάνι. Αρχηγός του Τουρκικού στόλου ήταν ο ναύαρχος Μπαλτόγλου. Περίπου στα μέσα Απριλίου ξεκινά πιο έντονα και η επιθετική δραστηριότητα του Τουρκικού στόλου.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο, ο Μπαλτόγλου, αφού άφησε τα περισσότερα πλοία του να χτυπάνε την αλυσίδα και την είσοδο του λιμανιού, πήρε τα υπόλοιπα πλοία και με εντολή του Μωάμεθ, επιτέθηκε στην Πριγκηπόνησο, καθώς εκεί υπήρχε πολύ ισχυρό φρούριο με τριάντα κατάφρακτους πολεμιστές, που το υπερασπίζονταν γενναία. Αφού το περικύκλωσε και τοποθέτησε γύρω του κανόνια, άρχισε να το χτυπά, με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί ένα τμήμα του. Έπειτα οι στρατιώτες του έκαναν έφοδο, αλλά δεν κατάφεραν, να το κυριεύσουν. Τελικά ο ναύαρχος αποφάσισε να βάλει φωτιά, για να το κάψει.
Καθώς ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα και έκαψε το φρούριο και πολλούς από τους κατοίκους. Όσοι κατάφεραν να σωθούν συνελήφθησαν από τους Τούρκους και οι μεν κάτοικοι αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ οι φρουροί διατάχθηκε να θανατωθούν. Μετά από αυτή την επιτυχία της κυρίευσης του φρουρίου της Πριγκηποννήσου ο Μπαλτόγλου επέστρεψε στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, εκεί όπου τα πολεμικά του πλοία ενεργούσαν επιθέσεις εναντίον της αλυσίδας και των Βυζαντινών πλοίων. Ο Μωάμεθ τις επόμενες ημέρες διέταξε το ναύρχο του, να κυριεύσει με κάθε τρόπο τον Κεράτιο κόλπο, ώστε η έφοδος που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί εναντίον της Πόλης να είναι συντονισμένη και ταυτόχρονη, από την ξηρά και από τη θάλασσα.
Ο Μπαλτόγλου λοιπόν, αφού συγκέντρωσε όλα τα πλοία και τοποθέτησε επάνω σε αυτά πολύ καλά οπλισμένους στρατιώτες πραγματοποίησε έφοδο εναντίον των Χριστιανικών πλοίων και της αλυσίδας. Οι στρατιώτες του προχώρησαν με αλαλαγμούς και κραυγές και αφού κύκλωσαν τα πλοία του αντιπάλου, άρχισαν να τα χτυπούν με πέτρες, τόξα και βέλη. Έπειτα, όταν πλησίασαν περισσότερο προσπάθησαν να τα πυρπολήσουν ή επιχειρούσαν να ανέβουν σε αυτά. Η μάχη ήταν σφοδρή, το πάθος, η ένταση και η ορμητικότητα των Τούρκων μαχητών τεράστια.
Οι υπερασπιστές της Πόλης όμως ήταν πολύ καλά προετοιμασμένοι για μια τέτοια επίθεση και έχοντας διοικητή τους σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο το Μέγα Δούκα, Λουκά Νοταρά, κατάφεραν πολεμώντας από ψηλότερη θέση να τραυματίσουν και να σκοτώσουν πολλούς από τους επιτιθέμενους, ρίχνοντας εναντίον τους τόξα, ακόντια και βέλη. Ταυτόχρονα είχαν επινοήσει έναν ακόμη τρόπο με τον οποίο προξενούσαν σοβαρές ζημιές στους πολιορκητές. Είχαν δεμένες ψηλά στα τείχη πήλινες στάμνες γεμάτες με πέτρες και νερό, τις οποίες εξαπέλυαν με τεράστια ορμή επάνω στον εχθρό, με αποτέλεσμα να αναγκάζουν τους Τούρκους σε οπισθοχώρηση.
Η μάχη ήταν αμφίρροπη, καθώς και οι δύο αντίπαλοι επιθυμούσαν την νίκη, οι μεν Τούρκοι για να καταφέρουν, να μπουν στο λιμάνι, οι δε Βυζαντινοί για να προστατέψουν το λιμάνι και τα πλοία και να απωθήσουν τον εχθρό. Τελικός νικητής και σε αυτή την περίπτωση αναδείχτηκε το πείσμα και η αγωνιστικότητα των πολιορκημένων, οι οποίοι κατόρθωσαν με τη γενναία τους αντίσταση και μαχητικότητα, να αποκρούσουν την Τουρκική επίθεση και να απομακρύνουν τον κίνδυνο για ακόμη μία φορά. Ένα περιστατικό, το οποίο σαφέστατα αξίζει να σημειωθεί, συνέβη στις 20 Απριλίου.
Τρία Γενουατικά πλοία με όπλα και εφόδια, τα οποία είχε στείλει ο Πάπας και έμειναν αποκλεισμένα στη Χίο, λόγω των αντίθετων ανέμων και μαζί με αυτά και ένα Αυτοκρατορικό, φορτωμένο με σιτάρι και έχοντας κυβερνήτη τον έμπειρο ναυτικό Φλαντανελλά, κατευθύνονταν προς τα Δαρδανέλλια και είχαν προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Όταν οι Τούρκοι σκοποί αντιλήφθηκαν, ότι τα πλοία έφταναν στην Πόλη, ειδοποίησαν το σουλτάνο, ο οποίος έσπευσε να δώσει διαταγές στον Μπαλτόγλου, το ναύαρχό του. Οι εντολές ήταν σαφείς. Τα Χριστιανικά πλοία έπρεπε, είτε να αιχμαλωτιστούν, είτε να βυθιστούν. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να φτάσουν στην Πόλη.
Διαφορετικά οι στρατιώτες του δεν θα έπρεπε να γυρίσουν ζωντανοί. Έπειτα ο Τουρκικός στόλος εξοπλίστηκε πλήρως με κάθε είδους οπλισμό και πλήθος μάχιμων στρατιωτών και έσπευσε, να πραγματοποιήσει τις εντολές του σουλτάνου. Ο Μπαλτόγλου, αφού συγκέντρωσε όλο το στόλο, όρμησε εναντίον των Χριστιανικών πλοίων. Αυτό, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ήταν και το μεγάλο του λάθος, καθώς τα πλοία δυσκολεύονταν σε κάθε τους προσπάθεια να ελιχθούν σε τόσο στενό χώρο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δούκας, οι κωπηλάτες δεν έβρισκαν χώρο να βυθίσουν στο νερό τα κουπιά τους.
Τα Τουρκικά πλοία αναφέρει ο ίδιος συγγραφέας, αφού βγήκαν από τα αγκυροβόλια τους, περίμεναν τις Χριστιανικές ολκάδες έξω από το λιμάνι της Χρυσής πύλης, στο εσωτερικό της Προποντίδας. Η θάλασσα ήταν γαλήνια, καθώς επικρατούσε νηνεμία και το θέαμα ήταν πραγματικά παράξενο, όλη η επιφάνεια της του νερού είχε καλυφθεί από τα τριακόσια πλοία των Τούρκων και τις πέντε ολκάδες του Αυτοκράτορα και έμοιαζε με στεριά. Η μάχη που έλαβε χώρα υπήρξε σφοδρότατη. Ο Τούρκος ναύαρχος με το πλοίο του επιτέθηκε πρώτος εναντίον της πρύμνης του Βυζαντινού πλοίου.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια της ναυμαχίας, η Τουρκική ναυαρχίδα είχε το έμβολο της βυθισμένο στην πρύμνη του Αυτοκρατορικού πλοίου, ενώ όλος ο Τουρκικός στόλος αγωνιζόταν με τρομερό σθένος, ζήλο και ορμή. Κάθε χριστιανικό πλοίο βρισκόταν κυκλωμένο από πολλαπλάσια Τουρκικά. Το ένα είχε πέντε γαλέρες γύρω του, το άλλο τριάντα φούστες, το τρίτο μαχόταν με σαράντα παρανταρίες. Η μάχη σώμα με σώμα στα καταστρώματα υπήρξε λυσσώδης. Ενώ οι Τούρκοι επετίθεντο με τόξα, πετροβόλα κανόνια και αναμμένους δαυλούς, οι αμυνόμενοι αντεπετίθεντο, έχοντας το πλεονέκτημα να μάχονται από ψηλότερη θέση, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να ελέγχουν καλύτερα την κάθε κίνηση του αντιπάλου.
Γενναιότερα από όλους αγωνιζόταν ο Φλαντανελάς, ο κυβερνήτης του Βυζαντινού πλοίου, ο οποίος έτρεχε από την πρύμνη στην πλώρη πολεμώντας σαν λιοντάρι και παρότρυνε με τις φωνές του τους συντρόφους του δίνοντας τους θάρρος. Κάποια στιγμή ο Τούρκος ναύαρχος διέταξε να επιτεθούν όλοι οι πολεμιστές του στο μέσον των Χριστιανικών πλοίων, οπότε η μάχη έγινε εκ του συστάδην. Πολλοί Τούρκοι προσπαθούσαν να πυρπολήσουν τα χαμηλά τμήματα των Χριστιανικών σκαφών, ενώ άλλοι προσπαθούσαν με σκοινιά και άγκιστρα να ανέβουν πάνω στα Βυζαντινά πλεούμενα. Η μάχη διήρκεσε μόνο δύο με τρεις ώρες, σύμφωνα με το Barbaro και δεν είχε νικητή.
Ο ήλιος πλησίαζε στη δύση του και τα Χριστιανικά πλοία, που βρίσκονταν ακινητοποιημένα λόγω της νηνεμίας, εξακολουθούσαν να δέχονται τις επιθέσεις των Τούρκων και να αντιστέκονται σθεναρά. Οι αμυνόμενοι, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο ιστορικός Κριτόβουλος, ήταν θωρακισμένοι και χρησιμοποιούσαν μεγάλους αμφορείς γεμάτους νερό, για να σβήνουν τις φωτιές, που έβαζαν οι επιτιθέμενοι ή εξακόντιζαν μεγάλους λίθους στα κεφάλια των εχθρών, με αποτέλεσμα είτε να καταποντίσουν, είτε να σκοτώσουν πολλούς.
Και ενώ τα πράγματα είχαν φτάσει σε κρίσιμο σημείο, καθώς υπήρχε φόβος ότι οι Τούρκοι θα συνέχιζαν τις επιθέσεις και κατά τη διάρκεια της νύχτας, φύσηξε ξαφνικά δυνατός νότιος άνεμος, ευνοϊκός για τα Χριστιανικά πλοία και καθώς ήταν ταχύτερα από τα Τουρκικά, κατόρθωσαν να φτάσουν στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου. Η βαριά αλυσίδα σηκώθηκε για λίγο και τα Χριστιανικά πλοία πέρασαν πίσω από αυτή με ασφάλεια. Από την παραλία και τα τείχη, πολιορκητές και πολιορκημένοι παρακολουθούσαν με αγωνία την έκβαση της ναυμαχίας. Όταν και οι μεν και οι δε αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί ξέσπασαν οι μεν Βυζαντινοί σε ζητωκραυγές, οι δε Τούρκοι σε βρισιές και κατάρες.
Εντυπωσιακή ήταν η αντίδραση του Μωάμεθ, όπως περιγράφεται από τον ιστορικό Σφραντζή. « Όταν ο σουλτάνος είδε, ότι ο στόλος του, παρόλο που ήταν πολύ μεγαλύτερος και πιο καλά εξοπλισμένος από τα Χριστιανικά πλοία, δεν πέτυχε τίποτε, αλλά αποδείχτηκε κατώτερος από αυτά, τα οποία κατόρθωσαν να μπουν με ασφάλεια στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, εξεμάνη, κατελήφθη από οργή και θυμό, μούγκριζε και έτριζε τα δόντια. Εκτόξευε ύβρεις κατά των ανδρών του, αποκαλώντας τους δειλούς, γυναίκες και άχρηστους. Έπειτα ανέβηκε στο άλογο του και όρμησε έφιππος μέσα στο νερό, με αποτέλεσμα τα περισσότερα ρούχα του να βραχούν. Τον ακολούθησαν και αρκετοί στρατιώτες του και έφθασαν στα πλοία».
Τελικά η οργή του σουλτάνου ξέσπασε στο πρόσωπο του ναυάρχου του, Μπαλτόγλου. Αρχική πρόθεση του Μωάμεθ ήταν να σκοτώσει το ναύαρχο του με ανασκολοπισμό. Έπειτα όμως από τις παρακλήσεις των πασάδων του, αποφάσισε να του χαρίσει τη ζωή, αλλά φρόντισε πρώτα να τον καθαιρέσει από το αξίωμα του, να δημεύσει την περιουσία του, την οποία και μοίρασε στους γενιτσάρους και να τον εξευτελίσει με ραβδισμούς. Σε κάποιες μαρτυρίες, όπως αυτή του Δούκα, φαίνεται ότι ο Μπαλτόγλου έγινε στόχος και της οργής των γενιτσάρων, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του από πέτρα στο μάτι, γεγονός που του στοίχισε την όραση του.
Από την άλλη μεριά τον τραυματισμό του ναυάρχου από πέτρα, αναφέρει και ο Κριτόβουλος με τη διαφορά όμως, ότι ο τραυματισμός αυτός προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας και έγινε αφορμή να αποφύγει ο Μπαλτόγλου τη θανατική καταδίκη εκ μέρους του Μωάμεθ. Η αδικαιολόγητη αυτή αποτυχία του Τουρκικού στόλου εξόργισε όσο τίποτε το σουλτάνο, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει, ότι τέσσερα Χριστιανικά πλοία (ή όπως έχουμε δει προηγουμένως πέντε, σύμφωνα με μαρτυρίες άλλων χρονογράφων) κατάφεραν όχι μόνο να παρακάμψουν τα πολυάριθμα Τουρκικά σκάφη, αλλά και να προκαλέσουν το θάνατο πολλών μελών του πληρώματος. Η ψυχή του Μωάμεθ ξεχείλιζε από θλίψη και αγανάκτηση.
Μόνη του σκέψη ήταν τι θα μπορούσε να κάνει για να αποκλείσει όσο το δυνατόν καλύτερα την Πόλη από την ξηρά και από τη θάλασσα και πώς θα αποκτούσε τον έλεγχο του Κεράτιου κόλπου. Ο σουλτάνος πέρασε την υπόλοιπη μέρα, αλλά και την επόμενη στην περιοχή του Διπλοκιόνιου, σκεπτόμενος με ποιο τρόπο θα μπορούσε να περάσει το στόλο του μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή τα πλοία του δεν είχαν καταφέρει να σπάσουν τον αποκλεισμό και να παραβιάσουν την είσοδο του λιμανιού και την αλυσίδα. Μηχανεύεται λοιπόν ένα τέχνασμα, δηλαδή την κατασκευή δίολκου, μέσω της οποίας θα μετέφερε κάποια από τα πλοία του από την ξηρά μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης.
Διατάζει λοιπόν να διαμορφωθεί μία ομαλή οδός πίσω από τα τείχη του Γαλατά και να τοποθετηθούν κάποια από τα σκάφη πάνω σε τροχοφόρες εξέδρες, τις οποίες τραβούσαν με σκοινιά Τούρκοι στρατιώτες. Έτσι άρχισε ταχύτατα η ανέλκυση των πλοίων και ταχύτατα ολοκληρώθηκε και η μεταφορά τους μέσα σε διάστημα μίας μόνο νύχτας. Για να γίνει πιο εύκολη η κίνηση των πλοιαρίων στον τραχύ στεριανό δρόμο, τοποθετήθηκαν σανίδες αλειμμένες με λίπος βοδιών ή κριαριών, επάνω στις οποίες γλιστρούσαν ευκολότερα τα πλεούμενα.
Η επιχείρηση έλαβε χώρα τη νύχτα της 21 προς 22 Απριλίου και μεταφέρθηκαν 70 με 80 πλεούμενα από τη ναυτική βάση των Τούρκων στην περιοχή του Διπλοκιόνιου, στο Βόσπορο, μέσα στον Κεράτιο κόλπο, στα νώτα των Χριστιανικών πλοίων, που ήταν τοποθετημένα πίσω από τη βαριά αλυσίδα, που έφραζε την είσοδο του λιμανιού. Αυτή η ενέργεια του σουλτάνου μείωσε την αμυντική ικανότητα των πολιορκουμένων, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι τώρα να προστατεύουν και τα θαλάσσια τείχη από την πλευρά του Κερατίου κόλπου και σκόρπισε τον τρόμο μέσα στην Πόλη. Σύγχυση και θλίψη κατέλαβε τους πάντες.
Η χαρά των προηγούμενων επιτυχιών στην ξηρά (απόκρουση της Τουρκικής εφόδου στις 18 Απριλίου) και στη θάλασσα (επιτυχής είσοδος των Χριστιανικών πλοίων στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης στις 20 Απριλίου) σβήστηκε μπροστά στην αγωνία και το φόβο για τους κινδύνους που ενέκλειε η νέα πραγματικότητα. Έπρεπε σύντομα να ληφθούν μέτρα ώστε, να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Αποφασίστηκε η σύγκληση του συμβουλίου των δώδεκα, ενός συμβουλίου των πλοιάρχων των μεγαλύτερων πλοίων, ενετικών και Βυζαντινών, που βρίσκονταν μέσα στον Κεράτιο, σε συνεννόηση βέβαια με τον Αυτοκράτορα και τον Ιουστινιάνη. Στη διάρκεια του συμβουλίου ακούστηκαν πολλές προτάσεις.
Μία πρόταση ήταν να έρθουν σε συνεννόηση με τους Γενουάτες του Πέραν και να πραγματοποιήσουν από κοινού μία γενική επίθεση κατά του Τουρκικού στόλου μέσα στο λιμάνι. Η πρόταση αυτή απερρίφθη, καθώς υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να μη γίνει αποδεκτή από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, για να μη χάσουν τα προνόμια που είχαν αποκτήσει από την τήρηση ουδετερότητας. Μία δεύτερη πρόταση ήταν, να αποβιβαστούν άνδρες από την Κωνσταντινούπολη στην απέναντι ακτή, εκεί όπου βρίσκονταν τα Τουρκικά πυροβολεία και να τα καταστρέψουν. Αν συνέβαινε αυτό θα ήταν πιο εύκολο έπειτα, να πυρπολήσουν τα εχθρικά πλοία που βρίσκονταν μέσα στον Κεράτιο.
Και η πρόταση αυτή όμως, είχε την ίδια τύχη με την προηγούμενη, καθώς ο αριθμός των στρατιωτών στην Πόλη ήταν πολύ μικρός και θα ήταν μεγάλο ρίσκο, να διακινδυνεύσουν για μία τόσο αβέβαιη επιχείρηση. Τελικά αποφασίστηκε η άμεση πυρπόληση των Τουρκικών πλοίων μέσα στο λιμάνι του Κεράτιου κόλπου. Η επιχείρηση αυτή απαιτούσε λιγοστούς ριψοκίνδυνους άνδρες και την ανέλαβε ένας έμπειρος ναυτικός, ο Ιάκωβος Κόκος, πλοίαρχος μίας γαλέρας από την Τραπεζούντα. Το δύσκολο αυτό εγχείρημα, είχε αποφασιστεί να πραγματοποιηθεί στις 24 Απριλίου, λίγες μόνο ώρες έπειτα από τη μεταφορά του Τουρκικού στόλου μέσα στον Κεράτιο.
Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ο σουλτάνος είχε διατάξει να φτιάξουν μία πρόχειρη πλωτή γέφυρα μέσα στο λιμάνι από την οποία μπορούσαν να διέρχονται ελεύθερα οι στρατιώτες του περνώντας από τη μία παραλία του κόλπου στην απέναντι και πάνω στην οποία έστησε κανόνι, το οποίο έβαλε διαρκώς τα τείχη σε εκείνο το σημείο και δυσκόλευε τρομερά την άμυνα των πολιορκημένων. Σύμφωνα λοιπόν με την περιγραφή του Barbaro, στις 24 Απριλίου ο ναύαρχος Ιάκωβος Κόκος, ετοίμασε δύο πλοία καλά επενδυμένα γύρω γύρω με σάκους γεμάτους βαμβάκι και μαλλί, ώστε να μην μπορεί να τους προκαλέσει ζημιά κανένας κανονιοβολισμός και παράλληλα ετοιμάστηκαν δύο γαλέρες και δύο φούστες, για να συνεισφέρουν στην επιχείρηση.
Αφού λοιπόν είχε προηγηθεί η κατάλληλη προετοιμασία συγκεντρώθηκαν όλοι στη γαλέρα του Diedo, για να πάρουν την τελική απόφαση για την πραγματοποίηση του παράτολμου εγχειρήματος. Και ενώ οι περισσότεροι συμφωνούσαν να τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο, το ίδιο εκείνο βράδυ, οι Γενουάτες του Γαλατά, οι οποίοι αντιλήφθηκαν το σχέδιο, έσπευσαν να στείλουν αντιπροσώπους στον Τούρκο σουλτάνο και να του το αποκαλύψουν, ενώ ταυτόχρονα ζήτησαν από τον ναύαρχο, να αναβάλει την επιχείρηση, με την υπόσχεση, ότι θα συνεισέφεραν και οι ίδιοι στην πυρπόληση του εχθρικού στόλου. Ο ναύαρχος πείσθηκε για την ειλικρίνεια των προθέσεων των Γενουατών και αποφασίστηκε να αναβληθεί το εγχείρημα για τις επόμενες ημέρες.
Η αναβολή, την οποία κέρδισαν οι Γενουάτες, όπως αποδείχτηκε αργότερα υπήρξε πολύτιμη για τους Τούρκους, καθώς τους έδωσε την ευκαιρία να προετοιμαστούν κατάλληλα και να οργανώσουν αποτελεσματικό σχέδιο αντιμετώπισης των Βυζαντινών και των συμμάχων τους. Το ξημέρωμα της 28ης Απριλίου ορίστηκε να πραγματοποιηθεί τελικά η προσπάθεια πυρπόλησης του Τουρκικού στόλου. Έτσι την καθορισμένη στιγμή δύο ώρες πριν από το ξημέρωμα, όπως αναφέρει ο Barbaro, τα δύο Χριστιανικά πλοία του Ιάκωβου Κόκου ξεκίνησαν από το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, συνοδευόμενα από τις γαλέρες του Γαβριήλ Τριβιζάνου και του Ζαχαρία Γκριόνι και ακόμα από τρεις φούστες με πλοιάρχους τον Τριβιζάνο, τον Μορεζίνη και τον Κόκο.
Σύμφωνα με τη διαταγή που είχε δοθεί επικεφαλής βρίσκονταν τα δύο μεγάλα πλοία, τα οποία ήταν επενδυμένα με σάκους από μαλλί και βαμβάκι, καθώς σε περίπτωση επίθεσης, θα μπορούσαν να προστατευθούν και παράλληλα να ανταποδώσουν τους κανονιοβολισμούς. Όταν τα πλοία έφτασαν κοντά στον Τουρκικό στόλο, ο Κόκος προέβη σε μία απερίσκεπτη πράξη. Επιθυμώντας να είναι ο πρώτος, που θα χτυπούσε την Τουρκική αρμάδα, έβγαλε τη φούστα του από την κάλυψη των μεγάλων πλοίων και ακριβώς εκείνη τη στιγμή το πλοίο του δέχτηκε την πρώτη κανονιά. Αν και αυτή η κανονιά δεν ήταν επιτυχημένη, η επόμενη πέτυχε τη φούστα στη μέση και τη διαπέρασε από τη μία πλευρά στην άλλη.
Μέσα σε λίγα μόνο λεπτά το πλοίο βυθίστηκε μαζί με όλο το πλήρωμα αλλά και τον κυβερνήτη του, τον Κόκο, συνολικά εβδομήντα δύο άνδρες. Σύμφωνα με το Σφραντζή όμως, από τους άνδρες του πληρώματος εκείνου του μοιραίου πλοιαρίου, κάποιοι, σαράντα περίπου τον αριθμό, κατάφεραν να σωθούν και να κολυμπήσουν ως την παραλία. Εκεί όμως τους συνέλαβαν οι Τούρκοι και τους θανάτωσαν με τη μέθοδο του ανασκολοπισμού, με τέτοιο τρόπο, ώστε η αποτρόπαιη πράξη να είναι ορατή στους φρουρούς των τειχών. Και ενώ συνέβησαν αυτά στο πλοίο του Κόκο, επειδή γινόταν χαλασμός και επικρατούσε αναστάτωση, ακούγονταν κραυγές και υπήρχε πολύς θόρυβος, οι επιβαίνοντες στα άλλα πλεούμενα φαίνεται, σύμφωνα με το Barbaro, ότι δεν είχαν αντιληφθεί τι ακριβώς είχε συμβεί.
Και ενώ προχωρούσε η γαλέρα του Τριβιζάνο, χτυπήθηκε από τα κανόνια των Τούρκων και το χτύπημα ήταν τόσο καίριο, ώστε η βολή τη διαπέρασε από τη μία άκρη ως την άλλη. Το πλοίο άρχισε να βυθίζεται, αλλά το πλήρωμα του κατάφερε να το οδηγήσει στο αγκυροβόλιο του. Τα μικρότερα σκάφη, δηλαδή οι φούστες, βλέποντας τι είχε συμβεί με τις άλλες δύο, αποφασίζουν να γυρίσουν πίσω, καθώς η επιχείρηση δεν μπορούσε πλέον, υπό αυτές τις συνθήκες, να πραγματοποιηθεί. Τα δύο μεγάλα πλοία, που είχαν λάβει μέρος στην επιχείρηση, είχαν αγκυροβολήσει και περίμεναν βοήθεια. Αλλά ήταν αδύνατο να λάβουν οποιουδήποτε είδους βοήθεια, καθώς οι Τούρκοι με όλο το στόλο τους, εβδομήντα δύο φούστες, όπως αναφέρει ο Barbaro, επιτέθηκαν με σφοδρότητα στα δύο πλοία.
Επί μιάμιση περίπου ώρα κανονιοβολούσαν ασταμάτητα τα δύο πλεούμενα και η μάχη ήταν λυσσαλέα, αλλά καμία από τις δύο πλευρές δεν κατόρθωσε να νικήσει. Τελικά τα δύο πλοία επέστρεψαν στη θέση τους και τα πλοία του Τουρκικού στόλου στη βάση τους. Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας μπορεί βεβαίως να ήταν ατυχές για τους Χριστιανούς, καθώς είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες, αν κρίνει κανείς όμως το γεγονός, ότι δύο πλοία κατόρθωσαν να επιστρέψουν σώα στη βάση τους, ενώ δέχτηκαν κανονιοβολισμούς και πυρά από πολύ περισσότερα, καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι οι Χριστιανοί ήταν σαφώς ανώτεροι των Τούρκων, όσον αφορά τη ναυτικά ικανότητα και παράλληλα υπερείχαν στην ποιότητα των πλοίων.
Τέλος θα πρέπει να αναλογιστεί κανείς, ότι πέρα από την προδοσία των Γενουατών, η οποία έδωσε στους εχθρούς τη δυνατότητα να προετοιμαστούν κατάλληλα, σημαντικό ρόλο στην ήττα των Χριστιανών έπαιξε και η απερίσκεπτη κίνηση του Ιάκωβου Κόκου. Αν δεν ήταν τόσο παρορμητικός και είχε ακολουθήσει πιστά το σχέδιο, που είχε αποφασιστεί να τεθεί σε εφαρμογή, η εξέλιξη της ναυμαχίας θα ήταν πιθανότατα πολύ διαφορετική. Αλλά αυτά είναι μόνο υποθέσεις και για το λόγο αυτό θα σταθούμε απλά στα γεγονότα. Η θλίψη και η απόγνωση στην Κωνσταντινούπολη ήταν μεγάλη και για την ήττα, αλλά και για τις απώλειες τόσων ανθρώπων.
Για να μετριαστεί η απώλεια και ο θυμός για την ήττα οι αμυνόμενοι ανταπάντησαν στους Τούρκους με τη θανάτωση των Τούρκων αιχμαλώτων, οι οποίοι βρίσκονταν στην πόλη από την αρχή της πολιορκίας, τους οποίους και κρέμασαν στα τείχη. Οι Τούρκοι είχαν όμως, εγκατασταθεί πλέον στον Κεράτιο κόλπο και το λιμάνι δεν ήταν ασφαλές, παρόλο που ο Χριστιανικός στόλος εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί. Ο Μωάμεθ, αν και δεν είχε αποκτήσει πλήρη κυριαρχία, μπορούσε πλέον να απειλεί τα τείχη, που βρίσκονταν απέναντι από το λιμάνι και είχε αρκετά πλοία έξω από την αλυσίδα, ώστε να κρατά την Πόλη αποκλεισμένη.
Η προδοσία των Γενουατών του Πέραν είχε καταφέρει να διασπάσει τη άμυνα των Χριστιανών με συχνές διενέξεις και καχυποψία μεταξύ Ενετών, Γενουατών, αλλά και Βυζαντινών και να δώσει στο σουλτάνο μία μεγάλη νίκη.
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε το βασικό στόχο του Μωάμεθ Β’ αμέσως μετά την άνοδό του στην εξουσία, στα τέλη του 1451. Στη διάρκεια του 1452 κατασκεύασε το φρούριο του Boğaz kesen (σημερινό Rumeli Hisarı) στην Ευρωπαϊκή όχθη του Βοσπόρου, ώστε να ελέγχει το διάπλου των στενών, ενώ παράλληλα ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την πολιορκία και την κατασκευή των κανονιών. Επίσης, από το φθινόπωρο του 1452 άρχισε η κατάληψη των εκτός της Πόλης Βυζαντινών οχυρών.
Στις αρχές Απριλίου του 1453 (σταδιακά από τις 4 έως τις 7 Απριλίου 1453) οι Οθωμανικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη και στις 12 Απριλίου ξεκίνησε ο βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών και οι προσπάθειες υπόσκαψής τους. Μέχρι την τελική έφοδο μεγάλο μέρος των τειχών, ιδιαίτερα στο μεσαίο τμήμα τους, είχε υποστεί σημαντικές ζημιές. Στις 18 Απριλίου απέτυχε μία πρώτη έφοδος στα τείχη. Στις 20, έπειτα από επιτυχημένη προσπάθεια τεσσάρων πλοίων να σπάσουν τον κλοιό του Οθωμανικού στόλου και να μπουν στον Κεράτιο κόλπο, ο σουλτάνος καθαίρεσε το ναύαρχο Μπαλτόγλου και στις 22 κατόρθωσε να περάσει μέρος του στόλου του δια ξηράς στον Κεράτιο.
Αρχές Μαΐου και η Πόλη βρισκόταν ένα βήμα πριν την καταστροφή. Ήταν κυκλωμένη από παντού. Ο Μωάμεθ την πολιορκούσε με πολλαπλάσιες δυνάμεις από αυτές που εκείνη διέθετε. Μέρα με τη μέρα γκρεμίζονταν τα τείχη της και φαινόταν, ότι η άμυνα της δεν θα άντεχε για πολύ, αν και οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης εργάζονταν με ζήλο, επισκευάζοντας τα σημεία των τειχών, που είχαν υποστεί ζημιές, με κάθε τρόπο. Η τακτική του Μωάμεθ ήταν φθοροποιός και αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη ψυχολογική διάσταση. Τώρα οι αμυνόμενοι έπρεπε να απλωθούν περισσότερο, για να καλύψουν και τα τείχη, που βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα και για αυτό το λόγο ο σουλτάνος αποφάσισε να τους εξαντλήσει με συνεχή πυρά.
Οι Βυζαντινοί ακόμη προσδοκούσαν, ότι η Δύση, έστω και τελευταία στιγμή θα έκανε το χρέος της στέλνοντας βοήθεια. Φήμες κυκλοφορούσαν διαρκώς ανάμεσα στους πολιορκημένους για στρατό και στόλο, που βρισκόταν καθ’ οδόν, αλλά διαψεύδονταν οικτρά. Αλλά και η θάλασσα γύρω από την πόλη ήταν γεμάτη τουρκικά πλοία. Αν κατέφθανε βοήθεια θα διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να ειδοποιηθούν τα πλοία, που τυχόν έπλεαν στο Αιγαίο. Στις 3 Μαΐου αποφασίστηκε από τον Αυτοκράτορα και τους Ενετούς πλοιάρχους να σπάσει τον αποκλεισμό ένα μικρό πλοιάριο με λίγους εθελοντές και να βγει στο Αιγαίο προς αναζήτηση βοήθειας.
Το ίδιο εκείνο βράδυ το πλοιάριο με το λιγοστό πλήρωμα κατάφερε να περάσει απαρατήρητο από τις Τουρκικές γραμμές, καθώς οι δώδεκα ναύτες, που επέβαιναν σε αυτό, φορούσαν Τουρκικές φορεσιές και είχαν υψώσει σημαία με το έμβλημα του σουλτάνου και να ανοιχτεί στο πέλαγος, χωρίς να προκληθεί η παραμικρή αναστάτωση. Και ενώ το πλοιάριο είχε ξεκινήσει το άκαρπο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων ταξίδι του, η κατάσταση μέσα στην Πόλη ήταν δραματική. Ο κλοιός γινόταν ολοένα και πιο ασφυκτικός. Ο Μωάμεθ, αν και δεν προέβη τις πρώτες ημέρες του Μαΐου σε κάποια επιθετική δραστηριότητα κατά της πόλης, φρόντιζε να καταπονεί την άμυνα της με συνεχείς βομβαρδισμούς στα χερσαία τείχη, με αποτέλεσμα αρκετές απώλειες σε έμψυχο δυναμικό.
Ακόμη αξίζει να αναφέρει κανείς τις συμπλοκές μεταξύ των Χριστιανικών και των Τουρκικών πλοίων, που συνέβαιναν πλέον σε καθημερινή βάση και είχαν ως αποτέλεσμα τη βύθιση ενός πολεμικού πλοίου, από τα τρία, που διέθετε ο Ιουστινιάνης. Επιπλέον, καθώς τα τρόφιμα και τα εφόδια ήταν λιγοστά, πολλοί άνδρες εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, αφήνοντας τες αφύλακτες και κατευθύνονταν στην Πόλη, με σκοπό να βρουν τρόφιμα για τους ίδιους και τις οικογένειες τους.
Ο Αυτοκράτορας, βλέποντας τα όσα συνέβαιναν, όρισε να μοιραστούν δίκαια τα λιγοστά τρόφιμα και τα μέλη της κάθε οικογένειας να πάρουν τις μερίδες, που τους αναλογούσαν, ώστε να μην υπάρχουν διενέξεις και να μην μένουν αφύλακτες καίριες θέσεις στα τείχη. Ο Μωάμεθ, από την άλλη μεριά, εξακολουθούσε να βομβαρδίζει τα τείχη με τα μεγάλα κανόνια. Στις 6 Μαΐου τα κανόνια χτυπούσαν την Πόλη ασταμάτητα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν και την επόμενη ημέρα, όποτε και διατάχθηκε από το σουλτάνο μία τεράστια επίθεση με στόχο να εισέλθουν στην πόλη.
Οι αλαλαγμοί, ο θόρυβος της μάχης και οι κραυγές ήταν εκκωφαντικές και ακούγονταν μέχρι την ανατολική πλευρά του λιμανιού, εκατοντάδες μέτρα απόσταση. Καθώς επικρατούσε πανδαιμόνιο, οι ναύτες και τα πληρώματα των πλοίων βρίσκονταν σε ετοιμότητα, περιμένοντας αντίστοιχη επίθεση του Οθωμανικού στόλου, καθώς πίστεψαν, ότι πρόκειται για γενικευμένη επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Η μάχη μαινόταν για τρεις ώρες, αλλά οι υπερασπιστές της πόλης αντιστέκονταν με επιτυχία. Και ενώ η σύγκρουση άρχισε να καταλαγιάζει και καθώς οι πολιορκητές οπισθοχωρούσαν, επιχείρησαν μία κίνηση αντιπερισπασμού, προσπαθώντας να βάλουν φωτιά στην πύλη κοντά στο παλάτι.
Και αυτή η επιδρομή όμως αποκρούστηκε. Φαίνεται πιθανό, ότι εκείνες τις ημέρες ο Κωνσταντίνος βλέποντας τις υλικές και πρωτίστως τις ανθρώπινες απώλειες, και φοβούμενος ότι η Πόλη δεν θα άντεχε για πολύ, έστειλε πρεσβεία στο σουλτάνο με σκοπό τη διαπραγμάτευση της λύσης της πολιορκίας και της καταβολής φόρου, την οποία θα όριζε ο Μωάμεθ. Ο σουλτάνος βεβαίως δε δέχτηκε μία τέτοια συμφωνία. Η Πόλη έπρεπε να του παραδοθεί χωρίς όρους. Φυσικά αυτό δεν έγινε δεκτό και οι διαπραγματεύσεις απέβησαν άκαρπες. Η κατάσταση για τους αμυνομένους εξακολουθούσε όμως, να είναι απελπιστική. Καθημερινά μετρούσαν απώλειες και στα δύο στρατόπεδα.
Και αν για το σουλτάνο κάτι τέτοιο δε σήμαινε τίποτα, εφόσον είχε αμέτρητο στρατό και αναπλήρωνε ταχύτατα τις απώλειες, για τον Αυτοκράτορα, ήταν πληγή και αναζητούσε αγωνιωδώς τρόπους να αναπληρώσει τα κενά. Η μόνη ανεκμετάλλευτη πηγή ανθρώπινου δυναμικού και όπλων βρισκόταν στις γαλέρες. Έτσι στις 8 Μαΐου συνεκλήθη το συμβούλιο των δώδεκα και αποφάσισε να εκφορτωθούν τα όπλα και όλα τα αντικείμενα που υπήρχαν στις τρεις Βενετικές γαλέρες, οι άνδρες, που αποτελούσαν τα πληρώματα των πλοίων να μετακινηθούν στα τείχη, για να συνδράμουν στη φύλαξη της πόλης και οι γαλέρες να βυθιστούν. Φυσικά αυτή η απόφαση, που καθόριζε τη μοίρα των ναυτών και τη συνύφαινε με αυτή της Πόλης, προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις.
Οι επιβαίνοντες στις γαλέρες αντιλαμβάνονταν ξεκάθαρα, ότι, αν απομακρύνονταν από τις γαλέρες, δεν θα ήταν πλέον ελεύθεροι να αποπλεύσουν, όταν κάτι τέτοιο θα ήταν αναγκαίο για τη σωτηρία τους και πίστευαν, ότι μία τέτοια απόφαση σήμαινε την παρακράτηση τους με τη βία. Επειδή λοιπόν, οι καπετάνιοι φοβήθηκαν την καταστροφή ενός μέσου, που παρείχε ασφάλεια, σφράγισαν τα πλοία τους και παρέμειναν αμετακίνητοι. Οι βομβαρδισμοί από την άλλη μεριά, συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση. Η κατάσταση απαιτούσε τη λήψη μέτρων. Έτσι αναγκάστηκαν να συγκαλέσουν το συμβούλιο και τις επόμενες δύο ημέρες.
Αποφασίστηκε, ότι όλα τα πλοία, εκτός από αυτά που χρειάζονταν για τη φρούρηση του φράγματος, θα μετακινούνταν για να βοηθήσουν στην άμυνα της πόλης. Ο Γαβριήλ Τριβιζάνος, με τετρακόσιους άνδρες συμφώνησε να αφοπλίσει τα πλοία του και συνδράμει στην προστασία της πύλης του Αγίου Ρωμανού. Η πραγματοποίηση αυτής της απόφασης έγινε τελικά στις 13 Μαΐου. Οι Βενετικές γαλέρες αφοπλίστηκαν τελικά και ο Τριβιζάνος με τους τετρακόσιους ναύτες του, γνωρίζοντας πολύ καλά, ότι βάδιζαν προς το θάνατο κατευθύνθηκαν στα χερσαία τείχη, κοντά στα ανάκτορα των Βλαχερνών, όπου και παρέμειναν μέχρι τέλους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί μία ακόμη εκτεταμένη επίθεση των Τούρκων την προηγούμενη νύχτα, δηλαδή στις 12 Μαΐου.
Στο μέσον της νύχτας λοιπόν πενήντα χιλιάδες Τούρκοι, σε στρατιωτική παράταξη, όρμησαν στα τείχη με εκκωφαντικό θόρυβο από αλαλαγμούς, τύμπανα και ταμπούρλα, στην περιοχή του παλατιού του Πορφυρογέννητου, όπου το τείχος ήταν κατεστραμμένο, γεγονός που έκανε πιο εύκολη την πρόσβαση. Ακόμη μία φορά όμως, η επίθεση αυτή απέβη άκαρπη και η έφοδος των Τούρκων, παρότι υπήρξε λυσσώδης και η θέση των πολιορκημένων εξαιρετικά επισφαλής, απέτυχε τελείως.
Στις 14 Μαΐου, ο σουλτάνος ανακουφισμένος από την αποχώρηση των γαλερών από τον Κεράτιο κόλπο, καθώς απομακρύνθηκε ο κίνδυνος επίθεσης στα δικά του πλοία, μετέφερε τα κανόνια του από το λόφο του Γαλατά και τα εγκατέστησε στην απέναντι πλευρά, με σκοπό να βομβαρδίζουν το τείχος στο σημείο, όπου βρισκόταν το παλάτι των Βλαχερνών. Επειδή όμως δεν κατάφεραν να προξενήσουν κάποια σημαντική ζημιά, τα απομάκρυναν από εκεί και τα τοποθέτησαν απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, που ήταν το πιο ασθενές σημείο κατά μήκος των χερσαίων τειχών.
Τα κανόνια δεν έπαυαν στιγμή να χτυπούν τα τείχη, αλλά οι υπερασπιστές τους σε εκείνο το σημείο, επισκεύαζαν τα ρήγματα, με τέτοιο τρόπο, ώστε δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος απώλειας των τειχών και ξαφνικής εφόδου των Τούρκων. Τριακόσιοι Ιταλοί, εξαιρετικής στρατιωτικής αξίας φρουρούσαν το συγκεκριμένο σημείο μέχρι τη στιγμή της άλωσης. Στις 16 του ίδιου μήνα κάποια Τουρκικά πλοία, αποσπάσθηκαν από το αγκυροβόλιο τους, στο Διπλοκιόνιο και επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και με μεγάλη ταχύτητα στην αλυσίδα του λιμανιού.
Οι Τούρκοι άρχισαν να χτυπούν με τα κανόνια τους τα βυζαντινά πλοία, που βρίσκονταν εκεί αγκυροβολημένα, αλλά βρήκαν αντίσταση από τα ελληνικά πλοιάρια, τα οποία ακολούθησαν τα Τουρκικά με σκοπό να τα χτυπήσουν και να τα αναχαιτίσουν. Το αποτέλεσμα ήταν, να τραπούν σε φυγή τα Τουρκικά πλοία και να επιστρέψουν στο Διπλοκιόνιο. Την ίδια μέρα, παράλληλα με την επιτυχημένη απώθηση των Τουρκικών πλοίων στη θάλασσα, οι Βυζαντινοί έκαναν και μία σημαντική ανακάλυψη. Οι Οθωμανοί του Μωάμεθ είχαν αποπειραθεί να ανοίξουν υπόνομο κάτω από τα τείχη και ετοιμάζονταν να εισβάλουν υπογείως στην Πόλη.
Οι Βυζαντινοί όμως αντελήφθησαν τι συνέβαινε, εξαιτίας του θορύβου κάτω από τα τείχη και μετά από διαταγή του αυτοκράτορα, οι ειδικοί που ασχολούνταν με τη διάνοιξη υπόγειων στοών, έσκαψαν τούνελ, με τέτοιο τρόπο, ώστε να συναντήσει αυτό των Τούρκων. Έτσι οι Βυζαντινοί εισχώρησαν απαρατήρητοι μέσα στην στοά του εχθρού, έβαλαν φωτιά στα ξύλινα στηρίγματα, με αποτέλεσμα να πέσει η οροφή και να καταπλακωθούν αρκετοί Τούρκοι, οι οποίοι βρήκαν φριχτό θάνατο. Φυσικά τη χρήση των υπόγειων στοών είχε αρχίσει ο σουλτάνος από την αρχή της πολιορκίας, αλλά φαίνεται πως δεν είχε βρει αρκετά έμπειρους τεχνίτες.
Το σημείο, το οποίο επιλέχθηκε από τους Οθωμανούς για τη διάνοιξη της τάφρου ήταν κοντά στην Καλιγαρία πύλη, καθώς εκεί δεν υπήρχε τάφρος, ούτε εξωτερικό τείχος. Παρόλα αυτά η ανακάλυψη της σήραγγας προξένησε πανικό και φόβο στους πολιορκημένους, μήπως κάποια στιγμή ο εχθρός αποπειραθεί να εισβάλει στην πόλη με αυτό τον τρόπο. Την επόμενη ημέρα πέντε Τουρκικά πλοιάρια πλησίασαν και πάλι την αλυσίδα, με σκοπό να κατασκοπεύσουν τις κινήσεις του εχθρικού στόλου και να κάνουν επίδειξη δύναμης. Οι κωπηλάτες και τα Τουρκικά πληρώματα δέχτηκαν όμως σφοδρή επίθεση από τα Βυζαντινά πλοία και αναγκάστηκαν και πάλι να οπισθοχωρήσουν φοβισμένοι.
Το δαιμόνιο μυαλό του σουλτάνου όμως βρισκόταν διαρκώς σε εγρήγορση και συνεχώς αναζητούσε καινούργιες μεθόδους και τεχνάσματα, με τα οποία θα πραγματοποιούσε το διακαή πόθο του, δηλαδή την πτώση της Πόλης. Ένα από αυτά τα σατανικά πράγματι τεχνάσματα ήταν η κατασκευή ενός πύργου, -όπως έχει ήδη αναφερθεί-, η οποία προκάλεσε τρόμο και πανικό στους πολιορκημένους το πρωί της 18ης Μαΐου. Το ξύλινο κατασκεύασμα ήταν τόσο ψηλό, ώστε ξεπερνούσε το ύψος των τειχών και είχε τεράστιες διαστάσεις. Είχε ξύλινους τροχούς για να κινείται και ήταν απρόσβλητο στα κάθε είδους χτυπήματα.
Οι Τούρκοι τον έστησαν τόσο γρήγορα κοντά στα τείχη στη Χαρίσια πύλη, ώστε ούτε οι σκοποί από τα τείχη δεν πρόλαβαν να το αντιληφθούν. Όπως ήταν φυσικό οι Τούρκοι επιθυμούσαν τη νίκη όσο τίποτε άλλο, για αυτό και η μάχη που ακολούθησε ήταν σκληρή. Η αντίσταση των πολιορκημένων ήταν ηρωική και η προσπάθειά τους να απωθήσουν τον εχθρό αγωνιώδης. Τελικά κατάφεραν να πυρπολήσουν τον πύργο και να προκαλέσουν την έκπληξη και την οργή του σουλτάνου. Δυστυχώς όμως, όπως θα απεδείκνυε η ιστορία, η χαρά των πολιορκημένων για τις επιτυχίες στην απόκρουση του εχθρού δεν θα κρατούσε για πολύ.
β) Οι Δέκα πιο Κρίσιμες Ημέρες πριν την Πτώση
Από τις 19 Μαΐου έως και την πτώση της Πόλης στις 29 του ίδιου μήνα οι ανηλεείς βομβαρδισμοί των τειχών ήταν συνεχείς και ασταμάτητοι, καθώς ο σουλτάνος, απογοητευμένος από τις αποτυχίες των προηγούμενων ημερών, είχε οργιστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε το μόνο που επιθυμούσε, ήταν να ολοκληρώσει το σχέδιο του όσο το δυνατόν συντομότερα. Ακόμη και η εξιστόρηση των γεγονότων από το χρονογράφο Barbaro γίνεται μονότονη, καθώς επαναλαμβάνεται συνεχώς και σε καθημερινή βάση το θέμα των βομβαρδισμών και οι προσπάθειες των αμυνομένων να επισκευάσουν τις ζημιές και να αναστηλώσουν τα πεσμένα τμήματα των τειχών.
Οι στιγμές ήταν τόσο κρίσιμες, ώστε όλοι μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροι, κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να συμβάλουν στην άμυνα. Επιπλέον οι Τούρκοι είχαν εντατικοποιήσει τις προσπάθειες δημιουργίας υπόγειων στοών με σκοπό να εισβάλουν στην Κωνσταντινούπολη υπογείως και μάλιστα έσκαβαν όχι σε ένα μόνο σημείο πλέον, αλλά σε περισσότερα, κυρίως κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας. Ο συνήθης τρόπος κατασκευής μίας στοάς ήταν να σκάβουν το έδαφος και μετά να στηρίζουν το χώμα, που βρισκόταν από πάνω με στηρίγματα από γερά ξύλα. Οι αμυνόμενοι συνήθως έβαζαν φωτιά στα ξύλινα υποστυλώματα, τα οποία στήριζαν το έδαφος, με αποτέλεσμα να πέφτουν και να καταπλακώνουν, όσους βρίσκονταν μέσα, είτε απλά τους έκαιγαν.
Σε κάποιες περιπτώσεις οι πολιορκημένοι στάθηκαν ιδιαίτερα τυχεροί σ’ αυτό το θέμα, γιατί οι σήραγγες πολλές φορές λόγω κακής κατασκευής ή λόγω λανθασμένης επιλογής τοποθεσίας γκρεμίζονταν μόνες τους, με αποτέλεσμα το θάνατο πολλών ανδρών. Στις 23 Μαΐου μάλιστα, ενώ και πάλι οι Τούρκοι προσπαθούσαν να υπονομεύσουν το τείχος κοντά στην περιοχή των Βλαχερνών, με τη δημιουργία στοάς, έγιναν αντιληπτοί από Βυζαντινούς, οι οποίοι εξουδετέρωσαν την προσπάθεια τους και παράλληλα κατάφεραν να συλλάβουν ζωντανούς κάποιους από τους Τούρκους υπονομοποιούς και μάλιστα τους επικεφαλείς.
Αφού τους βασάνισαν και κατάφεραν να μάθουν όλες τις θέσεις, όπου βρίσκονταν οι υπόλοιπες σήραγγες, τους αποκεφάλισαν και πέταξαν τα πτώματα τους πάνω από τα τείχη, στο σημείο που βρισκόταν το Τουρκικό στρατόπεδο. Δύο τελευταίες σήραγγες ανακαλύφθηκαν την επόμενη και τη μεθεπόμενη ημέρα και όπως αναφέρει και ο Barbaro, ήταν οι τελευταίες, αλλά οι πιο επικίνδυνες. Έπειτα από αυτό, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τις υπονομευτικές τους δραστηριότητες. Στις 23 Μαΐου επίσης, οι πολιορκημένοι δέχτηκαν μία τρομερή απογοήτευση, η οποία και διέλυσε και τις τελευταίες ελπίδες που είχαν για βοήθεια από τη Δύση.
Το πλοιάριο, το οποίο είχε αποπλεύσει από την Κωνσταντινούπολη στις 3 Μαΐου, με σκοπό να αναζητήσει σημάδια του δυτικού στόλου στο Αιγαίο γύρισε άπρακτο. Όταν φάνηκε να ανεβαίνει από την Προποντίδα, ενώ το καταδίωκαν μερικά Τουρκικά πλοία, οι αμυνόμενοι πίστεψαν προς στιγμήν, ότι την έλευση του θα ακολουθούσε μεγαλύτερος στόλος. Αλλά όταν ξέφυγε από τα πλοία του εχθρού και πέρασε πίσω από την αλυσίδα, όλες οι προσδοκίες εξανεμίστηκαν. Το πλοιάριο με τους γενναίους άνδρες είχε γυρίσει όλα τα νησιά του Αιγαίου και δυστυχώς δε συνάντησε πουθενά ίχνος Ενετικού πλοίου.
Ανέφεραν στον Αυτοκράτορα, ότι υπήρξε μία σκέψη να μην επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ότι ήταν στιγμιαία, γιατί έπρεπε να εκπληρώσουν το καθήκον τους απέναντι του και να του αναφέρουν, όσα είχαν μάθει. Καμία άλλη Χριστιανική δύναμη δεν θα ερχόταν να συνδράμει τη δύστυχη Πόλη. Η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να ελπίζει πλέον μονάχα στο έλεος του Θεού. Επιπλέον την ίδια ημέρα σύμφωνα με τον ιστορικό Mijatovich εμφανίστηκε μπροστά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού ένας απεσταλμένος του σουλτάνου, ονόματι Ισμαήλ Χαμζά, ο οποίος μετέφερε ένα μήνυμα του σουλτάνου προς τον Αυτοκράτορα και τους πολιορκημένους.
Σύμφωνα με τον ιστορικό το μήνυμα ανέφερε ότι ο σουλτάνος, καθώς γνώριζε την δεινή θέση της Πόλης, ήταν σύμφωνος, αν του την παρέδιδε ο Αυτοκράτορας, να τον αφήσει ελεύθερο και να του δώσει την κυριαρχία της Πελοποννήσου. Επιπλέον υπέσχετο, να αφήσει ελεύθερο όποιον κάτοικο της Κωνσταντινούπολης επιθυμούσε να φύγει μαζί με τα υπάρχοντα του. Αυτές οι προτάσεις για παράδοση της πόλης ήταν και οι τελευταίες τις οποίες έκανε ο σουλτάνος. Η απάντηση του Κωνσταντίνου στο σουλτάνου, την οποία διασώζει ο ιστορικός Δούκας, είναι αντάξια του μεγαλείου και της προσωπικότητας του τελευταίου Αυτοκράτορα.
Σύμφωνα με αυτά που αναφέρει ο Δούκας λοιπόν ο Κωνσταντίνος είπε στον απεσταλμένο του σουλτάνου να του μεταφέρει τα εξής: «Θα δόξαζα το Θεό, αν ήθελες να ζήσεις ειρηνικά μαζί μας, όπως έκαναν και οι πρόγονοι σου στο παρελθόν. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους πατέρες μου γονείς τους και τους τιμούσαν˙ το ίδιο και αυτήν εδώ την πόλη σαν πατρίδα. Σε περίπτωση κινδύνου, όλοι κατέφευγαν σε αυτή για να σωθούν. Κανένας αντίπαλος της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτησε όλα τα κάστρα που άρπαξες τόσο άδικα από εμάς, κράτησε τη γη, απόλαυσε όλους τους φόρους που σου καταβάλλουμε κάθε χρόνο, σύμφωνα με τις δυνατότητες μας και φύγε ειρηνικά.
Έχεις σκεφτεί μήπως αντί να κερδίσεις βρεθείς τελικά να χάνεις; Δεν έχω το δικαίωμα ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος από τους κατοίκους της να σου παραδώσουμε αυτήν εδώ την πόλη˙ γιατί όλοι μαζί με μία από κοινού απόφαση, διαλέγουμε να μη λυπηθούμε τη ζωή μας, αλλά να πεθάνουμε προασπίζοντας την». Το ηθικό των Χριστιανών βεβαίως είχε καταπέσει. Αλλά και στο Τουρκικό στρατόπεδο υπήρχε μεγάλη απογοήτευση. Συμπληρώνονταν σχεδόν δύο μήνες από την έναρξη της πολιορκίας και ο πολυπληθής Τουρκικός στρατός με τα εξαιρετικά κανόνια, τις πολιορκητικές μηχανές, τον κατάλληλο εξοπλισμό και το πλήθος των όπλων δεν είχε καταφέρει τίποτε ουσιαστικό.
Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, που είχε υποστεί ο Τουρκικός στρατός ήταν τρομερές. Οι καπνοί από τις νεκρικές πυρές πλανιόνταν για μέρες επάνω στην πεδιάδα του Λύκου. Η άμυνα της πόλης από την άλλη μεριά, είχε φυσικά καταβληθεί, υπήρχε έλλειψη πολεμοφοδίων και τροφίμων και οι υπερασπιστές ήταν λιγοστοί. Τα τείχη είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές. Οι πολιορκημένοι ήταν τρομερά καταπονημένοι, αλλά παρόλα αυτά είχαν καταφέρει να αποκρούσουν όλες τις επιθέσεις του σουλτάνου και δεν επέτρεψαν σε κανένα άπιστο να εισβάλει μέσα στην Πόλη. Ο Αυτοκρατορικός αετός κυμάτιζε ακόμη επάνω στις επάλξεις.
Επιπλέον είχε φτάσει στο στρατόπεδο του σουλτάνου η πληροφορία, ότι στη Χίο ήταν αγκυροβολημένα πλοία σταλμένα από τη Δύση, τα οποία επρόκειτο να κατευθυνθούν στην Κωνσταντινούπολη, για να τη βοηθήσουν. Ο Μωάμεθ έκρινε, ότι δεν έπρεπε να υπάρξει περαιτέρω χρονοτριβή, αλλά να προετοιμάσει μία συντονισμένη επιχείρηση από την ξηρά και τη θάλασσα και να χτυπήσει την Κωνσταντινούπολη. Ήταν φανερό ότι η τελική έκβαση δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο, καθώς η απογοήτευση και η απαισιοδοξία κυριαρχούσε και στα δύο στρατόπεδα. Το στρατόπεδο του σουλτάνου ήταν χωρισμένο σε δύο παρατάξεις.
Από τη μία μεριά ο ηλικιωμένος βεζύρης Χαλήλ, ο οποίος από την αρχή είχε αντίθετη γνώμη σχετικά με την πολιορκία και η μέχρι τώρα έκβαση της τον δικαίωνε και οι υποστηρικτές του και από την άλλη μεριά ο Ζαγανός Πασάς, ο οποίος αντιπαθούσε το Χαλήλ και επέμενε στην συνέχιση της πολιορκίας, καθώς ήταν πεπεισμένος, ότι η στιγμή, κατά την οποία η Πόλη θα έπεφτε στα χέρια του σουλτάνου, ήταν πολύ κοντά. Τελικά υπερίσχυσε η παράταξη του Ζαγανού Πασά και οι περισσότεροι συντάχθηκαν με την άποψη του να συνεχιστεί η πολιορκία μέχρι τέλους. Σύμφωνα με τον ιστορικό Σφραντζή, ο αντίπαλος του Ζαγανού, Χαλήλ Πασάς ήταν αυτός που έσπευσε να πληροφορήσει τον Αυτοκράτορα για τις διαθέσεις του σουλτάνου και την επικείμενη επίθεση.
Ο σουλτάνος ανακουφισμένος, εφόσον αποφασίστηκε να προχωρήσουν μέχρι τέλους για την κατάκτηση της πόλης, ενέτεινε ακόμη περισσότερο τους βομβαρδισμούς των τειχών και οργάνωνε μία γενικευμένη επίθεση. Η απόφαση του συμβουλίου έγινε γρήγορα γνωστή σε όλο το στρατόπεδο και για να εμψυχώσει τους πολεμιστές του, ο Μωάμεθ τη νύχτα της 26ης Μαΐου διέταξε να ανάψουν φωτιές σε όλο το στρατόπεδο. Μαζί με τις φωτιές ακούγονταν τυμπανοκρουσίες, αλαλαγμοί και κραυγές, που έκαναν τους πολιορκημένους να παγώσουν από την τρομάρα τους, καθώς πλησίαζε η ώρα της τελικής επίθεσης.
Οι οιωνοί και τα σημάδια των προηγούμενων ημερών, οι πανάρχαιες προφητείες, που προδίκαζαν την πτώση της Βασιλεύουσας, σε συνδυασμό με τις πυρετώδεις προετοιμασίες του σουλτάνου, προκάλεσαν πανικό στους αμυνόμενους. Έσπευδαν στις εκκλησίες και επαναλάμβαναν συνεχώς προσευχές, ζητώντας την προστασία της Υπεραγίας Θεοτόκου. Οι φωτιές στο εχθρικό στρατόπεδο, έξω από τα τείχη συνέχιζαν να καίνε και την επόμενη ημέρα, στις 27 Μαΐου. Και ήταν τόσο εκτυφλωτικό το φως, ώστε αρχικά οι πολιορκημένοι νόμισαν, ότι είχε πιάσει φωτιά το Τουρκικό στρατόπεδο και αναθάρρησαν. Όταν διαπίστωσαν όμως, τι πραγματικά συνέβαινε, τρομοκρατήθηκαν και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο, από το να προσευχηθούν για τη σωτηρία τους.
Πιθανόν ο σουλτάνος αυτές τις τελευταίες μέρες του Μαΐου, βρισκόταν συνεχώς ανάμεσα στους άνδρες του, για να δίνει τις τελευταίες οδηγίες πριν από τη μεγάλη επίθεση, την οποία αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν στις 29 Μαΐου και την οποία γνώριζαν οι αμυνόμενοι, να τους εμψυχώνει ή κάποιες φορές να απειλεί με θανατική ποινή, όσους απειθαρχούσαν ή οπισθοχωρούσαν δείχνοντας δειλία και να επιβλέπει τις προετοιμασίες. Η ένδοξη νίκη ή η συντριπτική ήττα κρέμονταν από μία κλωστή. Αν αποτύγχανε ο Μωάμεθ θα έπρεπε να λύσει την πολιορκία και να γυρίσει πίσω. Αυτό το ενδεχόμενο δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, γι’ αυτό και φρόντιζε για όλα προσωπικά.
Στις 27 Μαΐου επίσης διέταξε πιθανότατα το βαρύτερο βομβαρδισμό, μέχρι εκείνη τη στιγμή, της Κωνσταντινούπολης. Προσδοκούσε πιθανότατα στην κατάρρευση μεγάλου τμήματος των τειχών, που θα ευνοούσε την μαζική είσοδο των στρατιωτών του την ώρα της γενικής εφόδου. Επιπλέον ήταν σίγουρος, ότι με αυτή την τακτική δεν θα άφηνε στους πολιορκημένους κανένα περιθώριο ανάπαυση. Στο συμβούλιο που ακολούθησε την ίδια ή πιθανότατα την επόμενη ημέρα, ο Μωάμεθ, για να δώσει ώθηση στους πολεμιστές του, ανέφερε τους μυθικούς θησαυρούς της πόλης, οι οποίοι θα γίνονταν δικοί τους.
Αμέτρητα λάφυρα και σκλάβοι, γυναίκες και νεαρά αγόρια, μεγαλοπρεπή οικήματα, βασιλικά ανάκτορα, σπίτια ευγενών, πολύτιμα εκκλησιαστικά κειμήλια, φτιαγμένα από χρυσάφι και ασήμι. Δεν παρέλειψε να επαναλάβει την τριήμερη λεηλασία, την οποία τους είχε υποσχεθεί εξ αρχής. Πάνω από όλα όμως τόνισε την υποχρέωση που είχαν να καταλάβουν αυτή την ένδοξη πόλη, καθώς αποτελούσε εμπόδιο για μελλοντικές διεκδικήσεις και ήταν απειλή για τα μεγαλεπήβολα σχέδια επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως την είχε φανταστεί ο σουλτάνος. Εξακολούθησε αναφέροντας τη δόξα και την υστεροφημία, που θα τους ακολουθούσε παντοτινά, όταν κατάφερναν να την κυριεύσουν.
Τόνισε όμως, ότι αυτή η προσπάθεια θα είναι δύσκολη, αλλά δεν παρέλειψε να αναφέρει τα μισογκρεμισμένα τείχη, την παραγεμισμένη τάφρο και τους λιγοστούς υπερασπιστές που είχαν απομείνει στην πόλη σε σχέση με τους πολυάριθμους δικούς του μαχητές. Έκανε λόγο και για τους Ιταλούς, οι οποίοι βρίσκονταν στα τείχη, αλλά καθώς δεν μπορούσε να μειώσει τη γενναιότητα και την αποφασιστικότητα τους, επέμεινε κυρίως στο χαρακτήρα τους και στο γεγονός, ότι δεν ήταν άτομα άξια εμπιστοσύνης και ότι πολύ γρήγορα θα παρατούσαν τη μάχη και θα προτιμούσαν να φύγουν από την πόλη και να σώσουν τη ζωή τους. Στη συνέχεια ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο θα μάχονταν.
Ήξερε ότι οι αμυνόμενοι ήταν εξαντλημένοι λόγω των συνεχών βομβαρδισμών και της υπερπροσπάθειας που κατέβαλαν να επιδιορθώνουν τα κατεστραμμένα τμήματα των τειχών. Ήξερε επίσης, ότι ήταν καταπονημένοι από την πείνα, την αγρύπνια και την σωματική κόπωση. Πίστευε λοιπόν, ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να χρησιμοποιήσει την αριθμητική υπεροχή του στρατού του. Δεν θα έκαναν πλέον άτακτες επιθέσεις, αλλά καλά οργανωμένες και συνεχείς. Ξεκούραστοι μαχητές θα έκαναν εφόδους στα τείχη, αντικαθιστώντας τους προηγούμενους, ώστε να εξαντλήσουν τους αμυνόμενους. Με αυτή την τακτική ο σουλτάνος έλπιζε, ότι πολύ γρήγορα οι λιγοστοί υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης θα λύγιζαν και θα υπέκυπταν.
Στη συνέχεια ο Μωάμεθ έδωσε σαφείς οδηγίες για τις θέσεις των στρατηγών του και για το τι έπρεπε να πράξει καθένας από αυτούς. Ο στόλος με ναύαρχο το Χαμουζά θα περικύκλωνε την πόλη, ενώ θα ανάγκαζε τους υπερασπιστές των θαλάσσιων τειχών να μείνουν σε αυτά, ώστε να τα προστατεύουν. Έπειτα ο Ζαγανός Πασάς με τα στρατεύματα του θα χτυπούσαν το τείχος στον Κεράτιο κόλπο, ενώ ο Καρατζά Πασάς με το στρατό του θα επετίθετο στο μισογκρεμισμένο τείχος κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών. Η συντονισμένη αυτή επίθεση θα ολοκληρωνόταν με την ταυτόχρονη έφοδο στο κέντρο των τειχών, του ίδιου του σουλτάνου μαζί με το Χαλήλ και το Σαρατζά Πασά.
Τέλος δεν παρέλειψε να αναφέρει, πόσο σημαντική ήταν η τήρηση του σχεδίου, ο σεβασμός, και η πειθαρχία στους ανωτέρους. Έπειτα από αυτά και αφού είχε ολοκληρώσει το λόγο του άφησε τους αξιωματικούς ελεύθερους να επιστρέψουν στις θέσεις τους και ο ίδιος αποσύρθηκε στη σκηνή του για να ξεκουραστεί, ενώ άγρια ουρλιαχτά χαράς ακούγονταν στο στρατόπεδο του, εξαιτίας των όσων είχε υποσχεθεί. Και ενώ αυτά συνέβαιναν στο Τουρκικό στρατόπεδο, μέσα στα τείχη επικρατούσε απαισιοδοξία και θλίψη. Συχνές ήταν οι φιλονικίες μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων ή μεταξύ Ενετών και Γενουατών.
Ο Αυτοκράτορας έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει τις ισορροπίες και να εμφυσήσει στους αμυνόμενους την ομόνοια, που τόσο ήταν απαραίτητη εκείνες τις κρίσιμες ώρες. Ιδιαίτερα μνημονεύονται από τον ιστορικό Σφραντζή οι έριδες μεταξύ του Ιουστινιάνη και του Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά. Παρ’ όλες τις αντιδικίες όμως, όλοι εργάζονταν με τον ίδιο ζήλο, προσπαθώντας να προετοιμάσουν την πόλη, όσο το δυνατόν καλύτερα, να αντιμετωπίσει την τελική επίθεση. Ο Ιουστινιάνης εργαζόταν ακαταπόνητα μέρα και νύχτα και ιδιαίτερα εκείνες τις τελευταίες ημέρες, με σκοπό είτε να επισκευάσει, είτε να προστατεύσει όσο αυτό ήταν εφικτό τα τμήματα των τειχών που είχαν καταπέσει.
Την επόμενη ημέρα Δευτέρα 28 Μαΐου, ο σουλτάνος την πέρασε ολοκληρώνοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες σχετικά με την επίθεση. Τα κανόνια και οι πυροβολητές βρίσκονταν στις θέσεις τους, ενώ όλο το στράτευμα βρισκόταν επί ποδός, περιμένοντας να λάβει τις σχετικές οδηγίες. Ο βομβαρδισμός των τειχών εξακολουθούσε με αμείωτη ένταση. Οι προετοιμασίες ήταν πυρετώδεις. Ο σουλτάνος επιθεώρησε όλα τα στρατιωτικά σώματα, δίνοντας θάρρος και τις τελευταίες οδηγίες στους διοικητές των σωμάτων.
Πιθανότατα ο Μωάμεθ είχε φροντίσει να εμφυσήσει στους άνδρες του την έννοια του ιερού πολέμου και για αυτό το λόγο υπήρχαν στο στρατόπεδο ιερείς, όπως δερβίσηδες και μουλάδες, που έψελναν, απήγγειλαν στίχους από το Κοράνιο και προσπαθούσαν να εμψυχώσουν τους πολεμιστές απαριθμώντας τα οφέλη, που θα αποκόμιζαν με την πτώση της πόλης. Την ίδια ημέρα ο σουλτάνος μετέβη έφιππος στο Διπλοκιόνιο, για να επιθεωρήσει το στόλο του και να δώσει διαταγές στο ναύαρχο του για το τι θα έπρεπε να πράξει την επόμενη ημέρα. Σκάλες θα δίνονταν στα πληρώματα των πλοίων, ώστε, αφού αποβιβάζονταν στην ξηρά, να επιχειρήσουν να ανέβουν στα τείχη.
Κατά την επιστροφή του πιθανότατα, περνώντας από τη συνοικία του Γαλατά, προειδοποίησε τους άρχοντες της περιοχής να μην εμπλακούν στη μάχη της επόμενης ημέρας και σε καμία περίπτωση να μην παράσχουν βοήθεια στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης. Το ίδιο απόγευμα διέτρεξε και πάλι έφιππος όλο το στρατόπεδο από άκρη σε άκρη, κεντρίζοντας το φιλότιμο όλων των αξιωματούχων του και παράλληλα απειλώντας με θάνατο, όποιον δείλιαζε ή παράκουε εντολές ανωτέρου. Ακούγοντας τις διαταγές του, όλοι έσπευσαν να μεταβούν στις προκαθορισμένες θέσεις τους.
Αφού διαπίστωσε ότι όλα ήταν έτοιμα και όπως επιθυμούσε, επέστρεψε στη σκηνή του για να ξεκουραστεί, ενώ έστειλε αγγελιαφόρους σε όλο το στρατόπεδο, για να αναγγείλουν ότι η επίθεση θα ξεκινούσε το ξημέρωμα. Φωτιές ανάφθηκαν ακόμη μία φορά στο Τουρκικό στρατόπεδο, αλαλαγμοί, ουρλιαχτά και κραυγές έφθαναν στα αυτιά των πολιορκημένων, ενώ ο εχθρός βομβάρδιζε τα τείχη. Αυτή η αναστάτωση διήρκεσε μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε και οι φωτιές σβήστηκαν και υπήρξε μία παράξενη ησυχία. Στο στρατόπεδο των Βυζαντινών από την άλλη μεριά, επικρατούσε αναστάτωση. Παρ’ όλη όμως την ένταση και την αγωνία των πολιορκημένων, δεν έλειπαν οι προετοιμασίες και μέσα στα τείχη.
Όλοι βρίσκονταν στις θέσεις τους. Σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, ο Αυτοκράτορας μαζί με τον Ιουστινιάνη και 3.000 στρατιώτες βρίσκονταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου τα τείχη είχαν υποστεί σοβαρότατες ζημιές και μεγάλα τμήματά τους είχαν καταπέσει. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς υπεράσπιζε μαζί με 500 στρατιώτες στη Βασιλική πύλη, ενώ κατά μήκος των χερσαίων τειχών, σε όλα τα καίρια σημεία, είχαν τοποθετηθεί τοξότες και πετροβολιστές. Όλοι πλέον γνώριζαν καλά τι θα επακολουθούσε. Σύμφωνα με τον χρονογράφο Barbaro κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας οι καμπάνες χτυπούσαν καλώντας τους αμυνόμενους να μεταβούν στις θέσεις τους.
Γυναίκες και παιδιά ανέβαιναν στα τείχη μεταφέροντας λίθους, για να τους χρησιμοποιήσουν ως όπλα οι πολιορκημένοι κατά την έφοδο των Τούρκων. Θρήνοι και κλάματα ακούγονταν σε όλη την πόλη εξαιτίας του τρόμου που είχε κυριεύσει τους αξιοθρήνητους κατοίκους. Ο Αυτοκράτορας διέταξε να γίνει λιτανεία μέσα στην πόλη των ιερών εικόνων στην οποία συμμετείχε μεγάλο πλήθος γυναικών , παιδιών, γερόντων μαζί με ιερείς και μοναχούς και όλοι μαζί προσεύχονταν και με δάκρυα στα μάτια παρακαλούσαν το Θεό να τους λυπηθεί και να σώσει την πόλη τους από τον απαίσιο εχθρό. Ο ένας έδινε κουράγιο στον άλλο να αντισταθούν όλοι μαζί με γενναιότητα απέναντι στον κοινό κίνδυνο και προσδοκούσαν ακόμη και την έσχατη αυτή στιγμή τη σωτηρία.
Την ίδια ημέρα, νωρίτερα πιθανότατα από τη λιτανεία, όπως αναφέρει ο χρονογράφος Barbaro κάποιοι Ενετοί κατασκεύαζαν στα εργαστήρια τους προστατευτικές άμαξες για τους αμυνόμενους στρατιώτες στις επάλξεις. Ο Βάιλος διέταξε Έλληνες να τις μεταφέρουν στα τείχη, εκείνοι όμως αρνήθηκαν, γεγονός που ο χρονογράφος το αποδίδει στη φιλαργυρία τους, καθώς δήθεν ήθελαν να πληρωθούν. Πιθανότα, όπως υποστηρίζει ο σύγχρονος ιστορικός S. Runciman «αρνήθηκαν, όχι από απληστία, αλλά γιατί ένοιωθαν αγανάκτηση για αυτές τις αυθαίρετες διαταγές από έναν Ιταλό και επειδή πραγματικά έπρεπε να έχουν χρήματα ή διαθέσιμο χρόνο για να βρουν τρόφιμα για τις πεινασμένες οικογένειές του».
Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι οι Βυζαντινοί εξαιτίας του ύποπτου παιχνιδιού της τήρησης ουδετερότητας με τους Τούρκους από τη μεριά των Γενουατών δεν είχαν πλέον καμία εμπιστοσύνη στους ξένους και δεν δέχονταν υποδείξεις και διαταγές από αυτούς. Τη λιτανεία, στην οποία παρευρέθησαν Βυζαντινοί και Λατίνοι, ακολούθησε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Αργά το απόγευμα, μετά το τέλος της, ο Αυτοκράτορας συγκέντρωσε τους αξιωματούχους και τους άρχοντες της Πόλης και τους μίλησε. Το θέμα της ομιλίας του, όπως ήταν φυσικό αφορούσε την επικείμενη επίθεση.
Ζήτησε από όλους να δείξουν θάρρος και να αντισταθούν με γενναιότητα στον άπιστο εχθρό, που είχε ως στόχο να καταλύσει την ορθή πίστη και να αντικαταστήσει το Χριστό με έναν ψεύτικο προφήτη. Τόνισε, ότι αξίζει να πεθάνει κανείς όταν αγωνίζεται για μεγάλα ιδανικά όπως η πίστη, η πατρίδα, η οικογένεια και ο Αυτοκράτορας, που ήταν η αρχή της πόλης και ο εκπρόσωπος του Θεού στη γη και ανέφερε, ότι είχε έρθει αυτή η στιγμή για το λαό του, να πολεμήσει και να θυσιαστεί. Έπειτα αναφέρθηκε στη διάρκεια της πολιορκίας και στα κάθε είδους όπλα, τα οποία χρησιμοποίησε ο σουλτάνος και απέδωσε την μέχρι εκείνη τη στιγμή σωτηρία τους στο Χριστό, που θα αποτελούσε πάντοτε την ελπίδα και το καταφύγιο τους.
Υπολείπονταν οι αμυνόμενοι σε πολεμικό εξοπλισμό και αριθμητική υπεροχή έναντι του εχθρού, είχαν όμως την πίστη στο Θεό, σύμμαχο για τη σωτηρία τους. Επιπλέον ο Αυτοκράτορας πίστευε πολύ στις ικανότητες και το θάρρος των στρατιωτών του παρόλο που ήταν ελάχιστοι αριθμητικά σε σχέση με τον εχθρό και τους ενθάρρυνε να μη φοβηθούν κατά τη διάρκεια της εφόδου των απίστων από τις κραυγές και τους αλαλαγμούς τους. Τέλος έδωσε οδηγίες σχετικά με τον τρόπο μάχης και προστασίας από την επίθεση του εχθρού. Έπειτα στράφηκε προς τους Ιταλούς και τους ευχαρίστησε για όσα είχαν προσφέρει στην πόλη όλο αυτό το διάστημα της πολιορκίας.
Αφού ολοκλήρωσε την ομιλία του ο Αυτοκράτορας και ευχαρίστησε το Θεό με δάκρυα στα μάτια, όλοι οι παριστάμενοι έσπευσαν να τον διαβεβαιώσουν, ότι ήταν πρόθυμοι να θυσιαστούν για την πίστη και την πατρίδα τους. Έπειτα από αυτά ο Αυτοκράτορας και πλήθος λαού μετέβη στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, που για αρκετό διάστημα παρέμεινε σκοτεινή, επειδή θεωρούνταν μολυσμένη μετά από την κοινή λειτουργία ορθοδόξων και καθολικών την 12η Δεκεμβρίου 1452, για να εξομολογηθούν και μεταλάβουν τα άχραντα μυστήρια. Η μέρα είχε φτάσει στο τέλος της. Μετά τη λειτουργία καθένας γύρισε στη θέση του, ενώ ο Αυτοκράτορας επέστρεψε στο παλάτι των Βλαχερνών και αφού συγκέντρωσε το προσωπικό του, ζήτησε τη συγχώρεση τους.
Έπειτα έφιππος μαζί με το Σφραντζή διέτρεξε τα χερσαία τείχη, για να επιθεωρήσει αν όλα ήταν εντάξει. Οι σκοποί βρίσκονταν άγρυπνοι φρουροί στις θέσεις τους και οι πύλες ήταν καλά ασφαλισμένες. Έπειτα ο Κωνσταντίνος με τον πιστό του γραμματέα έκαναν στάση κοντά στην Καλιγαρία πύλη και ανέβηκαν σε έναν από τους πύργους. Από εκεί μπορούσαν να ακούσουν καθαρά ομιλίες και θόρυβοι προερχόμενοι από τον εχθρό, ο οποίος προετοίμαζε την επίθεση από την πλευρά της θάλασσας και κοντά στα τείχη. Η τελευταία ώρα της δύσμοιρης Πόλης είχε ήδη σημάνει.
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
Κατά την τελική επίθεση, τις πρώτες πρωινές ώρες της 29ης Μαΐου, οι Τουρκικές δυνάμεις κατόρθωσαν να εισχωρήσουν στα τείχη στην περιοχή της πύλης του Αγίου Ρωμανού, η οποία είχε υποστεί τις μεγαλύτερες καταστροφές. Δεν μπορεί να εκτιμηθεί εάν και ποιο ρόλο έπαιξε η αναφερόμενη είσοδος στρατού από την αφύλακτη Κερκόπορτα.
Η προετοιμασία για την τελική επίθεση άρχισε, όπως έχει ήδη αναφερθεί από το απόγευμα της 28ης Μαΐου, οπότε και ο σουλτάνος συγκέντρωσε χιλιάδες μαχητών του, για να γεμίσουν την τάφρο, ενώ άλλοι μετέφεραν κοντά στα τείχη πυροβόλα και κάθε είδους πολεμικό εξοπλισμό. Ο σουλτάνος σύμφωνα με τον ιστορικό Barbaro, είχε χωρίσει το στράτευμα του σε τρία στρατιωτικά σώματα, το καθένα από τα οποία αποτελούνταν από 50.000 άνδρες. Το πρώτο σώμα αποτελούσαν οι Βασιβουζούκοι ή Μπαζιβουζούκοι, άτακτος στρατός, απειροπόλεμος μαζί με τυχοδιώκτες, στων οποίων τις τάξεις υπήρχαν και πολλοί Χριστιανοί. Αυτούς σκόπευε ο Μωάμεθ να ρίξει πρώτους στη μάχη με σκοπό να κουράσει τους αμυνόμενους.
Το δεύτερο στρατιωτικό σώμα, σύμφωνα πάλι με το Barbaro, αποτελούνταν από ανθρώπους των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αγρότες, που ήταν ο τακτικός στρατός του σουλτάνου, ενώ το τρίτο σώμα ήταν οι καλά εκπαιδευμένοι και οπλισμένοι γενίτσαροι. Στην επόμενη φάση του αγώνα ο σουλτάνος θα έριχνε στη μάχη τον τακτικό στρατό του και αν δεν κατάφερνε να πετύχει το στόχο του και αυτό το στρατιωτικό σώμα, θα ακολουθούσαν οι άριστα εκπαιδευμένοι γενίτσαροι. Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, με τη δύση του ήλιου, ο σουλτάνος έδωσε εντολή να ηχήσουν οι σάλπιγγες, οι αυλοί και οι πίπιζες δίνοντας το πολεμικό σάλπισμα, που ήταν και το σύνθημα, ότι όλα είναι έτοιμα και η έφοδος ξεκινάει.
Το πρώτο επιθετικό σώμα, οι Βασιβουζούκοι, μπήκε στη μάχη. Προχώρησαν προς το τείχος και πήραν θέση μάχης. Αρχικά έριχναν βολές από μακριά. Είχαν στην κατοχή τους τόξα, βέλη και σφεντόνες. Έπειτα πλησίασαν περισσότερο και καθώς η μάχη γινόταν σώμα με σώμα χρησιμοποιούσαν κοντάρια και δόρατα. Ακούγονταν κραυγές, αλαλαγμοί κατάρες και βλαστήμιες. Οι επιτιθέμενοι προσπαθούσαν να ανέβουν στα τείχη χρησιμοποιώντας κλίμακες, αλλά οι αμυνόμενοι κατάφεραν να τους απωθήσουν, σκοτώνοντας πάρα πολλούς. Ο Ιουστινιάνης πολεμούσε γενναία στο σημείο, όπου εκδηλώθηκε η κυρίως επίθεση των Τούρκων, μαζί με τον Αυτοκράτορα.
Επειδή οι βασιβουζούκοι ήταν άτακτο πολεμικό σώμα, ένα συνονθύλευμα ανθρώπων από διαφορετικές χώρες, χωρίς πολεμική εμπειρία, όσο πρόθυμα ρίχνονταν στη μάχη, τόσο εύκολα αποχωρούσαν, όταν έβρισκαν απέναντι τους ισχυρή αντίσταση. Για αυτό το λόγο, όταν κάποιοι από αυτούς οπισθοχωρούσαν, σκοτώνονταν από τους δικούς τους. Η πρώτη αυτή φάση της Τουρκικής επίθεσης διήρκεσε δύο με τρεις ώρες και αποκρούστηκε με επιτυχία από τους αμυνόμενους. Ο σουλτάνος όμως, είχε πετύχει το σκοπό του. Οι πολιορκημένοι είχαν εξαντληθεί.
Μερικοί από τους αμυνόμενους είχαν πιστέψει, ότι αυτή η επίθεση ήταν μεμονωμένη και θα έβρισκαν την ευκαιρία να ξεκουραστούν. Έσφαλαν δυστυχώς. Ο σουλτάνος, αφού απέσυρε τους βασιβουζούκους, έριξε στη μάχη τον τακτικό στρατό. Οι καμπάνες των εκκλησιών μέσα στην πόλη αντηχούσαν δυνατά. Όλοι οι πολιορκημένοι έτρεξαν στις θέσεις τους. Ο κίνδυνος δεν είχε περάσει. Σε αντίθεση με τους βασιβουζούκους, το δεύτερο στρατιωτικό σώμα αποτελούνταν από εμπειροπόλεμους άνδρες και ταυτόχρονα καλά οπλισμένους. Πλησίασαν προς το μισογκρεμισμένο τείχος με κραυγές και αλαλαγμούς και προσπάθησαν να ανέβουν, είτε με τις φορητές κλίμακες, είτε ανεβαίνοντας ο ένας στους ώμους του άλλου.
Η μάχη που ακολούθησε ήταν σφοδρότατη. Έλληνες και Λατίνοι αγωνίζονταν με απαράμιλλο θάρρος και γενναιότητα αποκρούοντας και αυτή την επίθεση. Παράλληλα με τη μάχη σώμα με σώμα, τα πυροβόλα του σουλτάνου δεν έπαυαν, να πλήττουν τα τείχη προκαλώντας ζημιές και το θάνατο πολλών ανδρών. Οι αμυνόμενοι κατάφεραν και πάλι να σκοτώσουν πολλούς από τους επιτιθέμενους ρίχνοντάς τους από τις κλίμακες. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο, η μάχη των πολιορκημένων με τον τακτικό στρατό διήρκεσε αρκετές ώρες μέσα στη νύχτα και τελικά υπερίσχυσαν οι Βυζαντινοί.
Εκτός όμως από την αποτυχία των Τούρκων στο κεντρικό σημείο των τειχών, κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ούτε στα άλλα μέρη του τείχους κατόρθωσαν οι επιτιθέμενοι να πετύχουν κάτι αξιόλογο. Όλοι οι αρχηγοί του Τουρκικού στρατού και στόλου έκαναν έφοδο σε όλα τα σημεία των τειχών προσπαθώντας με κάθε τρόπο να εισβάλλουν στην πόλη. Όλες οι προσπάθειές τους όμως απέβησαν άκαρπες. Οι Τούρκοι μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχαν νικηθεί κατά κράτος από τους αμυνόμενους, που μάχονταν σαν λιοντάρια. Παρ’ όλο που οι Τούρκοι μαχητές ήταν κατά πολύ περισσότεροι από τους αμυνόμενους και επετίθεντο κατά κύματα, μέχρι το ξημέρωμα της 29ης Μαΐου, δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν την πόλη με τους λιγοστούς μαχητές και τα μισογκρεμισμένα τείχη.
Ο σουλτάνος, αν και ήταν φανερά οργισμένος με το αποτέλεσμα, διέθετε όμως ένα τελευταίο χαρτί, που δεν ήταν άλλο από τους περίπου 12.000 εξαιρετικά εκπαιδευμένους και πειθαρχημένους γενίτσαρους. Αυτό το επίλεκτο σώμα έριξε στη μάχη τις πρώτες πρωϊνές ώρες, με σκοπό να πετύχει ό,τι δεν κατόρθωσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή τα άλλα δύο στρατιωτικά του σώματα. Εκτός από την αριθμητική διαφορά τους σε σχέση με τους αμυνόμενους, οι γενίτσαροι διέθεταν ένα ακόμη πλεονέκτημα. Ήταν ξεκούραστοι σε αντίθεση με τους καταπονημένους και άυπνους αμυνόμενους, οι οποίοι μάχονταν ήδη αρκετές ώρες χωρίς να έχουν ούτε μία στιγμή ξεκούρασης.
Οι γενίτσαροι προχωρούσαν γρήγορα, αλλά σε στρατιωτική παράταξη αλαλάζοντας και κραυγάζοντας σαν άγρια θηρία και υπό τους ήχους τυμπάνων και σαλπίγγων, ώστε όλος αυτός ο θόρυβος ακουγόταν μέχρι την απέναντι ακτή του Βοσπόρου, σε απόσταση δώδεκα μιλίων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο χρονογράφος Barbaro, προκαλώντας τρόμο στους κατοίκους της Βασιλεύουσας. Οι καμπάνες μέσα στα τείχη ήχησαν για ακόμη μία φορά. Οι πολιορκημένοι αντιλαμβάνονταν, ότι η κρίσιμη ώρα πριν το τέλος είχε φτάσει και παντού ακούγονταν απελπισμένες εκκλήσεις στο Θεό για βοήθεια. Οι κατάκοποι υπερασπιστές όμως ήταν ήδη στις θέσεις τους, καθώς δεν είχαν άλλη επιλογή.
Δεν υπήρχαν εφεδρείες, ούτε ξεκούραστοι στρατιώτες. Οι ίδιοι ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν και να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Η επίθεση των γενιτσάρων, όπως και οι δύο προηγούμενες, επικεντρώθηκε κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Αμέτρητοι λίθοι, τουφεκιές, σαΐτες και κανονιοβολισμοί σφυροκοπούσαν τα τείχη. Ο ίδιος ο σουλτάνος ηγείτο των πολεμιστών του και ενθάρρυνε αυτούς. Κάποιοι από τους γενίτσαρους διατάχθηκαν από το σουλτάνο να προχωρήσουν στο ανάχωμα και να προσπαθήσουν να μπουν μέσα στην πόλη. Τα κατάφεραν και η μάχη γινόταν τώρα σώμα με σώμα. Βυζαντινοί και Λατίνοι αντιστέκονταν με σθένος και γενναιότητα παρ’ όλη την κόπωση και την εξάντληση από την αδιάκοπη και πολύωρη μάχη με τα προηγούμενα Οθωμανικά στρατεύματα.
Ο Ιουστινιάνης με τους δικούς του βρίσκονταν επικεφαλής και κατόρθωνε να αποκρούει τις επιθέσεις των γενιτσάρων. Βλαστήμιες, κραυγές, κατάρες, εκκωφαντικοί θόρυβοι και απίστευτη βία, με χτυπήματα τρομερά, πάλη μέχρι θανάτου και από τις δύο μεριές συμπλήρωναν το φρικιαστικό σκηνικό, το οποίο αδυνατεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Αξίζει κανείς να αναφέρει στο σημείο αυτό, αυτό που περιγράφει ο ιστορικός Κριτόβουλος σχετικά με τη μάχη.
«Και οι δύο μάχονταν για πολύ σπουδαία έπαθλα, αλλά τόσο διαφορετικά. Οι Οθωμανοί ήθελαν να εισβάλουν στην πόλη για να αποκτήσουν σκλάβους, γυναίκες και παιδιά και να συλλήσουν τα όσια και τα ιερά, ενώ οι πολιορκημένοι αγωνίζονταν, για να διαφυλάξουν τις οικογένειες τους και να προφυλάξουν ό, τι πολύτιμο είχαν». Και ενώ προς στιγμήν φάνηκε ότι η ζυγαριά της νίκης έγερνε προς το μέρος των αμυνομένων, δύο τυχαία γεγονότα έκριναν την έκβαση της μάχης. Το πρώτο έχει σχέση με τον Ιουστινιάνη, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά και ζήτησε από τους στρατιώτες του να τον απομακρύνουν από το σημείο, όπου διεξαγόταν η μάχη και να τον μεταφέρουν σε άλλο σημείο ασφαλές.
Ο Αυτοκράτορας, μόλις έμαθε τι είχε συμβεί, τον παρακάλεσε να μείνει, αλλά δεν κατόρθωσε να τον πείσει. Μετά τη φυγή του Ιουστινιάνη και των συμπατριωτών του προκλήθηκε πανικός, καθώς ο Γενοβέζος πολέμαρχος μαζί με τον Αυτοκράτορα αποτελούσαν την ψυχή της άμυνας. Ο Κωνσταντίνος συνέχισε να υπερασπίζεται τα τείχη στην πύλη του Αγίου Ρωμανού με τους ελάχιστους στρατιώτες που είχαν απομείνει μετά τη φυγή του Ιουστινιάνη, ενώ σε κάποιο άλλο σημείο των τειχών, κοντά στα ανάκτορα του Πορφυρογέννητου, από μία σατανική σύμπτωση, συνέβη το δεύτερο περιστατικό, το οποίο έκρινε την έκβαση του αγώνα.
Σε εκείνο το σημείο το τείχος ήταν μονό και υπήρχε μία μικρή πύλη, την οποία ονόμαζαν Κερκόπορτα ή πύλη του Ξυλοκέρκου. Η πύλη αυτή, η οποία ήταν φραγμένη για πολλά χρόνια, στην τελευταία αυτή πολιορκία ανοίχθηκε ξανά, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Δούκας, για να μπορούν οι πολιορκημένοι να πηγαινοέρχονται από την πόλη στην ύπαιθρο και αντίστροφα, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τον εχθρό. Κάποιοι Τούρκοι που μάχονταν σε εκείνο το σημείο αντελήφθησαν, ότι η μικρή αυτή πύλη ήταν ανοιχτή. Διστακτικά προχώρησαν στο εσωτερικό των τειχών, περίπου πενήντα άνδρες, φοβούμενοι αρχικά, ότι επρόκειτο για ενέδρα.
Ενώ κάποιοι από τους αμυνόμενους, που αντελήφθησαν την παρουσία τους, έσπευσαν να τους απωθήσουν. Οι αμυνόμενοι στο σημείο εκείνο ήταν λιγοστοί και δεν μπόρεσαν έγκαιρα να εκδιώξουν τους εισβολείς, παρόλο που θεωρητικά και αν δεν είχε προηγηθεί η απομάκρυνση του Ιουστινιάνη και τον στρατιωτών του, κάτι τέτοιο θα ήταν εύκολο, αν αναλογιστεί κανείς τον μικρό αριθμό των Τούρκων εισβολέων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιστορικός Π. Ι. Σπυρόπουλος:
«Ο μικρός χρόνος, που μεσολάβησε μεταξύ των δύο αυτών ατυχών συμβάντων, δεν επέτρεψε την πλήρη αποκατάσταση του ελέγχου στην Κερκόπορτα πριν χρειασθεί να αντιμετωπισθεί πάση δυνάμει το κενό, που δημιουργήθηκε στην πύλη Ρωμανού από τον τραυματισμό του στρατηγού Ιουστινιάνη και την αποχώρηση αυτού και των πανικόβλητων Ιταλών ανδρών του. Εάν το επεισόδιον της Κερκόπορτας συνέβαινε τουλάχιστον μισή ώρα νωρίτερα ή ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη μισή ώρα αργότερα, η έκβαση του όλου αγώνος στα τείχη της Πόλης πιθανώς θα ήταν διαφορετική.
Τα δύο γεγονότα δεν θα είχαν αλληλοεπηρεασθή και η αυτοθυσία των Ελλήνων αμυνομένων και του ηρωϊκού ηγέτη τους θα είχαν πιθανότατα εξουδετερώσει κάθε ένα χωριστά από τα δύο κτυπήματα. Διαφορετικά όμως θέλησε η μοίρα».
β) Πτώση της Πόλης
Μετά την αποχώρηση του πολύτιμου εκείνου συμμάχου και πολεμιστή, του Ιουστινιάνη, ο Αυτοκράτορας προσπάθησε να ανασυντάξει τους ελάχιστους στρατιώτες του και να αντιμετωπίσει τη λυσσαλέα επίθεση των γενιτσάρων. Τότε πληροφορήθηκε πιθανότατα την είσοδο των Τούρκων από την Κερκόπορτα και έσπευσε να διαπιστώσει τι συνέβαινε, αλλά ήταν ήδη αργά. Οι υπερασπιστές της Κερκόπορτας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν λιγοστοί και δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τους Τούρκους. Αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν προς την πύλη της Αδριανουπόλεως και πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν.
Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας σύμφωνα με το Σφραντζή «κατά την πρώτη συμπλοκή του με τους Τούρκους, άρπαξε πολλούς από αυτούς και τους γκρέμισε κάτω από τα τείχη. Κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαζε πολλούς εχθρούς, ενώ το αίμα έτρεχε ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του». Οι Τούρκοι όμως, κατάφεραν να ανέβουν στα τείχη και τους πύργους και να βρεθούν στα νώτα των υπερασπιστών. Προφανώς δημιουργήθηκε σύγχυση στις τάξεις των αμυνομένων, καθώς πίστεψαν, ότι ο εχθρός κατέλαβε την πόλη. Ο σουλτάνος από την άλλη μεριά αντιλήφθηκε αυτή τη σύγχυση και διέταξε να εντείνουν την προσπάθεια τους οι στρατιώτες του.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Σφραντζή, στις τάξεις των γενιτσάρων υπήρχε ένας γιγαντόσωμος μαχητής, ονόματι Χασάν. Αυτός ο Χασάν προχώρησε μέχρι το τείχος μαζί με τριάντα περίπου συμπολεμιστές του και κατόρθωσε να φτάσει στην κορυφή. Οι αμυνόμενοι αντιστάθηκαν με γενναιότητα και κατάφεραν να θανατώσουν το Χασάν. Δεν μπόρεσαν όμως να απωθήσουν τους υπόλοιπους εχθρούς, οι οποίοι θεώρησαν σπουδαίο το κατόρθωμα του αρχηγού τους, έσπευσαν να τον μιμηθούν και ανέβαιναν πλέον κατά κύματα επάνω στα τείχη. Οι αμυνόμενοι αναγκαστικά οπισθοχώρησαν και τράπηκαν σε φυγή μέσα στην πόλη.
Οι γενίτσαροι φτάνοντας στα τείχη και τους πύργους, αντικατέστησαν τα Χριστιανικά λάβαρα με Τουρκικές σημαίες. Οι σημαίες έγιναν ορατές από τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και η κραυγή «Εάλω η Πόλις» αντήχησε και από στόμα σε στόμα ακουγόταν πλέον σε όλους τα σημεία της πρωτεύουσας. Ο πανικός που προκλήθηκε από τις φωνές των αμυνομένων ενθάρρυνε τους Τούρκους ακόμη περισσότερο και ανενόχλητοι πλέον έμπαιναν στην πόλη χωρίς να συναντούν καμία αντίσταση. Ο Αυτοκράτορας μαζί με τον Φραγκίσκο του Τολέδο, τον Θεόφιλο Παλαιολόγο και τον Ιωάννη Δαλμάτη αντιστάθηκαν γενναία μέχρι τέλους στην πύλη του Αγίου Ρωμανού και προκάλεσαν το θάνατο πολλών από τους εχθρούς.
Ο ιστορικός Κριτόβουλος αναφέρει, ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ με τις ορδές των γενιτσάρων του όρμησε στα μισογκρεμισμένα τείχη και πήρε μέρος στη συμπλοκή που ακολούθησε. Η μάχη ήταν σκληρή και οι λιγοστοί αμυνόμενοι σφαγιάστηκαν ανηλεώς. Ο Αυτοκράτορας έπεσε στη μάχη, αν και οι συνθήκες θανάτου του παραμένουν αδιευκρίνιστες. Ακόμη και ο πιστός του φίλος Σφραντζής δεν βρισκόταν μαζί του τις τελευταίες εκείνες στιγμές, καθώς έπειτα από εντολή του τελευταίου Αυτοκράτορα, είχε πάει να επιθεωρήσει την κατάσταση σε άλλο μέρος της δυστυχούς πόλης. Ο ιστορικός Δούκας μας πληροφορεί επίσης, ότι οι Τούρκοι δεν γνώριζαν, ότι αυτός που είχαν θανατώσει ήταν ο Κωνσταντίνος.
Η μάχη συνεχίστηκε για λίγο ακόμη διάστημα και αφού θανατώθηκαν και οι τελευταίοι υπερασπιστές, οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη. Και την κυρίευσαν όλη εκτός από τρεις πύργους, του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου. Εκεί μάχονταν γενναία και με πείσμα οι ναυτικοί από την Κρήτη, που είχαν έρθει οικειοθελώς να συνδράμουν στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης και δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να παραδώσουν τα όπλα. Κάποιος Τούρκος όμως πληροφόρησε το σουλτάνο για την εξαιρετική ανδρεία αυτών των μαχητών και ο σουλτάνος εντυπωσιασμένος από τη γενναιότητα τους διέταξε να τους αφήσουν ελεύθερους να φύγουν με τα πλοία τους.
Χρειάστηκε πολύς κόπος έως ότου καταφέρει τελικά ο σουλτάνος να τους πείσει να παραδοθούν. Τέλος όσον αφορά τον Τουρκικό στόλο, αρχικά προσπάθησε παρατασσόμενος μπροστά στην αλυσίδα και περικυκλώνοντας τα τείχη να εισβάλλει στην πόλη, αλλά δεν τα κατάφερε και αποχώρησε. Έπειτα όμως ο Τούρκος ναύαρχος έδωσε διαταγή να αποβιβαστούν τα πληρώματα στη στεριά και να πολεμήσουν εκεί. Τα 70 πλοία που βρίσκονταν στον Κεράτιο κόλπο προσπάθησαν να εισβάλλουν ανεπιτυχώς στην περιοχή του Φαναρίου, αλλά η αντίσταση που δέχτηκαν από τους Χριστιανούς που μάχονταν εκεί, τους ανάγκασε να γυρίσουν πίσω.
Όταν όμως οι γενίτσαροι κατάφεραν να εισβάλλουν στην Πόλη, τα πληρώματα και των δύο στόλων εγκατέλειψαν τα πλοία και όρμησαν στο εσωτερικό της με μοναδικό σκοπό να συμμετάσχουν στη λαφυραγώγηση, επιτρέποντας σε 8 Γενουατικά και 7 Βενετικά πλοία να αποχωρήσουν ανενόχλητα από το λιμάνι. Ωστόσο 15 Γενουατικά πλοία, 5 Αυτοκρατορικά, αλλά και το πλοίο του Ορχάν δεν είχαν την ίδια τύχη και αιχμαλωτίστηκαν.
γ) Η Τύχη του Λαού (Σφαγές – Λεηλασίες – Εξανδραποδισμοί)
Αφού μπήκαν στην πόλη οι Οθωμανοί, άρχισαν τις σφαγές και τις λεηλασίες. Οι γενίτσαροι σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους ανεξαιρέτως φύλου και ηλικίας και σε κάποιες περιπτώσεις έμπαιναν και κατέσφαζαν τους ανθρώπους και μέσα στα σπίτια τους ή στις εκκλησίες, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν. Εξαγριωμένοι καθώς ήταν από τη δίμηνη πολιορκία και τη σθεναρή αντίσταση των πολιορκημένων, όρμησαν σαν άγρια θηρία μέσα στην πόλη ενάντια στους κατοίκους της και τους αμύθητους θησαυρούς, που τους υποσχέθηκε ο σουλτάνος.
Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι σύμφωνα με το Ισλαμικό πολεμικό δίκαιο, όταν μία πόλη παραδιδόταν στους πολιορκητές της, δεν διέτρεχε τον κίνδυνο της σφαγής, της λεηλασίας ή του εξανδραποδισμού των κατοίκων της. Η Κωνσταντινούπολη όμως, δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία, καθώς οι κάτοικοι της προτίμησαν να αγωνιστούν μέχρι τέλους, οπότε οι στρατιώτες του σουλτάνου είχαν το δικαίωμα να κάνουν ό, τι επιθυμούν το τριήμερο της λεηλασίας, που είχε ορίσει από πριν ο Μωάμεθ.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, με την είσοδο τους στην πόλη, οι γενίτσαροι έσφαζαν όποιον συναντούσαν ή όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει φοβούμενοι, ότι μέσα στην πόλη υπήρχαν ένοπλοι στρατιώτες, οι οποίοι θα μπορούσαν να αντεπιτεθούν και να τους εκδιώξουν. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν, ότι η αντίσταση επί πενήντα δύο συνεχόμενες ημέρες ήταν προϊόν των λιγοστών ανδρών που κάλυπταν τα τείχη. Άλλωστε επισημαίνει ο ίδιος συγγραφέας, αν γνώριζαν, ότι δεν υπήρχαν κρυμμένοι πολεμιστές, δεν θα προέβαιναν στη θανάτωση τους, καθώς τους συνέφερε περισσότερο να τους αιχμαλωτίσουν και είτε να τους πουλήσουν ως δούλους, είτε να τους απελευθερώσουν, αν εξαγόραζαν με χρήματα την ελευθερία τους.
Οι αιχμάλωτοι επομένως θα απέφεραν στους κατακτητές περισσότερα οφέλη, για αυτό και αφού συνήλθαν από την εκδικητική μανία, οι Οθωμανοί αποφάσισαν να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους. Τα σπίτια των πλούσιων οικογενειών και οι εκκλησίες έγιναν στόχος λεηλασίας, διαρπαγής, αιχμαλωσίας και καταστροφής. Πολλές νέες κοπέλες, γόνοι καλών οικογενειών, μικρότερης η μεγαλύτερης ηλικίας, ανύπαντρες ή παντρεμένες, αλλά και μοναχές και νεαρά αγόρια και κορίτσια ατιμάστηκαν και έπειτα έγιναν αντικείμενο αγοραπωλησίας στα σκλαβοπάζαρα. Απέναντι στον κοινό εχθρό όλοι είχαν είχαν εξισωθεί μεταξύ τους.
Ο απλός λαός και οι ανώτεροι αξιωματούχοι έτρεχαν από κοινού να σωθούν. Αναζητούσαν άσυλο και καταφύγιο στις εκκλησίες και ιδιαίτερα στο ναό της Αγίας Σοφίας, που βρίσκεται πίσω από το κίονα του Αγίου Κωνσταντίνου, καθώς υπήρχε μία παλιά παράδοση, που έλεγε, ότι ο εχθρός δεν θα μπορούσε να προχωρήσει πέρα από εκείνο το σημείο. Οι Οθωμανοί βέβαια δεν πτοήθηκαν από την ιερότητα του χώρου, καθώς η συγκέντρωση των κατοίκων σε τόσο περιορισμένο περιβάλλον διευκόλυνε τον εχθρό στην αιχμαλώτιση τους. Έτσι ο πληθυσμός που κατέφυγε εκεί, όχι μόνο δεν σώθηκε, αλλά άθελα του προκάλεσε τον εξανδραποδισμό του.
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί και μία συνήθεια των Τούρκων σε περιπτώσεις λεηλασίας, όπως αυτή που περιγράφεται. Οι Τούρκοι λοιπόν, όταν έμπαιναν σε ένα σπίτι για να το λεηλατήσουν, ύψωναν μία σημαία με το έμβλημα τους, ώστε να δείξουν στους δικούς τους, ότι αυτό είναι ήδη κατειλημμένο και να τους εμποδίσει να μπουν σε αυτό. Για αυτό το λόγο οι πολιορκητές έτρεχαν από σπίτι σε σπίτι και στα μοναστήρια και τις εκκλησίες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει οίκημα μέσα στην Κωνσταντινούπολη χωρίς Τουρκικό έμβλημα κατά τη διάρκεια της τριήμερης εκείνης λεηλασίας.
Ένα μέρος του πληθυσμού βέβαια κατάφερε να σωθεί, καθώς έτρεξε στα πλοία των Γενουατών τα οποία απέπλευσαν εκμεταλλευόμενα την αποδιοργάνωση του τουρκικού στόλου. Εξαιτίας του πανικού που δημιουργήθηκε όμως, στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν, κάποιοι έχασαν τη ζωή τους από πνιγμό, ενώ από την άλλη μεριά τα πλοία δεν ήταν αρκετά, ώστε να επιβιβασθούν όλοι. Οι περισσότεροι από αυτούς που έμειναν μέσα στην Πόλη έτρεχαν σε διάφορα σημεία, για να σωθούν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Η λεηλασία διήρκεσε από το πρωί της 29ης Μαΐου ως το απόγευμα της ίδιας ημέρας και παρ’ όλη την υπόσχεση του Μωάμεθ για τριήμερη λεηλασία διέταξε τελικά την παύση της.
Άλλωστε όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως ο πληθυσμός της Πόλης δεν ήταν τόσο μεγάλος, όσο στο παρελθόν, ούτε και τα πλούτη της αμύθητα όπως πίστευαν οι περισσότεροι από τους πολιορκητές. Ο Μωάμεθ εισήλθε στην Πόλη με τους γενίτσαρους και τους Πασάδες του και κατευθύνθηκε στο ναό της Αγίας Σοφίας. Προσευχήθηκε στον Αλλάχ για να τον ευχαριστήσει, που τον αξίωσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, μετατρέποντας το σύμβολο της Ορθοδοξίας σε μέρος προσκύνησης των αλλοθρήσκων και διέταξε να γίνει έρευνα για την ανεύρεση του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Αγωνιούσε να μάθει αν είχε σκοτωθεί ο μεγάλος του αντίπαλος και με ανακούφιση πληροφορήθηκε το θάνατό του.
Όταν μπήκε μέσα στο ναό, όπως σημειώνει ο ιστορικός Δούκας συνέβη το εξής περιστατικό: »Ο σουλτάνος παρατήρησε έναν Τούρκο, ο οποίος προσπαθούσε να σπάσει ένα κομμάτι μάρμαρο από το δάπεδο του ναού. Οργισμένος του είπε να σταματήσει καθώς η λαφυραγωγία δεν περιελάμβανε τα δημόσια κτίρια. Έπειτα τον χτύπησε με το ξίφος του και διέταξε τη φρουρά του να τον βγάλει έξω». Το στρατόπεδο του σουλτάνου και τα πλοία του Τουρκικού στόλου είχαν γεμίσει αιχμαλώτους και λάφυρα. Χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμοι λίθοι ήταν μερικά μόνο από τα αποκτήματα των γενιτσάρων. Φωνές τρόμου και πανικού ακούγονταν παντού, καθώς οικογένειες χωρίστηκαν για πάντα και τα μέλη τους δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά.
Σχετικά με τους ευγενείς της Κωνσταντινούπολης γνωρίζουμε από τις πηγές, ότι άλλοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, την ώρα της εισόδου των Οθωμανών στην Κωνσταντινούπολη, ενώ άλλοι αιχμαλωτίστηκαν. Την ώρα της μάχης σκοτώθηκαν ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Παλαιολόγος Μετοχίτης με τους γιους του. Ο πιθανός ανταπαιτητής του σουλτανικού θρόνου Ορχάν προσπάθησε να διαφύγει μεταμφιεζόμενος σε καλόγερο, αλλά έγινε αντιληπτός, συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς και η οικογένεια του αιχμαλωτίστηκαν επίσης. Ο σουλτάνος αρχικά επέδειξε καλή διάθεση απέναντι στο μέγα δούκα και την οικογένεια του, αλλά η καλοσύνη του δεν διήρκεσε πολύ.
Για να εξακριβώσει τη αφοσίωση του Νοταρά στο πρόσωπο του τον υπέβαλε σε φριχτή δοκιμασία. Σε ένα συμπόσιο που έκανε μετά την άλωση της Πόλης και ενώ είχε πιει αρκετό κρασί, διέταξε να του φέρουν τον δεκατετράχρονο γιο του Νοταρά. Ο μέγας δούκας αρνήθηκε να παραδώσει το παιδί του στο Μωάμεθ και ο σουλτάνος εξοργισμένος τον διέταξε να εμφανιστεί μπροστά του μαζί με όλα του τα παιδιά. Ο Νοταράς υπάκουσε στην εντολή του Μωάμεθ και εμφανίστηκε μπροστά του μαζί με το γιο του και το γαμπρό του, τον Καντακουζηνό. Ο σουλτάνος διέταξε να τους θανατώσουν, κόβοντας τους το κεφάλι.
Ο Νοταράς, φοβούμενος μήπως κάποιο από τα παιδιά του δειλιάσει μπροστά στο δήμιο ζήτησε να θανατωθούν μπροστά του πρώτα αυτά και έπειτα ο ίδιος. Αφού είδε τα παιδιά του να πέφτουν νεκρά μπροστά του, δοξολόγησε το Θεό και παρέδωσε τον εαυτό του στο δήμιο. Την επόμενη μέρα ο σουλτάνος διέταξε τη θανάτωση των Ελλήνων αξιωματούχων και προκρίτων, οι οποίοι είχαν συλληφθεί, προφανώς, γιατί δεν είχε εμπιστοσύνη στις προθέσεις τους και στην αφοσίωση τους στο πρόσωπο του. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος αιχμαλωτίστηκε επίσης, αλλά κατάφερε να ξεφύγει και κατέφυγε με πλοίο στην Πελοπόννησο.
Συνελήφθησαν επίσης πολλοί επίσημοι Βενετοί, από τους οποίους κάποιοι θανατώθηκαν, όπως ο Βάιλος Μινόττο, αλλά και ο πρόξενος των Καταλανών, ενώ άλλοι αφέθηκαν ελεύθεροι, καθώς ο Μωάμεθ θεώρησε επικίνδυνη την παρουσία τους, καθώς δεν ήταν σε θέση να προβλέψει την αντίδραση της Δύσης. Σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro, 29 Βενετοί ευγενείς, από αυτούς που είχαν συλληφθεί, κατάφεραν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους σε διάστημα ενός χρόνου.
Ένα ακόμη θύμα της εχθρότητας και της καχυποψίας του σουλτάνου υπήρξε ο βεζύρης Χαλήλ, ο οποίος, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως ήταν αντίθετος στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και έτρεφε συμπάθεια στο πρόσωπο του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και των Βυζαντινών. Σε αντίθεση με τους Ενετούς, οι Γενουάτες φαίνεται ότι είχαν καλύτερη τύχη, καθώς, όπως αναφέρει ο ιστορικός Κριτόβουλος, παραδόθηκαν στο σουλτάνο οικειοθελώς και εκείνος δεν δεν προέβη σε καμία εχθρική κίνηση απέναντί τους. Τέλος ο Ιουστινιάνης, που είχε αποχωρήσει πληγωμένος από τη μάχη, κατέφυγε στη Χίο, όπου και υπέκυψε λίγο αργότερα στα τραύματά του.
Κατά την πολιορκία και την άλωση φονεύθηκαν, σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, περίπου 4.000 κάτοικοι, ενώ συνελλήφθησαν 50.000. Ο Barbaro, από την άλλη μεριά κάνει λόγο για 60.000 αιχμαλώτους. Οι αριθμοί αυτοί βεβαίως φαίνονται υπερβολικοί. Στόχος όμως των συγγραφέων ήταν να τονίσουν το μέγεθος της καταστροφής, το οποίο σίγουρα ήταν τεράστιο, καθώς η πόλη ερημώθηκε, γεγονός που ανάγκασε το Μωάμεθ να λάβει έκτακτα μέτρα για τον εποικισμό της. Η καταστροφή της άλλοτε κραταιάς Κωνσταντινούπολης όμως ήταν ολοκληρωτική.
Η ένδοξη πρωτεύουσα του Βυζαντίου δεν θα μπορούσε ποτέ πια να αποκτήσει το κύρος και την αίγλη, τη δύναμη και τα πλούτη που είχε στο παρελθόν. Το σπουδαίο πνευματικό κέντρο που υπήρξε στα χίλια και πλέον χρόνια της ιστορίας της και κέρδισε τον θαυμασμό Ανατολής και Δύσης, είχε χαθεί οριστικά και αμετάκλητα. Ο ρους της ιστορίας είχε αλλάξει τροχιά.
δ) Η Επομένη της Άλωσης
Το βασικό γενικότερο δίλημμα που αντιμετώπισε ο κατακτητής σουλτάνος μετά την Άλωση ήταν εκείνο της ρήξης ή της συνέχειας με το Βυζαντινό παρελθόν της Πόλης. Ενδεικτική είναι η στάση του απέναντι σε ορισμένους εκπροσώπους της παλιάς άρχουσας τάξης με προεξάρχοντα το μεγάλο δούκα Λουκά Νοταρά, τους οποίους αρχικά αντιμετώπισε ευμενώς, αλλά αμέσως ύστερα μεταστράφηκε και διέταξε την εκτέλεσή τους. Αντίθετα, εμφανίστηκε ανεκτικός απέναντι στην Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία και έξι μήνες μετά την Άλωση πήρε την πρωτοβουλία ανασύστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου επιλέγοντας ως πατριάρχη τον ανθενωτικό ηγέτη Γεννάδιο Σχολάριο.
Η πιο σημαντική μακροπρόθεσμα απόφασή του ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσάς του στην κατακτημένη Πόλη, η οποία φαίνεται πως ανακοινώθηκε το 1458. Η απόφαση αυτή συνοδεύτηκε από εκτεταμένο πρόγραμμα επανεποικισμού και οικοδόμησης, τα οποία έθεσαν τη βάση για τη μεταμόρφωση της ερημωμένης Πόλης σε μια οικουμενική Αυτοκρατορική πρωτεύουσα, με διαφορετικό όμως χαρακτήρα και εμφάνιση από την αντίστοιχη Βυζαντινή.
ε) Σημασία του Γεγονότος
Λόγω της συμβολικής της διάστασης, η άλωση της Κωνσταντινούπολης έχει από πολύ παλιά θεωρηθεί ορόσημο ανάμεσα στους Μέσους και τους Νεότερους χρόνους. Η πραγματική ευρύτερη ιστορική της σημασία είναι πιο δύσκολο να εκτιμηθεί, καθώς εν πολλοίς επιστέγασε εξελίξεις οι οποίες είχαν ήδη δρομολογηθεί. Μεσοπρόθεσμα συνέτεινε σημαντικά στη μετατροπή του Οθωμανικού κράτους σε ισχυρή Αυτοκρατορική δύναμη με σαφή επεκτατικό προσανατολισμό και, ως εκ τούτου, σε μείζονα απειλή για τα Ευρωπαϊκά κράτη. Επίσης σήμανε το τέλος της κυριαρχίας των Ιταλικών εμπορικών πόλεων στο εμπόριο της Ρωμανίας και του Εύξεινου Πόντου.
Όσον αφορά τους Χριστιανούς της Ανατολής, η άλωση καθόρισε την αποτυχία της ένωσης των Εκκλησιών και την επιβίωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως ιδιαίτερης οντότητας. Παράλληλα, η εκκλησία εν μέρει κατέλαβε τη συμβολική θέση της Αυτοκρατορίας ως σημείο πολιτικής αναφοράς για τους Χριστιανούς, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα διοικητικές, οικονομικές και δικαστικές αρμοδιότητες στο πλαίσιο του Οθωμανικού συστήματος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής ή Βυζαντινή, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται ιδρύθηκε από το Μέγα Κωνσταντίνο στις 11 Μαΐου 330 μ.Χ. και ολοκλήρωσε τον κύκλο της υπερχιλιετούς ζωής της την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 έχοντας ως τελευταίο Αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο, ο οποίος χάθηκε μαζί της. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης μπορεί βεβαίως να ήταν αναμενόμενη και αναπόφευκτη, παρά ταύτα όμως προκάλεσε σοκ στην Δύση, καθώς προφανώς οι δυτικοί ηγεμόνες δεν είχαν αντιληφθεί μέχρι και την τελευταία στιγμή την κρισιμότητα της κατάστασης και πίστευαν, ότι η Βασιλεύουσα θα κατάφερνε να αντέξει ακόμη μία φορά την πολιορκία, όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν.
Άλλωστε το Βυζάντιο αποτέλεσε μέχρι εκείνη τη στιγμή δικλείδα ασφαλείας στην εξάπλωση του Μουσουλμανισμού διατήρησε τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό και αποσόβησε την εξάπλωση των Ανατολικών λαών στη Βαλκανική χερσόνησο και πέρα από αυτή. Μετά την πτώση είναι ανοιχτός ο δρόμος στον κατακτητή, να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τα εδάφη του. Οι υπόλοιποι Χριστιανικοί λαοί της Ευρώπης αδυνατούν να αντισταθούν στην επεκτατική πολιτική του Μωάμεθ. Ακολουθεί επομένως η υποταγή της Σερβίας (1459), του Μοριά (1460), της Τραπεζούντας (1461), της Βοσνίας (1463) και της Αλβανίας (1468). Η ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αντικαθίσταται πλέον από το Οθωμανικό κράτος.
Παράλληλα, ο Βυζαντινός πολιτισμός, με την ανάπτυξη των τεχνών και του πνεύματος επηρέασε έντονα τις Σλαβικές και δυτικές χώρες, αλλά ακόμη και τον ίδιο τον κατακτητή. Διατήρησε ζωντανό τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό και μεταλαμπάδευσε το φως του στη Δύση, καθώς πολλοί λόγιοι του Βυζαντίου κατέφυγαν κυρίως στην Ιταλία, κουβαλώντας μαζί τους τη γνώση του αρχαίου πνεύματος. Από την άλλη πλευρά, οξύνθηκε ακόμη περισσότερο η θρησκευτική διάσταση μεταξύ δυτικής και ανατολικής εκκλησίας, ιδιαίτερα μετά από την ευφυή κίνηση του Μωάμεθ να τοποθετήσει το μοναχό Γεννάδιο, γνωστό για τις ανθενωτικές του απόψεις, στον πατριαρχικό θρόνο.
Μ’ αυτή την πράξη του σουλτάνου αποσοβήθηκε ο κίνδυνος μίας ενδεχόμενης συνεργασίας μεταξύ του Βυζαντίου και της Δύσης για την απομάκρυνση του κατακτητή. Η Κωνσταντινούπολη επομένως χάνει πλέον και τον πολιτιστικό ρόλο, που διαδραμάτιζε έως τότε στα Βαλκάνια και διατηρεί μονάχα το θρησκευτικό της ρόλο. Επιπλέον, τα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, αλλά και της άλωσης της Πόλης, όπως ήταν φυσικό δημιούργησαν ζωηρή εντύπωση και αποτυπώθηκαν στη λογοτεχνία της Ανατολής και της Δύσης μέσα από τις διηγήσεις των σύγχρονων αλλά και των μεταγενέστερων ιστορικών και χρονογράφων.
Την καταστροφή της Βασιλεύουσας θρήνησαν άπαντες, λόγιοι αλλά και λαϊκοί. Τα δημοτικά τραγούδια εξιστορούν τις τελευταίες ώρες της Πόλης και εγκωμιάζουν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Το θέμα της πτώσης, της τελευταίας λειτουργίας στη μεγάλη εκκλησία και του θανάτου του τελευταίου ήρωα Αυτοκράτορα δημιούργησαν θρύλους και παραδόσεις, που συγκινούν και εμπνέουν μέχρι και σήμερα.
Ο υπεράνθρωπος αγώνας που ανέλαβαν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης εναντίον του πανίσχυρου κατακτητή, η αξιοπρέπεια με την οποία αρνήθηκαν την παράδοση της πόλης, το απαράμιλλο ψυχικό σθένος, το οποίο επέδειξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, οι αξίες για τις οποίες αγωνίστηκαν, που δεν είναι άλλες από την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια οδήγησαν στη διαμόρφωση των ηθικών αξιών του Νεοέλληνα. Το σύνθημα της επανάστασης του 1821 «Ελευθερία ή Θάνατος» απηχεί τα λόγια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ό οποίος με εξαιρετική γενναιότητα είχε απαντήσει στον απεσταλμένο του σουλτάνου:
«Τό δέ τήν πόλιν σοι δοῦναι οὔτ’ ἐμόν ἐστι οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ταύτῃ˙ κοινῇ γάρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Τέλος, ο Μωάμεθ και οι μεταγενέστεροι σουλτάνοι ακολούθησαν μία πολιτική ανοχής της διαφορετικότητας, όσον αφορά τη θρησκεία και τον πολιτισμό, η οποία έδωσε στους Έλληνες τη δυνατότητα να διατηρήσουν την ταυτότητα τους και αν και υποτελείς να εξακολουθήσουν να υπάρχουν ως έθνος και αργότερα να εξαπλωθούν ακόμη περισσότερο. Οι θρύλοι, οι παραδόσεις, τα δημοτικά τραγούδια πέρασαν από γενιά σε γενιά και στα δύσκολα χρόνια της δουλείας υπήρξαν στήριγμα και παρηγοριά για το υπόδουλο Ελληνικό γένος.
Εκφράζουν την ψυχική συγκίνηση που δοκίμασε ο λαός από τα συγκλονιστικά γεγονότα που βίωσε και επίσης τους πόθους και τις ελπίδες που θεμελίωσαν την εθνική συνείδηση του Ελληνικού έθνους. Από τα ερείπια θεμελιώθηκε το υψηλό φρόνημα και η ελπίδα για την αποκατάσταση του γένους. Σε όλη τη διάρκεια των σκοτεινών αιώνων της σκλαβιάς σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία διατήρησε ζωντανή τη μνήμη της εθνικής συνείδησης και της Ελληνικής ταυτότητας των υπόδουλων και αποτέλεσε φάρο στην αναγέννηση του Ελληνικού έθνους.
Το Βυζάντιο και η ιστορία του εν τέλει αποτελούν για τους Νεοέλληνες τις ρίζες τους και μέσα στη μακρόχρονη πορεία του πλάστηκε σταδιακά η νεώτερη εθνική τους συνείδηση. Η αποφράδα εκείνη Τρίτη θα κατέχει πάντοτε κυρίαρχη θέση στη μνήμη και τις καρδιές όλων των Ελλήνων και μολονότι το τέλος του Βυζαντίου υπήρξε τραγικό, κατέλαβε μυθικές διαστάσεις και θα αποτελεί πάντοτε σημείο αναφοράς για όλους μας.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Use Facebook to Comment on this Post