Στις 16/3/2013 ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε μια επιστολή κάποιων εκπαιδευτικών του ΠΑΜΕ , προς τους έλληνες μαθητές, αμφισβητώντας ότι η επανάσταση του 1821 είχε εθνικά και χριστιανικά κίνητρα. Ας δούμε λοιπόν τη ισχυρίζονται και ας πάρουν μια τεκμηριωμένη απάντηση…
ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ.
1. Η επανάσταση ήταν ταξική και όχι εθνικό-χριστιανική.
ΟΘ. Κολοκοτρώνης έλεγε “Πλησίον εις τον Ιερέα ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης και τζομπάνης, ναύτης και γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι” (Θ.Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων ελληνικής φυλής, εκδ. Πάπυρος, Αθήναι, σ. 29). Ο ιστορικός του l9ου αιώνα Χρ.Βυζάντιος σημειώνει: “Προύχοντες, κληρικοί, αρματολοί και κλέφται, λόγιοι και πλούσιοι, συνεφώνησαν ή μάλλον συνώμοσαν και παραχρήμα επαναστάτησαν κατά της τουρκικής δυναστείας. (Χρ.Βυζαντίου, Ιστορία τακτικού στρατού, σ. 265. Βλ. στου Π. Γεωργαντζή, Oι Αρχιερείς και το Είκοσιένα, Ξάνθη 1985, σ. 189).
Υπάρχουν βεβαίως και ιστορικοί που υποστηρίζουν την ταξικότητα του αγώνα, όπως ο Γ. Κορδάτος (ιστορικός μαρξιστής), ο Γ. Σκαρίμπας (λογοτέχνης μαρξιστής, αλλ’ όχι ιστορικός), ο Μάριος Πλωρίτης (φιλόλογος κριτικός, αλλ’ όχι ιστορικός), ο Γ. Καρανικόλας (δημοσιογράφος, όχι ιστορικός) κ.ά. Oι θέσεις αυτές επαναλαμβάνονται στερεότυπα από άλλους λιγότερο σημαντικούς και άσχετους με την ιστορική έρευνα. Αρκεί να μελετήσει κανείς το “ΔΕΛΤΙΟΝ” της Ο.Λ.Μ.Ε. (Βλ. το τεύχος Μαρτίου 1983, έτ.34/τεύχος 556, σ. 3:)για. να διαπιστώσει πώς αυτούσιες oι ιδεολογικές αυτές ερμηνείες για το ’21 περνούν στο χώρο της παιδείας. Το αναφέρω αυτό για να δείξω ότι η παραχάραξη της ιστορίας του έθνους μας έγινε εκ των εσω και αυθαιρέτως , μέσα στα σχολεία , ιδιαιτέρως μετά την έλευση του σοσιαλισμού στην Ελλάδα το 1981. (άρα δεν είναι η πρώτη φορά που εκπαιδευτικοί διδάσκουν την ιδεοληψία τους εκτός διδακτικής ύλης, απλά τώρα υπάρχει το internet και μπορούμε κάποιοι να αντιδρούμε)
Tο τραγικά απελπιστικό όμως είναι, ότι πολλές από τις παλαιότερες τοποθετήσεις έχουν πια ξεπερασθεί και στο χώρο της μαρξιστικής ιστορικής Σχολής, οπότε oι υποστηρικτές τους αποδεικνύονται “παλαιομοδίτες” στο χώρο του ιστορικού ερασιτεχνισμού. Νεώτεροι μαρξιστές ιστορικοί, έχουν αποκηρύξει την ερμηνευτική μέθοδο τού Γ.Κορδάτου και απομακρυνθεί από την ιδεολογική προοπτική του. Επίσης έχουν απορρίψει την προπολεμική θεωρία του “λαϊκισμού (π. χ. Λεων. Στρίγκας). ΄Ετσι, ο Π. Ρούσος δέχεται τήν επανάσταση του ’21 ως εθνικοαπελευθερωτική και ομολογεί: “Σε σύγκριση με το εθνικό το κοινωνικό έρχεται στο υπόστρωμα” (Βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ.π., σ. 238 έ).
Ανάλογα δέχονται ο καθηγ. Βασ. Φίλιας, ο Λεων. Στρίγκας, η Ελ. Αντωνιάδη-Μπιμπίκου κ.ά.
Η επικρατούσα στο χώρο της μαρξιστικής σκέψης σήμερα θέση είναι, ότι η Επανάσταση του ’21 , ήταν εθνικοαπελευθερωτική, με κοινωνικό περιεχόμενο, στην οποία έλαβαν μέρος oι πιο ετερόκλητες δυνάμεις, κάθε μια με τις δικές της προϋποθέσεις και στοχοθεσία. Δεν έχει εκλείψει όμως τελείως η ιδεολογική προσέγγιση, που δυσκολεύει και παραμορφώνει την αντικειμενική προσέγγιση της ιστορικής-επιστημονικής κατανοήσεως και ερμηνείας.
Η Επανάσταση του 1821 ήταν καθαρά εθνική εξέγερση μόνο των Ελλήνων, παρά το γεγονός ότι οι υποκινητές της προσπάθησαν να ξεσηκώσουν και άλλα υπόδουλα έθνη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της Επαναστάσεως είναι ότι ήταν μια καθολική εξέγερση στην οποία δεν υπήρχε κανένα απολύτως στοιχείο ταξικής διεκδικήσεως. Όλοι οι Έλληνες επαναστάτησαν είτε ήταν πλούσιοι είτε ήταν φτωχοί.
Ειδικά μάλιστα στη θάλασσα, η Επανάσταση εκδηλώθηκε σε νησιά με μεγάλο πλούτο, με κατοίκους που ζούσαν μέσα στη χλιδή όπως η Ύδρα και οι Σπέτσες, καθώς και εκεί όπου απολάμβαναν μεγάλα προνόμια από το Οθωμανικό Κράτος, όπως για παράδειγμα στη Χίο, στη Σάμο και στη Σύμη. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι οι βαθύπλουτοι Έλληνες πλοιοκτήτες με συγκεντρωμένο ολόκληρο το θαλάσσιο εμπόριο στα χέρια τους, διέθεσαν πρόθυμα τα καράβια τους στον Αγώνα, οι ίδιοι ηγήθηκαν της Επαναστάσεως σαν Ναύαρχοι, για να βρεθούν στη συνέχεια μετά την απελευθέρωση πάμπτωχοι και ολοκληρωτικά κατεστραμμένοι.
2. Οι Φιλέλληνες της Δυτικής Ευρώπης που συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821, είχαν ταξικά κίνητρα: να κυριαρχήσουν τα ιδανικά και οι σκοποί της μεγάλης (αστικής) Γαλλικής Επανάστασης
Η διεθνής συγκυρία το 1821, δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή. Στις Μεγάλες Δυνάμεις κυριαρχούσε το πνεύμα της Ιεράς Συμμαχίας, της συμμαχίας που τηρούσε μια πολιτική ευνοϊκή προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία παρά το γεγονός ότι δεν την συμπεριλάμβανε στους κόλπους της. Η είδηση της Ελληνικής Επαναστάσεως βρήκε τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων να συνεδριάζουν στη Λιουμπλιάνα (Λάιμπαχ, 26 Ιανουαρίου – 12 Μαΐου 1821), για τον τρόπο καταστολής των απελευθερωτικών κινημάτων στη Νεάπολη και στο Πεδεμόντιο.
Το γεγονός αυτό, εφτά μόνο χρόνια μετά το Βατερλό, τους γέμισε ανησυχία. Αυτή η Επανάσταση, μόνο απειλή θα μπορούσε να είναι για την πολυπόθητη ισορροπία στην Ευρώπη μετά την συντριβή του Βοναπάρτη. Η ιδιαιτερότητα της βασιζόταν σε δύο στρατηγικούς παράγοντες. Αυτοί ήταν: η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδος, σαν γέφυρα μεταξύ των δύο ηπείρων, και το ότι η επιτυχία της Επαναστάσεως θα σήμαινε την ανατροπή του status quo, ενδεχομένως και τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με απρόβλεπτες εξελίξεις στην περιοχή.
Γι αυτό το λόγο εκδήλωσαν φιλοτουρκικές θέσεις. Λίγα χρόνια πριν, στο Συνέδριο της Βιέννης (Οκτώβριος 1814 – Ιούνιος 1815) διαπιστώνουμε την έντονη παρουσία του πνεύματος που επικρατούσε. Χαρακτηριστική ήταν η στάση του Μέττερνιχ όταν με την ανοχή των παρισταμένων στο Συνέδριο, απευθύνθηκε στον Ιωάννη Καποδίστρια, αντιπρόσωπο τότε της Ρωσίας, λέγοντας: «Η Ευρώπη δεν γνωρίζει Έλληνες! Γνωρίζει μόνο Κράτος Οθωμανικό κάτω από την εξουσία του οποίου είναι οι Έλληνες που κατοικούν στην Ελλάδα…».
Παρά το γεγονός ότι η αρχή της αυτοδιαθέσεως των λαών είχε αναγνωρισθεί πανηγυρικά μαζί με την αναγνώριση γενικά των δικαιωμάτων του Ανθρώπου από τη Γαλλική Επανάσταση, η εποχή ήταν ακόμα σκοτεινή. Και συνέχισε για πολύ καιρό να είναι σκοτεινή! Ακόμα και όταν φθάσαμε στο 1907 είδαμε το άρθρο 2 των Κανόνων της Χάγης (Σύμβαση περί των Νόμων κι Εθίμων των εν τω κατά Ξηρά Πολέμω, μετά του Προσαρτημένου Κανονισμού) να προστατεύει μεν την αυθόρμητη αντίσταση των κατοίκων μιας περιοχής που δέχεται στρατιωτική επίθεση, αλλά να αφήνει εκτός νομιμότητας την αντίσταση του πληθυσμού της ήδη κατακτημένης περιοχής.
Δηλαδή μέχρι τότε κάθε πράξη αντιστάσεως κατά στρατευμάτων κατοχής ήταν παράνομη!
Κατά συνέπεια, οι γενναίοι αγωνιστές της Παλιγγενεσίας, χαρακτηρίσθηκαν αρχικά παράνομοι στασιαστές. Γι’ αυτό κανένα κράτος δεν μπορούσε να τους συμπαρασταθεί. Επιπλέον η μη αναγνώριση της ιδιότητας του εμπολέμου στους Έλληνες είχε φυσική συνέπεια να μην εφαρμόζονται γι’ αυτούς οι κανόνες του πολέμου που ίσχυαν τότε.
Οι ναυτικοί αποκλεισμοί τους δεν αναγνωριζόντουσαν, (ενώ αναγνωριζόντουσαν κανονικά οι αντίστοιχοι των Τούρκων), δεν ήταν νοητή η ύπαρξη ουδετέρων κρατών και δεν θεωρούνταν αιχμάλωτοι όσοι συλλαμβανόντουσαν. Η κατάσταση όμως δεν άργησε να μεταβληθεί υπέρ τους. Στις 15 Ιανουαρίου του 1822, διορίσθηκε η πρώτη Ελληνική Κυβέρνηση η οποια αναγνωρισθηκε πρωτα από την Αιτη , την Μεγαλη Βρετανια και τις ΗΠΑ.
Στη συνέχεια, όλο και περισσότερα Κράτη, άρχισαν να βλέπουν με συμπάθεια τον Απελευθερωτικό Αγώνα και σιγά – σιγά, στις περισσότερες περιπτώσεις έμμεσα τον αναγνώρισαν. Με αυτό τον τρόπο ο Αγώνας υπέρ της Ανεξαρτησίας σταδιακά νομιμοποιήθηκε αναδρομικά
3. Στα πλοία του Μιαούλη, το πλήρωμα δεν ήξερε καθόλου την ελληνική γλώσσα και μιλούσε Αρβανίτικα.
Το ιστορικό αυτό δεδομένο το προβάλουν οι έλληνες κομμουνιστές σαν επιχείρημα ότι να! δεν ήταν εθνική η επανάσταση , γιατί συμμετείχαν και άλλοι λαοί. Εδώ φαίνεται δυστυχώς ξεκάθαρα πως υπάρχουν έλληνες εκπαιδευτικοί άσχετοι με την ελληνική ιστορία. H Αρβανίτικη δεν είναι γλώσσα των Αλβανών, αλλά των μακρινών προγόνων μας των Πελασγών και πήρε το όνομά της από την αρχαία πόλη ΑΡΒΩΝ .Την Αρβανίτικη γλώσσα την ομιλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες της Ηπείρου, και της Ιλλυρίας, χιλιάδες χρόνια πριν έρθουν οι Αλβανοί στην Ευρώπη, από την εποχή των Πελασγών.
Οι Αρβανίτες είναι Έλληνες και ήρθαν από την Β. Ηπείρο μετά από την εκδίωξη τους από τους αλλόθρησκους Τουρκαλβανούς και παρέμεναν κυρίως στην Στερεά και Πελοπόννησο. (Κων/νος Παπαρρηγόπουλος: «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ο Κ. Μπίρης: «Αρβανίτες οι Δωριείς του Νεότερου Ελληνισμού», ο Περικλής Περάκης: «Η Διαμόρφωση του Ελληνικού Έθνους». κ.ά.)
Άρα οι Αρβανίτες ήταν και Έλληνες και χριστιανοί με εθνική συνείδηση που πολέμησαν τους Τούρκους κάτω από την ίδια σημαία των κοινών ιδανικών του έθνους μας και της θρησκείας μας.
Πολύ θα ήθελα να ακούσω έναν αριστερό σύντροφο να λέει στους αρβανίτες κάτοικους της Ελλάδας ότι δεν είναι έλληνες.
4. Αμφισβητούν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό σαν πρωτεργάτη της κήρυξης της επανάστασης και την 25η Μαρτίου σαν την ημερομηνία κηρύξεως της Εθνεγερσίας.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο κληρικός Αμβρόσιος Φραντζής και άλλοι που παρέστησαν στη σύσκεψη του Αιγίου (Βοστίτσας) στα τέλη Ιανουαρίου 1821 βεβαιώνουν ότι ήταν ομόφωνη απόφαση της Φιλικής Εταιρίας να αρχίσει η εξέγερση στον Μωριά την ημέρα του Ευαγγελισμού. Οι ίδιοι οι πρωτεργάτες ήθελαν να τονίσουν τη σύνδεση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας και να επικαλεσθούν την ευλογία της Παναγίας.
Όμως μετά από 400 χρόνια δουλείας το καζάνι έβραζε και η έκρηξη έγινε λίγες ημέρες πριν από την καθορισμένη ημερομηνία. Από τις 14-16 Μαρτίου γύρω από τα Καλάβρυτα συνάπτονται συγκρούσεις Ελλήνων με φοροεισπράκτορες των Τούρκων, ενώ στην Αγία Λαύρα είναι κλεισμένοι οι πρόκριτοι με τον Αρχιεπίσκοπο της Πάτρας Γερμανό και τον Επίσκοπο Κερνίτσης και Καλαβρύτων Προκόπιο. Στις 16 του Μάρτη ο Νίκος Σολιώτης χτύπησε πρώτος τους Τούρκους στην Ελλάδα, στο Αγρίδι, κοντά στην Ακράτα, στις 17 Μαρτίου η Μονή πανηγυρίζει, διότι εκεί φυλάσσεται η κάρα του Αγίου Αλεξίου. Την πανηγυρική εκείνη ημέρα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός λειτουργεί και κηρύσσει την Επανάσταση.
Την ίδια ημέρα και οι Μανιάτες κηρύσσουν την Επανάσταση στην Αρεόπολη. Στις 21 αρχίζει η εξέγερση στα Καλάβρυτα και στις 21 του Μάρτη πετυχαίνει η επανάσταση στην Πάτρα. Στις 22 του Μάρτη ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γράφει στους Γαλαξειδιώτες ένα περίφημο γράμμα παρακίνησης σε εξέγερση. Στις 23 του Μάρτη εδραιώνεται η επανάσταση στην Καλαμάτα. Όλα αυτά πριν την 25η Μαρτίου. Είναι πασίγνωστο ότι η Επανάσταση στα διάφορα μέρη της υπόδουλης πατρίδας κηρύχθηκε σε ποικίλες ημερομηνίες, πριν και μετά την 25η Μαρτίου. Δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Για λόγους σημειολογίας και προφανούς συμβολισμού προτάθηκε από τους οπλαρχηγούς η 25η Μαρτίου ως κοινή ημερομηνία του κοινού αγώνα.
Ο Γερμανός είχε κατέβει με το άλογο προς την Πάτρα και ανήμερα του Ευαγγελισμού ευλογεί ξανά το λάβαρο στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Την επόμενη ημέρα ο ίδιος μαζί με τον Προκόπιο και τους προκρίτους αποστέλλουν τη διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στους Προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων.
Όντως ο εορτασμός της συγκεκριμένης ημερομηνίας, είναι αποτέλεσμα συμβολισμού και όχι αυστηρά ιστορικής πραγματικότητας. Όπως και η Θρησκευτική εορτή του Ευαγγελισμού συμβολίζει την αναγέννηση του φωτός, τον εορτασμό της Εαρινής Ισημερίας, της νίκης του φωτός επί του σκότους, έτσι και η κήρυξη της επανάστασης της ημέρας αυτής σημαίνει τη γέννηση της ελπίδας από μια μακροχρόνια κυοφορούσα εξέγερση.
Η μομφή των εκπαιδευτικών του ΚΚΕ ότι 13 χρόνια μετά ορίσθηκε εθνική γιορτή η μέρα του Ευαγγελισμού για να ντύσουν την επανάσταση με θρησκευτικό μανδύα, όπως αναφέρουν, δεν αποτελεί δόλο ή ντροπή, αλλά πράξη που αναδεικνύει την συναλληλία και την συμπόρευση του έθνους μας με την εν Χριστώ ζωή. Ίσως αυτό να ενοχλεί τους απάτριδες διεθνιστές που ευδοκιμούν στον τόπο μας, αλλά είναι η εν Ελλάδι αλήθεια.
Για τα γεγονότα της Αγίας Λαύρας μαρτυρίες έχουμε από τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ, τον Κανέλλο Δεληγιάννη, από δημοσιεύματα γαλλικών και αγγλικών εφημερίδων ( LΕ CONSTITUTIONNNEL, LONDON TIMES) του Ιουνίου 1821 κ.ά.. Για τα γεγονότα της Πάτρας γράφουν πάλι ο Πουκεβίλ, ο Σπυρίδων Τρικούπης κ.ά. Το 1872 η Επιτροπή Εκδουλεύσεων της Βουλής των Ελλήνων ανεκήρυξε τον Παλαιών Πατρών Γερμανό ως τον πρώτο που κήρυξε την Επανάσταση και ουδείς διαμαρτυρήθηκε, δεδομένου ότι ζούσαν αρκετοί από τους αγωνιστές του 1821.
5. Τη σημαία της επανάστασης στην Πάτρα την ύψωσε ο λαϊκός ηγέτης Παναγιώτης Καρατζάς, τον οποίο δολοφόνησαν οι πρόκριτοι της Πάτρας».
Ο ισχυρισμός αυτός λέει μια αλήθεια και πολλά ψέματα. Πράγματι ο Παναγιώτης Καρατζάς ήταν ένας λαϊκός αγωνιστής εναντίον των Τούρκων. Από τα νεανικά του χρόνια άρχισε να δημιουργεί επεισόδια με τους κατακτητές και ουδέποτε έμενε αδιάφορος για την κακομεταχείριση των χριστιανών από τους Τούρκους. Προφανώς οι εκπαιδευτικοί του ΠΑΜΕ αγνοούν την αφοσίωση του στη χριστιανική πίστη. Όπως επίσης αγνοούν την συμμετοχή του στην Ελληνική Λεγεώνα στην Ζάκυνθο, κάτω από την εποπτεία των Άγγλων . στοιχείο που αποδεικνύει τη συνεργασία και την αποδοχή του για τη βοήθεια των «μεγάλων δυνάμεων»
Στις 21 Μαρτίου 1821 οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Πάτρα και άρχισαν τους φόνους και τις λεηλασίες, μεταξύ πολλών πυρπόλησαν την οικία του κοτζαμπάση Παπαδιαμαντόπουλου. Ο Καρατζάς άνηκε στο περιβάλλον του Παπαδιαμαντόπουλου υπερασπιζοντας τον οργάνωσε αντεπίθεση και έκλεισε τους τούρκους στο φρούριο της Πάτρας.
Στις 24 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός εισέρχεται στην Πάτρα μαζί με τους τοπικούς προύχοντες και σχηματίζουν το «Αχαϊκό Διευθυντήριο». Η μη συμμετοχή του Καρατζά στο εγχείρημα αυτό δε σημαίνει απαραιτήτως και διαμάχη μεταξύ τους, αφού ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τον εκτιμούσε και αναγνώριζε τον αγώνα του και έγραφε :
«Ο Καρατζάς τους επροξένει φρίκην, επειδή όχι μόνον εις το πεδίον του πολέμου εδείκνυε την ανδρείαν του και την στρατηγική του επιδεξιότητα, αλλά δια νυκτός εισήρχετο συνεχώς εις την πόλιν με ολίγους στρατιώτας, ήρπαζεν αιχμαλώτους και εφόνευεν εξ αυτών, εχαλούσε τους μύλους και ενί λόγω τους έβλαπτε καιρίως.»
Απόδειξη τούτου είναι ότι λίγες ημέρες αργότερα, το στρατόπεδο των επαναστατών αναδιοργανώθηκε και στον Καρατζά ανατέθηκε η φύλαξη της στρατηγικής θέσης Ζωνιτάδα.
Άρα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Καρατζάς συνεργάστηκαν και ουδόλως βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο Καρατζάς κήρυξε την επανάσταση και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός την υπονόμευσε.
Αυτά είναι αυθαιρεσίες των σημερινών κομμουνιστών που θέλουν να καπηλευτούν μια εθνική προσπάθεια, παρολες τις αντιπαραθέσεις και τα μελανά σημεία που διακρίνουμε στη συνεργασία μεταξύ των ελλήνων.
Η δολοφονία του Καρατζά έγινε μετά από την κήρυξη της επανάστασης στις 4 Σεπτεμβρίου 1821.
Ο λόγος ήταν ,όταν στη μάχη της Πάτρας( 24/3/1921) κατηγορήθηκε από μια άλλη ομάδα οπλαρχηγών (Κουμανιωταιοι), ότι ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο του αδελφού τους Σταμάτη, που τον άφησε ακάλυπτο. Οι Κουμανιωταιοι κατηγορούσαν , εδώ είναι η ειρωνεία , ότι ο Καρατζάς ήταν άνθρωπος των κοτζαμπάσηδων. (Διονύσιος Κόκκινος ιστορικός στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».)
Τώρα πως οι εκπαιδευτικοί του ΠΑΜΕ βγάζουν το συμπέρασμα ότι ο Παναγιώτης Καρατζάς , επειδή ήταν λαϊκός ηγέτης χωρίς κάποιο θεσμικό ρόλο ήταν και ταξικός επαναστάτης εναντίον της άρχουσας τάξης των κοτζαμπάσηδων που συνεργάζονταν με την Οθωμανική κατοχή, μόνο στο δικό τους φαντασιακό ιδεοληπτικό παραλήρημα μπορεί κάνεις να το διακρίνει.
6. Ο Ρήγας Φεραίος καλούσε τους έλληνες και Τούρκους σε κοινό αγώνα κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας και δημιουργία Βαλκανικής Ομοσπονδίας.
Ο ισχυρισμός αυτός παραπέμπει στο ότι ο Ρήγας Φεραίος στην άκρη του μυαλού του είχε την ταξική επανάσταση και όχι την εθνική ή την θρησκευτική.
Ο Ρήγας Φεραίος όμως τον οποίο επικαλείστε στην επιστολή σας, όντως επεδίωκε το ξεσήκωμα όλων των Βαλκανικών λαών, χωρίς να τον εμποδίζει η διαφορά γλώσσας και κουλτούρας. Καλούσε τους πολίτες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κύριοι. To “Τούρκοι” ήταν οι γηγενείς με την αλλοιωμένη Εθνική συνείδηση. Εάν κάνατε τον κόπο να διαβάζατε, θα βλέπατε ότι όλος ο αγώνας του Ρήγα ήταν για τους Γηγενείς, ενάντια στους Εισβολείς. Όσο για την “αγάπη” του, ας μιλήσει ο ίδιος: «Οι ΄Ελληνες…δεν κάνουν ποτέ ειρήνην με ένα εχθρόν, οπού κατακρατεί τον ελληνικόν τόπον». «Σταυρός, η πίστις και καρδιά, δουφέκια και καλά σπαθιά, γκρεμίζουν Τυραννίαν τιμούν Ελευθερίαν».
Και τέλος, «Παρασταίνει όλον το ΄Εθνος το πλήθος του λαού, το οποίον είναι ως θεμέλιον της εθνικής παραστήσεως και όχι μόνον οι πλούσιοι και οι προεστοί». Το αντίθετο από αυτά που υποστηρίζετε εσείς στο παρόν πόνημα σύντροφοι. Υπήρχε όμως μια βασική ενωτική παράμετρος: η κοινή θρησκεία του Χριστιανισμού εναντίον των μουσουλμάνων κατακτητών. Απορίας άξιον που το παραβλέπετε. Και ανέντιμο που αμέσως μετά το όνομα του Ρήγα γράφετε με έντονα γράμματα ότι «η επανάσταση του 1821 δεν ήταν θρησκευτικός πόλεμος, ξεσηκωμός των Χριστιανών κατά των Μωαμεθανών».
Στο κείμενό σας (στην επίσημη ιστοσελίδα σας) σ’ έναν πίνακα παρουσιάζεται έναν αγωνιστή να κρατάει ένα γυμνό σπαθί με το ένα χέρι. Στο πλάι του αναγράφεται η πασίγνωστη φράση από το Θούριο του Ρήγα: «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Με το άλλο χέρι, ο δύσμοιρος κρατάει μια μεγάλη λευκή σημαία με ένα μπλε σταυρό. Άκουσον, άκουσον…. Σταυρό; Τι να συμβολίζει άραγε; Πώς και δεν σκεφτήκατε τη λύση του photoshop;
7.Αναφέρουν μια φράση του Παλαιών Πατρών Γερμανού ότι είχε πει «Ας αφήσουμε τα παιδιά του Μωάμεθ να αποτελειώσουν τα παιδιά του Ροβεσπιέρου» και μια φράση ενός Έλληνα άρχοντα της εποχής εκείνης (κοτζαμπάση) ότι είχε πει κάτι παρόμοιο «κάλλιο οι Τούρκοι κι ο ραγάς υπόδουλος , παρά λεύτερο το έθνος με το λαό να’χει δικαιώματα» .
Χωρίς να αναφέρουν την πηγή, μπορεί κάνεις να επικαλεστεί την προσφιλή τους μέθοδο της αυθαίρετης ιδεολογικοποίησης της ιστορίας. Αλλά ας επιχειρήσουμε δια στόματος του συγγραφέα και καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Παν. Αθηνών, π. Γεώργιο Μεταλληνό, να δοθεί μια απάντηση στο ιστορικό πλαίσιο που μπορεί να ειπώθηκαν αυτές οι φράσεις.
Μετά την άλωση (1453) το Γένος ολόκληρο διχάσθηκε στη στάση του απέναντι στον κατακτητή. Δύο τάσεις διαμορφώθηκαν: ο συμβιβασμός με τη νέα κατάσταση, κινούμενος ανάμεσα στη μοιρολατρία και την ελπίδα αποκαταστάσεως, ή η δυναμική αντίσταση με κάθε δυνατό μέσο. Την πρώτη τάση εκπροσωπούσαν oι αντιδυτικοί ή ανθενωτικοί, ενώ τη δεύτερη oι ενωτικοί και φιλοδυτικοί. H διάσταση ενωτικών-ανθενωτικών προϋπήρχε φυσικά της αλώσεως, διότι oι δύο παρατάξεις διαμορφώθηκαν αμέσως μετά το τελικό σχίσμα Ανατολής-Δύσεως (1054). ‘
Η αντιλατινική-αντιφραγκική πλευρά ήταν η πολυπληθέστερη και ισχυρότερη, διότι την συντηρούσε η μόνιμη-απόδειξη το 1204 – φραγκική επιβουλή απέναντι στην Ορθόδοξη-Ρωμαίικη Ανατολή. Στους φιλοδυτικούς καταλέγονταν κυρίως διανοούμενοι και πολιτικοί. Οι πρώτοι, διότι ταυτίζονταν στις θεωρητικές αναζητήσεις τους με τους δυτικούς διανοουμένους (ενδοκοσμική εσχατολογία), ενώ οι δεύτεροι και διά λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία βοήθειας). Με την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και πολιτικής, βασικό γνώρισμα της Ρωμανίας (“Βυζαντίου”), ή σύγκρουση των δύο παρατάξεων δεν έμεινε στο θεωρητικό επίπεδο, αλλ’ επηρέασε όλο το φάσμα της ζωής.
Συνείδηση των ανθενωτικών ήταν, ότι την Ορθόδοξη- Ρωμαίικη ταυτότητα (πού για το Γένος ήταν και εθνική) δεν την απειλούσαν τόσο oι Οθωμανοί, όσο oι Φράγκοι. Η πίστη, όχι ως θρησκευτική ιδεολογία, αλλ’ ως θεραπευτική της υπάρξεως και μέθοδος θεώσεως-σωτηρίας, θα έχει πάντοτε στην ησυχαστική παράδοση και τα επηρεαζόμενα απ’ αυτήν πλατειά λαϊκά στρώματα πρωταρχική σημασία. Αυτή τη συνείδηση κωδικοποιεί και επαναδιατυπώνει τον 18ο αιώνα ο μεγάλος απόστολος του δούλου Γένους, ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός: “Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα έδώ κοντά νά τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον, μέσαθεν από την Κόκκινην Μηλιάν καί του το εχάρισε;
Ηξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν, και (=ενώ) ο Τούρκος δέν μας βλάπτει. Ασπρα (=χρήματα) δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Καί διά να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη…”( Ι. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού ΔΙΔΑΧΕΣ, Αθήνα 1979, σ. 269-70). O άγιος Κοσμάς έδινε, έτσι, απάντηση στους δυτικόφρονες – ενωτικούς, χωρίς μάλιστα να μπορεί να κατηγορηθει ως εχθρός του Λαού ή σκοταδιστής. Μόνο όσοι έχουν εμπειρία της ησυχαστικής παραδόσεως, που διασώζεται στις λαϊκές πρακτικές, μπορούν να κατανοήσουν τη δυναμική της πίστεως μέχρι τον 19ο αιώνα.
Αντίθετα οι φιλενωτικοί ήσαν πάντα πρόθυμοι να μειοδοτήσουν στο θέμα της πίστεως (δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που προσχώρησαν στον παπισμό), διότι τα κριτήριά τους ήταν προπάντων ενδοκοσμικά και καιρικά. Οι δεύτεροι έρριχναν το βάρος στην εξωτερική ελευθερία. Παρ’όλα αυτά, πρέπει να λεχθεί, ότι μολονότι η πρώτη τάση διέσωσε την ταυτότητα του Γένους, η δεύτερη το κράτησε σε μόνιμο επαναστατικό βρασμό. Η αντίθεσή τους, χωρίς νά γίνεται από τότε αισθητό, λειτούργησε ως σύνθεση. Βέβαια, κατά τόν γνωστό ιστορικό Στήβεν Ράνσιμαν, οι ανθενωτικοί δικαιώθηκαν, διότι μ’αυτούς “διατηρήθηκε η ακεραιότητα της Εκκλησίας και με αυτήν και η ακεραιότητα του Ελληνικού λαου”.( Στ. Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία (μετάφρ. Ν. Παπαρρόδου), Αθήνα 1979, σ. 360).
Η πολιτική της συνυπάρξεως εκφραζόταν ως πολιτική κατευνασμού του κατακτητή και περιορισμένης συνεργασίας και την εγκαινίασε, κατ’ ανάγκην, ο πρώτος Γενάρχης, οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1454). Η στάση αυτή στόχευε στην περίσωση των δυνάμεων, που είχαν μείνει στο Γένος. Βέβαια, από το φρόνημα των προσώπων εξηρτάτο η φύση και η έκταση που θά έπαιρνε αυτή η “συνεργασία”. Η στάση αυτή όμως δικαιωνόταν ιστορικά, διότι είχε εφαρμοσθεί ήδη από την αραβοκρατία (7ος αι.), άρα υπήρχε μακρά πείρα, και θεμελιωνόταν θεολογικά στο γνωστό παύλειο χωρίο της Προς Ρωμαίους (13,1: “Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω.
Ου γαρ έστι εξουσία, ειμή από Θεού…”), σε συνδυασμό βέβαια με το επίσης αποστολικο: “πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις” (Πραξ. 5, 29). Η υπακοή στα τυραννικά καθεστώτα, όχι στούς τυράννους, έχει όρια (“εν οις εντολή του Θεού μη εμποδίζηται”, κατά τον Μ. Βασίλειο, P.G. 31, 860) και δεν νοείται ορθόδοξα ως “ταύτιση”, αλλά ως μέτρο καιρικό, όταν δεν υπάρχει άλλη (χριστιανικά δικαιωμένη) επιλογή.
Οι φίλοι μας του ΠΑΜΕ κρίνουν τα ιστορικά δεδομένα με την σημερινή δική τους οπτική. Θα προτιμούσαν φαίνεται από την εκκλησία τη διοργάνωση διαμαρτυριών και πορείες με αποκλεισμών δρόμων και λιμανιών που κάνουν σήμερα; Ή να εισβάλουν στα υπουργεία των Τούρκων κατακτητών; Η Εκκλησία, σε κάθε εποχή, έχει την αποστολή της Μάνας. Να προφυλάσσει και να σώζει το ποίμνιό της. Κάθε δυναμική στάση, που θα οδηγούσε σε αποτυχία και καταστροφή, θα καταλογιζόταν πάντα εναντίον της. (βλ. Δημήτρη Κιτσίκη, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1280-1924), Αθήνα 1988, σ. 104).
Το αποτέλεσμα κρίνει ότι η εκκλησία διέσωσε και την πίστη και την γλώσσα και την εθνική συνοχή και τους πιστούς της έλληνες, για 400 χρόνια. Εσείς, θα με συγχωρήσετε που θα το πω, μέσα σε 40 χρόνια μεταπολίτευσης διαβρώσατε, εν καιρώ ειρήνης,οτι ελληνορθόδοξο στοιχείο διεσώθη επί 400 χρόνια. Καλύτερα να κάνετε αυτοκριτική στα έργα σας και να αφήσετε ήσυχη τη «κιβωτό του έθνους» να διασώζει το πλήρωμα της.
8. Αμφισβητούν την προσφορά του κλήρου και τον κατηγορούν ότι συνεργάστηκε με τον Τούρκο κατακτητή.
Η ανοχή και διαλλακτικότητα του Κλήρου δεν μπορεί να ερμηνεύεται συλλογικά ως ένοχος συμβιβασμός και εθελοδουλία, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες διακριβώνεται εσωτερική ταύτιση με τον κατακτητή. Αλλά τέτοιες περιπτώσεις ελεγχόμενης διαγωγής Κληρικών, υπήρξαν σπανιότατες. Ο εθνικός ιστορικός μας Κ.Παπαρρηγόπουλος ομολογεί: “…Οσαδήποτε και αν υπήρξαν τα αμαρτήματα πολλών εκ των Πατριαρχών, ουδείς όμως εξ αυτών, ουδείς ωλίσθησεν περί την ακριβή του πατρίου δόγματος και των υπάτων εθνικών συμφερόντων τήρησιν”
Τα εκκλησιαστικά κείμενα, ιδιαίτερα δε τα Πατριαρχικά, έχουν πάντα ανάγκη αποκρυπτογραφήσεως. Διότι σκοπός τους ήταν να παραπλανήσουν την Πύλη. Το Πατριαρχείο ως Εθναρχία, έπρεπε να φαίνεται πάντα άψογο απέναντι στην Πύλη, ανεξάρτητα από τις πραγματικές του διαθέσεις. Οι συχνές θανατικές εκτελέσεις Πατριαρχών και Μητροπολιτών αποδεικνύουν, πόσο μικρή ήταν η εμπιστοσύνη της Πύλης απέναντί τους και, συνεπώς, την ορθότητα της θέσεως αυτής.
Η πολιτική όμως της συνυπάρξεως είχε και μια δυναμική διάσταση. Την πίστη στη δυνατότητα βαθμιαίας υποκαταστάσεως των Οθωμανών στη διακυβέρνηση του Κράτους και τη δημιουργία ενός “Οθωμανικού Κράτους του Ελληνικού ΄Εθνους”. Κατά την άποψη αυτή η ανάσταση του Ρωμαίικου (της Ρωμανίας/”Βυζαντίου”) θα ερχόταν χωρίς επανάσταση, αλλά με τη βαθμιαία διάβρωση του κράτους και την αθόρυβη μεταλλαγή του.
Η επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) και η επικράτηση του εθνικιστικού φανατισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσκοπούσε ακριβώς στην επίσχεση των Ρωμηών (και των Αρμενίων) στη συνεχώς αυξανόμενη συμμετοχή τους στον κρατικό μηχανισμό. Και αυτό δικαιώνει τη φαναριώτικη πολιτική. Η πολιτική αυτή της πρόσκαιρης “συνεργασίας” μπόρεσε να βελτιώσει τη θέση του υπόδουλου Γένους, με την ανάπτυξη της αυτοδιοικήσεως στις κοινότητες και την ανάδειξη στελεχών μιας ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.
Ανάλογα αποτιμούν τη στάση του Ράσου στην Επανάσταση ο Δ. Κόκκινος, ο Δ.Φωτιάδης, ο Σπ. Μαρινάτος, ο Ι.Συκουτρής, ο Κ.Βοβολίνης, ο Ν.Τωμαδάκης, ο Απ.Βακαλόπουλος κ.α
9.Η εκκλησία αποθάρρυνε κάθε επαναστατική πράξη.
Ο εκκλησιαστικός χώρος, σε όλο του το φάσμα, δεν έχει να επιδείξει μόνο εκπροσώπους της πολιτικής της περιορισμένης συνεργασίας, αλλά και της δυναμικής αντιστάσεως. Αυτό είναι ενδεικτικό της ελευθερίας στο σώμα της Εκκλησίας, σε θέματα επιλογών τακτικής. Τον 16ο και 17ο αιώνα Πατριάρχες και Μητροπολίτες έλαβαν απροκάλυπτα μέρος σε εξεγέρσεις. Και δεν επρόκειτο μόνο για φιλοδυτικούς, παρασυρόμενους από τη δυτική προπαγάνδα, αφού και ένας ησυχαστής αγιορείτης, ο άγιος Μάξιμος ο “Γραικός” (l6ος αί.), επιδίωξε να υποκινήσει τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων.
Διαπίστωση αδιάψευστη της έρευνας είυαι, ότι δεν υπάρχει εξέγερση του υποδούλου Γένους, στήν οποία δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο Κληρικοί καί Μοναχοί. Μια περιδιάβαση στην πολύτομη (καί πολύτιμη) “Ιστορία του Νέου ‘Ελληνισμού” του καθηγητού Αποστ. Βακαλόπουλου επιβεβαιώνει τη θέση αυτή. Και δεν ήσαν λίγα τά επαναστατικά κινήματα του δούλου Γένους. Περισσότερες από 70 είναι, κατά τον υπολογισμό μας, oι εξεγέρσεις και τά έπαναστατικά κινήματα σ’ όλη τήν περίοδο της Τουρκοκρατίας, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ανάλογες κινήσεις σε βενετοκρατούμενες περιοχές. Και σ’ όλα πρωτοστατούν Κληρικοί κάθε βαθμού και Μοναχοί.
Αναφέρουμε μερικές εξ αυτών.
– Επανάσταση στην Κρήτη και Πελοπόννησο λίγο μετά την ΄Αλωση (l5ος αι.).
-Βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479).
– Κίνημα στη Ρόδο (1524-29).
-Επανάσταση Χειμαριωτών (1570).
– Επανάσταση στην Πελοπόνησο, Στερεά, Ηπειρο, Μακεδονία, Αιγαίο μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto)(1571).
-Ανταρσία στο Ρέθυμνο (1571). -Ανταρσία Μανιατών (1582).
-Ανταρσία Κύπρου (τέλη του l6ου-αρχές του l7ου αι.).
-Απελευθερωτικές προσπάθειες αρχιεπισκόπων Αχρίδος Γαβριήλ, Νεκταρίου και Αθανασίου.
-Επαναστατικές προσπάθειες μητροπολίτου Τορνόβου Διονυσίου Ράλλη (1595/98).
-Εξεγέρσεις μητροπολίτου Διονυσίου Σκυλοσόφου (1600 καί 1611).
-Επαναστατικές κινήσεις Μανιατων (l7ος αι.). – Εξέγερση αγροτών Νάξου ( 1641 ). – Κρητικός πόλεμος (1645-1669). -Εξέγερση Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος Μεθοδίου και αρχιμανδρίτου Σεραφείμ (1704).
-Επανάσταση της Θεσσαλίας ( 1715)
-Ενέργειες μητροπολίτου Αχρίδος Ζωσιμά για την απελευθέρωση του βαλκανικου χώρου ( 1716).
-Συμμετοχή στα Ορλωφικά ( 1768): επαναστατική κίνηση Πελοποννήσου, Στερεάς, Κρήτης, Αίγαίον κ.λπ.
-Συμμετοχή στους αγώνες του Λ. Κατσώνη ( 1789-92).
-Αγώνες Σουλιωτών (1800-1804).
-Ανταρσία Ευθυμίου Παπαβλαχάβα (1808) κ.λπ., κ.λπ.
Το Ράσο γίνεται ένα είδος επαναστατικού λαβάρου και σημαίας. Βέβαια, τα αποτυχημένα αυτά επαναστατικά κινήματα επιτρέπουν και κάποιες άλλες σημαντικές διαπιστώσεις: α) Το Γένος δεν συμβιβάσθηκε ποτέ με την κατάσταση της δουλείας και δεν έπαυσε να πιστεύει στη δυνατότητα αποκαταστάσεώς του. β) Οι επανειλημμένες αποτυχίες των επαναστατικών αυτών κινημάτων δικαιολογούν, αλλά και ερμηνεύουν συνάμα, τους δισταγμούς των Ηγετών του Γένους το 1821, όταν μάλιστα το φόβο της νέας τραγικής αποτυχίας τον ενίσχυε η καταθλιπτική παρουσία της “‘Ιεράς Συμμαχίας” (από το 1815). γ) Αποδεικνύεται τελείως αβάσιμο το επιχείρημα, ότι ο Διαφωτισμός και ιδίως η Γαλλική Επανάσταση (1789) γέννησαν το ’21, όταν το Γένος δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επαναστατικό βρασμό. H Γαλλική Επανάσταση ήταν φυσικό να επιταχύνει τους ρυθμούς και να ενθαρρύνει την αστική τάξη, όχι όμως και να προκαλέσει τον Αγώνα του ’21, ο οποίος δεν είναι πα- ρά ένας σταθμός στη μακραίωνη φιλελεύθερη πορεία του Γένους μας.
Η μεγάλη ανθενωτική-ησυχαστική παράταξη, στην οποία ανήκαν κατά κανόνα και οι Πατριάρχες και Μητροπολίτες, το εθναρχικό δηλαδή σώμα, έχει να επιδείξει και μια σημαντικότερη ακόμη αντίσταση, ανταποκρινόμενη μάλιστα απόλυτα στο πνεύμα της ορθοδόξου παραδόσεως. Είναι οι Νεομάρτυρες. Αυτοί προέβαλαν τη συνεπέστερη για την Ορθοδοξία και αποτελεσματικότερη για το Γένος αντίσταση, χωρίς μάλιστα Θυσίες άλλων, παρά μόνο του εαυτού τους
Οι Νεομάρτυρες ξαναζωντάνεψαν την αρχαία χριστιανική παράδοση τού μαρτυρίου. Η ομολογία τους αποσκοπούσε στην έμπρακτη απόρριψη του κατακτητή και την άμεση επιβεβαίωση της υπεροχής της δικής τους πίστεως, που περιέκλειε συνάμα και τον εθνισμό τους. Σ’όλη τη μακρά δουλεία, απέναντι στους εξωμότες (εξισλαμισθέντες) ή και τους κρυπτοχριστιανούς, πού αληθινά ή όχι κατέφασκαν την ιδεολογία του κατακτητή, στέκονταν οι δημόσιοι καταφρονητές της, οι Νεομάρτυρες, μόνιμη παρηγοριά και στήριγμα της συνειδήσεως των υποδούλων αδελφών τους.
Οι Νεομάρτυρες ενσαρκώνουν μάλιστα πληρέστερα από τους Εθνομάρτυρες την ελληνορθόδοξη παράδοση, διότι διακρίνονται όχι μόνο για ηρωισμό, αλλά για την αγιότητα-πνευματικότητα, πού αποδεικνυόταν με τα θαύματα, που συνόδευαν το μαρτύριό τους. Κίνητρο τους δεν ήταν το μίσος, εναντίον των κατακτητών, αλλά η αγάπη για τον Χριστό και τους ανθρώπους, ακόμη και τους διώκτες τους.
Σε τελευταία όμως ανάλυση οι στρατιές των Νεομαρτύρων αποδεικνύουν τη συμμετοχή και του Ράσου στην αντίστασή τους, όπως και την ενότητα του Γένους εναντίον του Τυράννου. Οι Νεομάρτυρες προετοιμάζονταν για την ομολογία τους από τους Πνευματικούς-Γέροντες (ανάμεσά τους και Επίσκοποι). Οι βίοι και τα μαρτύρια των Νεομαρτύρων κυκλοφορούνταν και διαβάζονταν, είτε μεμονωμένα από τους πιστούς, είτε στις μνήμες τους ως συναξάρια. Και μόνο η καθιέρωση της τιμής της μνήμης των Νεομαρτύρων, αμέσως μετά τη θυσία τους, βεβαιώνει τη, σιωπηρή έστω (για ευνόητους λόγους), κατάφαση από μέρους του Εθναρχικού Κέντρου (του Οικουμενικού Πατριαρχείου) της θυσίας τους και αναγνώριση της σημασίας της για τη συνέχεια του Γένους.
Η περίπτωση των Νεομαρτύρων όμως δείχνει πέρα από τα παραπάνω και τη σημασία των Μοναστηριών στους αγώνες για την ανάσταση του Γένους. Ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, ονομάζει ξεκάθαρα τα Μοναστήρια “προμαχώνες μπροστά στα κύματα του Μουσουλμανισμού”
Δεν ήσαν, πράγματι, μόνο κέντρα παιδείας (“κρυφά” σχολεία), καταφυγής και προστασίας των Ραγιάδων. Δεν ήσαν μόνο πνευματικές κολυμβήθρες για τον συνεχή αναβαπτισμό του Γένους στην παράδοσή του”.( Βλ. το κεφάλαιο: “Η Εκκλησία και ο Ελληνικός Λαός” του Στ. Ράνσιμαν, σ. 659 ε.) Ήσαν και αντιστασιακά-επαναστατικά κέντρα σε σημείο, που να μην υπάρχει εξέγερση ως το ’21, στην οποία δεν πρωτοστατούν κάποιο ή κάποια Μοναστήρια, ως επίκεντρα της επαναστατικής δραστηριότητας, αλλά και χώροι, από τους οποίους ξεπηδούσαν επαναστάτες-πολεμιστές. Οι Μοναχοί μας, ποτέ δεν θεώρησαν αντίθετο προς τον πνευματικό τους αγώνα, τον αγώνα για την εθνική ελευθερία και τη θυσία τους γι’ αυτήν.
Αυτή τη στάση των Μοναστηριών στον Αγώνα ομολογεί και προσδιορίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: “Τ’ άγια τα μοναστήρια, οπού ‘τρωγαν ψωμί οι δυστυχισμένοι […] από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες• δούλευαν και προσκυνούσαν (=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ’αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι ‘περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήνα” (Στρατηγού Μακρυγιάννη, Οράματα και θάματα, Αθήνα 1983, σ. 163/4).
Προσφορά των μοναστηριών ήταν και είναι πάνω απ’ όλα αφατρίαστη και ακομμάτιστη, αληθινά εθνική. Τα Ελληνικά Μοναστήρια δεν συνδέθηκαν μόνο με τις εξεγέρσεις των χρόνων της δουλείας, αλλά από αυτά ξεπήδησαν και μεγάλες μορφές του ’21, φωτεινοί Ηγέτες και φλογεροί Επαναστάτες.
Όπως ,
Ο Αγιορείτης πατριάρχης Αγαθάγγελος, όπως και ο Μαρωνείας Κωνστάντιος και ο Ηρακλείας Ιγνάτιος. Στη Μονή Φιλοσόφου Δημητσάνας “μαθήτευσαν” ο Αργολίδος Γρηγόριος, ο Π. Πατρών Γερμανός, ο Τριπόλεως Δανιήλ, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος κ.π.ά. Ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός στο Μ. Σπήλαιο, ο Χίου Δανιήλ στη Ν. Μονή Χίου, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος στη μονή Αγ. Θεοδώρων, ο Κύπρου Κυπριανός στη μονή Μαχαιρά Κύπρου, κ.λπ. Από Μονές ξεκίνησαν επίσης ο Παπαφλέσσας και ο Αθανάσιος Διάκος.
10. Η εκκλησία δια του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου αφόρισε την επανάσταση του 1821.
΄ Ενα απο τα επισημότερα θύματα της παρατεινόμενης αυτής ιδεολογικής αδιαλλαξίας είναι ο Μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης του Αγώνα, ΄Αγιος Γρηγόριος Ε’. Η ερμηνεία της στάσης του στον Αγώνα απαιτεί επαρκή γνώση της εποχής (ιστορικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, διπλωματικά) και τη χρήση ορθών κριτηρίων, συγχρόνων δηλαδή και όχι σημερινών (ιστορικός αναχρονισμός).
Ο σοφός εκείνος Γενάρχης, πώς ήταν δυνατό να παραβλέψει τους αρνητικούς παράγοντες, που απειλούσαν κάθε επαναστατική σκέψη (Ιερά Συμμαχία, Τσάρος, προηγούμενες οικτρές αποτυχίες, π. χ. 1790); Γιατί να άπαιτεί κανείς λιγότερη σύνεση από εκείνη του Κοραή και του Καποδίστρια, που ήσαν τελείως αρνητικοί στα σχέδια εξεγέρσεως; Και όμως, σε καμία παρακωλυτική ή αποτρεπτική ενέργεια δεν προέβη, η δε αλληλογραφία του είναι σαφώς θετική και φανερώνει την εσωτερική συμμετοχή του στα σχέδια της Φιλικής.
Θα ερωτήσει, βέβαια, κανείς: και ο περιβόητος αφορισμός του κινήματος Υψηλάντου-Σούτσου; Δεν είναι σαφής αντίδραση του Γρηγορίου; Ετσι, άλλωστε, ερμηνεύεται ως σήμερα από την αρνητική κριτική. Μπορεί όμως να “έρμηνευθεί” ο αφορισμός χωρίς να ληφθεί υπόψη το κλίμα, μέσα στο οποίο έγινε; Καί ποιο ήταν το κλίμα αυτό; -΄Εκρηξη της οργής του Σουλτάνου (απόλυτου κυρίου πάνω σε κάθε υπήκοο)- ΄Αμεσος κίνδυνος γενικής σφαγής των Ρωμηων (ομολογία εκθέσεων τών Ξένων της Κων/πόλεως) Απερίγραπτες θηριωδίες, πού προοιώνιζαν τη συνέχεια-Παύση από τον Σουλτάνο δύο Μ. Βεζίρηδων, με την κατηγορία της επιεικούς στάσεως έναντι των Ρωμηών -Απαγχονισμός του Σεϊχουλισλάμη (Θρησκευτικού αρχηγού), κατηγορουμένου για απείθεια (δεν εξέδωσε φετφά για την σφαγή και εξόντωση των Ρωμηών) Εκτελέσεις Φαναριωτών (Μουζούρηδων και Μητροπολιτών) κ.λπ. (Βλ. Γεωργίου Θ. Ζώρα, Ο απαγχονισμός του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’ εις την έκθεσιν του Ολλανδού Επιτετραμμένου Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1976, σ. 4 έ.)
Ο Α. Δεσποτόπουλος στο «Η Ιστορία του Ελληνικού Εθνους»,( Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. ΙΒ’, σ. 32 και 36)γραφει τα εξης : Επικρίθηκε εν τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τί θά πάθαινε το ΄Εθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του Σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς την σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. ΄Αλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών”.
Αυτό βεβαιώνεται περίτρανα από το Αυτοκρατορικό Φιρμάνι που εκδόθηκε αμέσως μετά την έναρξη της Επαναστάσεως στις 3 Μαΐου 1821. Αυτό έδινε σαφέστατες κατευθύνσεις: «… όπως αυτοί μεν οι άπιστοι (δηλαδή οι Έλληνες αγωνιστές), διαπερώνται εν στόματι ρομφαίας, τα τέκνα και αι γυναίκες των εξανδραπονδίζονται, τα υπάρχοντα των διανέμωνται μεταξύ των πιστών του Ισλάμ, αι δε εστίαι των παραδίδονται εις το πυρ και την τέφραν…»
Ποιος λοιπον μπορεί μετά από όλα αυτά να αρνηθεί, ότι ο αφορισμός ήταν πράξη ανάγκης και “στάχτη στα μάτια του Σουλτάνου”; (Νικοπόλεως Μελέτιος).
Αυτή ακριβώς ήταν και η ερμηνεία του άμεσα θιγομένου από τον αφορισμό, Αλ.Υψηλάντη: “Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου”
Μόνο, λοιπόν, μετά από τήν γνώση όλων αυτών μπορεί να εκτιμηθεί σωστά και ο απαγχονισμός του Γρηγορίου. Ο πρώτος Πατριάρχης της Ρωμηοσύνης εκτελέσθηκε ως “προδότης” του Σουλτάνου και όχι των Ρωμηών .
Κατά την “Προκήρυξη” του Σουλτάνου (YAFTA) εγραφε: «”ο δόλιος Ρωμηός Πατριάρχης, καίτοι κατά το παρελθόν είχε δώσει πλαστά δείγματα αφοσιώσεως, όμως κατά την περίπτωσιν ταύτην, μη δυνάμενος να αγνοή την συνωμοσίαν της επαναστάσεως του έθνους του […] γνωρίζων δέ ο ίδιος και υποχρεωμένος να γνωστοποιήση και εις όσους το ηγνόουν, ότι επρόκειτο περί επιχειρήσεως ματαίας, ήτις ουδέποτε θά επετύγχανε […], όμως ένεκα της εμφύτου διαφθοράς της καρδίας του, ου μόνον δεν ειδοποίησε, ουδέ επετίμησε τους αφελείς […], αλλά, κατά τα φαινόμενα, αυτός ο ίδιος, όπισθεν των παρασκηνίων, έδρα κρυφίως, ως αρχηγός της επαναστάσεως»
Προφανως ο Σουλτάνος, γνώστης των πραγμάτων, δίνει την ερμηνεία του, που αποδεικνύεται σοβαρότερη από εκείνη νεωτέρων μαρξιστών, όπως ο Γ. Καρανικόλας .ή ο Αλ. Τσιριντάνης…
11. Η Εκκλησία εναντιώθηκε στην Φιλική Εταιρεία.
Η ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία δεν αφήνει όμως άθικτους και τους άλλους Αρχιερείς. Θέλοντας να μειώσουν τη διακεκριμένη συμμετοχή αρχιερέων, όπως λ.χ. ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Σαλώνων Ησαϊας, μιλούν για “εκατοντάδες αρχιερέων” (Σκαρίμπας), η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων (δήθεν) απέσχε και υπονόμευσε τον Αγώνα. ΄Εχουν όμως έτσι τα πράγματα; Oι Αρχιερείς του Οικουμενικού Θρόνου δεν ξεπερνούσαν τους 200, στις 171 συνολικά επαρχίες του. Ο αριθμός δε αυτός περιλαμβάνει και τους Αρχιερείς των άλλων ρωμαίικων Πατριαρχείων, που ήταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Σπ.Τρικούπης, Θ. Φαρμακίδης κ.α,. δέχονται τον αριθμό 180, οι δε τιτουλάριοι Αρχιερείς δεν υπερέβαιναν τους 20. Ποια ήταν, λοιπόν, η συμμετοχή αυτών των Αρχιερέων στη Φιλική Εταιρεία.
Παρά τον αστικό χαρακτήρα της Φιλικής, oι πρωτεργάτες της δεν είχαν δυτική αντιφεουδαρχική συνείδηση, διότι στην “καθ’ ημάς Ανατολήν” δεν υπήρχε φεουδαρχία φραγκικού τύπου (φυσική αριστοκρατία). Γι’ αυτό ενώ στη Δύση ο Κλήρος, και μάλιστα οι Επίσκοποι, εθεωρούντο προέκταση της τάξεως των Ευγενών, η Φιλική στράφηκε εδώ στον Κλήρο και μάλιστα στις κεφαλές του. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Κορδάτος: “0ί Φιλικοί […] επεδίωξαν να δώσουν χαρακτήρα πανεθνικόν εις την οργανωμένην επανάστασιν και δι’ αυτό προσηλύτισαν και μερικούς Φαναριώτας και ανωτέρους Κληρικούς”. Το επίθετο (“μερικούς”) απορρέει από το ιδεολογικό πρίσμα του Κορδάτου και δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο στα πράγματα. (Γ. Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία τής ‘Ελληνικής ‘Επαναστάσεως, σ. 144. Πρβλ. Π. Γεωργαντζή, όπ. π., σ. 214, σ. 463.)
Από το 1818 μυήθησαν στην Φ. Ε. όλοι σχεδόν oι αρχιερείς της Πελοποννήσου, κάτι που αναγκάζεται να το παραδεχθεί ο αγαθότερος Σκαρίμπας: ” Η Φ. Ε. […] στο κόλπο είχε μυήσει όλους σχεδόν τους Παλαιοελλαδίτες κοτσαμπάσηδες και προπαντός τούς δεσποτάδες”. Η αλήθεια είναι, ότι ως Ρωμηοί oι ηγέτες της Φιλικής γνώριζαν την επιρροή των Αρχιερέων στο λαό. Μέσα στα έτη 1918-21 όλοι σχεδόν oι Αρχιερείς έγιναν μέλη της Φιλικής. Μαρτυρίες αδιαμφισβήτητες καλύπτουν 81 περιπτώσεις. Για έναν αριθμό απουσιάζουν μαρτυρίες, χωρίς όμως να μπορεί να υποστηριχθεί, ότι δεν είχαν μυηθεί και εκείνοι. Απουσιάζει όμως και κάθε μαρτυρία για προβολή αρνήσεως ή για υπονόμευση του έργου της Εταιρείας.
Oι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται, ότι oι Αρχιερείς υπήρξαν η σπονδυλική στήλη της Φιλικής και ο κύριος παράγων του έργου της λόγω του υψηλού κύρους τους στον Λαό. Αν οι Αρχιερείς εξ άλλου δεν περιέβαλλαν με την αγάπη τους τo έργο της Φιλικής, πολλά πράγματα μπορούσαν να ανατραπούν. Ο Th. Gordon λ.χ., ιστορικός του Αγώνα (Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, μετάφρ. Φ. Βράχα, τομ. Α’, σ. 134) γράφει: “Δεν τολμούμε να βεβαιώσουμε, πως ο Πατριάρχης και τα μέλη της Συνόδου ήταν απόλυτα αθώοι συνωμοσίας κατά του οθωμανικού κράτους. Αντίθετα, έχομε λόγους να πιστεύουμε, ότι ο Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη της Εταιρείας και ότι μερικοί από τους άλλους Ιεράρχες ήταν βαθειά πλεγμένοι στις μηχανορραφίες της”.
Μια αναφορά, τέλος, στην ποσοστιαία σύνθεση της Φιλικής δίνει τα στοιχεία: Κληρικοί 9,5%, Αγρότες 6% καί Πρόκριτοι 11,7%.
Ιδιαίτερα από την περιοχή της Ελλάδος αναφέρονται επώνυμα στις πηγές 73 αρχιερείς, που έλαβαν ενεργό μέρος στον Αγώνα. Σαρανταδύο Αρχιερείς υπέστησαν ταπεινώσεις, εξευτελισμούς, φυλακίσεις, διώξεις κάθε είδους, βασανιστήρια, εξορίες κ.λπ. Δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες (Γρηγόριος Ε’, Κύριλλος ΣΤ’) και 45 Αρχιερείς (Μητροπολίτες) εκτελέσθηκαν ή έπεσαν σε μάχες. Κατά τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ οι κληρικοί-θύματα του Αγώνα ανέρχονται συνολικά σε 6.000.
Τούρκικες πηγές.
Υπαρχει όμως και η μαρτυρία των Τούρκων Ιστορικών για τη δράση του ελληνορθοδόξου Κλήρου στον Αγώνα του ’21 που καταριπτει ενδοξως τους ελληνες μαρξιστες. ‘Ετσι, ο Μώραλη Μελίκ Μπέη δέχεται ότι “τον λαόν (της Πελοποννήσου) υπεκίνησαν oι έχοντες συμφέροντα και σχέσεις μετά τούτων, oι έμποροι, οι πρόκριτοι, και κυρίως oι μητροπολίται και γενικως oι ανήκοντες εις τον κλήρον, δηλαδή oι πραγματικοί ηγέται του Εθνους”. Ο δε Ζανί Ζαντέ σημειώνει: “Τα σχέδια ετηρούντο μυστικά μεταξύ του Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των Παπάδων, των Δημογερόντων”.( Ν. Μοσχοπούλου, ό.π., σ. 167. Ι. Παπαϊωάννου, όπ.π., σ. 240).
Συμπερασματικά: Η συμμετοχή του Ράσου στους εθνικούς μας αγώνες δεν είναι ασφαλώς, ο μοναδικός λόγος της παρουσίας του Κλήρου στην κοινωνία μας. Κύρια αποστολή του Ράσου είναι το έργο του ιατρού στο “Πνευματικόν Ιατρείον” της Εκκλησίας για την πνευματική και υπαρκτική αποκατάσταση του ανθρώπου μέσα στο Σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία δεν μπορεί ποτέ να θεωρείται ως ένας συμβατικός θεσμός, κοινωνικού χαρακτήρα, μέσα στον υπόλοιπο κρατικό και εθνικό βίο, μέ σκοπό να σώζει απλώς την ιστορική διάσταση.
Εν τούτοις η Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα η Ελλαδική, πρωτοστατεί σ’όλους τους απελευθερωτικούς μας αγώνες. Γιατί; Διότι τούτο απορρέει από την πίστη της γιά τον κόσμο και τόν άνθρωπο. Η Ορθοδοξία βλέπει την ελευθερία ως το φυσικό κλίμα αναπτύξεως και πραγματώσεως , του ανθρωπίνου προσώπου. Πραγματική δε ελευθερία είναι η δυνατότητα κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό καίι τούυς συνανθρώπους του, σε βαθμό γνησιότητας, πληρότητας και αυθεντικότητας, έξω δηλαδή από κάθε αναγκαστικότητα. Η ανθρώπινη ελευθερία εντάσσεται στα πλαίσια του θελήματος του Θεού και είναι (και ως εθνική-κοινωνική) έννοια καθαρά θεολογική- εκκλησιαστική (Βλ. Μάρκου Α. Σιώτου, Η θρησκευτική αξία της εθνικής ελευθερίας, στήν Ε. Ε. τής Θ. Σχ. του Π. Α., τ. Κ’ (1973), σ. 41-70.
Ο Ορθόδοξος Κλήρος δεν μπορεί να μη συμμετάσχει στους εθνικούς-απελευθερωτικούς αγώνες, διότι το έργο του και στην περίοδο της ειρήνης είναι απελευθερωτικό. Αγώνας για την καταξίωση του Ρωμηού, ως απελευθέρωση από τα δεσμά της εσωτερικής δουλείας, της αμαρτίας. H εσωτερική δε δουλεία κατά κύριο λόγο επιφέρει και την εξωτερική. Διότι δουλεία δεν είναι, κυρίως, η αναγκαστική υποταγή, αλλά η εσωτερική υποταγή και ταύτιση με τον κατακτητή, η νέκρωση του πνεύματος αντιστάσεως και του ψυχικού δυναμισμού. Γι’ αυτό και πιστεύουμε, ότι η σημαντικότερη προσφορά του Ράσου στο ΄Εθνος μας δεν ήταν τόσο η συμμετοχή του Κλήρου στις ένοπλες εξεγέρσεις και συγκρούσεις, όσο η συμβολή του Ράσου στη συντήρηση του ελληνορθοδόξου φρονήματος του Γένους και της αγάπης του προς την ελευθερία. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν θά μπορούσε να υπάρξει Εικοσιένα.( Γ. Δ. Μεταλληνού, “Θεολογία Απελευθερώσεως” και “Θεολογία Ελευθερίας”, στο περ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τ. ΛΒ’ (1989), σ. 51-61.)
Δυστυχώς γι αυτούς η ιστορία έχει μιλήσει μέσα από την επιστημονική μεθοδολογία της και τις αδιάψευστες πηγές της και απορρίπτει τους ισχυρισμούς τους σαν ανιστόρητους και αντιεπιστημονικούς , καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΗΤΑΝ ΕΘΝΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΡΟΥΣΤΗΣ