Για δεύτερη ημέρα παρουσιάστηκε σήμερα ενώπιον ειδικού δικαστηρίου η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, προκειμένου να δώσει εξηγήσεις σχετικά με την υπόθεση Ταπί.
Η υπόθεση αφορά τον πολυεκατομμυριούχο επιχειρηματία και υποστηρικτή του Νικολά Σακοζί, Μπερνάρντ Ταπί, και τη μακροχρόνια δικαστική διαμάχη που είχε με το γαλλικό Δημόσιο σχετικά με την πώληση του μεριδίου του σε γνωστή εταιρεία αθλητικών ειδών στην Credit Lyonnais το 1993. Στη συνέχεια η τράπεζα μεταπώλησε το μερίδιο έναντι πολύ υψηλότερου αντιτίμου και ο κ. Ταπί την κατηγορούσε ότι τον εξαπάτησε.
Κατόπιν παρέμβασης της τότε υπουργού Οικονομικών, Κριστίν Λαγκάρντ, τελικά η υπόθεση παραπέμφθηκε το 2007 σε ιδιωτική διαιτησία, με αποτέλεσμα ο κ. Ταπί να λάβει περίπου 400 εκατ. ευρώ, ποσό μεγαλύτερο απ’ ό,τι εκτιμάται ότι θα λάμβανε δια της δικαστικής οδού.
Η κ. Λαγκάρντ κατέθετε χθες επί ένα δωδεκάωρο ενώπιον του δικαστηρίου σχετικά με την επιλογή της για προσφυγή στην ιδιωτική εξωδικαστική διαιτησία προς επίλυση της διαφοράς των δύο πλευρών.
Οι δικαστές του ειδικού δικαστηρίου, που έχει την αρμοδιότητα να εκδικάζει αδικήματα που διαπράχθηκαν από υπουργούς κατά τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων τους, θα αποφασίσουν μετά την ακροαματική διαδικασία, την απαγγελία η όχι κατηγοριών κατά της Κριστίν Λαγκάρντ για συνέργεια σε απιστία και υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος.
Η ίδια έχει αρνηθεί κατηγορηµατικά ότι έκανε οτιδήποτε παράνοµο όταν αποφάσισε να παραπέµψει το θέµα του επιχειρηµατία σε διαιτησία.
Η απαγγελία κατηγοριών εναντίον της κ. Λαγκάρντ θα έπληττε το πρόσωπό της ως γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ, η οποία διαδέχθηκε τον συμπατριώτη της Ντομινίκ Στρος-Καν, που υποχρεώθηκε να παραιτηθεί μετά την απαγγελία κατηγοριών εναντίον του για βιασμό στη Νέα Υόρκη.
Ωστόσο, στην περίπτωση της κ. Λαγκάρντ, η υπόθεση αφορά τα πεπραγμένα της ως υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας και όχι ως επικεφαλής του Ταμείου, και , κατά συνέπεια, από νομικής πλευράς, δεν θα ήταν υποχρεωμένη να παραιτηθεί. Οι πολιτικές όμως συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης βρίσκονται, σε περίπτωση απαγγελίας κατηγοριών για συνέργεια σε απιστία και υπεξαίρεση δημοσίων πόρων, στη διακριτική ευχέρεια των μεγάλων χωρών μελών του ΔΝΤ, και ειδικότερα των ΗΠΑ.