«Το βαθύτερο νόημα του μνημονίου» – μέρος 2ο

Άρθρο του Αναστάσιου Λαυρέντζου

Στο πρώτο μέρος αυτής της ανάλυσης διακηρύξαμε ότι ούτε λίγο ούτε πολύ η διατύπωση μιας…

πειστικής αντιμνημονιακής αντιπρότασης απαιτεί και προϋποθέτει την επανεφεύρεση της έννοιας της πατρίδας. Μιας πατρίδας που θα έχει πραγματικά στοιχεία ισονομίας και ισοπολιτείας, που δεν θα σπαταλά πόρους μέσα από μηχανισμούς ευνοιοκρατίας, αλλά θα παρέχει ευκαιρίες στους πολίτες της να ανελιχθούν βάσει του ταλέντου τους και της προσφοράς τους. Η πατρίδα αυτή θα υπερασπίζεται αληθινά το «δημόσιο αγαθό», όταν δεν θα μπορούν να το διαχειριστούν επωφελώς για το σύνολο οι ιδιώτες, χωρίς όμως να το μετατρέπει σε λάφυρο της κομματικής της πελατείας. Από την άλλη μεριά αυτή η πατρίδα θα αξιοποιεί την παραγωγικότητα των ιδιωτών, χωρίς να ναρκοθετεί την πορεία τους μέσω ενός διεφθαρμένου και παρασιτικού κράτους και θα έχει νόμους που θα τηρούνται από όλους και προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτή είναι η μόνη πατρίδα που αξίζει να υπερασπιστεί κανείς και η οποία μπορεί να συνεγείρει τον λαό σε έναν συλλογικό αγώνα εγκαθίδρυσής της.

Το παραπάνω αίτημα μπορεί να φαίνεται ουτοπικό, αλλά είναι απολύτως θεμελιακό. Τόσο θεμελιακό μάλιστα, ώστε πραγματικά να απορεί κανείς πώς αυτά τα ζητήματα δεν τέθηκαν εξ αρχής στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης, τουλάχιστον αφ’ ότου η χώρα χρεοκόπησε το 2010. Αντ’ αυτού τα πολιτικά κόμματα προτίμησαν να υπεκφύγουν, προκείμενου να διατηρήσουν τη σχέση τους με τις εκλογικές τους βάσεις και κυρίως, προκειμένου να μην αναλάβουν τις ευθύνες τους. Βολεύτηκαν λοιπόν όλοι γύρω από το ετοιμοπαράδοτο μνημόνιο των ξένων, το οποίο φυσικά εξυπηρετούσε πρωτίστως τα συμφέροντα των συντακτών του, αποφεύγοντας να διατυπώσουν μια εθνική πρόταση που θα αποτελούσε ένα σκληρό, πλην όμως έντιμο συμβόλαιο με τον λαό. Έτσι, όλοι βρήκαν έναν ανέξοδο τρόπο να δικαιολογήσουν την πολιτική τους ύπαρξη ακόμη και στην «μεταχρεοκοπημένη» Ελλάδα. Οι μεν «μνημονιακοί» προβάλλοντας το μνημόνιο ως μόνη λύση (χωρίς να εφαρμόζουν αρκετά από τα αναγκαία που περιλαμβάνει!). Οι δε «αντιμνημονιακοί» βάλλοντας γενικώς κατά του μνημονίου, αλλά χωρίς να διατυπώνουν μια πρόταση εθνικής βιωσιμότητας υπό τις παρούσες συνθήκες.

Είναι προφανές ότι για όσο καιρό δεν θα δίνονται απαντήσεις στα παραπάνω ζητήματα, κάθε προσπάθεια «σωτηρίας» θα συνιστά ματαιοπονία. Το μνημόνιο θα εφαρμόζεται στο κέλυφός του και όχι στην ουσία του, και οι θυσίες που θα ζητά μέσα από αυτή την αέναη διαδικασία αυτοτροφοδοτούμενης συρρίκνωσης θα γίνονται όλο και μεγαλύτερες. Οι πιο ανταγωνιστικές δυνάμεις που διαθέτει η Ελλάδα θα φυλλορροήσουν και στο τέλος η χώρα θα απομείνει ένα άδειο κέλυφος με τους γηγενείς να αποτελούν παλιούς πλην όμως ενδεείς «μουσαφιρέους» στον τόπο τους.

Αν κάποιος θέλει αληθινά να αναστρέψει αυτή την πορεία, είναι υποχρεωμένος να κάνει μια πολιτική υπέρβαση. Πρέπει να απεμπλακεί από τις πολιτικές και ιδεολογικές του αγκυλώσεις και να φτάσει σε μια ολότελα νέα σύνθεση. Για παράδειγμα ο κορμός των αντιμνημονιακών δυνάμεων που σήμερα εκφράζεται από την αντιμνημονιακή αριστερά δεν μπορεί να δίνει νυσταλέες μάχες αριστερίστικης ορθοφροσύνης, ούτε να αρκείται στο να προβάλλει εαυτόν ως η «αριστερά που δεν κυβέρνησε». Αυτό που θα πρέπει να γίνει σήμερα κατανοητό είναι ότι η «αντιμνημονιακή» επιλογή συνιστά πάνω από όλα μια επιλογή εξέγερσης. Μιας εξέγερσης κατά της υποταγής που επιβάλλουν οι αφομοιωτικοί και εθνοδιαλυτικοί μηχανισμοί της παγκοσμιοποίησης και η οποία προϋποθέτει την αμετάκλητη απόφαση ενός λαού να πάρει στα χέρια του τις τύχες του, χωρίς να φεισθεί θυσιών για να επιτύχει την οικονομική και εν τέλει την πολιτική του αυτοδιάθεση.

Είναι ξεκάθαρο όμως ότι μια τέτοια απόφαση, αν στα αλήθεια κανείς την εννοεί και δεν κάνει απλώς πολιτικό συνδικαλισμό, απαιτεί κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό από τη γενική επίκληση πολιτικών θεωριών περασμένων αιώνων. Απαιτεί πάνω από όλα τη ενεργοποίηση των εθνικών ανακλαστικών του λαϊκού συλλογικού υποκειμένου και κυρίως την αναγνώριση της πολιτικής σημασίας που έχει στην παρούσα συγκυρία η διαφύλαξη του εθνικού κράτους. Ίσως αυτό είναι ένα από τα παράδοξα της ιστορίας: την ίδια στιγμή που ο καπιταλισμός μέσω της παγκοσμιοποίησης γίνεται αμείλικτα «διεθνιστικός» (όσον αφορά το κεφάλαιο), η αριστερά ίσως πρέπει να ανακαλύψει την έννοια της πατρίδας και την αξία του εθνισμού ως ιδεολογίας αντίστασης. Ίσως μόνο μέσω αυτών ένας συγκεκριμένος γεωγραφικός χώρος μπορεί πια να διατηρήσει κάποια στοιχεία συνοχής και αυτοοργάνωσης. Και αυτό δεν αφορά μόνο την οικονομία, αλλά και το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης που είναι ο έτερος ισχυρός μηχανισμός που κονιορτοποιεί το μόνο συλλογικό υποκείμενο που θα μπορούσε να αντισταθεί: τον ελληνικό λαό.

Ας τα σκεφτεί όλα αυτά η αριστερά, και ας αξιολογήσει σε όρους καθαρά μαρξιστικούς-λενινιστικούς (!) τη σημασία που έχει ένα ισχυρό και αυτοσυνειδητοποιημένο ιστορικό υποκείμενο. Και ας διατυπώσει, αν μπορεί, μια συνολική πρόταση που να περνάει το τεστ ανταγωνιστικότητας που θέτει σε πλανητική κλίμακα η παγκοσμιοποίηση. Επανάσταση σημαίνει πάνω από όλα επαναστατική σκέψη. Σημαίνει όμως και πραγματισμό. Οτιδήποτε άλλο είναι καταδικασμένο να σαρωθεί από τις υλικά υπέρτερες δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού…

Αναστάσιος Λαυρέντζος
Twitter: @LavrentzosA

Πηγή: real.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *