Ο κύριος πρωθυπουργός και οι συν αυτώ σύμβουλοι και παρατρεχάμενοι
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Είναι άλλο πράγμα να πιέζεις για να ενταχθείς στην Ευρωπαϊκή
Οικονομική Κοινότητα και στην ευρωζώνη με πολιτικά κριτήρια και άλλο θέμα
να εκβιάζεις για πολιτική λύση σε ένα χρέος που οδεύει προς τα 320 δισεκατ.
ευρώ. Ένα χρέος, εξάλλου, που ήδη «κουρεύτηκε» μία φορά και για το οποίο
δεν κάνει τίποτα αυτός που το οφείλει προκειμένου να πείσει ότι μπορεί, με
χρόνια και καιρούς, να το αποπληρώσει.
Επίσης, είναι άλλο πράγμα να ζητάς πολιτικές λύσεις από ανθρώπους
που έχουν τις ίδιες περίπου θέσεις και απόψεις με σένα και άλλο τους
ανθρώπους αυτούς να τους περιπαίζεις και να τους απειλείς με ηλιθιότητες.
Άλλο πράγμα είναι να ανήκεις σε μεγάλες πολιτικές οικογένειες, όπως οι
Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες, που έχουν πίσω τους 150
με 160 χρόνια πολιτικής παράδοσης και ιστορίας, και άλλο να ηγείσαι μίας
κυβέρνησης που στην Ευρώπη αντιπροσωπεύεται από μετά βίας το 6% των
ψηφοφόρων. Τέλος, με ποιο κύρος ένα εν δυνάμει αντιευρωπαϊκό κόμμα
μπορεί να διαπραγματευτεί έχοντας συγκυβερνήτες μία ομάδα της εθνολαϊκής
ελληνικής ακροδεξιάς, η οποία αποτελεί πρωτίστως ντροπή για την χώρα μας
και την ιστορία της;
Τούτων λεχθέντων, η κατάσταση για την Ελλάδα και την περαιτέρω
πορεία της είναι τραγικά κρίσιμη. Και τις ώρες που θα ακολουθήσουν τίποτε
πλέον δεν μπορεί να αποκλειστεί. Από την άλλη πλευρά, μετά την πολιτική
απόφαση του «πιο έξυπνου λαού στον κόσμο» στις 25 Ιανουαρίου 2015,
σήμερα τα ταμεία είναι άδεια, η ανεργία ανεβαίνει, η παραγωγή πέφτει, οι
εισαγωγές σε λίγο θα πάψουν να γίνονται, η ύφεση μονιμοποιείται. Παρόλα
αυτά, η κυβέρνηση παίζει με την φωτιά και, αντί να δει πώς θα ξεστραβωθεί,
κάποιοι ομιλούν για «ρήξεις» και άλλα κουραφέξαλα. Ακόμα χειρότερα,
καθημερινά έρχονται στο προσκήνιο οι τεράστιες διαφωνίες εντός του
αλλοπρόσαλλου κυβερνητικού σχηματισμού, μέλη του οποίου δείχνουν να
είναι ανίκανα να διαχειριστούν ακόμα και το ίδιο τους το σπίτι.
Τώρα, λοιπόν, τί θα γίνει;
Με πολύ ήπιους τόνους, η Καθημερινή, στο κύριο κυριακάτικο άρθρο
της τόνιζε: «Η λαϊκή ψήφος δεν επιβράβευσε αυτούς που ήθελαν την ρήξη ή
την δραχμή, αυτούς που πιστεύουν σε λατινοαμερικανικά μοντέλα ανάπτυξης
και θεωρούν ότι χρειάζεται μία επανάσταση στην Ευρώπη. Οι πολίτες θέλουν
δουλειές, ασφάλεια και σταθερότητα μέσα στην Ευρωζώνη. Το πρόβλημα
είναι πως η κυβέρνηση είναι βαθύτατα διχασμένη. Ο κ. Τσίπρας το γνώριζε,
αλλά δεν έκανε τίποτα γι αυτό πριν από τις εκλογές. Τώρα τού είναι αδύνατον
να επιτύχει έναν ρεαλιστικό συμβιβασμό με την Ευρωζώνη γιατί δεν το
θέλουν και δεν το κρύβουν καθόλου, πολλά στελέχη του κόμματός του. Δεν
είναι, όμως, δυνατόν να οδηγηθεί η χώρα στον γκρεμό επειδή δεν μπορεί
να επιβληθεί στους οπαδούς της δραχμής και της ρήξης. Τα πισωγυρίσματα
πρέπει να τελειώσουν. Ή θα επιβάλει μία κοινή πορεία ή πρέπει να βρει
αλλού τις συμμαχίες και την συναίνεση που απαιτεί η παραμονή της χώρας
στο ευρώ. Αλλιώς η ευθύνη για όσα θα ακολουθήσουν θα είναι μεγάλη και
ιστορική».
Στο Βήμα της Κυριακής, ο Αντώνης Καρακούσης, που γνωρίζει
άψογα την πραγματικότητα, αναφερόμενος στην τεχνική πλευρά της
διαπραγμάτευσης –που είναι και η πιο σπουδαία, για τους λόγους που ήδη
παραθέσαμε– γράφει, μεταξύ άλλων:
«Ο υπουργός Οικονομικών φιλοδοξεί μέσω της τελευταίας
διαπραγμάτευσης να κλείσει την αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος και
να επιτύχει την αποδέσμευση των χρηματοδοτικών πόρων, αλλά ουδέποτε
έδωσε ευκαιρία συμμετοχής στα λεγόμενα τεχνικά κλιμάκια. Το πιθανότερο
έτσι είναι να εμπλακεί και πάλι σε νέο κυκεώνα αμφισβητήσεων ακριβώς από
τα τεχνικά κλιμάκια που διαμεσολαβούν και προετοιμάζουν τις συνεδριάσεις
του Euroworking Group και του Eurogroup. Ίσως οι πρώτες εκτιμήσεις των
κοινοτικών εμπειρογνωμόνων για την ανεπάρκεια της λίστας να προκάλεσαν
και τις τελευταίες αναφορές των Ελλήνων αρμοδίων για σύγκρουση και ρήξη.
»Όπως και να έχει, η κυβέρνηση συνεχίζει να ακροβατεί σε τεντωμένο
σχοινί. Με τα ταμεία του κράτους αδειανά, την διαπραγμάτευση δύσκολη, τις
απειλές να διεγείρουν τους πάντες και τα πάντα και τον λαό ανήσυχο για το
ορατό μέλλον, τίποτε δεν εγγυάται σταθερότητα, πρόοδο και ανάπτυξη.
»Αντιθέτως, αναβιώνουν τα χειρότερα των σεναρίων. Χωρίς συμφωνία,
τα λεφτά του κράτους θα τελειώσουν ίσως και πριν από το Πάσχα. Και
όταν τελειώσουν, είτε τους δανειστές δεν θα πληρώσουμε, όπως απειλεί
η κυβέρνηση, είτε οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι θα πάρουν
λιγότερα. Αν δεν πληρωθούν οι δανειστές συντελείται πιστωτικό γεγονός με
ό,τι αυτό συνεπάγεται για την θέση της χώρας στον κόσμο, και αν το Δημόσιο
κηρύξει στάση πληρωμών στο εσωτερικό τότε τίποτε δεν εγγυάται ασφαλή
συνέχεια. Και οι δύο λύσεις είναι προβληματικές και ανεπιθύμητες.
»Η λύση του “έντιμου συμβιβασμού” που ο ίδιος ο Πρωθυπουργός
διετύπωσε είναι προφανώς η καλύτερη. Ας την υπηρετήσει λοιπόν χωρίς
ενδοιασμούς και επιφυλάξεις. Και ας αναλάβει το όποιο κόστος, γιατί
απλούστατα δεν τού επιτρέπεται να οδηγήσει την Ελλάδα στα βράχια. Αυτή
είναι και η μεγάλη ευθύνη του κ. Τσίπρα».
Και το ερώτημά μας είναι: ένας πρωθυπουργός που σε ομιλία του
στο πανεπιστήμιο παραποιεί βάναυσα την ελληνική Ιστορία για να την
προσαρμόσει στην ιδεολογία του, μπορεί να αναλάβει ιστορικές ευθύνες;