Εκπνέει με πάταγο ο πασοκικός εαυτός μας

Του Γιώργου Καραμπελιά

«Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι», λέει η παροιμία. Έτσι φαίνεται να συμβαίνει με τη μεταπολίτευση και όλες τις σταθερές –υλικές κοινωνικές και νοητικές– που δημιούργησε και εξέθρεψε.
Όντως, μετά το 2010, πιστέψαμε ότι η ταχύτατη κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ θα
ακολουθούνταν σύντομα και από εκείνη της Νέας Δημοκρατίας και της εθνομηδενιστικής αριστεράς και έτσι θα άνοιγε ο δρόμος για μια νέα πολιτική περίοδο στη χώρα. Αυτή ήταν η αίσθηση που κυριαρχούσε στις πλατείες των αγανακτισμένων, ιδιαίτερα από το 2011 και μετά.
Όμως, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, μάλλον είχαμε λάβει τις επιθυμίες μας για πραγματικότητα, προσδοκώντας μια σχετικά γρήγορη και ευτυχή κατάληξη της κρίσης που άνοιξε το 2009. Δυστυχώς, όλες οι αμαρτίες που είχε επισωρεύσει η μεταπολίτευση ήταν τόσο μεγάλες και πήγαιναν τόσο βαθειά στην ελληνική κοινωνία, αλλοιώνοντας όχι μόνο τις άρχουσες ελίτ αλλά και το ίδιο το λαϊκό σώμα, ώστε μια σύντομη ευθανασία απεδείχθη ευσεβής πόθος. Ακριβώς γιατί φοβόμαστε τα χειρότερα, βιαζόμαστε να θάψουμε ένα παρελθόν που δυστυχώς παραμένει παρόν.

Η αθλιότητα των ΜΜΕ

Παρά την κρίση, μπορεί να απαξιώθηκαν οι μηχανισμοί ελέγχου και εξαπάτησης που διαθέτει το σύστημα, όπως τα τηλεοπτικά κανάλια και οι εφημερίδες, αλλά, παρόλα αυτά, συνεχίζουν να είναι παρόντα, αλλάζοντας καθημερινά χαίτη και προσωπεία, για να προσαρμοστούν στη νέα εποχή. Χαρακτηριστική η διαδρομή κλασικών ηρώων της μεταπολιτευτικής δημοσιογραφίας (sic):
O Γιώργος Κουρής, ο εφευρέτης του αυριανισμού, αφού πέρασε από μια σύντομη θητεία στον καραμανλισμό και τον Σαμαρά, επανήλθε σήμερα δριμύτερος, ως Ηρακλής του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, με την ίδια πάντα αξιοπιστία και υψηλή ποιότητα, «Κόντρα» στο σύστημα και το… ευρώ, ένα απεχθές γι’ αυτόν νόμισμα, διότι έχει πολλά… χρέη σε αυτό.
Ο Γιώργος Τράγκας, ο πρωτοπόρος της αντιμνημονιακής ρητορείας, ο «ΕΛΑΣίτης» αντιγερμανός, ο σπόνσορας της Χρυσής Αυγής, εμφανίστηκε το Φθινόπωρο του 2014, μαζί με τον εργοδότη του, Ν. Χατζηνικολάου, μνημονιακός, «αντιναζιστής», αντισυριζαίος και «Σαμαρικός». Όμως, ο Χατζηνικολάου τον εγκατέλειψε μπροστά στις εκλογές, στράφηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ και, τέσσερις μέρες πριν τις εκλογές, μετά την Τετάρτη 21 Ιανουαρίου, απέσυρε τον αγωνιστή Τράγκα από το ραδιόφωνό του.

Ο ίδιος ο Χατζηνικολάου, που το Καλοκαίρι απέλυσε τον Σταύρο Λυγερό, προς χάριν του… «Ποταμιού» και, στις αρχές του Φθινοπώρου, έγινε… «σαμαρικός», όταν άρχισαν να «στρίβουν» τα πράγματα προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ξαναθυμήθηκε τη δραχμή, που έπαιζε το 2012, φρόντισε να ενισχύσει αγωνιστικές φωνές τύπου Μπογιόπουλου και να υπερπροβάλει τον Γιωργάκη Παπανδρέου – εξάλλου τον θέλει διακαώς και η Πρεσβεία.
Τέλος, η μεγάλη «Ανατροπή» έγινε από το Mega και τον Ψυχάρη, που ξαφνικά ανακάλυψαν πως ήρθε η «ώρα της Αριστεράς», μαζί με την Τρέμη, τον Οικονομέα και τον… Ευαγγελάτο! Κακά μαντάτα για τον Πρετεντέρη και τη δική του «Ανατροπή»!
Ωστόσο, το χειρότερο δεν είναι πως οι άρχοντες των μήντια συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο, αλλά ότι οι Έλληνες πολίτες, σε ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό, εξακολουθούν να τους ακολουθούν! Εξακολουθούν να ανέχονται ένα ραδιόφωνο που, ανάμεσα στις διαφημίσεις, αναφέρει πότε-πότε κάποια είδηση, να παρακολουθούν σκυλοκαβγάδες σε κανάλια της πλάκας, που παριστάνουν τα σοβαρά. Όσο δε για το υποτιθέμενο δημοκρατικό και ανοικτό σε όλους διαδίκτυο, και εκεί δεν έχει αναδειχθεί κάτι το πραγματικά νέο και οι περισσότεροι εξακολουθούν να παρακολουθούν τις ιστοσελίδες του Ευαγγελάτου, της Στάη του Χαρδαβέλλα, του Θεοδωράκη ή του Κούλογλου!

Ανακυκλώνοντας το παλαιό

Παράλληλα, και στο πολιτικό επίπεδο δεν έχει εμφανιστεί τίποτε το ουσιαστικά καινούργιο παρά μόνο ανακυκλώσεις των παλιών σχημάτων.
Γι’ αυτό και οι ψηφοφόροι μεταναστεύουν μαζικά από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ, που προσφέρει μια ανανεωμένη εκδοχή του «λεφτά υπάρχουν», στη χειρότερη στιγμή της κρίσης, γι’ αυτό και γοητεύονται από έναν νεαρό πολιτικό που φαντάζει ως μια νέα εκδοχή του Ανδρέα – εξάλλου έχει αντιγράψει την ίδια εκφορά του λόγου, τις ίδιες χειρονομίες, τον ίδιο τόνο της φωνής, προφανώς μετά από μελέτη των σχετικών βίντεο, που μπορεί να του προμηθεύουν εν αφθονία ο Κουρής και ο… Λαλιώτης. Και με μια κυριολεκτικά σαδομαζοχιστική λογική ψηφίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, ευχόμενοι και ελπίζοντας ότι… δεν θα πραγματοποιήσει αυτά που υπόσχεται, και ότι θα συμβιβαστεί εν τέλει με τους «εταίρους», κατά τον ίδιο τρόπο που… εξήλθε από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ ο πρώτος και μεγάλος διδάξας του σύγχρονου μεταπολιτευτικού εκμαυλισμού. Ελπίζοντας ίσως πως κάτι θα αποκομίσουν από τα πολλά υπεσχημένα.
Με τη διαφορά, όμως, ότι το 1981 όντως «υπήρχαν λεφτά».
Από την άλλη πλευρά, οι αντίπαλοί τους εκστρατεύουν με επικεφαλής έναν ηγέτη –προφανώς εκβιαζόμενο από τους Γερμανούς που κρατάνε την «καβάτζα» του Χριστοφοράκου–, ο οποίος ικετεύει τις… άγιες εικόνες να τον σώσουν, καταφεύγει στον Μπαλτάκο (και την μετωνυμία του, τον Βορίδη) και επισείει τον κίνδυνο του κομμουνισμού και των σοβιέτ – χωρίς να αναλογίζεται ότι αυτά αποτελούν μπαμπούλα μόνο για κάποιους ψηφοφόρους που είναι πάνω από… ογδόντα χρονών!
Γι’ αυτό και το μόνο «νέο» σχήμα είναι μια συνάθροιση νεοφιλελεύθερων και εθνομηδενιστών, της αριστεράς και της δεξιάς, μηντιακής και σημιτικής κατασκευής, με ηγέτη έναν απαίδευτο και αναιδή συστημικό δημοσιογράφο, που παριστάνει τον αντισυστημικό και βρίσκει μια κάποια απήχηση εξ αιτίας του φόβου των βορείων προαστίων και του Κολωνακίου απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά τα άλλα, το απόλυτο αδιέξοδο.
Ο κομμουνιστικός «μπαμπούλας»… καραδοκεί είτε στη μπρεζνιεφική εκδοχή του, με την μορφή του Κουτσούμπα και των… Σοβιέτ, που όντως ευαγγελίζεται εσχάτως –χωρίς βέβαια να τον παίρνει κανείς στα σοβαρά–, είτε την «αντάρτικη» στην οποία προσχώρησε, ως ένα ακόμα βήμα στον πολιτικό αυτοχειριασμό του, ο Αλέκος Αλαβάνος. Και ως είθισται σε όλες τις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, ο νέος γενικός γραμματέας αντιγράφει την πατέντα της Αλέκας και θυμάται τον… τουρκικό κίνδυνο, την κατοχή της Κύπρου και «κατεβάζει» και έναν ελεγχόμενο πάντα αριθμό ελληνικών σημαιών, μέσα στη θάλασσα των κόκκινων λαβάρων, στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις. Και αυτό γιατί γνωρίζει την τρύπα που αφήνει ο πλειοψηφικά εθνομηδενιστικός ΣΥΡΙΖΑ, και για να πείσει εμάς τους «αριστερούς πατριώτες» να τον ξαναψηφίσουμε, όπως όντως κάναμε τόσες φορές, ενώ συνεχίζει να μας καθυβρίζει τον υπόλοιπο καιρό. Προπαντός δε, συνεχίζει να εκπαιδεύει στον ακραίο εθνομηδενισμό και την «αγάπη για τον τούρκικο λαό» την ΚΝΕ, που ανταγωνίζεται επάξια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τα ΕΑΑΚ στην καταγγελία του ελληνικού «ιμπεριαλισμού».

Το ίδιο ή και ακόμα μεγαλύτερο αδιέξοδο και στον λοιπό αντιμνημονιακό χώρο. Το κίνημα των αγανακτισμένων, που εξέθρεψε κάποτε τη Σπίθα, το ΕΠΑΜ και, στους προερχόμενους από τη δεξιά, τους ΑΝΕΛ, πνέει τα λοίσθια. Η Σπίθα δεν πρόλαβε ποτέ να υπάρξει πολιτικά παρά τις μεγάλες προσδοκίες που γέννησε, το ΕΠΑΜ, με τη δραχμική εμμονή του, κλείνει τον κύκλο του, όσο για τους ΑΝΕΛ, παλεύουν να μπουν στη Βουλή στηριγμένοι στα αδιέξοδα των αντιμνημονιακών πατριωτών που τους στήριξαν και σε προηγούμενες εκλογές. Και όμως διαψεύστηκαν οικτρά από τους θεατρινισμούς των Χαϊκάληδων και προπαντός από την ανευθυνότητα με την οποία χειρίστηκαν το θέμα του Προέδρου. Αντί να κάνουν τη «θετική έκπληξη», προτείνοντας μια πραγματικά ανεξάρτητη προσωπικότητα για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που θα τους αναδείκνυε σε σημαντική πολιτική δύναμη, αδιαφορώντας για τη χώρα, για την οποία τόσο κόπτονται, μπήκαν στο παιγνίδι του τζόγου των εκλογών, συμπράττοντας με τον ΣΥΡΙΖΑ και τη στυμμένη λεμονόκουπα. Και σήμερα, αφού έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στα πρόθυρα της εξουσίας, εκλιπαρούν την ψήφο μας για να μην αφήσουμε μόνο του τον εθνομηδενιστικό ΣΥΡΙΖΑ, στην κυβέρνηση!
Τέλος, επειδή το σύστημα είδε πως δεν αντιδράσαμε όπως θα έπρεπε, διέπραξε και την τελευταία πράξη της ύβρεως απέναντί μας. Είχε το θράσος ακόμα και να επαναφέρει τον εκλεκτό της Πρεσβείας, τον μοιραίο άνθρωπο του μνημονίου, στο προσκήνιο, να διεκδικεί την είσοδό του στη Βουλή. Αφού μέτρησαν τις αντιδράσεις μας και τις είδαν ασθενικές, την τελευταία εβδομάδα, τον μετέβαλαν σε πρωταγωνιστή και των τηλεοπτικών συνεντεύξεων, με πρώτον τον Χατζηνικολάου επί δυόμιση ώρες στον «Ενικό».

Το πρόβλημα είμαστε εμείς

Το πρόβλημα λοιπόν, «υποκριτή αναγνώστη μου, όμοιέ μου, αδελφέ μου» (Σαρλ Μπωντλαίρ), δεν είναι αυτοί, αλλά εμείς. Δηλαδή, το συλλογικό μας σώμα, οι Έλληνες που, για πέντε χρόνια, δεν κατορθώσαμε να αναδείξουμε κάτι αυθεντικά καινούργιο και συνεχίζουμε να ανακυκλώνουμε τα παλιά φθαρμένα υλικά της μεταπολίτευσης.
Διότι και ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί έναν «δεινόσαυρο» της μεταπολίτευσης και όχι κάτι καινούργιο. Μια ομοσπονδία αριστερών και αριστεριστών, που έχουν διανύσει ολόκληρη τη μεταπολίτευση –ιδιαίτερα την περίοδο μετά το 1981– ως παράγοντές της, είτε μέσα σε κυβερνητικά κόμματα, όπως το πλήθος των πασοκικής προελεύσεως στελεχών, είτε στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους –Πανεπιστήμια, ΜΜΕ, κατεστημένη διανόηση–, στη συνδικαλιστική νομενκλατούρα κ.λπ. Τι πιο συμβολικό από την τοποθέτηση ενός καθαρά συστημικού –και παρεμπιπτόντως σημιτικού– διανοούμενου όπως ο Τσουκαλάς επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του; Και το νεαρό της ηλικίας του αρχηγού αποκρύπτει και καμουφλάρει τη βαθειά και γερασμένη μεταπολίτευση που κρύβει μέσα του το κόμμα.

Αντίθετα, για παράδειγμα στην Ισπανία, μέσα από τις πλατείες των αγανακτισμένων, αναδείχτηκε ένα νέο πολιτικό κίνημα που υπερκέρασε την παλιά αριστερά και δεν εκφράστηκε ενσωματωνόμενη σε αυτήν, όπως συνέβη στην Ελλάδα. Πώς εξάλλου θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο, όταν στην Ελλάδα ηγέτης των αγανακτισμένων θέλησε να είναι ο Μίκης ή ο σταλινικής κοπής Καζάκης αντί του Πάμπλο Ιγγλέσιας των Ποδέμος; Οι Έλληνες αγανακτισμένοι μέχρι εκεί έφταναν, γι’ αυτό και μετά «βολεύτηκαν» μεταξύ Τσίπρα και Καμμένου. Αυτά δυστυχώς παρήγαγε η χώρα μας. Και δεν είναι η ώρα να ξαναμιλήσουμε για την παρασιτική μας έκπτωση.
Κάτι λοιπόν συμβαίνει με εμάς, αδελφοί. Πώς είναι δυνατόν το μεγαλύτερο μέρος των ενεργών πολιτικά νέων, όλη αυτή την περίοδο, να βρίσκεται στο πιο γερασμένο κόμμα, το ΚΚΕ, ή στους νεαντερντάλειους της Χρυσής Αυγής; Σε μια κοινωνία που δεν είχε να προσφέρει στη νεολαία της, όλα τα τελευταία χρόνια, τίποτε άλλο έξω από την απόλυτη ιστορική αμνησία και την προσδοκία ενός παρασιτικού εξευρωπαϊσμού, ένα τμήμα της αρπάζεται από «ένα κάποιο όραμα», όποιο και αν είναι αυτό.

Μετά τη βροχή…

Και έτσι, να ’μαστε μπροστά σε μια νέα μεγάλη κρίση –γυμνοί, φοβισμένοι και αβέβαιοι για το αύριο– να κρεμόμαστε από τα λόγια του Ντράγκι ή της Μέρκελ, βαφτίζοντας «ελπίδα» ένα κόμμα που δεν προσφέρει κανένα όραμα για τον ελληνισμό στον 21ο αιώνα, πέρα από την επιστροφή στον παλιό καλό καιρό της μεταπολίτευσης, και χωρίς κανένα, κυριολεκτικά κανένα, πολιτικό σχήμα που να μπορεί να εκφράσει τον καημό της ρωμιοσύνης, τον καημό των περισσότερων ανθρώπων αυτής της χώρας.

Γιατί βέβαια αυτά που γράφουμε εδώ τα πιστεύουν οι περισσότεροι Έλληνες, άσχετα και πέρα από τι θα ψηφίσουν. Όσοι ψηφίσουν –γιατί πολλοί θα απέχουν– θα ψηφίσουν από σύμβαση, ή για να εμποδίσουν αυτό που θεωρούν μεγαλύτερο κακό. Πολλοί λίγοι, οι μηχανισμοί των κομμάτων και όσοι προσδοκούν κάποιο όφελος, μικρό ή μεγάλο, είναι πια ταυτισμένοι με αυτό το σύστημα…
Οι πολλοί ξέρουν πως έχουμε δίκιο, γνωρίζουν ακόμα και την ίδια τη δικιά τους –όλων μας– ανημπόρια και φθορά.
«Έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξωφλήσαμε», λοιπόν; Θέλουμε να πιστεύουμε πως όχι, πως απλώς εκπνέει, με ένα τελευταίο ταρατατζούμ, ένα φθαρμένο σύστημα, πως θα υποχρεωθούμε να πετάξουμε, μετά τη Δευτέρα πια, σαν το δέρμα του φιδιού τον ίδιο τον παλιό πασοκικό-μεταπολιτευτικό εαυτό μας, που ούτε εμείς θέλουμε πια, αλλά δεν έχουμε βρει ακόμα με τι να τον αντικαταστήσουμε.

Το 1989-1992, ελπίσαμε, θελήσαμε, να θέσουμε ένα τέλος στη μεταπολίτευση, με όρους σχετικά ευνοϊκούς ακόμα για την Ελλάδα. Δεν το μπορέσαμε, γιατί άλλα μεγάλα ιστορικά γεγονότα πλανητικών διαστάσεων αποφάσισαν για μας και, για τα είκοσι περίπου χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι το 2009, βιώσαμε την παρακμή, μέσα στην αποθέωσή της, τον παρασιτικό εκσυγχρονισμό.
Το 2010, έχοντας συνειδητοποιήσει πως τελείωνε μια ιστορική εποχή, ελπίσαμε στην υπέρβαση, ώστε να περιορίσουμε το μέγεθος της καταστροφής. Ωστόσο όχι, πρέπει να πιούμε το ποτήρι μέχρι το τέλος, πρέπει να εξαντλήσουμε μέχρι το τέλος τη ρητορική, τη λογική και τους ανθρώπους της μεταπολίτευσης, για να μπορέσουμε να δούμε και πάλι φως.
Από τη Δευτέρα, μέσα στην οχλοβοή των γεγονότων που έρχονται, θα περάσουμε σε μια νέα φάση – επιτέλους. Από τη Δευτέρα θα αρχίσουμε μια νέα πορεία. Και επειδή όλα τα παλιά κουπιά είναι σπασμένα ή σάπια, θα χρειαστούμε καινούργια. Αυτή εξάλλου είναι η τραγωδία της μεταπολίτευσης. Κράτησε πάρα πολύ, απίστευτα πολύ, ενώ ουσιαστικά ό,τι θετικό έφερε είχε λήξει ήδη από το 1990. Και όμως, συνέχισε να επιβιώνει, για να μας οδηγήσει ξέπνοους στην καταστροφή, χωρίς να υπάρχουν εναλλακτικές –πολιτικές ή πνευματικές– δυνάμεις στο παλιό σύστημα για να την αντικαταστήσουν. Γι’ αυτό και η τόση δυσκολία της αλλαγής απέναντι στην καθολική προδοσία και έκπτωση των ελίτ. Γι’ αυτό και θα πρέπει να εφεύρει ο ίδιος ο λαός, σχεδόν εκ του μηδενός, αυτές τις νέες δυνάμεις.

Το καινούργιο λοιπόν θα βγει μέσα από την εξάντληση –οριστική, αμετάκλητη, καθολική– του παλιού μας εαυτού, ενός εαυτού που ενδύεται τις θλιβερές ή απατηλές φιγούρες των κορυβαντιούντων μηδενικών που ισχυρίζονται πως μας εκπροσωπούν.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *