Αναμφισβήτητα, η ιστορική περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από μια μεταβατικότητα και αρκετές πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις σε συνδυασμό με ραγδαίες εξελίξεις τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της πατρίδας μας. Για το λόγο αυτό είναι φυσιολογικό, όπως σε κάθε σκεπτόμενο λαό, σε κάθε συνάντηση, σε κάθε δεδομένη ευκαιρία, να δίνουν και
να παίρνουν οι συζητήσεις περί των κοινών.
Συνήθως η συζήτηση ξεκινά από τον προβληματισμό όλων για τα καίρια ζητήματα που απασχολούν την πατρίδα μας και εμάς τους ίδιους και όλοι εκφράζουν την απογοήτευση και την πικρία τους για το κατάντημά μας και για το τι θα παραδώσουμε στις επερχόμενες γενεές, στα παιδιά και στα εγγόνια μας. Φυσιολογικά, κάθε ανθρώπινος νους που αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα αναζητεί τη λύση κι έτσι νομοτελειακά η συζήτηση καταλήγει στο “διά ταύτα”, δηλαδή στο τι μέλλει και στο τι δέον γενέσθαι.
Στο σημείο αυτό η συντριπτική πλειοψηφία των συζητήσεων καταλήγει στο απογοητευτικό συμπέρασμα ότι δε γίνεται τίποτε, τίποτε δεν αλλάζει κλπ. Μάλιστα το συμπέρασμα αυτό ως άποψη παρουσιάζεται ως η ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων και κάθετι άλλο απορρίπτεται απλά ως ουτοπία. Η θέση αυτή συχνά διανθίζεται από χλευαστικά σχόλια για κάποιους “Δον Κιχώτες” που ξεκίνησαν κάποιες προσπάθειες αλλαγής των πραγμάτων, αλλά απέτυχαν ή από μια περαιτέρω πιο εκτεταμένη ανάλυση του πόσο ζοφερή και αδιέξοδη είναι η κατάσταση που ζούμε.
Οι περισσότεροι λοιπόν καταλήγουμε στο συμπέρασμα που προέκυψε σε πρώτο επίπεδο και κλείνουμε εκεί το θέμα. Ωστόσο ένας προσεκτικός συζητητής που τον καίει το θέμα και δε διεξάγει τις συζητήσεις αυτές χάριν γούστου ή διασκέδασης, οφείλει να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα και να αξιολογήσει τη συζήτηση και από άλλες οπτικές γωνίες οι οποίες δεν είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού.
Η ανάλυση του προφίλ και των απόψεων των συζητητών είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση, για να αντιληφθούμε αν το τελικό συμπέρασμα είναι αυτό που λογικά προκύπτει ή αυτό που θέλουμε εμείς να προκύψει… Συγκεκριμένα όλοι οι θιασώτες της ανωτέρω θέσεως-συμπεράσματος, πιστεύουν ότι η κατάσταση στην πατρίδα ΠΡΕΠΕΙ να αλλάξει. Μάλιστα πιστεύουν ότι πρέπει να αλλάξει εδώ και τώρα, αλλιώς θα αφανιστούμε ως έθνος, ως Ελλάδα και εμείς και τα παιδιά μας. Στο σημείο αυτό κάνουμε μια παύση και διερωτώμαστε: είναι δυνατόν κάποιος να οδεύει στην καταστροφή και να συμπεραίνει ότι τίποτε δε γίνεται; Δηλαδή είναι δυνατόν π.χ. σήμερα το απόγευμα να πρόκεται να εκτελέσουν το παιδί μου και εγώ να κάθομαι να λέω, δε μπορώ να κάνω τίποτε; Προφανώς, προφανέστατα, οι περισσότεροι δεν έχουμε αντιληφθεί την επερχόμενη καταστροφή, την αντιμετωπίζουμε ως ένα σίριαλ, ένα θρίλερ που απλώς παρακολουθούμε ως θεατές. Την έχουν καταλάβει όσοι έχουν ήδη πληγεί π.χ. άνεργοι που δεν έχουν να ταΐσουν τα παιδιά τους και θα την καταλάβουμε όταν βρεθούμε πρόσωπο προς πρόσωπο με τη νέα πραγματικότητα (π.χ. όταν θα πηγαίνουμε φυλακή, γιατί επικρίναμε τα εγκλήματα ενός μουσουλμάνου). Πρώτο συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι δεν καταλαβαίνουμε καλά καλά τι έρχεται και δεν πιστεύουμε ειλικρινά ότι αν δεν αλλάξει αμέσως η κατάσταση κυριολεκτικά χαθήκαμε…
Σε ένα δεύτερο επίπεδο στο πλαίσιο πάντα των προαναφερθεισών συζητήσεων, διαπιστώνεις ότι πολλοί από τους απογοητευμένους συνομιλητές συμπολίτες μας, πίστεψαν και ψήφισαν κόμματα με τα οποία δε συμφωνούσαν σε κάποια σημαντικά ζητήματα, αλλά αυτά τα κόμματα ήταν στο προσκήνιο! Κοινώς ήταν κόμματα με πολιτικό ρεύμα. Μάλιστα κάποια από αυτά είναι νεοπρόβλητα στην πολιτική σκηνή και απέκτησαν δύναμη στις δύο τελευταίες εκλογές. Αν δηλαδή πρόβαλες τα κόμματα αυτά στους ίδιους πριν τέσσερα χρόνια, θα γελούσαν μαζί σου, γιατί ήταν στο 0,03%! Ένα δεύτερο λοιπόν στοιχείο τον συνομιλητών μας είναι ότι για να πιστέψουν σε μια πολιτική αλλαγή πρέπει να έχουν πιστέψει ήδη πολλοί άλλοι, έστω και τυφλά και ασυνείδητα, αρκεί να έχουν δώσει εκλογικό ποσοστό. Προς τιμήν τους τα στελέχη των κομμάτων αυτών επέμειναν με πίστη στον αγώνα τους (όποιος κι αν ήταν αυτός), έστω κι αν ήταν μια θλιβερή μειοψηφία, αλλά πάλευαν για το δικό τους πιστεύω. Άδραξαν την πολιτική ευκαιρία και βρίσκονται στο πολιτικό προσκήνιο. Συμπέρασμα δεύτερο λοιπόν: οι συνομιλητές μας δεν θέλουν με πίστη να παλέψουν για αυτό που πιστεύουν καθολικά ως το καλύτερο για την πατρίδα, αλλά θέλουν μια έτοιμη λύση από ένα έτοιμο κόμμα που θα έχει και ένα αξιοσέβαστο ποσοστό, έστω κι αν διαφέρει από τα πιστεύω τους.
Κατ’ επέκταση η πίστη και η εμπιστοσύνη σε κόμματα με ποσοστά, μεταφέρεται και σε πρόσωπα με αναγνωρισιμότητα, τα οποία, ωστόσο, είναι τόσο ένοχα και υπεύθυνα για την παρούσα κατάσταση, ώστε μόνο χειρότερη μπορούν να την κάνουν (ξεπούλημα-προδοσία) και σίγουρα όχι καλύτερη, αφού τους έχει δοθεί η ευκαιρία πολλαπλώς και την εξαργύρωσαν (κυριολεκτικά) για το προσωπικό τους συμφέρον και όχι της πατρίδας. Ποιος ξέρει τώρα π.χ. τον τάδε έγκριτο οικονομολόγο ή συνταγματολόγο που λένε ότι οδεύουμε σε απόλυτη υποδούλωση; Αυτοί είναι μαθητευόμενοι μάγοι, εδώ μας διαβεβαιώνει ο τάδε υπουργός ή ο ίδιος ο πρωθυπουργός ότι πάμε καλά… Συμπέρασμα τρίτο λοιπόν: εμπιστευόμαστε τη λύση σε πρόσωπα που έχουν αναγνωρισιμότητα και όχι αντικειμενική αξία, έστω κι αν μερικά από τα πρόσωπα αυτά είναι βουτηγμένα ως το λαιμό στο βούρκο!
Σε κάποιο κομβικό σημείο της συζήτησης, μπορεί να τεθεί και το εμπρηστικό ερώτημα: εσύ τι κάνεις για την κατάσταση ή τι θα πεις στα παιδιά σου ότι έκανες. Εδώ η συζήτηση φουντώνει κυριολεκτικά και οι συνήθεις απαντήσεις είναι ότι εγώ (ή ο καθένας) προσπαθώ να είμαι σωστός στο χώρο μου, εκεί που δραστηριοποιούμαι, στην οικογένειά μου κλπ. Είναι προφανές ότι ο συνομιλητής δεν έχει αντιληφθεί την υποχρέωση που έχει ο πολίτης μιας δημοκρατίας να συμμετέχει στα κοινά όχι μόνο δια μιας ξερής ψήφου. Μάλιστα μπορεί να θεωρεί ότι είναι χάσιμο χρόνου, αργόσχολων και ανεπρόκοπων ανθρώπων, σε αντίθεση με την αρχαία Αθήνα όπου ο μη ενασχολούμενος με τα κοινά, ο ιδιώτης δηλαδή, θεωρούνταν ο χειρότερος. Βέβαια πάντα υπάρχει το αιτιολογικό του βεβαρημένου προγράμματος, μολαταύτα αν αναλογιστεί κανείς τον χρόνο που διαθέτουμε σε τηλεόραση ή άλλες ενασχολήσεις, θα καταλάβει ότι αυτό είναι μια δικαιολογία, ειδικά σήμερα που τα πράγματα είναι τόσο τραγικά όσο μπορούμε εύγλωττα οι ίδιοι να τα περιγράφουμε. Συμπέρασμα τέταρτο λοιπόν: οι συνομιλητές μας βλέπουν τη δραστηριοποίηση με τα κοινά ως κάτι ξένο προς τις υποχρεώσεις τους ή κάτι πολύ επιβαρυντικό, που δεν έχει θέση προτεραιότητας στο ήδη βεβαρημένο πρόγραμμά τους.
Καταλήγοντας λοιπόν λέω ευθαρσώς στο φίλο, συνομιλητή, συμπατριώτη: Αδερφέ η κατάσταση αλλάζει, αλλά πρέπει να συνηδειτοποιήσεις ότι καίγεται το σπίτι μας ότι πρέπει εδώ και τώρα κάτι να γίνει από εμάς και όχι κάποιον άλλο, ότι ο κοινός στόχος θα επιτευχθεί μόνο αν όλοι τον πιστέψουμε και δεν περιμένουμε έτοιμες λύσεις από άλλους κάνοντας συγκαταβάσεις σε επιλογές προσώπων και ηθικής. Όλα αυτά απαιτούν προσωπικό αγώνα έξω από το καβούκι μας και δε θα έλθουν έτσι μαγικά σαν ταινία. Δυστυχώς έχουμε ευθύνη, διότι λόγω της νοοτροπίας μας αυτής όλα τα προηγούμενα χρόνια, εκχωρήσαμε συνειδητά τη διαχείριση του δημόσιου βίου μας σε πρόσωπα τουλάχιστον ανάξια που μας κατάντησαν όπως είμαστε. Η αλλαγή περνάει υποχρεωτικά, από εμάς, γι’ αυτό και θα δώσουμε λόγο στις επερχόμενες γενιές για το τι κάναμε σήμερα που το σίδερο είναι στη βράση του!
https://koinonikianatoli.wordpress.com
Use Facebook to Comment on this Post