ΤΥΠΟΙ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ
Έχουν διεξαχθεί αρκετές μελέτες σχετικά με τις κοινωνικές δεξιότητες των παιδιών που μεγαλώνουν με γονείς που….
ανήκουν σε διαφορετικούς τύπους γονέων. Η σύγκριση μεταξύ διαφόρων ομάδων παιδιών που ανήκαν σε διαφορετικά αναπτυξιακά στάδια και σε αυτό τον τομέα υποδεικνύει ότι τα παιδιά δημοκρατικών γονέων υπερτερούν έναντι των άλλων ομάδων παιδιών.
Τα παιδιά «δημοκρατικών» γονέων ξέρουν να μοιράζονται, σέβονται τους κανόνες της ομάδας -στο σπίτι, στο σχολείο ή στο παιχνίδι- και τους ακολουθούν, περιμένουν τη σειρά τους, μπορούν να περιμένουν να αποκτήσουν κάτι δίχως να ζητούν πεισματικά και ανυπόμονα άμεση ανταπόκριση και ικανοποίηση των αιτημάτων τους, σέβονται τους συνομηλίκους τους (αλλά και τα μικρότερα και τα μεγαλύτερα παιδιά), έχουν φίλους και διακατέχονται από επι-κοινωνιακές δεξιότητες. Οι φιλίες που δημιουργούν αυτά τα παιδιά είναι ποιοτικά καλύτερες και σταθερότερες στο πέρασμα του χρόνου, αφενός γιατί αξιολογούν σημαντικά τη φιλία και αφετέρου γιατί δεν είναι εγωκεντρικά, δεν επικεντρώνονται στον εαυτό τους.
Εκτός από τις φιλίες με τους συνομηλίκους τους, τα παιδιά δημοκρατικών γονέων αποδεικνύονται πιο επαρκή κοινωνικά και ως προς τις σχέσεις τους με τους ενήλικες. Τα παιδιά αυτά τοποθετούνται σωστά απέναντι στους ενήλικες, τους σέβονται, δεν τους φοβούνται. Είναι παιδιά θαρραλέα, που ξέρουν να διεκδικούν και να εκφέρουν την άποψή τους, γνωρίζοντας τόσο τα δικαιώματα όσο και τις υποχρεώσεις τους.
Συνήθως, προϋποθέτουμε ότι οι τύποι γονέων προϋπάρχουν της εκδήλωσης διαφόρων συμπεριφορών των παιδιών και πάνω σε αυτό το μοντέλο βασίζονται οι περισσότερες μελέτες. Ωστόσο, κάποιες έρευνες που έχουν γίνει για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στις σχέσεις τους με τους συνομηλίκους τους υποδεικνύουν ότι οι δυσκολίες αυτές μπορεί να προέρχονται από τις μορφές αλληλεπίδρασης που οι γονείς υιοθετούν στη σχέση με τα παιδιά τους και τις οποίες τα παιδιά μαθαίνουν από αυτούς (McLoyd, 1990).
Η Baumrind (1971, 1978) διεξήγαγε μια σειρά μελετών για τη σχέση μεταξύ γονικών τύπων και κοινωνικής επάρκειας στα παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας και χρησιμοποίησε ως μέθοδο την παρατήρηση των παιδιών σε πειραματικές συνθήκες και στο χώρο του σχολείου και των γονέων στο χώρο του σπιτιού, αλλά και συνεντεύξεις πατέρων και μητέρων. Από την έρευνά της, από την οποία αναδύθηκαν οι γνωστοί τρεις βασικοί τύποι γονέων, προέκυψε ότι κάθε γονικός τύπος συσχετίζεται διαφορετικά με την κοινωνική επάρκεια του παιδιού, τόσο όσον αφορά στις σχέσεις του με τους συνομηλίκους του όσο και με τους ενήλικες. Όπως γνωρίζουμε, οι γονικοί τύποι διαφέρουν ως προς δύο παράγοντες: το βαθμό ζεστασιάς και στοργής και αποδοχής, που εκδηλώνεται ξεκάθαρα στις αλληλεπιδράσεις γονέα – παιδιού και το βαθμό απαίτησης και γονικού ελέγχου που ασκείται στις δραστηριότητες και στη συμπεριφορά του παιδιού.
Οι αυταρχικοί γονείς, οι οποίοι τείνουν να συγκεντρώνουν χαμηλή βαθμολογία στη στοργή και υψηλή στο γονικό έλεγχο σε σύγκριση με άλλους γονείς, γνωρίζουμε ότι θέτουν απόλυτα κριτήρια συμπεριφοράς για τα παιδιά τους, που δεν αμφισβητούνται, ούτε αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Εφόσον επιβάλλουν την πειθαρχία και απαιτούν από αυτά υπακοή και είναι λιγότερο πιθανό από τους άλλους τύπους γονέων να χρησιμοποιήσουν πιο ήπιες μεθόδους πειθούς, να εκδηλώσουν στοργή ή να καταφύγουν στον έπαινο και στην παροχή αμοιβών, έχουν την τάση να προτείνουν πιο επιθετικούς τρόπους επίλυσης συγκρούσεων και όχι ήπιες συμπεριφορές, που χαρακτηρίζονται από στοργή στην αλληλεπίδραση με τα παιδιά τους. Αυτό έχει ως συνέπεια πολύ συχνά τα παιδιά αυταρχικών γονέων να νομίζουν ότι θα πετύχουν αυτό που θέλουν χρησιμοποιώντας βία στις σχέσεις τους με τους συνομηλίκους τους (Hart, DeWolf & Burts, 1992).
Οι ανεκτικοί-επιτρεπτικοί γονείς τείνουν να τοποθετούνται από ένα μέτριο έως υψηλό επίπεδο ως προς τη στοργή, αλλά σε ένα χαμηλό επίπεδο όσον αφορά στο γονικό έλεγχο. Αυτοί οι γονείς έχουν σχετικά λίγες απαιτήσεις από τα παιδιά τους και είναι συνήθως ασυνεπείς στην «επιβολή πειθαρχίας». Αποδέχονται τις παρορμήσεις των παιδιών τους, τις επιθυμίες τους και τις πράξεις τους και είναι λιγότερο πιθανό σε σχέση με άλλους γονείς να ενισχύσουν τη συμπεριφορά των παιδιών τους. Αν και τα παιδιά τους τείνουν να είναι φιλικά, κοινωνικά, συγκρινόμενα με άλλους συνομηλίκους τους, τους λείπει η γνώση κατάλληλων συμπεριφορών στις κανονικές κοινωνικές καταστάσεις και αναλαμβάνουν πολύ μικρή υπευθυνότητα για τη δική τους ανεπιθύμητη συμπεριφορά.
Οι δημοκρατικοί γονείς, τέλος, οι οποίοι τείνουν να τοποθετούνται σε ένα υψηλό επίπεδο στη στοργή και σε μέτριο επίπεδο στο γονικό έλεγχο όσον αφορά στην εμπλοκή τους στη συμπεριφορά του παιδιού τους, είναι στοργικοί και φιλικοί με το παιδί. Δείχνουν κατανόηση για τα συναισθήματά του, τις επιθυμίες και τις ανάγκες του, ενδιαφέρον για τις καθημερινές δραστηριότητές του, σεβασμό για τις απόψεις του, εκφράζουν τη χαρά και την ικανοποίησή τους για τα επιτεύγματά του και το στηρίζουν και το ενθαρρύνουν όταν αυτό βιώνει άγχος στη ζωή του.
Τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την εκδήλωση υψηλού επιπέδου στοργής στην κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού ξεκινούν από τη βρεφική ηλικία, όταν η στοργή της μητέρας διευκολύνει και προωθεί τη διαμόρφωση ασφαλούς προσκόλλησης του παιδιού στη μητέρα, αρχικά, και αργότερα στον πατέρα και στα υπόλοιπα πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος. Το υψηλό επίπεδο στοργής που εκδηλώνεται στην ανατροφή του παιδιού κυριολεκτικά διασφαλίζει πιο θετικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ γονέα και παιδιού στην καθημερινότητα της οικογενειακής ζωής. Η στοργή που εκφράζεται απλόχερα από το γονέα επίσης προδιαθέτει το παιδί να δώσει κι αυτό αγάπη στο γονέα και να θέλει να περνάει αρκετό χρόνο μαζί του, κάτι που, καθώς το παιδί μεγαλώνει, διασφαλίζει επίσης την άσκηση της γονικής επιρροής σε σημαντικό βαθμό. Η επίδειξη στοργής από το γονέα επιπλέον παρέχει κίνητρο στο παιδί ώστε να θέλει να τον ευχαριστεί, καθώς αγωνίζεται να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του, αποφεύγοντας με κάθε τρόπο να τον πληγώσει ή να τον απογοητεύσει. Επειδή τα παιδιά, καθώς μεγαλώνουν, ταυτο-ποιούνται πιο άμεσα με τα στοργικά παρά με τα μη στοργικά πρότυπα, τα παιδιά στοργικών γονέων είναι πιθανότερο να ενσωματώσουν τις γονικές αξίες, όπως την έγνοια, το ενδιαφέρον και το αίσθημα του δικαίου στις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Τα παιδιά και οι έφηβοι δημοκρατικών γονέων είναι πιο υπεύθυνοι κοινωνικά, πιο ανεξάρτητοι και λειτουργικώς επαρκείς από τους άλλους συνομηλίκους τους (Baumrind, 1991 a, 1991 b, Baum-rind & Black, 1967). Έχει επίσης παρατηρηθεί, σε σχετική έρευνα που διεξήχθη σε εφήβους από διαφορετικά κοινωνικο-πολιτισμικά περιβάλλοντα ότι οι έφηβοι που οι γονείς τους ήταν λιγότερο ανεκτικοί, λιγότερο αυταρχικοί και περισσότερο δημοκρατικοί ήταν πιθανότερο να χαρακτηρίζονται από καλή προσαρμογή και επάρκεια (Dombusch και συν., 1987).
Η μελέτη της κοινωνικοποίησης του εφήβου στα πλαίσια της οικογένειας υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλές αντικείμενο έρευνας κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας (Darling & Steinberg. 1993). Οι περισσότερες σχετικές μελέτες προέκυψαν κυρίως από τις έρευνες της Baumrind (1978) σχετικά με τις επιρροές των γονέων στη διαμόρφωση της κοινωνικής επάρκειας κατά την παιδική ηλικία. Οι πρόσφατες έρευνες υποδηλώνουν ότι ο δημοκρατικός τρόπος διαπαιδαγώγησης στους εφήβους μειώνει τις αρνητικές επιδράσεις της ομάδας των συνομηλίκων (Bogenschneider, Wu, Raf-faelli & Tsay, 1998, Mounts & Steinberg, 1995).
Πολλές μελέτες που απευθύνονταν σε γονείς και εφήβους τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιώντας διαφορετικές μεθόδους, εργαλεία μέτρησης και διαφορετικά δείγματα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η δημοκρατική μέθοδος διαπαιδαγώγησης έχει σχέση με ένα ευρύ φάσμα ψυχολογικών και κοινωνικών πλεονεκτημάτων κατά την εφηβεία, όπως ακριβώς είχε διαπιστωθεί ότι συμβαίνει και με την παιδική ηλικία. ‘Οπως κι αν έχουν χαρακτηρίσει τη δημοκρατικού τύπου προσέγγιση οι διάφοροι ερευνητές (π.χ. «αποτελεσματική γονικότητα», «θετική γονικότητα)) κτλ.), έχει παρατηρηθεί ότι ο συνδυασμός της ανταπόκρισης των γονέων και του επιπέδου απαίτησής τους από τα παιδιά έχουν εξίσου σημαντική σχέση με την προσαρμογή του εφήβου, με τη σχολική του επίδοση, αλλά και με την ψυχολογική του ωριμότητα (Steinberg, 2000).
Απόσπασμα από το σύγγραμμα της ψυχολόγου Βασιλικής Παππά “Επάγγελμα Γονείς” εκδόσεις Καστανιώτη.
boro.gr
Use Facebook to Comment on this Post