Στη Σκάλα ,δίπλα στην πανέμορφη εκκλησούλα,την Αγία Παρασκευή βρίσκονται οι περίφημες πηγές που παλαιότερα τα νερά έβγαιναν από τα βράχια.
Όταν το καλοκαίρι, ακόμη και….
σήμερα, ησυχάζουν βλέπεις τις πανέμορφες χήνες να φτιάχνουν περίεργους σχηματισμούς.
Σ΄αυτό το χώρο η σκέψη πάει σε μακρυνά χρόνια, σε μια πολυειπωμένη ιστορία που έδωσε και το όνομα στο ποτάμι ,το Βασιλοπόταμο, το ποτάμι του Βασίλη.
Εκείνα τα χρόνια οι τσοπάνηδες κατέβαιναν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά της Σκάλας και του Έλους.
Γέμιζε ο κάμπος από νεογέννητα αρνιά και κατσίκια και μια μουσική από τροκάνια απλωνόταν στην περιοχή.
Το πιο μεγάλο κοπάδι ήταν του τσέλιγκα Θύμιου. Κάθε χρόνο κατεβαίνει καμαρώνοντας με περηφάνια τα καλοθρεμμένα ζωντανά.
Σ΄ένα τέτοιο κατέβασμα πήρα μαζί του για παραγιό το Βασίλη, γιό της χήρας Γιώργαινας. Πρόθυμος και εργατικός ο Βασίλης έτρεχε όλη τη μέρα να φέρει βόλτα το κοπάδι, μαζί με το μεγαλόσωμο σκυλί τον Αράπη. Το βράδυ με ζήλο συγύραγε το μαντρί και έπεφτε κατάκοπος για ύπνο.
Το πρωί ακουγόταν η φωνή του τσέλιγκα.
Αϊ Βασίλη σήκου κι΄ξημέρωσε.
Παρ΄του τράστου κι το ταϊνι κι ξεκίνα.
Αμέσως Αφεντικό !
Το παλικαράκι φορτωνόταν το σακούλι και τράβαγε για το μαντρί.
Ο Βασίλης άνοιγε το μαντρί και το βέλασμα των μαναριών γέμιζε τον ουρανό γλυκές μελωδίες που ενώνονταν με των τροκανιών το κουδούνισμα και του ποταμού το κελάρυσμα.
Σαν καλοκαίριαζε ο κάμπος έπαιρνε το βαθυπράσινο χρώμα ,μεγάλωναν τα σταροκρίθαρα και ήταν ευλογία Θεού !
Ο καιρός του χειμαδιού τελείωνε, άρχισαν οι προετοιμασίες ,ο τσέλιγκας ο Θύμιος για μια ακόμη φορά θ΄ανέβει στα ψηλά με το κοπάδι.
Μάνα, αύριο φεύγουμε, λέει ο Βασίλης της μάνας του.
Παιδί μου πάει χαθήκαμε ! θα πεθάνουμε και εγώ και τ΄αδέλφια σου !..
Σώπα μάνα, κι έννοια σου, εγώ είμαι εδώ …
Η μάνα με δύναμη και δάκρυα αγκαλιάζει το βλαστάρι της.
Έννοια σου μάνα. Τα Σαββατόβραδα θ΄έρχεσαι δω σε τούτη τη μεριά .
Ο τσέλιγκας με το Βασίλη και το κοπάδι όλη μέρα περπάταγαν ,το σούρουπο έφτασαν στους κουμάνους.
Ο Βασίλης έμεινε με ανοιχτό το στόμα βλέποντας τα ρυάκια να αναβλύζουν από τα βράχια και να φτάνουν κάτω στα ποτάμια.
Α ,εδώ ! … ψιθύρισε ο μικρός και θυμήθηκε του αφεντικού του τα λόγια « αν ρίξεις κάτι στις πηγές στους κουμάνους το παίρνει το νερό και το πάει στη Σκάλα » .
Η ζωή κυλούσε όμορφα για το Βασίλη, που μαζί με το τσαφάρι που έμαθε, έφτιαχνε ένα αρμονικό σύνολο με το κελάδημα των πουλιών και το βέλασμα των ζωντανών. Όμως η σκέψη γύρναγε στη φτωχή μάνα και τ΄αδέλφια του .
Μα κάθε τόσο ακουγόταν η φωνή του τσέλιγκα που ξάφνιαζε το τσοπανόσκυλο.
Αϊ βρε κατσιασμένου, άλλο σφαχτό λειψάφτι .
Αϊ , κι δε θαν το γαλου σαλαμέτι ..
Συχώραμε αφέντη, θα προσέχου …και η ματιά του έπεφτε ένοχα προς τα κάτω τρέχοντας να κρυφτεί σαν κάτι να τον κυνήγαγε.
Οι μέρες πέρναγαν μα τα Σάββατα χάνοταν κι από ένα σφαχτό.
Ο Βασίλης με μαεστρία, κρυφά τ΄όσφαζε και κρυφά τ΄όριχνε στην τρύπα κι΄από κει με τη νεροσυρμή έφτανε στη Σκάλα στα χέρια της Γιώργαινας.
Ο μικρός έκανε αυτή τη δουλειά ξέγνοιαστος, δίχως να καταλάβει το παραφύλαγμα του τσέλιγκα.
Όταν τον είδε ήταν αργά. Δεν πρόφτασε ούτε να μιλήσει. Σαν αστραπή τον άρπαξε ο Θύμιος και με μιας του κόβει το κεφάλι ρίχνοντάς το στην τρύπα της πηγής.
Το ακέφαλο κουφάρι έμεινε κει στην ερημιά. Το κεφάλι έφτασε σε λίγες ώρες στη δύστυχη Γιώργαινα, που περίμενε όπως κάθε Σαββατόβραδο.
Καθώς απλώνει τα χέρια για τ΄αρνί αγκαλιάζει τ΄αγαπημένο κεφάλι, μελανιασμένο μ΄ορθάνοιχτα τα μάτια .Γεμάτα φρίκη και πόνο.
Βασίλη …… Βασίληηηηηηηη !
Η Γιώργαινα παραλόϊσε .Έτρεχε πάνου κάτου στου ποταμού τις όχθες πετροβολώντας το νερό που κύλαγε μ΄ορμή κι άκουγε το νέο όνομα « Βασιλοπόταμος ».
Όσο για τον τσέλιγκα λένε πως τριγύρναγε χωρίς νόηση ,ίδιο φάντασμα στις ερημιές του κουμάνου.
Και λένε πως τον βλέπουν τις νύχτες να παραδέρνει ,ώσπου χάθηκε χωρίς να νοιάζεται για το κοπάδι του.
Use Facebook to Comment on this Post