Ιανουάριος 1977
Στις 29 Ιανουαρίου, στο λιμάνι του Ρίο ντε Τζανέιρο, το πλήρωμα του φορτηγού πλοίου M/V AEOLIAN WIND κατέλαβε το πλοίο και το….
κήρυξε κοινωνική περιουσία των εργαζομένων.
Το πλοίο κατέπλευσε από τον Πειραιά στον Νοέμβριο του 1976. Από την αρχή οι ναυτικοί του AEOLIAN WIND διαπιστώνουν εγκληματικές ελλείψεις της εφοπλιστικής εταιρίας αλλά και απαράδεκτες συνθήκες ασφαλείας, διαβίωσης και αξιοπρεπούς εργασίας.
Διαπιστώθηκε έλλειπής σύνθεση πληρώματος, δεν λειτουργούσαν τα φώτα πορείας του πλοίου, οι σωστικές βάρκες ήταν άχρηστες, τα συστήματα εξαερισμού δεν λειτουργούσαν, τα συστήματα πυρόσβεσης δεν λειτουργούσαν, οι τραπεζαρίες και οι τουαλέτες ήταν σε άθλια κατάσταση και βρωμούσαν, τρόφιμα και νερό ήταν εντελώς ακατάλληλα.
Ναύτες και αξιωματικοί φτιάχνουν κοινές επιτροπές και αρχίζουν έλεγχο στις αποθήκες τροφίμων. Τα σάπια τρόφιμα πετιούνται και απαιτείται εφαρμογή ανθρώπινου συσσιτίου και επιδιορθώσεις στα συστήματα του πλοίου.
Πλοίαρχος, υποπλοίαρχος, Α΄μηχανικός, και καμαρώτος αντιδρούν σε οποιοδήποτε αίτημα και τάσσονται με το μέρος της εφοπλιστικής εταιρίας. Τον Ιανουάριο του 1977, μόλις το πλοίο πιάνει το Ρίο ντε Τζανέιρο, το πλήρωμα κατεβαίνει σε απεργία όταν ο πλοίαρχος αρνείται για ακόμη μια φορά να ικανοποιήσει τα αιτήματα των ναυτικών.
Την 3η ημέρα της απεργίας του πληρώματος ο καπετάνιος, η εφοπλιστική εταιρία σε συνεργασία με τον Έλληνα πρόξενο στο Ρίο ντε Τζανέιρο, Ευστράτιο Δούκα, ζητούν την συνδρομή της Βραζιλιάνικης αστυνομίας και προετοιμάζουν επίθεση.
Τότε στις 31 Ιανουαρίου, το πλήρωμα καταλαμβάνει το πλοίο το οποίο μετονομάζουν σε M/V ΟΥΛΡΙΚΕ ΜΑΪΝΧΟΦ. Ανεβάζουν την σκάλα και κρεμούν πανό που αναγράφει “ΝΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ” .
Ο Έλληνας πρόξενος Δούκας, έρχεται σε επαφή μαζί τους, τους διαβεβαιώνει ότι τα αιτήματα τους είναι δίκαια και ως τέτοια θα αντιμετωπιστούν…Το ίδιο βράδυ με συντονισμένες ενέργειες εφοπλιστών και προξένου, επεμβαίνει η βραζιλιάνικη αστυνομία…
Το πλήρωμα συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και βασανίζεται. Οι ναυτικοί δίνουν αγώνα για να επαναπατριστούν. Ο πρόξενος αναγκάζεται να υποχωρήσει μόνο αφότου έχουν προβεί σε απεργία πείνας και επαναπατρίζονται ύστερα από 3 εβδομάδες.
Στη Αθήνα τους περιμένει δίκη, όπου κατατίθενται οι παραβάσεις των εφοπλιστών και το δικαστήριο πρωτόδικα αθωώνει τους ναυτικούς.
Στην απόφαση ασκεί έφεση ο υπουργός Ναυτιλίας της κυβέρνησης Καραμανλή, Αλέξανδρος Παπαδόγγονας και τους επιβάλλονται πολύμηνες ποινές στέρησης των ναυτικών φυλλαδίων τους, (από 12 έως 30 μήνες), ώστε να μην μπορούν να εργαστούν.
Ο Έλληνας πρόξενος στο Ρίο ντε Τζανέιρο, Ευστράτιος Δούκας, προήχθη σε πρέσβη της Ελλάδας στην Βραζιλία. Για την προσφορά του παρασημοφορήθηκε με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος, και τον βαθμό του πληρεξούσιου Υπουργού Α’
Ο εκ των πρωτεργατών της απεργίας των ναυτικών και της κατάληψης του M/V AEOLIAN WIND, ο B¨μηχανικός Παναγιώτης Λιβερέτος βρέθηκε καμένος στην ταράτσα του σπιτιού του στο Μπραχάμι, κάτω από ανεξακρίβωτες συνθήκες, στις στις 22 Αυγούστου 1977, σε ηλικία 30 ετών.
Επίσημη αιτία θανάτου, καταχωρήθηκε η αυτοκτονία.
Αναρτούμε την συνέντευξη που έδωσε ο Παναγιώτης Λιβερέτος στην εφημερίδα Οδόφραγμα, τον Μάιο του 1977. Η συνέντευξη είχε δοθεί ανώνυμα καθώς εκκρεμούσε δίκη του Λιβερέτου από μήνυση του δικηγόρου των εφοπλιστών, Παναγιώτη Βρεττού. Στην παρακάτω συνέντευξη, όπου μνημονεύεται Β’ μηχανικός, πρόκειται για τον Παναγιώτη Λιβερέτο.
Ποιά κατάσταση επικρατούσε στο καράβι πριν την απεργία και ποιά ήταν τα αιτηματά σας ;
Η κατάσταση στο βαπόρι ήταν κατά κάποιο τρόπο δραματική, και προ πάντων σε ό,τι αφορούσε την τροφοδοσία. Υπήρχαν σάπια κρέατα και βασικά όλα τα τρόφιμα ήταν κατεψυγμένα, ενώ ένας αστικός νόμος λέει ότι ειδικά στο λιμάνι πρέπει να είναι φρέσκα.
Βρισκόμασταν στη Βραζιλία 20 μέρες και δεν είχε μπεί τίποτα φρέσκο στο βαπόρι, ούτε κρέας, ούτε φρούτα, απολύτως τίποτα. Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι πουθενά, σε κανένα από τα 5000 ελληνικά βαπόρια, δεν εφαρμόζεται πραγματικά το “μενού” που έχουμε κατακτήσει με αγώνες. ‘Ετσι όπως έχει καθιερωθεί, αυτό το “μενού” προσαρμόζεται μάλιστα στα διάφορα κλίματα, εύκρατα, τροπικά, κλπ. Κάνοντας όμως αυτήν την παραχώρηση, το κράτος πρόβλεψε και τα σχετικά παραθυράκια για τη μη εφαρμογή του.
Σύμφωνα με το νόμο, μοναδικοι υπεύθυνοι για το αν τηρείται η όχι το μενού είναι ο πρόξενος κι ο λιμενάρχης. Ποτέ όμως δεν τους βλέπουμε να επεμβαίνουν, και στη συγκεκριμένη υπόθεση του Aeolian, παρ’ όλο που η τροφοδοσία ήταν άθλια, παρ’ όλο που τρώγαμε σάπια κρέατα, στην πραγματογνωμοσύνη που έκανε ο πρόξενος αναφέρεται ότι όχι μόνο τρώγαμε σύμφωνα με το μενού, αλλά και καλύτερα !
‘Οχι μόνο δεν εφαρμόζεται το μενού, αλλά κι αν κάποιος ζητήσει την εφαρμογή του, το αργότερο σε τρείς μέρες θα πρέπει να φύγει από το καράβι. Ο καπετάνιος, σε συνεργασία με τους πρόξενους και τους προξενικούς λιμενάρχες θα βρεί έναν τρόπο, θα ψάξει στον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας των βαποριών, που είναι βασικά ένας κανονισμός του πολεμικού ναυτικού, ο οποίος έχει εφαρμοστεί και στα εμπορικά βαπόρια.
Σ’ αυτόν τον κανονισμό, θα ψάξουν να βρούν κάποιο άρθρο, κάποια παράβαση, θα βρούν και μερικούς ψευδομάρτυρες, κι εκεί που θα ζητήσεις να φας φρέσκο κρέας, θα βρεθείς κατηγορούμενος για στάση, για πειθαρχικό παράπτωμα και θα φύγεις. Η σημασία ενός ζητήματος σαν την τροφοδοσία φαίνεται καθαρά κι από το γεγονός ότι το 80% των ναυτικών υποφέρουν από στομαχικές παθήσεις, έκλκος στο στομάχι και στο δωδεκαδάχτυλο, κλπ.
Χώρια από το μενού, υπάρχει κι ένας κανονισμός που αφορά το πόσιμο νερό και που λέει ότι οι δεξαμενές πρέπει να επιθεωρούνται και να καθαρίζονται κάθε 6 μήνες. Μπορώ να πώ όμως, ότι σε όσα βαπόρια έχω κάνει, μπορεί να περάσουν και 4 και 5 χρόνια χωρίς να καθαριστούν.
Βέβαια, ο καπετάνιος και η κλίκα της εξουσίας προμηθεύονται εμφιαλωμένο νερό, ενώ στο πλήρωμα δίνουν ένα νερό που με πολύ μεγάλη δυσκολία πίνεται. ‘Ενα άλλο θέμα, ίσως πιο σπουδαίο από την τροφοδοσία, είναι η ασφάλεια ναυσιπλοίας. Είναι τέτοια η δουλειά που ακόμα και οι αστικοί νόμοι προβλέπουν ότι μέσα σε κάθε βαπόρι πρέπει να υπάρχουν σωσίβιες βάρκες για τις περιπτώσεις ναυαγίου, να υπάρχουν πυροσβεστικά μέσα για την περίπτωση πυρκαγιάς και τα φώτα ναυσιπλοίας ν’ ανάβουν κανονικά.
Στο Aeolian, οι βάρκες ήταν σε άθλια κατάσταση: η μία ήταν τρύπια, η μηχανοκίνητη δε λειτουργούσε, ζητούσσαμε ανταλλακτικά και δεν μας έδιναν. Δε λειτουργούσαν ούτε τα φώτα πορείας, ούτε τα πυροσβεστικά.
Εδώ πρέπει να αναφερθώ σε κάτι πολύ σημαντικό. ‘Οταν χρειάζεται να γίνει μία επισκευή στο βαπόρι, ο εφοπλιστής την κάνει μόνο αν πρόκειται για την κύρια μηχανή η τ’ αμπάρια. Την κύρια μηχανή την επισκευάζει για να τρέχει το βαπόρι πιο γρήγορα, και τ’ αμπάρια τα βάφει, τα επισκευάζει για να μπορεί να πάρει μεγαλύτερο φορτίο και να οικονομίσει περισσότερα.
Για την ασφαλειά μας δεν φροντίζει καθόλου. Το σπουδαίο στην όλη υπόθεση είναι ότι για την ασφάλεια ναυσιπλοίας, εμείς οι ναυτικοί δεν έχουμε πετύχει μέχρι τώρα να είμαστε εμείς που ελέγχουμε αν οι βάρκες, τα φώτα ναυσιπλοίας, οι πυροσβεστήρες είναι εντάξει. Και έχει ανατεθεί αυτός ο έλεγχος σε λιμενάρχες και σε πρόξενους που δεν κάνουν ποτέ μα ποτέ τίποτα. Δεν έχουμε συναντήσει περίπτωση λιμενάρχη η πρόξενου που να έχει απαγορεύσει σε βαπόρι να ταξιδέψει επειδή είναι τρύπια η βάρκα.
Στις δίκες που είχαμε τελευταία, και συγκεκριμένα από το πειθαρχικό συμβούλιο του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, μας έγινε η εξής ερώτηση: “Λέτε ότι δεν είχε το βαπόρι φώτα πορείας, λέτε ότι δεν είχε πυροσβεστήρες, ότι το βαπόρι δεν ήταν εντάξει. Το βαπόρι όμως είχε πιστοποιητικά, κάποιοι είχαν υπογράψει, δηλ. οι πρόξενοι και οι λιμενάρχες. Τους απαντήσαμε ότι “ασφαλώς και το “Ηράκλειο” που βυθίστηκε και είχε 100 ναυαγούς, είχε πιστοποιητικά”.
Προσωπικά, έχω δεί αυτούς τους ανθρώπους, είτε λέγονται πρόξενοι, είτε λιμενάρχες, ν’ ανεβαίνουν στο βαπόρι, να πηγαίνουν στην τραπεζαρία, στο σαλόνι του καπετάνιου, να πίνουνε μαζί κανένα ουζάκι, να τους δίνει κάποιο φάκελλο και να μην ελέγχουν απολύτως τίποτα. Μίλησα μέχρι τώρα για το πρόβλημα τροφοδοσίας και ναυσιπλοίας. Μένει να πω μερικά πράγματα και για το πρόβλημα της μισθοδοσίας.
Από τον Πειραιά, ξεκαθαρίζουμε το βασικό μισθό. Υπάρχουν όμως υπερωρίες και έξτρα αμοιβές για επισκευές, γιατί ειδικά εμείς του πληρώματος δεν είμαστε μόνο για την κίνηση του βαποριού, αλλά μας έχουν φορτώσει κι ένα σωρό επισκευές που σ’ άλλες ναυτιλίες γίνονται από συνεργεία. ενώ στις ελληνικές τις κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Αυτό το θέμα υποτίθεται ότι κανονίζεται με ελεύθερη συμφωνία πληρώματος-πλοιάρχου.
Αλλά στην ουσία αποτελεί ένα πεδίο διαρκούς σύγκρουσης ανάμεσα στους ναυτικούς που ζητάνε να πληρώνονται καλά αυτές οι δουλειές και στον καπετάνιο που φροντίζει να κάνει οικονομικά τη δουλειά του, και καλλιεργεί γι’ αυτό τη διάσπαση: διάσπαση ανάμεσα σε ‘Ελληνες κι αλλοδαπούς ναυτικούς, ανάμεσα σε Γ’ και Β’ μηχανικό, κλπ.
Στο Aeolian, υπήρχαν μερικοί αλλοδαποί ναύτες. Πως εμφανίστηκε συγκεκριμένα το θέμα της ενότητας και της αλληλεγγύης ανάμεσα στους ναύτες διαφορετικών εθνικοτήτων;
Στην πλειοψηφία ήμασταν ‘Ελληνες. Υπήρχαν όμως 4-5 Τούρκοι, υπήρχαν Πακιστανοί και Ινδοί. Πρέπει να τονίσω ότι δεν χρειάσηκε καθόλου να τους πείσουμε. ‘Εβλεπαν όπως κι εμείς ότι ο καπετάνιος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του εφοπλισμού. Κι έτσι δέχτηκαν αμέσως την πρόταση που τους κάναμε για κοινό μέτωπο ενάντια στον κοινό εχθρό, δηλαδή τον εφοπλισμό που μας εκμεταλλεύεται όλους.
Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα κινητοποιήθηκαν δραστήρια, πολλοί απ’ αυτούς συνελλήφθηκαν και τώρα βρίσκονται και πάλι μαζί μας στις δίκες. Μίλησες προηγουμένως για μία διαρκή σύγκρουση ανάμεσα στους ναυτικούς και τους εκπροσώπους του εφοπλισμού.
Ωστόσο μία απεργία σε καράβι δεν είναι και τόσο συνηθισμένη μορφή αγώνα. Πως την αποφασίσατε και πως τη μεθοδεύσατε;
Αφού είχαμε δει όλα αυτά τα προβλήματα, αποφασίσαμε στη Βραζιλία, και συγκεκριμένα στο λιμάνι του Ρίο, να εξετάσουμε τι μπορούσαμε να κάνουμε για να λυθούν. Στις 28 Γενάρη, μαζευτήκαμε στην πρύμνη του βαποριού γύρω στα 25 άτομα.
Σ’ αυτήν τη συγκέντρωση δε συμμετείχαν 4-5 που είχαν στενούς δεσμούς με τον εφοπλισμό, δηλαδή ο καπετάνιος, ο Β’ καπετάνιος, ο Α’ μηχανικός και ο καμαρότος. Εκεί εξετάσαμε το θέμα της τροφοδοσίας, της ασφάλειας, της μισθοδοσίας και γενικά κάθε θέμα που είχε σχέση με τη ζωή μας. Το σπουδαιότερο που αποφασίσαμε ήταν ότι κανένας άλλος εκτός από μας δεν είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει και να καθορίζει το πως θα λύνονται τα προβληματά μας. ‘Αποψη όλων ήταν ότι από δω και πέρα, ειδικά η τροφοδοσία έπρεπε να ελέγχεται από μας, Δηλαδή να παραγγέλνουμε εμείς οι ίδιοι τρόφιμα και να φροντίζουμε για τη συντηρησή τους και για τα πάντα. ‘Οπως και στο θέμα της ασφάλειας, αποφασίσαμε να μην επιτρέψουμε σε λιμενάρχες και πρόξενους να παίζουν κορώνα-γράμματα με τη ζωή μας και αποφασίσαμε ότι μόνο εμείς θα είχαμε το δικαίωμα να ελέγχουμε.
Για να πετύχουμε όλους αυτούς τους στόχους, αποφασίσαμε να κάνουμε απεργία την επόμενη μέρα, 29 του μήνα. Και πράγματι, απεργήσαμε όλοι από την πρώτη στιγμή. Ο καπετάνιος και η κλίκα της εξουσίας προσπάθησαν να μας τρομοκρατήσουν αλλά ήμασταν τόσο δεμένοι μεταξύ μας που δεν κατάφεραν τίποτα. Το Σάββατο συνεχίσαμε την απεργία, κάναμε έλεγχο στις δεξαμενές πόσιμου νερού, στις αποθήκες και στα ψυγεία και απομακρύναμε ο’τι ήταν άχρηστο.
Ο καπετάνιος υποχρεώθηκε να παραγγείλει φρέσκα τρόφιμα όπως το απαιτούσαμε. Στη συνέχεια τα παραλάβαμε εμείς, αφού πρώτα τα ζυγίσαμε και υπογράψαμε την παραλαβή, για να αποφύγουμε τις λαδιές που γίνονται συνήθως, γιατί τίποτα δεν εμποδίζει έναν καπετάνιο να παραλάβει 70 κιλά κρέας και να γράψει ότι παρέλαβε 200. Κατόπι, απαιτήσαμε για να γυρίσουμε στη δουλειά, τις μπύρες που δικαιούμαστε, επειδή σύμφωνα με τη νομοθεσία, ο καθένας από μας δικαιούται δύο μπύρες τη μέρα. ‘Ετσι πήραμε επί πλέον και 40 κάσες μπύρες, που βέβαια δεν προλάβαμε να πιούμε.
Αυτές οι κατακτήσεις μπορεί να μη θεωρηθούν και πολύ μεγάλες, αλλά για μας η σημασία τους βρισκόταν κύρια στο γεγονός ότι για πρώτη φορά μπήκε ένα καυτό θέμα, δηλ. το να παραλαβαίνουμε εμείς τα τρόφιμα, το να ελέγχουμε εμείς τα ψυγεία και τις αποθήκες τροφίμων, το να δουλεύουμε εμείς όπως θέλουμε. ‘Ετσι κάναμε τα πρώτα βήματα για να γίνουμε εμείς κύριοι στους χώρους δουλείας.
Τι μεσολάβησε ώστε ν’ αμφισβητηθεί αυτή η νίκη; Τι ρόλο έπαιξε ο πρόξενος που, ανάμεσα στ’ άλλα, σας κατηγορεί στις πρόσφατες δίκες και για στάση;
Ενώ έδειχνε να υποχωρεί μπροστά στην αποφασιστικοτητά μας, ο καπετάνιος έκανε την ίδια στιγμή επαφές με τον ‘Ελληνα πρόξενο του Ρίο, με το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και με την εταιρεία στον Πειραιά. Προετοίμαζε έτσι την επιθεσή του. Και φθάνουμε στις 31 του μήνα.
Το απόγευμα αυτής της μέρας αρχίζει κατά κάποιο τρόπο η επίθεση του εφοπλισμού. Συγκεκριμένα, στις 6 η ώρα, εμφανίζεται ο καπετάνιος με δύο αστυνομικούς και ειδοποιεί τον Β’ μηχανικό ότι σε πέντε λεπτά πρέπει να εγκαταλείψει το βαπόρι. Είχαμε φυσικά προβλέψει ότι αυτά που πετύχαμε, γα να τα κρατήσουμε, θα έπρεπε να αγωνιστούμε. Είχαμε προβλέψει ότι ήταν δυνατό να δεχτούμε μία επίθεση αυτού του είδους. Γιατί βασικά οι εφοπλιστές, όπως κι όλοι οι κεφαλαιοκράτες, όταν δεν μπορούν να περάσουν σε μία ολομέτωπη επίθεση ενάντια σε 25 άτομα, είναι φυσικό να προσπαθούν να διώξουν μερικούς για να πέσει το κίνημα.
‘Οταν όμως απαίτησαν από τον Β’ μηχανικό να εγκαταλείψει το βαπόρι, κινητοποιήθηκαν αμέσως όλοι οι συναδελφοί του που απεργούσαν, καταλάβαμε τους διαδρόμους και τη σκάλα του βαποριού, κι έτσι αναγκάσαμε τους δύο αστυνομικούς να εγκαταλείψουν αυτοί το βαπόρι. Την ίδια ώρα, κάτω από το βαπόρι, ήταν περίπου 20 ένοπλοι αστυνομικοί που προσπάθησαν ν’ ανέβουν. Σηκώσαμε όμως τη σκάλα και αποφύγαμε προς στιγμή τη σύλληψη.
Μετά απ’ αυτό, στις 11 το βράδυ, καταφθάνει κι ο έλληνας πρόξενος. Στην αρχή δεν δεχτήκαμε ν’ ανέβει στο βαπόρι για να κάνει διαπραγματεύσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι ξέρουμε ξεκάθαρα πως υπερασπίζεται τα συμφέροντα του εφοπλισμού. Τελικά όμως τον αφήσαμε, αλλά όπως αποδείχτηκε, όπως φαίνεται και σήμερα στις δίκες, αυτός ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα νεκροθάφτης μας.
‘Οταν λοιπόν ανέβηκε επάνω και αντιμετώπισε σχεδόν όλο το πλήρωμα ξεσηκωμένο ενάντια στον εφοπλισμό, αναγκάστηκε κι αυτός να δαγκώσει τη γλώσσα του και να “αναγνωρίσει” ότι είναι δίκαια τα αιτηματά μας, ότι θα λυθούν, κλπ. Μας “συνέστησε ψυχραιμία” και “να πάμε να κοιμηθούμε ήρεμοι στα κρεβάτια μας”. Πάνω σ’ αυτό, βέβαια, δεν ξεγέλασε κανέναν. Ξέραμε ότι προσπαθούσε να μας στείλει για ύπνο για να διευκολύνει το έργο της αστυνομίας, που έξω ετοιμαζόταν για το μεγάλο “ντου”.
Πράγματι, κατά τις 1 τη νύχτα, έφυγε ο πρόξενος από το βαπόρι, και κατά τις 2.30 άρχισαν να καταφθάνουν πυροσβεστικά οχήματα και να στήνουν σκάλες στο βαπόρι, οπότε έγινε και η τελική επίθεση.
‘Εγινε γνωστός ο αγώνας σας στους Βραζιλιάνους εργάτες που δούλευαν στο λιμάνι;
Κατ’ αρχή, είχαμε την υποστήριξη των Βραζιλιάνων εργατών που δούλευαν πάνω στο βαπόρι, και που είδαν από κοντά τι συνέβαινε. Μάλιστα, στις φωτογραφίες που τράβηξε η βραζιλιάνικη αστυνομία, υπήρχαν σημαδεμένοι με βέλος μερικοί Βραζιλιάνοι εργάτες και μας ανέκριναν αργότερα συνέχεια για να τους ανακαλύψουν. Στο λιμάνι, όμως, επειδή ήταν κάπως αργά, και μας είχαν απομονώσει δυνάμεις της αστυνομίας μαζί με 40-50 ασφαλίτες με πολιτικά και οπλισμένους με αυτόματα, που πιστεύω πως θα ήταν το “ανφάν γκατέ” και το καλύτερο στήριγμα της Βραζιλιάνικης χούντας, η κινητοποίηση δεν μπόρεσε να πάρει έκταση.
Νομίζω όμως ότι ο αγώνας μας πρέπει να είχε απήχηση στους Βραζιλιάνους εργάτες που βρίσκονταν εκεί. Εξ’ άλλου, είχαμε φροντίσει να βάλουμε και δύο πανώ πάνω στη σκάλα με τα συνθήματα “Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη” και “Απεργούμε”, μεταφρασμένα στα βραζιλιάνικα. Βέβαια, αν είχαμε μπορέσει να κρατήσει η απεργία αρκετές μέρες ακόμα, πιστεύω ότι θα υπήρχε μεγαλύτερη κινητοποίηση και συμπαράσταση των Βραζιλιάνων εργατών.
‘Οταν έγινε η επίθεση της Βραζιλιάνικης αστυνομίας, πως την αντιμετωπίσατε; Και πως καταφέρατε στη συνέχεια να γλυτώσετε από τα μπουντρούμια της χούντας;
Βλέποντας ότι κάθε λεπτό κατέφθαναν και καινούργιες δυνάμεις της αστυνομίας κι ‘οτι από στιγμή σε στιγμή θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε την επιθεσή τους, συζητήσαμε στα γρήγορα διάφορες προτάσεις για το τι θα έπρεπε να κάνουμε. Μία πρόταση ήταν να αντιμετωπίσουμε δυναμικά τους αστυνομικούς για να μη μπορέσουν ν’ ανεβούν επάνω, η δεύτερη ήταν να παραδωθούμε αμέσως.
Η τρίτη λύση, που φάνηκε και η πιο σωστή, ήταν να κρυφτούμε σε καλά σημεία, να κάνουμε συσκοτισμό του βαποριού, ώστε να μη μας συλλάβουν τη νύχτα και να έχουμε την επόμενη μέρα την υποστήριξη των Βραζιλιάνων λιμενεργατών και ναυτών. Αυτό κι έγινε. Μόλις οι πρώτοι έκαναν να ανέβουν πάνω στο βαπόρι, εμείς τρέξαμε κατευθείαν στις ηλεκτρομηχανές, τις σταματήσαμε, κάναμε συσκότιση και κρυφτήκαμε σε πολλά σημεία του βαποριού, σε αμπάρια λόγου χάρη κι οι περισσότεροι στο μηχανοστάσιο.
Προς στιγμή, οι Βραζιλιάνοι αστυνομικοί βρέθηκαν σε αμηχανία και τους καθυστερήσαμε πολύ. ‘Αρχισαν την επίθεση στις 2.30 και ο τελευταίος συνελλήφθηκε στις 7 το πρωί μέσα σε μία δεξαμενή γεμάτη λάδια απ’ όπου έπλεε μόνο το κεφέλι του. Αλλά και πάλι θα μας είχαν πιάσει πολύ αργότερα αν δεν είχαν χρησιμοποιήσει, κι αυτοί με τη σειρά τους, ορισμένες μεθόδους αντάξιες αστυνομικών κι ιδιαίτερα Βραζιλιάνων αστυνομικών.
‘Οχι μόνο γιατί δέχτηκαν βοήθεια από πολεμικά βραζιλιάνικα πλοία -είμαστε και κοντά στο ναύσταθμο- που έριξαν τους προβολείς τους πάνω στο Aeolian. Αλλά το χειρότερο ήταν ότι όποιον συνελάμβαναν, και συνέλαβαν αμέσως ένα-δύο άτομα που δυστυχώς άκουσαν τον πρόξενο και πήγαν να κοιμηθούν, τον σάπιζαν κυριολεκτικά στο ξύλο και τον ανάγκαζαν να ομολογήσει τα πιθανά μέρη όπου κρυβόντουσαν οι άλλοι συνάδελφοι. Πρέπει να πω εδώ ότι κανένα από τα παιδιά αυτά δεν ήθελε φυσικά να καταδώσει τους συναδέλφους του, αλλά οι βασανισμοί ήταν τόσο τρομεροί -να σκεφτείς ότι σ’ ένα συνάδελφο έσβυσαν και τσιγάρο πάνω στο χέρι του, ενώ όλους τους χρυπούσαν με γκλομπς ακόμα και στο κεφάλι- που κατάφεραν κατά τις 7 το πρωί να μας έχουν συλλάβει όλους.
Τότε μας οδήγησαν μπροστά στον καπετάνιο, ο οποίος κατέδιδε έναν-έναν αυτούς που θεωρούσε πρωτεργάτες και μας παρέδιδε στην αστυνομία. Δώδεκα από μας μπήκαν έτσι σε κλούβες, και μάλιστα στο πορτ-μπαγκάζ τους, που είναι φαίνεται για τους υπερβολικά επικίνδυνους, και μας οδήγησαν κατευθείαν στα κρατητήρια της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας της Βραζιλίας.
lefteria-news.blogspot.gr
Use Facebook to Comment on this Post