Διάβασα τον Καζαντζάκη (πάλι), ο άνθρωπος έγραψε πριν από εμάς για εμάς.
Το πρώτο πράγμα που του ζήτησε ήταν να πάει στο χωριό του, εκεί που όλοι τον ήξεραν, στην κεντρική πλατεία και να…
γίνει ρόμπα (πάταξη εγωισμού). Μετά σκέφτηκε «όλα μπορώ να τα κάνω, ό,τι μου ζητήσει, το μόνο που δεν μπορώ είναι να έρθω σε επαφή με λεπρό». Το αμέσως επόμενο που του ζήτησε ήταν να πάει να φιλήσει έναν λεπρό. Δεν θα μείνω στο ότι αυτό που μας ζητάει κάθε φορά είναι αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε, θα μείνω σ’ ένα πολύ σημαντικό σημείο.. Κάθε φορά που έκανε αυτό που με τίποτα δεν μπορούσε, ΚΕΡΔΙΖΕ μία εκστατική κατάσταση, την οποία δεν υπάρχει τίποτε άλλο σ’ αυτή την ζωή (την επίγεια) να σου το δώσει. Όποιος από εμάς είχε την τιμή (του δόθηκε η ευκαιρία) να κάνει αυτό που δεν μπορεί, ένιωσε πάνω από άνθρωπος. Αυτή την κατάσταση την μοναδική δεν την βιώνεις ούτε στην μεγαλύτερή σου χαρά, ούτε στην μεγαλύτερή σου απόκτηση, γενικά δεν την φτάνεις από τις ανθρώπινες ιδιότητές σου, μόνο πέφτοντας (αφήνοντας αυτές).
(Συνέχεια) Κάθε φορά του ζητούσε και κάτι παραπάνω, και κάθε φορά εκείνος δεν ήθελε και βαρυγκωμώντας έλεγε «δεν σου φτάνει αυτό που έκανα, πόσα άλλα θέλεις πια». Πόσο άλλο θέλεις πια…. Η απάντηση μού ήρθε μόλις (και γι’ αυτό γράφω): μέχρι να πάψεις να βαρυγκωμάς… Ουσιαστικά όσο δεν θέμε να υπερβούμε σημαίνει δύο πράγματα, πρώτον ότι έχουμε πράγματα να υπερβούμε και δεύτερον ότι συνεχίζουμε να είμαστε χειροδέσμιοι της ανθρώπινης μας υπόστασης, η οποία αποζητά την βολή.
Με διαφώτισε και ως προς ένα άλλο πράγμα. Όταν είχαν φαί, ζεστασιά, ομόνοια (όλα όσα αποζητά ο άνθρωπος για να είναι καλά) αποφάσισε να πάει στους ληστές να φάει ξύλο, γιατί λέει στην βολή τον τριγυρίζει ο πειρασμός. Και μου ‘ρθε το εξής, όταν όλα είναι καλά στη ζωή μου βάζω το κεφάλι κάτω, με παίρνει η μπάλα που λέμε, και δεν ΕΣΤΙΑΖΩ. Μόνο όταν εστιάζω ΕΚΤΙΜΩ (όταν δεν εστιάζω παθαίνω αυτήν την αρρωστημένη, κενή και θλιβερή κατάσταση του «δεδομένου»).
Το τελικό μου πόρισμα είναι ότι το λάθος μου είναι ότι βαρυγκωμώ (πόσο άλλο πια) αντί να βλέπω καθετί που μου στέλνει ως μία μοναδικής σπουδαιότητας ευκαιρία να βιώσω για μία ακόμα φορά αυτήν την εκστατική κατάσταση που με πάει ένα τικ πάνω από τον άνθρωπο. (Παρεμπιπτόντως, τελευταία είχα φάει την εξής ήττα, δεν μπορούσα να βρω θετικό -υπέρ- της δικής μου στάση ζωής, από εκείνην του συμβιβασμένου ανθρώπου. Φαινομενικά εγώ κουράζομαι, εκείνος όχι. Επειδή εγώ κουράζομαι έχω απαιτήσεις, εκείνος καμιά -βολικός, ευπροσάρμοστος. Σαν αποτέλεσμα δεν φέρνουμε κανένα, ούτε εγώ ούτε εκείνος, αλλά εμένα με ενοχλεί. Παλαιότερα είχα ένα υπέρ της δικής μου κατάστασης, ότι δηλαδή έχω την συνείδησή μου καθαρή. Μα δεν με αφήνει ήσυχη ποτέ, κάθε φορά με στέλνει στο επόμενο, οπότε καταρρίφθηκε κι αυτό. Σήμερα λοιπόν έχω να δώσω αυτό, το ΜΟΝΟ υπέρ της δικής μου προοπτικής ζωής -όχι προσωπικής, όλων των ελεύθερων, απειθάρχητων, εκτός συστήματος και κανόνων καθωσπρεπισμού ανθρώπων-, κι αυτό είναι.. οι στιγμές αυτές οι μη ανθρώπινες. Δεν ξέρει τι χάνει αυτός που δεν αξιώθηκε να βιώσει μία τέτοια, έστω και μία φορά. Είναι σαν να μην έζησε.) Καθώς επίσης (συνέχεια επί του γενικού πορίσματος) ότι η βολή είναι χασούρα για μένα. Χάνω την επαφή με τον εαυτό, την επαφή με αυτό που συμβαίνει, χάνω στιγμές, προσπερνώ ό,τι παίζεται και δεν είναι στο πλάνο μου, χάνω «δώρα» αλλά και γνώσεις.
(
Το ζητούμενο δεν είναι να κάτσεις να μαρτυράς -να πας στο δάσος να σε βαρούν οι ληστές- αλλά το να ξεφύγει το οπτικό σου από το σύχρηστο. Κάθε κατάσταση έχει όφελος και δυστυχία, αν διαφύγεις της δυστυχίας θα απομείνεις με το όφελος.)
Use Facebook to Comment on this Post