Πόσες φορές έχετε δηλώσει με άκρατη αυταρέσκεια ότι «εμένα δεν με πιάνει το αλκοόλ»; Πιθανώς πολλές, δεδομένου ότι όσοι πίνουν, θέλουν να πιστεύουν ότι είναι και ανθεκτικοί στις επιδράσεις του αλκοόλ…
Το αν, όμως, ένας άνθρωπος είναι ανθεκτικός σε αυτό ή όχι, δεν εξαρτάται από τις πεποιθήσεις του, αλλά από συγκεκριμένους βιολογικούς παράγοντες, σύμφωνα με ειδικούς από το Γραφείο Αγωγής για το Αλκοόλ & τις Ουσίες (OADE) του Πανεπιστημίου Notre Dame, στην Ιντιάνα.
Ποιοι είναι αυτοί οι παράγοντες; Οι εξής:
* Γεμάτο ή άδειο στομάχι. Η συμβουλή των ειδικών είναι να πίνουμε πάντοτε «φαγωμένοι», επιλέγοντας κυρίως τρόφιμα πλούσια σε πρωτεΐνες (όπως τα γαλακτοκομικά και τα κρεατικά), διότι η τροφή στο στομάχι επιβραδύνει σημαντικά την απορρόφηση του αλκοόλ.
Στην πραγματικότητα, αν ένας άνθρωπος πίνει αλκοόλ με άδειο στομάχι, θα έχει τη μέγιστη συγκέντρωση αλκοόλ στο αίμα του μέσα σε μισή έως δύο ώρες, ενώ αν έχει φάει πρώτα, θα την αποκτήσει μέσα σε μία έως έξι ώρες, αναλόγως με τις ποσότητες που θα καταναλώσει.
* Ρυθμός κατανάλωσης. Ο γενικός κανόνας είναι απλός: όσο πιο γρήγορα πίνει κανείς, τόσο πιο γρήγορα τον επηρεάζει το αλκοόλ, διότι τόσο πιο γρήγορα αυξάνεται η συγκέντρωση του αλκοόλ στο αίμα του.
Σε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το σωματικό βάρος τους, το ήπαρ μπορεί να μεταβολίζει μόνο ένα στάνταρτ ποτό την ώρα. Αυτός είναι και ο λόγος που συνιστάται να πίνουμε το ποτό μας αργά-αργά, ούτως ώστε να περιοριζόμαστε σε ένα ανά ώρα.
Ο ρυθμός αυτός δεν προστατεύει μόνο το ήπαρ, αλλά «επιτρέπει τη διατήρηση της συγκέντρωσης του αλκοόλ στο αίμα σε επίπεδα που δεν απειλούν την υγεία, ούτε χαλάνε το κλίμα της παρέας», τονίζουν οι ειδικοί του Notre Dame.
* Περιεκτικότητα ποτού σε αλκοόλ. Παρουσιάζει τεράστιες διακυμάνσεις από ποτό σε ποτό – από 4,27% σε ορισμένες «ελαφριές» μπύρες και 7,4% σε μερικά ελαφρά κρασιά έως πάνω από 35% σε «δυνατά» ποτά όπως η τεκίλα, το τζιν, η βότκα κ.τ.λ.
Όσο πιο «δυνατό» είναι ένα ποτό, τόσο υψηλότερη θα είναι η συγκέντρωση του αλκοόλ στο αίμα. Επιπλέον, τόσο περισσότερο ερεθίζεται ο βλεννογόνος που επιστρώνει το στομάχι, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται ο ρυθμός απορρόφησης του αλκοόλ – και αυτός είναι ο λόγος που μερικές φορές οι επιδράσεις του αργούν να γίνουν εμφανείς σε όποιον πίνει (είναι αυτό που λέμε «πρόσεξε γιατί αυτό “χτυπάει” απότομα»).
* Βάρος και φύλο. Η απορρόφηση του αλκοόλ επηρεάζεται από το σωματικό βάρος, τη σύσταση του σώματος και το φύλο. Όσο λιγότερα κιλά ζυγίζει κάποιος αλλά και όσο περισσότερο σωματικός λίπος διαθέτει (υπάρχουν αγύμναστοι άνθρωποι που ναι μεν είναι αδύνατοι αλλά διαθέτουν πολύ σωματικό λίπος), τόσο πιο γρήγορα αυξάνεται η συγκέντρωση του αλκοόλ στο αίμα του, ενώ οι γυναίκες επηρεάζονται από το αλκοόλ πιο γρήγορα απ’ ό,τι οι άντρες.
Η αλήθεια είναι ότι το γυναικείο σώμα απορροφά και μεταβολίζει το αλκοόλ με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι το ανδρικό, διότι αφ’ ενός διαθέτει μικρότερες ποσότητες από το ένζυμο διυδρογενάση που διασπά το αλκοόλ στο στομάχι, αφ’ ετέρου διαθέτει λιγότερο νερό και περισσότερο λίπος. Ρόλο παίζουν επίσης τα ορμονικά επίπεδα, που επηρεάζουν την ικανότητα επεξεργασίας του αλκοόλ από τον οργανισμό.
Αποτέλεσμα: αν μία γυναίκα και ένας άντρας ίδιου σωματικού βάρους πιουν την ίδια ποσότητα αλκοόλ, η συγκέντρωσή του στο αίμα της γυναίκας θα είναι υψηλότερη. Για παράδειγμα, αν ένας άντρας βάρους 75 κιλών πιει δύο ποτά μέσα σε μία ώρα, τα επίπεδα του αλκοόλ στο αίμα του θα φτάσουν το 0,38. Σε μία γυναίκα 75 κιλών, όμως, που θα πιει τα ίδια ποτά στην ίδια ώρα, θα φτάσουν στο 0,48.
* Ψυχική διάθεση. Η ψυχική διάθεση επηρεάζει την αντίδραση του οργανισμού στο αλκοόλ.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η διάθεση βελτιώνεται λίγο με τις ποσότητες αλκοόλ που δεν υπερβαίνουν τα δύο-τρία ποτά (και έτσι οι συγκεντρώσεις αλκοόλ στο αίμα μένουν κάτω από 0,5), αλλά από κει και πέρα αρχίζει ο… κατήφορος. Αν όμως κάποιος είναι στεναχωρημένος ή έχει άγχος πριν αρχίσει να πίνει, τα συναισθήματα αυτά εντείνονται.
Τα αρνητικά συναισθήματα, όπως η κατάθλιψη, το άγχος και ο θυμός, μπορεί επίσης να προκαλέσουν αλλαγές στα ένζυμα του στομάχου και στην επεξεργασία του αλκοόλ από τον οργανισμό.
* Φάρμακα. Όποιος παίρνει φάρμακα για οποιονδήποτε λόγο, πρέπει να βεβαιώνεται ότι αυτά δεν αλληλεπιδρούν με το αλκοόλ, διότι μερικοί συνδυασμοί μπορεί να απειλήσουν την υγεία.
Το ιδανικό είναι να μην πίνετε εάν υποβάλλεστε σε φαρμακευτική αγωγή, ιδίως όταν παίρνετε φάρμακα που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα (όπως τα αντικαταθλιπτικά και τα αγχολυτικά), αντισταμινικά (χορηγούνται για τις αλλεργίες) και αντιβιοτικά. Πρόβλημα μπορεί να υπάρξει και με αγγειοδιασταλτικά, με φάρμακα για τη στηθάγχη, ακόμα και με παυσίπονα.
Για να είστε σίγουροι, ρωτήστε τον γιατρό σας εάν επιτρέπεται το αλκοόλ, ζητώντας του να σας πει και την επιτρεπόμενη ποσότητα (συνήθως όταν οι γιατροί λένε «κάνει να πιεις» εννοούν ένα ή δύο ποτά, ενώ πολλοί ασθενείς δεν θέτουν κανένα όριο στο «ναι» που ακούνε).
Μην ξεχάσετε επίσης να τον ρωτήσετε και αν παίρνετε τυχόν βότανα ή διατροφικά συμπληρώματα (π.χ. βιταμίνες), διότι και αυτά μπορεί να αλληλεπιδράσουν με το αλκοόλ.
* Κούραση. Η κατανάλωση αλκοόλ όταν κάποιος είναι κουρασμένος είναι δίκοπο μαχαίρι, διότι αφ’ ενός το αλκοόλ θα εντείνει τα συμπτώματα της κούρασης, αφ’ ετέρου η κούραση θα εντείνει τις επιδράσεις του αλκοόλ.
Η αλληλεπίδραση αυτή εξηγείται ως εξής: όταν είμαστε κουρασμένοι, το ήπαρ είναι λιγότερο αποτελεσματικό στον μεταβολισμό και την αποβολή του αλκοόλ, με συνέπεια η συγκέντρωσή του στο αίμα να φτάνει σε επίπεδα υψηλότερα από τα αναμενόμενα και φυσιολογικά.
* Νοσήματα. Όταν κάποιος αναρρώνει από κάποια ασθένεια (λ.χ. ίωση, γαστρεντερίτιδα) που του έχει προκαλέσει συμπτώματα όπως ο πυρετός, η διάρροια και ο έμετος, είναι πιθανό να είναι αφυδατωμένος. Έτσι, εάν στο στάδιο της ανάρρωσης καταναλώσει αλκοόλ, θα αυξηθούν πιο γρήγορα τα επίπεδα του αλκοόλ του αίμα του.
Επιπλέον, η αφυδάτωση μπορεί να καταστήσει λιγότερο αποτελεσματικό το ήπαρ στην αποβολή του αλκοόλ – χώρια τα φάρμακα που τυχόν παίρνει ακόμα ο ασθενής και τα οποία μπορεί να αλληλεπιδράσουν με το αλκοόλ.
* Λειτουργική αντοχή. Είναι η μείωση της ευαισθησίας του οργανισμού στις επιδράσεις του αλκοόλ, που παρατηρείται σε όσους πίνουν συστηματικά. Είναι μία προσαρμοστική ικανότητα του οργανισμού, η οποία δεν δημιουργεί πρόβλημα εάν δεν υπάρχει υπερκατανάλωση και δεν υπερβαίνεται το όριο του ενός ποτού ανά ώρα.
Οι ειδικοί θεωρούν ως λογική κατανάλωση αλκοόλ τα ένα-δύο ποτά την ημέρα για τις γυναίκες και τα δύο-τρία για τους άντρες, με τα ποτά να υπολογίζονται σε μερίδες εστιατορίων και μπαρ και όχι τις υπερμεγέθεις σπιτικές.
Όταν, όμως, πίνει κάποιος ολοένα μεγαλύτερες ποσότητες αλκοόλ για να αποκομίσει τις ίδιες επιδράσεις με αυτές που είχε πριν αναπτύξει αντοχή, τότε ανοίγει ο δρόμος για την εξάρτηση από το αλκοόλ.
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Weekend
Use Facebook to Comment on this Post