Του Θανάση Νικολαΐδη
ΜΕ του «Ολυμπιακούς» στην Ελλάδα, πανηγυρίζαμε. Οι
πονηροί τρίβαν’ τα χέρια τους. Οι Καλατράβες είχαν…
δρομολογήσει τη «δουλειά» τους, οι κυβερνώντες το
δούλεμα κι εμείς πληρώναμε. Με δανεικά. Λεφτά
υπήρχαν(;), η Ελλάδα καμάρωνε με τον κότινο ξεχασμένο
και το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο» απατηλό περιτύλιγμα της σπατάλης
και της ρεμούλας.
ΚΑΙ τώρα; Πληρώνουμε αναδρομικά, αιματηρά και αδυσώπητα. Οι
πολλοί που συνήθως πληρώνουν, με τους λίγους (πολιτικούς) να το’
χουν σκάσει απ’ την πιάτσα, τους ελάχιστους να γράφουν βιβλία και
κανέναν τους/καμιά στο σκαμνί.
ΝΑ πάμε στην Υγεία; Υπήρχε άφθονο υλικό στα νοσοκομεία και πίσω
του μίζα και προμήθεια. Και σπατάλη. Δεν…το’ ξερε ο διπλανός,
σκυμμένος στο δικό του παχνί. Ο συνδικαλιστής το’ ξερε και το’ κρυβε,
περιμένοντας τη στιγμή να καθαρίσει για τον εργαζόμενο.
ΚΑΙ στην παιδεία του «κάθε πόλη και πανεπιστήμιο, κάθε χωριό
και ΤΕΙ» προς δόξαν του τοπικού παράγοντα, του βουλευτή, του
υπουργού; Μάχη για τη φοιτητική εστία ενίοτε με ψεύτικα χαρτιά
και επινοικίαση του δωματίου ακόμα και μετά την αποφοίτηση. Και
οι εκατοντάδες λαμαρίνες με κοτόπουλο ψητό που οι μισές πήγαιναν
στα σπίτια και στα σκουπίδια κι ο φοιτητής έσβηνε το τσιγάρο του στο
γιαούρτι; Τα σκέπασε η λήθη και ξανά άμωμοι και αθώοι…παρθένες με
παρθενορραφή στα σκέλη.
ΔΕΝ πάμε παρακάτω, δεν πιάνουμε άλλο σινάφι. Ερχόμαστε στο
σήμερα που «κλαίμε πάνω στο χυμένο γάλα». Αραδιαστοί στο «γυαλί»,
στο δρόμο και στην αγορά, διεκτραγωδούμε την κατάσταση που όλοι
μαζί τη φτιάξαμε. Αποτραβιέται ένας-ένας τινάζοντας τους ώμους και
πάει, τέλειωσε(!;).
ΚΑΙ, βέβαια, δεν κάνουμε το αυτονόητο, να σηκώσουμε τα μανίκια
για δουλειά. Μαθημένοι στη λούφα του παρελθόντος και το βόλεμα.
Με τον μαθητή να «μορφώνεται» στο…μάθημα των καταλήψεων, τον
φοιτητή στο αμφιθέατρο των ρύπων και της αφίσας και τον πνευματικό
του πατέρα να στεριώνει το πόστο του με την κομματική του ψήφο.
ΑΥΤΑ κι αυτά πληρώνουμε και δεν το μαρτυράμε. Απ’ τον
μεγαλοφοροκλέφτη, ως τον…καρπουζά στη γωνία. Κι είναι η κάννη
στραμμένη στον «εχθρό» και το όπλο προτεταμένο. Με ψυχολογία του
αθώου που δικαιούται να βάλλει, χωρίς να περνάει απ’ το μυαλό του
το…χαρακίρι.
Use Facebook to Comment on this Post