Του Ανδρέα Σιδέρη
Αθήνα- Κολωνάκι. Είμαι στην μηχανή, και περιμένω υπομονετικά να ανάψει το πράσινο, στο μυαλό μου όλα κόκκινα, το βλέμμα μου χαμένο στο γαλάζιο του ουρανού, μόνο εκεί βρίσκεις ελπίδα…
πλέον, οι σκέψεις μου τρέχουν πιο γρήγορα ακόμα και από τα σύννεφα. Δεν προλαβαίνει να ανάψει το φανάρι, και ακούω μια παρατεταμένη κόρνα από ένα μισό διαλυμένο ταξί να τρυπά τα αυτιά μου, και τον οδηγό να μου να μου φωνάζει: Άντε ξύπνα,μας πιάσανε . Η κόρνα με επέστρεψε στην πραγματικότητα, την μίσησα, δεν σας κρύβω ότι είπα από μέσα μου: Να μην σώσεις να ξανά κορνάρεις ποτέ. Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι είμαι στην Ελλάδα. Κράτησε λίγο το όνειρο. Στο επόμενο φανάρι κοιτώ το ρολόι μου, 17:43. Το μυαλό μου κάνει γρήγορα τον υπολογισμό και το αποτέλεσμα είναι ευχάριστο, έχω δεκαπέντε λεπτά χρόνο μέχρι το επόμενο ραντεβού, καφέ δεν θέλω να πιω, έχω πιει τέσσερις από το πρωί, το στομάχι μου όμως διαμαρτύρεται, το ακούω να μου φωνάζει, όχι άλλο καφεΐνη τάισε με και κάτι. Από το πρωί τρέχω σαν τρελός, όχι για να εξασφαλίσω το μέλλον μου, αλλά το αύριο . Σκέπτομαι ότι στο σπίτι έχω φαγητό από χθες, και ότι καλό θα ήταν να μην ξοδέψω λεφτά, τότε πετιέται η καλή φωνή που έχω μέσα μου, και μου ψιθυρίζει: Εάν δεν βοηθήσει ο ένας τον άλλον πως θα βγούμε από το κανάλι;Αυτά είναι αλυσίδα. Έχεις δίκαιο της απαντώ, και ρίχνω μια ματιά γύρω μου. Βλέπω ένα μαγαζί με κοτόπουλα σούβλας το οποίο είχα ξεχάσει ότι υπάρχει, όταν είχα πρωτοέρθει στην Αθήνα, ένας φίλος μου είχε πει ότι είναι από τα πιο φημισμένα, αποφασίζω να κάτσω εκεί. Παραγγέλνω ευγενέστατα μισό κοτόπουλο , ο σερβιτόρος με ύφος Τζακ Νόρις μου λέει: Δεν θα πιεις κάτι ; Όχι του λέω και φεύγει σχεδόν θυμωμένος.Όση ώρα περιμένω το φαγητό μου, χαζεύω τα λιγοστά ανθισμένα λουλούδια της απέναντι πλατείας. Με ξυπνά πάλι μια κόρνα, αυτή την φορά όχι ταξιτζή,αλλά μιας μηχανής από την ομάδα Δίας που κάθονται και πίνουν τον καφέ τους στην πλατεία. Προσπαθώ να μην σκέπτομαι καχύποπτα, θα κάνουν διάλειμμα λέω από μέσα μου, το δικαιούνται άλλωστε και αυτοί, όπως και εσύ. Δεν περνάνε είκοσι δεύτερα,και αυτή την φορά ακούω σειρήνα, γυρίζω το βλέμμα μου προς την πλατεία, το μυαλό μου πήγε στο κακό , δεν προλαβαίνω να τελειώσω την σκέψη μου και ακούω τον έναν από τους τέσσερις να λέει σε μια νεαρή που φορούσε σορτσάκι : Τι ποδάρες είναι αυτές ρε μάνα μου, τσολιάς είναι ο μπαμπάς σου; Θα έτυχε,παντού υπάρχουν καλοί και κακοί ,σε όλους τους χώρους. Κοιτώ το ρολόι μου να δω πόσος χρόνος μου έχει απομείνει. Μου μυρίζει φτηνό άρωμα, προσπαθώ να καταλάβω από πού έρχεται, είναι από το διπλανό τραπέζι, ένας άντρας και μια γυναίκα καλοντυμένοι γύρω στα σαράντα συζητάνε, μην στενοχωριέσαι της λέει, θα δώσεις στον δικό μου που δουλεύει στο υπουργείο ένα ποσοστό, και θα πάρεις την επιχορήγηση από το ΕΣΠΑ. Όση ώρα της μιλά, αυτή τον κοιτάζει μέσα στα μάτια τον βλέπει σαν μικρό θεό σαν σωτήρα. Θα πέσει πολύ χρήμα από την ευρωπαϊκή ένωση και πάλι, μην το βρωμίσεις δεξιά και αριστερά γιατί δεν το ξέρουν και πολλοί, θα τα μοιράσουν στους δικούς τους. Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ, και με τρομάζει ο σερβιτόρος που μου πετά το πιάτο στο τραπέζι με δύναμη και εξαφανίζεται σε χρόνο ρεκόρ. Τρώω βιαστικά, ενώ παράλληλα κοιτώ το ρολόι μου, δεν θέλω να αργήσω στο ραντεβού μου, είναι το τελευταίο και το πιο σημαντικό για σήμερα. Με το στόμα μισογεμάτο και πριν καταπιώ την τελευταία μου μπουκιά, του ζητώ τον λογαριασμό. Δέκα ευρώ και μου πετά μια απόδειξη πάνω στο τραπέζι. Τον πληρώνω, αλλά μετά από όλα αυτά, κάτι μου λέει να κοιτάξω την απόδειξη,δεν το κάνω σχεδόν ποτέ. Η απόδειξη είναι παλιά ώρα έκδοσης 16:32 ενώ εγώ εκεί έκατσα έξι παρά. Φεύγω, φοβάμαι μην αργήσω, κάνω λίγα βήματα αλλά κάτι από μέσα μου με φωνάζει δυνατά ΚΟΡΟΙΔΟ, θέλω να γυρίσω πίσω και να του την τρίψω στην μούρη. Όχι ρε δεν θα το αφήσω έτσι, γυρίζω και του ζητώ εξηγήσεις, η απάντηση του; Καλά ρε πως κάνεις έτσι για δέκα ευρώ; Του λέω ευγενέστατα να μου δώσει την απόδειξη ΜΟΥ και όχι κάποιοι άλλου, βγάζει από την τσέπη του δέκα ευρώ και μου λέει: Ορίστε πάρε τα λεφτά σου πίσω, στο κερνάω εγώ, δεν θέλω μπλεξίματα. Δεν θέλω να με κεράσεις ρε φιλέ, δεν μπορείς να με κεράσεις, ούτε να με εξαγοράσεις, θέλω να κάνεις αυτό που πρέπει. Μια συνένοχη είμαστε, κράτος και πολίτες ένα γρανάζι. Να δουλεύουν οι λίγοι για να ζουν οι πολλοί. Όχι πρέπει να ζήσουν όλοι, και κάτι τύποι σαν εσάς,μας στερείτε το οξυγόνο. Του πετάω τα δέκα ευρώ στα μούτρα, τα πήρε χωρίς ντροπή, είμαι σίγουρος ότι ακόμα και αν τον έφτυνα θα μου έλεγε: Συγνώμη μήπως έχεις ομπρέλα; Φεύγω απελπισμένος, προσπαθώ να δω τι είναι αυτό που με κρατά σε αυτή την χωρά και δεν βρίσκω ούτε έναν λόγο. Μια ψιχάλα πέφτει στο πρόσωπο μου, κοιτάζω ψηλά τον ουρανό και βρίσκω απάντηση. Το μόνο που με κρατά είναι το γαλάζιο του ουρανού της Ελλάδας ,που μου επιτρέπει να κάνω όνειρα κάθε φορά που σταματάω σε φανάρι.
Use Facebook to Comment on this Post