Τα προβληματικά δάνεια και η απόσυρση καταθέσεων

Ανδρέας Θεοφάνους*
Αύγουστος 2013

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της κυπριακής οικονομικής κρίσης είναι τα ιδιωτικά χρέη…

επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Υπενθυμίζεται η ιδιαιτερότητα της Κύπρου καθώς τα μεγέθη είναι αδυσώπητα με το μεγαλύτερο ιδιωτικό χρέος στην Ευρώπη. Σημειώνεται ότι το 2012 το ιδιωτικό χρέος της Ελλάδας ήταν 130% του ΑΕΠ ενώ της Κύπρου ήταν σχεδόν περίπου 300% του ΑΕΠ. Για το 2013 οι προβλέψεις για το ιδιωτικό χρέος της Κύπρου είναι ακόμα πιο δυσοίωνες.

Εάν ακολουθηθεί η φιλοσοφία του Μνημονίου και της αγοράς χωρίς καμία διακριτική παρέμβαση για διαφοροποίηση της πολιτικής αυτής το αναμενόμενο αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων δεν θα αποπληρώνονται. Ως εκ τούτου θα υπάρχουν εκποιήσεις περιουσιών. Σε μια τέτοια περίπτωση θα δημιουργηθούν πολύ σοβαρότερα προβλήματα: πέραν της συντριβής του κοινωνικού ιστού και οι ίδιες οι τράπεζες δεν θα μπορούν να ανακτήσουν πλήρως τα συγκεκριμένα δάνεια. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν νοικοκυριά τα οποία χρωστούν γύρω στις €400.000 με υποθήκη την κατοικία τους αξίας €500.000 και αδυνατούν να ανταποκριθούν επαρκώς στις δόσεις τους. Εάν σε μια τέτοια περίπτωση προχωρήσει η εκποίηση περιουσιών προφανώς θα κατακλυσθεί η αγορά με αποτέλεσμα μία σοβαρή πτωτική τάση στις τιμές. Έτσι μία κατοικία που προηγουμένως άξιζε €500.000 θα πωλείται γύρω στις €250.000 – στην καλύτερη περίπτωση €300.000. Εάν η τράπεζα έχει δανείσει το νοικοκυριό με €400.000 αυτό θα ισοδυναμεί με απώλεια για την τράπεζα ενός σημαντικού ποσοστού δηλαδή μεταξύ 25%-37½%.

Από την άλλη όμως μια γενναιόδωρη πολιτική όπως η παγοποίηση των τόκων για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, για παράδειγμα 3 χρόνια, θα αποτελέσει θετική εξέλιξη. Δηλαδή για τα επόμενα τρία χρόνια το δάνειο θα υφίσταται χωρίς επιπρόσθετους τόκους αλλά θα καταβάλλονται δόσεις. Μετά για τα επόμενα τρία χρόνια θα υπάρχει ένα χαμηλό επιτόκιο, π.χ. της τάξης του 2% και μεταγενέστερα το επιτόκιο θα ανέλθει στα κανονικά επίπεδα.

Άλλες χώρες έλαβαν απόφαση πολιτικής να μην οδηγήσουν τους πολίτες τους σε μαζικές εκποιήσεις, όπως την Ισλανδία όπου διέγραψαν μέρος των χρεών. Θα μπορούσε να ακολουθηθεί ανάλογη πολιτική ή να ληφθούν μέτρα μέσω του επιτοκίου. Υπογραμμίζεται ότι το μηδενικό ή πολύ χαμηλό επιτόκιο είναι ένα μέσο απρόσωπο, καθολικό και αντικειμενικό που δεν θα αφήνεται σε περιπτωσιακές διαπραγματεύσεις και ύποπτες διαγραφές χρεών.

Η ουσία είναι ότι με μια τέτοια πολιτική τα αποτελέσματα θα είναι καλύτερα για τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις, τις τράπεζες και την οικονομία γενικότερα. Μεταξύ άλλων, θα υπάρξει ένα μεγαλύτερο κίνητρο για αποπληρωμή δανείων σε συγκεκριμένη περίοδο. Επιπρόσθετα με αυτό το μέτρο οι απώλειες για τις τράπεζες θα είναι συγκριτικά λιγότερες. Με αυτό τον τρόπο θα επωφεληθούν τόσο οι χρεώστες όσο και οι καταθέτες καθώς θα αποφευχθούν περεταίρω κουρέματα καταθέσεων. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η διατήρηση της ικανότητας αποπληρωμής των χρεών είναι στενά συνδεδεμένη με τη φερεγγυότητα των τραπεζικών ιδρυμάτων και την αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας γενικότερα.

Η ρύθμιση αυτή είναι το ολιγότερο που μπορεί να γίνει για να ικανοποιηθεί το περί δικαίου αίσθημα καθώς ο τραπεζικός τομέας έχει τις μεγαλύτερες ευθύνες για την κρίση που υφίσταται σήμερα η Κύπρος. Πέραν αυτού σε διάφορες περιπτώσεις χαρίστηκαν δάνεια με αυθαίρετο τρόπο.

Παράλληλα θα πρέπει να αξιολογήσουμε τα ευρύτερα δεδομένα. Πέραν του γεγονότος ότι ήδη η οικονομία βρίσκεται σε βαθειά κρίση ο τραπεζικός τομέας είναι βαθύτατα τραυματισμένος. Έτσι το σύστημα αδυνατεί να εξασφαλίσει νέες καταθέσεις ενώ υπάρχουν συστηματικά αποσύρσεις καταθέσεων. Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας τον Ιούνιο το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα απώλεσε περίπου €50 εκατομμύρια καταθέσεις ημερησίως. Πέραν του κουρέματος και των περιοριστικών μέτρων στις συναλλαγές τίθεται το ερώτημα: πώς να υπάρξουν νέες καταθέσεις όταν υπάρχει 30% φορολογία στα εισοδήματα από τόκους;

Η ουσία είναι ότι η επαναφορά της ηρεμίας και της ομαλότητας στο τραπεζικό σύστημα αποτελεί απαραίτητη αν και όχι επαρκή προϋπόθεση εξόδου από την κρίση. Εάν με τα υφιστάμενα δεδομένα αυτό δεν μπορεί να καταστεί εφικτό η προοπτική του εθνικού νομίσματος έρχεται ακόμα πιο κοντά.

*Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *