Ένα δεκαεννιάχρονο παιδί σκοτώθηκε πηδώντας από ένα τρόλεϊ για να αποφύγει τον εξευτελισμό της κράτησης και την επιβολή προστίμου διότι δεν είχε εισιτήριο. Ο υπουργός μίλησε για «τζαμπατζήδες» που πρέπει να παταχθούν, ξεχνώντας το πάθημά του πριν τρία χρόνια και πόσο εύκολα θα μπορούσε να επαναληφθεί…
Πώς λοιπόν να μην ειρωνευτεί ένα φυσιολογικό παιδί, έναν κανονικό νέο, που δεν ήθελε να υποστεί τον εξευτελισμό και έτσι έχασε τη ζωή του. Πότε ήταν που τελευταία φορά αισθάνθηκε ντροπή, πότε κατάλαβε στη ζωή της την έννοια της αξιοπρέπειας και του φιλότιμου για να αντιληφθεί την ενέργεια του νέου; Ίσως λίγο πριν προδώσει την αθωότητα της εφηβείας της, αλλά από τότε έχει κυλίσει πολύ νερό στο αυλάκι και η ηθική πώρωση την έχει παραμορφώσει χειρότερα απ’ ότι θα μπορούσε να το κάνει η χειρότερη μορφή οστεοπόρωσης, από την οποία σίγουρα πάσχει.
Το ξέρω ότι αισθάνεσαι λύπη. Είμαι σίγουρος ότι νιώθεις οργή. Όμως αυτό που ίσως να μην κατάλαβες είναι ότι το παιδί αυτό δεν είναι κάποιου άλλου, δεν είναι του γείτονα, είναι το δικό σου. Κοίτα καλά την φωτογραφία του. Κοίτα το ματωμένο πρόσωπο. Αν κοιτάξεις προσεκτικά είμαι σίγουρος ότι θα δεις το δικό σου παιδί. Θα ξαφνιαστείς με το πόσο μοιάζει με το δικό σου παιδί, με το δικό σου αγόρι, με το δικό σου κορίτσι. Έτσι το ένιωσα κι εγώ. Έτσι το ανακάλυψα κι εγώ. Είναι το δικό μου παιδί, που κάλλιστα θα μπορούσε να βρεθεί σε ανάλογη θέση.
Είναι τζαμπαζήδες τα παιδιά μας; Το δικό σου και το δικό μου; Εσύ δεν το ανάθρεψες για να μην δέχεται δημόσιες προσβολές; Εσύ δεν του έμαθες να μην ανέχεται να του συμπεριφέρονται σαν σκουπίδι; Πόσο δύσκολο είναι λοιπόν να βρεθεί σε ανάλογη θέση και να αντιδράσει με ανάλογο τρόπο; Το παιδί λοιπόν που σκοτώθηκε δεν ανήκει αποκλειστικά στην χαροκαμένη του οικογένεια, αλλά σε όλους μας, είναι το δικό μας παιδί.
Μα θα μου πεις, για ένα εισιτήριο; Έτσι νομίζεις; Ότι χάθηκε μια νέα ζωή για ένα εισιτήριο; Όχι φίλε μου. Έχουμε δώσει με τη στάση μας δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους εαυτούς μας, στα παιδιά μας, στους αγαπημένους μας. Για σκέψου το λίγο. Αν ήθελαν απλά να ελέγξουν την λαθρεπιβίβαση, αρκούσε να δώσουν εντολή στους ελεγκτές να κατεβάζουν στην επόμενη στάση τους παραβάτες.
Γιατί νομίζεις οι αστυνομικοί δεν συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω τον ελεγκτή και τον οδηγό ως συνεργό σε ανθρωποκτονία, όπως όφειλαν; Για σκέψου το λίγο. Οι αστυνομικοί παραλαμβάνουν το πτώμα του νέου και μαθαίνουν για την συμπλοκή που προηγήθηκε με τον ελεγκτή και τον οδηγό. Κι αντί να κάνουν το αυτονόητο, δηλαδή να συλλάβουν τους δράστες και να τους οδηγήσουν στον εισαγγελέα με την διαδικασία του αυτόφωρου, τι κάνουν; Απολύτως τίποτε. Συλλέγουν απλά τη σωρό του παιδιού και αφήνουν τους δράστες ελεύθερους αναγνωρίζοντας τους το δικαίωμα να δράσουν όπως έδρασαν. Έστω κι αν κόστισε μια ανθρώπινη ζωή.
Φαντάσου το συμβάν κάπως διαφορετικά. Φαντάσου το νέο να είχε σπρώξει με δύναμη τον ελεγκτή με αποτέλεσμα ο δεύτερος να βρει τραγική κατάληξη. Τι θα συνέβαινε τότε; Υπήρχε περίπτωση να γλυτώσει την αυτόφωρη διαδικασία ο νέος; Ούτε κατά διάνοια. Άσε που μέσα στο κρατητήριο σίγουρα θα βρίσκονταν τα γνωστά θρασύδειλα αποβράσματα που κάτω από την αστυνομική στολή φορούν τα εμβλήματα της συμμορίας του υποκόσμου με τον παραφύση μαίανδρο, ο οποίος παραπέμπει στη ναζιστική σβάστικα και θα το είχαν μαυρίσει στο ξύλο για παραδειγματισμό.
Και η δικαιοσύνη; Ποια δικαιοσύνη; Μέσα σ’ ένα τέτοιο καθεστώς όπου η έννοια του δικαίου έχει ταυτιστεί απόλυτα με το συμφέρον του ισχυρού και της εξουσίας η τέχνη κάθε δικαστή και εισαγγελέα συνίσταται – στην καλύτερη περίπτωση – «εις το να πλατύνη τα πράγματα και τα μυίας να μεταποιεί εις ελέφαντας,» όπως έγραφε ο Παύλος Καλιγάς στον Θάνο Βλέκα ήδη από το 1850. Αν και στις περισσότερες περιπτώσεις ισχύει το χειρότερο, δεν είναι παρά τα εκτελεστικά όργανα της εξουσίας κι αυτών που κρύβονται πίσω της.
Όμως, εδώ ακριβώς βρίσκεται το κουμπί. Το εντεταλμένο όργανο της εξουσίας, είτε πρόκειται για ελεγκτή, είτε για οποιονδήποτε άλλο, έχει δικαίωμα να ασκήσει φυσική βία, να ποδοπατήσει με τον πιο προκλητικό τρόπο την αξιοπρέπεια οποιουδήποτε πολίτη, ακόμη και για ένα αντίτιμο εισιτηρίου. Πρέπει ο ραγιάς να αισθάνεται ραγιάς σε κάθε φάση της καθημερινής ζωής του.
Κι αν χαθεί μια ζωή; Κι αν χαθεί η ζωή του παιδιού σου; Τι πειράζει; Το εντεταλμένο όργανο της εξουσίας το πολύ-πολύ να αντιμετωπίσει καμιά κατηγορία «εξ αμελείας» με όλους τους υπουργούς, τους αστυνόμους, τους εισαγγελείς, τους δικαστές, τους επιθεωρητές και τα υπόλοιπα θηρία της εξουσίας σε παρέλαση να εφαρμόζουν το νόμο, το δικό τους νόμο. Κι ο ραγιάς, ραγιάς.
Γιατί εκπλήσσεσαι; Γιατί κάνεις πώς δεν καταλαβαίνεις; Εμείς δεν τους έχουμε επιτρέψει να έχουν δικαίωμα ζωής ή θανάτου στα παιδιά μας; Χρειάζεται να πηδήξει και να σκοτωθεί ένα νέο παιδί ώστε να γλυτώσει τον εξευτελισμό για να αντιληφθούμε πόσο μηδαμινή αξία έχει μια ανθρώπινη ζωή σήμερα μέσα στο καθεστώς που ζούμε; Ειδικά όταν πρόκειται για τη ζωή ενός νέου. Θάνατος δεν είναι για τα παιδιά μας η ανεργία που με δόλιο τρόπο τα έχουν καταδικάσει; Θάνατος δεν είναι για τους νέους το αδιέξοδο μιας δουλειάς χωρίς μέλλον για ένα ξεροκόμματο, ή ενός μέλλοντος χωρίς δουλειά; Τι σε εκπλήσσει λοιπόν;
Γιατί σοκάρεσαι με τον ακαριαίο θάνατο ενός νέου και δεν εξεγείρεσαι με τον αργόσυρτο θάνατο μιας ολόκληρης νεολαίας, μιας ολόκληρης κοινωνίας κάτω από ένα καθεστώς που σε κάθε πτυχή του θέλει να εθιστούμε στο παλιό δόγμα του φασισμού, ότι μόνο η εξουσία έχει το μονοπώλιο της βίας. Τι κι αν πεθάνουν χιλιάδες σαν τον νέο που σκοτώθηκε για να γλυτώσει τον εξευτελισμό. Τι κι αν είναι το δικό σου παιδί. Τι σε νοιάζει;
Αισθάνομαι να ξεχειλίζω. Όχι από οργή. Η οργή έχει εξαντληθεί προ πολλού. Ξεχειλίζω από μίσος για όλους αυτούς που μας έχουν φέρει σ’ αυτήν την κατάσταση να βλέπουμε τα παιδιά μας να τους στερούν το παρόν και το μέλλον, να αργοπεθαίνουν καθημερινά μπροστά στα μάτια μας. Και την ημέρα της κηδείας αυτού του νέου, του δικού μας παιδιού, που δολοφονήθηκε από ένα ολόκληρο καθεστώς δεν έχω παρά να διαβεβαιώσω με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο όλους τους κυρίους και τις κυρίες αυτού του καθεστώτος:
Κι όταν θα έρθει εκείνη η ευλογημένη ώρα όπου οι νεκροί και οι αδικημένοι θα βρουν τη δικαίωσή τους, ο αδικοχαμένος νέος, το δικό μας παιδί, θα βρίσκεται εκεί ολοζώντανο να σέρνει τον χορό της νίκης, σαν έναν λεβέντικο τσάμικο, ή ποντιακό πυρρίχιο, με τρόπο που μόνο τα καλύτερα παλικάρια της πατρίδας μας με αλύγιστη ψυχή και ακόρεστη δίψα για την ζωή ξέρουν. Κι εμείς, οι γονείς του, θα είμαστε εκεί να τον χαρούμε στην αυγή μιας νέας Ελλάδας.
Δημήτρης Καζάκης
Απέναντι Όχθη
Use Facebook to Comment on this Post