γραφει ο αρισταρχος
Ήταν νέος, λεπτός, ψηλός με νευρικά χέρια και γυρτούς ώμους. Φαινόταν το κατείχε το… άθλημα. Ένα μεγάλο νταούλι κοντά στους πενήντα πόντους και μ’ ένα άσπρο μαντήλι να κρέμεται απ’ τον χορδιστή. Περασμένο στον αριστερό ώμο και γερμένο στ’ αριστερά…
Περνούσε το σόι μπροστά από τη νύφη να σύρει το χορό. Να στριφογυρίσει την χαρτούρα πάνω από το πέπλο της νυφούλας και ύστερα να το πετάξει στου δυο οργανοπαίχτες. Σωστά τα βήματα και ρυθμικός ο χορός αλλά… κάτι λείπει.
Ούτε καν μια ρετσίνα “νταουλτζίδικη”, στο πόδι. Μόνο κάτι λίγα κουφέτα να γλυκαίνουν την πίκρα από τους ξεσηκωτικούς ρυθμούς. Εκεί μαζεμένο όλο το χωριό, παρακολουθεί όρθιο με θλιμμένο χαμόγελο τις προσπάθειες για χαρές των γονιών της νύφης.
Γυρίζει ο νους χρόνια πριν, στο ίδιο σπίτι στην ίδια αυλή. Δυό μέτρα ο Γύφτος με το κλαρίνο του να συνοδεύται από πέντε άλλα όργανα. Ποτά, φαγητά να πηγαινοέρχονται από όλα τα σπίτια στο χωριό. Τρείς μέρες κράτησε το πανηγύρι. Τρεις μέρες τραγούδαγε και χόρευε όλο το χωριό μαζί και οι περαστικοί. Ασταμάτητα, μέρα νύχτα.
Τότε! Τώρα;
Δυό μουσικάντηδες βιρτουόζοι του είδους δεν έφτασαν να φέρουν την άνοιξη στο χωριό/σε κάθε χωριό που η φτώχεια τους χτύπησε δυνατά την πόρτα και έκανε την χαρά τους δυστυχία.
Έτσι πεθαίνει η παράδοση; Έτσι χάνεται η πατροπαράδοτη ζωή της Ελλάδας μας; Έτσι σβήνει η ύπαιθρος;
Άσε, ψευτοκουλτουριάρη . Δεν έχεις ιδέα τι θα πει Ελληνική λεβεντιά και πόσο δυστυχής είναι σήμερα ο “χωριάτης” που του πήραν τη ζωή. Ιδέα δεν έχεις. Ψευτοϊδεολόγε, ψευτοέλληνα που άλλα λες και άλλα κάνεις.
Είσαι η ντροπή! Είμαστε για ντροπή, που αφήσαμε να γίνουμε δυστυχισμένοι.
αἰέν ἀριστεύειν
Use Facebook to Comment on this Post