Ένα από τα πλέον συχνά ερωτήματα που θέτουν οι έφηβοι στον γιατρό τους είναι το «ποια είναι η καταλληλότερη ηλικία για την έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας;». Η απάντηση δεν είναι…
Γράφει η Άρτεμις Τσίτσικα, Επικ. Καθηγήτρια Παιδιατρικής – Εφηβικής Ιατρικής και Επιστημονική Υπεύθυνος Μονάδας Εφηβικής Υγείας (ΜΕΥ), στη Β΄ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών του Νοσοκομείου Παίδων “Π. & Α. Κυριακού”.
Με την έννοια αυτή, αν και δεν υπάρχει συγκεκριμένο ηλικιακό κατώφλι και η συμβουλή εξατομικεύεται, είναι προτιμότερο να προάγεται καταρχήν η αποχή έως και την όψιμη εφηβεία, όπου οι στόχοι της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης έχουν συνήθως κατακτηθεί και μια λειτουργική ρομαντική σχέση σε ρεαλιστικό πλαίσιο είναι πλέον εφικτή. Η εφηβεία χωρίζεται σε τρεις βασικές περιόδους : την πρώϊμη (10-13 έτη), τη μέση (14-17 έτη) και την όψιμη (>17 έτη).
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν ρομαντικές σχέσεις με ερωτική τρυφερότητα και ενδιαφέρον κατά τις προηγούμενες περιόδους. Τα παραπάνω ισχυροποιούνται από στοιχεία μελετών που αποδεικνύουν ότι η πρώϊμη έναρξη της σεξουαλικής ζωής των εφήβων οδηγεί σε σχολική αποτυχία, πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους, μη ασφαλή σεξουαλική δραστηριότητα, βίαιη σεξουαλική συμπεριφορά και άλλες συμπεριφορές υψηλού κινδύνου (χρήση καπνού, αλκοόλ, επικίνδυνη οδική συμπεριφορά κ.λπ). Τα 2/3 (66%) των εφήβων που συμμετείχαν σε μελέτη για την εφηβική εγκυμοσύνη στις Η.Π.Α. αναφέρουν εκ των υστέρων ότι θα προτιμούσαν να είχαν ξεκινήσει αργότερα τη σεξουαλική τους ζωή.
Πολλοί ωστόσο είναι οι έφηβοι που ξεκινούν τη σεξουαλική τους ζωή κατά την πρώϊμη ή μέση εφηβεία. Σύμφωνα με στοιχεία των Η.Π.Α. για το 2005, 6.2% (12.7% αγόρια και 3.7% κορίτσια) των εφήβων δραστηριοποιούνται σεξουαλικά πριν την ηλικία των 13 ετών.
Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό φαίνεται πως είναι πολύ μικρότερο, όχι όμως ανύπαρκτο. Στοιχεία από τη μελέτη της Μ.Ε.Υ. στην Αττική είναι τα παρακάτω : (α). μέχρι τα 16 χρόνια ζωής 20% των εφήβων ( 1 προς 3 όσον αφορά στην αναλογία κοριτσιών αγοριών) έχουν ξεκινήσει τη σεξουαλική ζωή τους, (β) από τους σεξουαλικά δραστήριους εφήβους, 5.7%, 10.2%, 44.3%, 33% και 2.3% ξεκίνησαν σεξουαλική δραστηριότητα σε ηλικία 12, 13, 14, 15 και 16 ετών αντίστοιχα (γ) 40% των εφήβων είχαν κάποια σεξουαλική εμπειρία εκτός της διεισδυτικής επαφής.
Το τελευταίο αυτό στοιχείο θέτει προβληματισμούς για άλλες συμπεριφορές πειραματισμού, εκτός της διεισδυτικής επαφής (στοματικό σεξ, κολπική επαφή χωρίς πλήρη διείσδυση κ.λπ), τις οποίες συχνά προτιμούν οι έφηβοι, θεωρώντας μάλιστα εσφαλμένα ότι με τον τρόπο αυτό δεν εκθέτουν τον εαυτό τους σε κινδύνους. Οι συμπεριφορές αυτές θα πρέπει να διερευνώνται κατά τη διάρκεια των συνεδριών σεξουαλικής αγωγής και να τονίζεται η ανάγκη προστασίας, όπως ακριβώς και στην περίπτωση διεισδυτικής επαφής. Η ενημέρωση για τους τρόπους αντισύλληψης και την προστασία από τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) προετοιμάζουν τον έφηβο για μια υπεύθυνη στάση και συμβάλλουν στην καθυστέρηση της έναρξης της σεξουαλικής ζωής.
Στους εφήβους που επιλέγουν να είναι σεξουαλικά ενεργοί με οποιοδήποτε τρόπο, παρά τη συμβουλευτική γονέων ή/και του παιδιάτρου για καθυστέρηση αυτής της δραστηριότητας, το βάρος δίνεται στη σωστή ενημέρωση για τις επιλογές αντισύλληψης και την προστασία από τα ΣΜΝ.
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονιστεί η ανάγκη μη κριτικής στάσης του παιδιάτρου (ανεξάρτητα από τις προσωπικές ή θρησκευτικές του αντιλήψεις) και η τήρηση του απορρήτου εάν ο έφηβος το επιθυμεί. Πολλές μελέτες αποδεικνύουν ότι η έγκαιρη και σωστή ενημέρωση έχουν σαν αποτέλεσμα την καθιέρωση συνηθειών που προστατεύουν τον έφηβο από την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και τα ΣΜΝ. Σύμφωνα με στοιχεία των Η.Π.Α. οι έφηβοι συνήθως περιμένουν έναν ολόκληρο χρόνο μετά την έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας προκειμένου να αναζητήσουν αποτελεσματική προστασία και αντισύλληψη, με αποτέλεσμα 50% των ανεπιθύμητων κυήσεων να προκύπτουν το πρώτο εξάμηνο μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή. Τα ποσοστά εφηβικών γεννήσεων των Η.Π.Α. είναι από τα υψηλότερα του Δυτικού κόσμου (41.7 γεννήσεις ανά 1000 έφηβες), ενώ σε αναδρομική μελέτη δύο μεγάλων Μαιευτηρίων στην Ελλάδα από το έτος 1985 έως το 1998 διαπιστώθηκε ότι 7.53% των γεννήσεων ήταν από έφηβες μητέρες.
Η εφηβική κύηση είναι υψηλού κινδύνου με επιπτώσεις στην υγεία της μητέρας και του παιδιού και υψηλά ποσοστά αυτόματης αποβολής (9-14%). Περίπου μισές από τις εφηβικές εγκυμοσύνες καταλήγουν σε άμβλωση, συχνά κάτω από μυστικές και σκοτεινές συνθήκες, με συνεπακόλουθα για τη μελλοντική γονιμότητα των εφήβων και σημαντικές αρνητικές επιδράσεις στην ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη. Για το 30-50% των εφήβων που τελικά γίνονται μητέρες, υπάρχουν σημαντικές μεταβολές στην οικογενειακή, σχολική και κοινωνική τους ζωή.
Δεδομένων των ψυχοκοινωνικών χαρακτηριστικών των εφήβων αλλά και της ανατομικής τους ευαισθησίας (ευαίσθητα κύτταρα της ζώνης μετάπτωσης στον έξω τράχηλο, μειωμένη άμυνα των βλεννογόνων), αυτοί αποτελούν πληθυσμιακή ομάδα με μη ελεγχόμενη τάση αύξησης των ΣΜΝ, σύμφωνα με στοιχεία των Η.Π.Α. Τα Σ.Μ.Ν. μπορεί να απειλήσουν την υγεία, τη λειτουργικότητα, την μελλοντική γονιμότητα, αλλά και την ίδια τη ζωή ενός εφήβου. Για τους παραπάνω λόγους εκτός από την εκπαίδευση στη χρήση προφυλακτικού σε κάθε σεξουαλική επαφή, είναι σημαντική και η εφαρμογή προγραμμάτων δευτερογενούς πρόληψης σε σεξουαλικά δραστήριους εφήβους (έλεγχος με τεστ Παπανικολάου ετησίως, ανίχνευση δυνητικά ασυμπτωματικών παθογόνων π.χ. χλαμύδια, γονόκοκκος ετησίως, και ανάλογα με την επιδημιολογία της κάθε περιοχής).
Ο εμβολιασμός έναντι του ιού HPV αποτελεί σημαντικό όπλο πρωτογενούς πρόληψης των σοβαρών μορφών του πιο συχνού ΣΜΝ και η εφηβική ηλικία είναι η ιδανική ηλικία εμβολιασμού λόγω της ανοσοποιητικής ετοιμότητας του οργανισμού, αλλά και της ισχυρής πιθανότητας μη έκθεσης σε καρκινογόνα στελέχη του ιού.
Use Facebook to Comment on this Post