– Φίλε μου, αδερφέ μου θέλω μόνο μιά χάρη απο σένα.
– Τι θές να κάνω για σένα;…
– Θέλω να πας στον παπά να τον καθυστερήσεις να πάει στο σπίτι του.
– Γιατί ρε φίλε; Τι τρέχει;
– Να… Ξέρεις… Έχω σχέση με τη παπαδιά και σκέφτηκα μήπως μπορείς να με βοηθήσεις.
– Εγώ τέτοια πράγματα δε κάνω και να μου κάνεις τη χάρη!!
Με τα πολλά όμως ο φίλος πείθεται και πάει στην εκκλησία να καθυστερήσει τον παπά. Τον πετυχαίνει την ώρα που ο παπάς κλείδωνε την πόρτα της εκκλησίας.
– Πάτερ!!!
– Τι είναι τέκνο μου; Τι σου συμβαίνει;;
– Παπά, θέλω να εξομολογηθώ.
– Τέτοια ώρα βρήκες να ρθεις;;; Έλα αύριο να κάνουμε το μυστήριο.
– Όχι παπά μου, εγώ τώρα νοιώθω την ανάγκη να το κάνω.
Τι να κάνει ο παπάς άνοιξε την εκκλησία.
– Λοιπόν σε ακούω, του λέει, αφού έβαλε το πετραχήλι. Μα κάπου σε ξέρω… Μήπως είσαι ο γιος του φίλου μου του Σταμάτη από το διπλανό χωριό;
– Ναι.
– Βρε, τί κάνουν οι δικοί σου;
– Καλά είναι, πάτερ.
Με την κουβέντα βγήκαν μακροσυγγενείς, υποστήριζαν και την ίδια ομάδα, ψήφιζαν και το ίδιο κόμμα.
– Για πές μου λοιπόν, τί θές να ομολογήσεις;;
– Παπά, δεν μπορώ να σου πω ψέματα. Ο φίλος μου τα έχει με την παπαδιά και με έβαλε να σε καθυστερήσω για να την βρει..
Τρελάθηκε ο παπάς, άφρισε, άρχισε να φέρνει βόλτα την εκκλησιά μουρμουρώντας. Στο τέλος, ηρεμεί λίγο, και γυρνά πάλι στον χωριανό και του λέει:
– Βρε!!! Είσαι παντρεμένος;
– Ναι παπά μου, λέει αυτός.
– Τράβα, βρε ηλίθιε, γρήγορα σπίτι σου, γιατί η παπαδιά έχει συχωρεθεί εδώ και πέντε χρόνια…
ΠΗΓΗ
—
Ανάρτηση Από τον/την Blogger στο To Γέλιο..
Use Facebook to Comment on this Post