Ο Μανώλη Στρατηδάκης είναι ένας νέος άνθρωπος, μόλις 25 ετών, που θα μπορούσε κανείς να τον κατατάξει στην «παλιά» γενιά ανδρών.
Παρά το νεαρό της ηλικίας του…
είναι αυτό που λέμε «δουλεμένος» ή αλλιώς άνθρωπος που «πιάνουν τα χέρια του».
Δεν επέλεξε το δρόμο των γραμμάτων αλλά της “τέχνης” και ρίχτηκε στο δύσκολο αγώνα του μεροκάματου από τα 16, μαθαίνοντας αρχικά τι σημαίνει οικοδομή. Παράλληλα στο ΤΕΕ έμαθε να φτιάχνει αυτοκίνητα. Δούλεψε και σε σουβλατζίδικα έβγαλε και τη σχολή ταχείας μαγειρικής και έκανε και ένα ταβερνάκι, με το κομπόδεμα της οικοδομής. Εκείνες τις εποχές έβγαζε 500-600 ευρώ την εβδομάδα. Νόμιζε ότι θα τακτοποιηθεί για αυτό και είχε πέσει με τα μούτρα στη δουλειά: Το πρωί οικοδομή, το μεσημέρι delivery και το βράδυ στο μαγαζί του. Το σώμα του μπορεί να άντεχε, όχι όμως και η χώρα….
Και έτσι ξαφνικά ο Μανώλης που είχε μάθει να δουλεύει σκληρά και να αμείβεται (τί πιο φυσιολογικό για έναν άνθρωπο που δεν κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια;) άρχισε να χάνει μια –μια τις δουλειές του.
Πρώτα η οικοδομή, μετά η ταβέρνα του, το delivery … όλα. Το τελευταίο εξάμηνο έμεινε « άνεργος- άνεργος» όπως είπε στο MadeinCreta, και τα έχασε Άντε τώρα να κάτσεις έναν τέτοιο άνθρωπο σε μια καρέκλα και να τον αναγκάζεις να ζητά χαρτζιλίκι για τα τσιγάρα του. Δύσκολο πολύ δύσκολο….
O Μανώλης βρήκε τη χαμένη ευτυχία λόγο της ανεργίας στο σχολείο.
Η μόνη λύση που σκέφτηκε ο ίδιος, που χτυπάει κάθε ημέρα την πόρτα για δουλειά παντού, ήταν το σχολείο, τα εφόδια.
Επέστρεψε λοιπόν στα θρανία και συγκεκριμένα στο 1ο ΕΠΑΛ Ηρακλείου για να έχει άλλα δυο χαρτιά μετά αυτό του μηχανικού αυτοκινήτων και του μάγειρα. Το απολυτήριο λυκείου και τον τίτλο για το οικονομικό και της διοίκησης επιχειρήσεων.
«Μόλις τελειώσω το ΕΠΑΛ θα φύγω δεν έχω σκοπό να μείνω εδώ, θα πάω έξω να δουλέψω, δεν θέλω αλλά θα αναγκαστώ. Τι να κάνω εδώ αν δεν έχω να πάρω ένα πακέτο τσιγάρα;
Θέλω κάποια στιγμή να κάνω και την οικογένειά μου γιατί έχω και την κοπέλα να μην την ταλαιπωρώ…»
Συνειδητοποιημένος νέος ο Μανώλης και κύριος. Αυτό που προέχει είναι η επαγγελματική του αποκατάσταση για το καλό και των δυο. Και για αυτό προσπαθεί, και για τους άλλους αλλά και για τον ίδιο.
«Ξέρετε, αν έχω μάθει όλη μου τη ζωή να δουλεύω και δεν μπορώ να βρω μια δουλειά είναι ταλαιπωρία… Είχα μια ταβέρνα τέσσερα χρόνια, δούλευα στην οικοδομή τα πρωινά, delivery τα μεσημέρια και το βράδυ στο μαγαζί μου. Αναγκάστηκα να το κλείσω διότι όλα πήραν επάνω και οι τιμές έπρεπε να μείνουν ίδιες. Τώρα έμεινα από όλες τις δουλειές και με βοηθάει η οικογένεια μου.
Μέσα σε ένα 5μηνο έχασα τρεις δουλειές… Εγώ κάνω τα πάντα, δεν τη φοβάμαι τη δουλειά αλλά τι να κάνω που δεν βρίσκω τίποτα;» αναρωτιέται.
Αυτές οι σκέψεις τον βασάνιζαν και ταλαιπωρήθηκε η ψυχή του. Όπως λέει ο ίδιος πέρασε αυτό που οι ειδικοί λένε κατάθλιψη. Και εκεί ανάμεσα στις μελαγχολικές στιγμές του, σκέφτηκε ότι είναι καλύτερα για τον ίδιο να έχει εφόδια. Για αυτό και επέστρεψε στα θρανία για να ξεπεράσει τη φρίκη της ανεργίας.
«Πραγματικά το τελευταίο που σκέφτομαι είναι να βγάλω το χαρτί. Μόνο και μόνο ότι ξανάνιωσα και σταμάτησα να σκέφτομαι τα γύρω –γύρω, ότι η τσέπη μου δεν έχει λεφτά, και όλα αυτά, νιώθω πολύ καλύτερα τώρα, Ήταν διέξοδος, δεν το συζητάμε καθόλου, διότι την κατάθλιψη την πέρασα».
Ο αγώνας του ωστόσο δεν έχει σταματήσει. Κάθε μέρα διαβάζει αγγελίες, κάθε φορά χτυπά την πόρτα και αφήνει βιογραφικά παντού … και για delivery. Δύσκολο να βρεις ακόμα και αυτό, στις ημέρες μας.
Είναι που μέσα του δεν το βάζει κάτω, η επιλογή της μετανάστευσης θέλει να είναι η τελευταία, διότι αγαπάει τον τόπο του και θέλει να κουνήσει το μαντήλι του αποχαιρετισμού. Άλλα δεν φτάνει να αγαπάς μόνο εσύ την πατρίδα, πρέπει να σε αγαπάει και αυτή και να σου δίνει ευκαιρίες και διέξοδο.
Use Facebook to Comment on this Post