Θυμάμαι μια ατάκα της Μαντόνα στο βιβλίο της «Sex» πίσω στο 1992: «Πολλοί άνθρωποι φοβούνται να πουν τι θέλουν. Γι αυτό ποτέ
δεν αποκτούν αυτό που πραγματικά θέλουν».
Ως μουσικόφιλος και Μαντονοφάν, επηρεάστηκα, δεν το αρνούμαι.
Και από τότε αποφάσισα να λέω ό,τι θέλω και σε όποιον αρέσει.
Έτσι είχα πει στον Μάνο (τα ονόματα είναι αλλαγμένα, για να μη φάμε ξύλο) ότι βαρέθηκα, και ποτέ δεν κατέφυγα στο «δεν σου αξίζω», γιατί του άξιζα και με το παραπάνω, γι αυτό σκυλοβαρέθηκα στο πρώτο τρίμηνο και το τράβηξα από τα μαλλιά να πιάσουμε εξάμηνο, μπας και κάνω επιτέλους μακροχρόνια σχέση.
Γιατί το στερεότυπο του καλού κοριτσιού που έπρεπε να έχει μακροχρόνιες σχέσεις, το κουβαλούσα τότε στις αρχές των πειραματισμών μου.
Λίγους μήνες μετά, ξεφορτωνόμουν όλα τα κολλήματα, πετώντας τα στον πιο βαθύ πάτο του σκουπιδοτενεκέ των απαρχαιωμένων ανακυκλώσιμων κλισέ, αφού κατάλαβα ότι ως Δίδυμος με ωροσκόπο Ιχθύ, είχα μια αστάθεια συναισθημάτων και διαθέσεων, που τα άστρα καθόρισαν για εμένα προσωπικά, την ώρα που γεννιόμουνα και σχόλαγαν οι μπύρες.
Με βόλευε άλλωστε αυτή η αντίληψη.
Έτσι, ευθαρσώς πέταγα στη μούρη το σ’ αγαπώ όταν το ένιωθα, γιατί ομολογώ πως το ένιωθα όταν το έλεγα.
Απλά είχα αποφασίσει να απαλλαχθώ από άλλο ένα στερεότυπο, αυτό που θέλει το σ’ αγαπώ συμβόλαιο που το υπογράφεις με την τζίφρα του πάντα και τους όρκους της παρωπίδας.
Η παρωπίδα που θα σου κλείνει τα μάτια σε ό,τι κυκλοφορεί ελεύθερο και ωραίο, επειδή σου ‘λαχε να αγαπήσεις έντονα για μια μέρα, ένα μήνα, ένα χρόνο, μια ζωή.
Αυτό συμβαίνει, άντε βαριά, στα άλογα. Και στα παράλογα επίσης.
Σε όλα τα άλλα τα λογικά, η παρωπίδα δρα ανασταλτικά.
Σου κάνει το μυαλό πουρέ και αναρωτιέσαι τι έφταιξε και ασχολείσαι μόνο με το παρκέ.
Αν γυαλίζει αρκετά, αν σου ξέφυγε καμιά χαραγματιά, ενώ ο κόσμος καταρρέει γύρω σου.
Συνέχισα να λέω αυτό που πραγματικά σκέφτομαι και αυτό που πραγματικά θέλω σε ανθρώπους που δεν σκέφτονταν και είχαν μάθει να θέλουν ό,τι έπρεπε να θέλουν.
Ό,τι επιτρέπεται.
Ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονταν, γιατί παρόλο που δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι κάποιος οικειοθελώς καταπιέζεται ώστε να μην ομολογεί αυτό που θέλει κι όμως συμβαίνει στις καλύτερες οικογένειες.
Που τείνουν να γίνουν οι χειρότερες, από τα ψέματα και τις υποκρισίες.
Έτσι παράτησα μια δουλειά που δεν με γέμιζε, αποχώρησα από φιλίες που με πρόδωσαν, από κουτσομπολιά που με πλήγωσαν, άνοιξα και έκλεισα επιχείρηση μέσα σε πέντε χρόνια γιατί σταμάτησε να μου λέει κάτι, γενικώς έκανα restart ένα σωρό φορές, προκειμένου να συνεχίσω ελεύθερα να λέω αυτό που θέλω και μαγικά να το διεκδικώ.
Δυο πόρτες μόνο δεν έχει η ζωή, έχει χιλιάδες, αυτό κατάλαβα στις διαδρομές μου. Ανοίγεις, κλείνεις, άλλοτε μπαίνεις με κλωτσιά ως μαγκιόρα καουμπόισσα στο σαλούν της ζωής σου και τα κάνεις όλα ίσωμα, άλλοτε τις ανοίγεις δειλά και επιφυλακτικά να δεις τι σου έρχεται, μπας και προλάβεις να σώσεις ό,τι σώζεται.
Μετάνιωσα για όσες μόνο δεν άνοιξα, γιατί δεν πρόλαβα, δεν είχαν ωραίο σχέδιο και δεν μου τράβηξαν την προσοχή.
Εκεί ξαναγυρνάω συχνά κάποιες φορές και αναρωτιέμαι αν κρύβεται κάποιο «θέλω» μου πίσω από όσες πόρτες άφησα ερμητικά κλειστές, μέσα στην τρεχάλα του καθημερινού μου ιλίγγου.
Γιατί τα «θέλω» είναι πολλά, όσα και να αποκτήσεις δεν είναι αρκετά.
Ξαναγεννιούνται όσο αναπνέεις.
Μόνο, που, δύσκολα σου έρχονται μόνα τους. Αυτό κατάλαβα από παλιά.
Πρώτα τα λες δυνατά να σε ακούσει ο κόσμος και να μάθει τι διεκδικείς για να σε περιμένει.
Να σε περιμένει στη γωνία να στο επιστρέψει, να στο δώσει ή να στο χαρίσει.
Άλλες φορές αμέσως, πιο συχνά με δυσκολία, ίσως και ποτέ.
Το θέμα είναι να είσαι εκεί και να το διεκδικείς.
Η διεκδίκηση δίνει υπόσταση στα «θέλω» σου και λόγο ύπαρξης σε εσένα.
Χρωστούμενα σπανίως να εισπράξεις.
Δεν σου χρωστά κανείς, αντίθετα χρωστάς παντού.
Αρχίζεις να ξεπληρώνεις όταν ξεκουνηθείς από τη βολή σου και τρέξεις να προλάβεις.
Όταν στήσεις ανάστημα απέναντι στην επιθυμία, όταν της πεις είμαι εδώ, καλωσήρθες.
«Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της καίει η απουσία».
Ελύτης.
Γράφει η Νατάσα Μανίτσα…
mylady.gr
Use Facebook to Comment on this Post