Οι συμβατικές βιογραφίες αποτυγχάνουν μπροστά σε αυτόν τον κατακλυσμό (άλλοι θα έλεγαν δαπάνη) ενέργειας, οπότε ας αφήσουμε την ίδια να μας διηγηθεί τη ζωή της μέσα από ποιήματα δικά της, αλλά και του άντρα της, του επίσης κορυφαίου Τεντ Χιουζ – ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε τόσο ευτυχής (και ατυχής) συνεύρεση ποιητών στη ζωή, όσο με αυτούς τους δυο.
ΣΙΛΒΙΑ: «Αγνό και καθαρό σαν κλάμα μωρού,/Και το σύμπαν θα γλιστρούσε από δίπλα μου» (Δώρο Γενεθλίων)
«Έρχομαι σε εσένα από το μαύρο όχημα της Λήθης,/Αγνή σαν μωρό.» (Πλησιάζοντας)
«Με την τσιγγάνα πρόγονό μου και το κακό μου ριζικό/Και τα χαρτιά μου τα ταρό, και τα χαρτιά μου τα ταρό/ Ίσως και να’μαι λιγάκι Εβραία.» (Daddy)
1932: Η Πλαθ γεννιέται στη Βοστόνη, στις 27 Οκτωβρίου. Ο πατέρας της, Ότο Πλαθ, ήταν Γερμανός που είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ σε ηλικία 15 ετών. Αργότερα έγινε εντομολόγος και καθηγητής βιολογίας και γερμανικών στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Η μητέρα της, Ορέλια Σόμπερ ήταν αυστριακής καταγωγής και ήταν φοιτήτρια του μετέπειτα συζύγου της.
ΣΙΛΒΙΑ: «Έπρεπε να σε σκοτώσω, μπαμπά/Όμως προτού προλάβω είχες πεθάνει-/Μαρμάρινος, ένα τσουβάλι μπουκωμένο με Θεό,/Άγαλμα στοιχειωμένο με ένα γκρίζο δάχτυλο» (Daddy)
«Μπαμπά, μπαμπά, μπάσταρδε, με σένα έχω ξοφλήσει πια» (Daddy)
1940: Στις 5 Νοεμβρίου, μιάμιση εβδομάδα μετά τα όγδοά της γενέθλια, χάνει τον πατέρα της από επιπλοκές μετά τον ακρωτηριασμό του ποδιού του λόγω διαβήτη για τον οποίο δεν είχε ακολουθήσει αγωγή. Η Πλαθ ποτέ δεν τον συγχώρεσε απολύτως που την «εγκατέλειψε». Είναι το πλέον σοκαριστικό και καθοριστικό γεγονός στη ζωή της Πλαθ και ένα από τα θέματα που διατρέχουν σταθερά την ενήλικη ποίησή της.
ΣΙΛΒΙΑ: «Όταν συνέβη για πρώτη φορά ήμουν δέκα./Ήταν ατύχημα./Τη δεύτερη σκόπευα/Να διαρκέσει και να μην ξαναγυρίσω πια./Λικνιζόμουν κλειστή/Σαν όστρακο./Αναγκάστηκαν ξανά και ξανά να με φωνάξουν/Κι από πάνω μου να βγάλουν τα σκουλήκια σαν κολλώδη μαργαριτάρια» (Λαίδη Λάζαρος)
«Ήμουν δέκα χρονώ όταν σε βάλανε στον τάφο./Και στα είκοσι προσπάθησα να σκοτωθώ/Για να σε ξαναβρώ,/Για να σε ξαναβρώ./Μπορούσα ακόμα και στα κόκαλά σου να αρκεστώ./Αλλά με έσυραν έξω από το λάκκο/Και με κόλλα με ένωσαν ξανά.» (Daddy)
«Οι νοσοκόμες μού δίνουν πίσω τα ρούχα μου, και μια ταυτότητα/Είναι κάτι συνηθισμένο, λένε, αυτό που συνέβη/Είναι συνηθισμένο στη ζωή μου και στη ζωή άλλων.» (Τρεις Γυναίκες)
«Έτσι κι αλλιώς δε θέλω κανένα σπουδαίο δώρο φέτος. Αφού είμαι ζωντανή από ατύχημα.» (Δώρο Γενεθλίων)
1953: Φοιτήτρια στο Smith College, πηγαίνει για ένα καλοκαίρι στη Νέα Υόρκη για να δουλέψει για το περιοδικό Mademoiselle. Μετά από μία σειρά από απογοητεύσεις και θεραπεία με ηλεκτροσόκ για την κατάθλιψή της, κάνει την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς – με υπνωτικά χάπια. Τη σώζουν και υποβάλλεται σε ψυχιατρική θεραπεία έξι μηνών. Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου αποτυπώνονται στο ημιαυτοβιογραφικό βιβλίο της «Ο Γυάλινος Κώδων» που εκδόθηκε λίγο πριν τον θάνατό της.
ΤΕΝΤ: «Για κάποιο λόγο την πρόσεξα./Μια φωτογραφία των υποτρόφων του ιδρύματος Fullbright εκείνης της χρονιάς/Μόλις φτάνανε-/Ή οι άρτι αφιχθέντες. Ή μερικοί απ’ αυτούς./ Ήσουν ανάμεσά τους; (Οι Υπότροφοι του Ιδρύματος Fullbright)
«Πρόσεξα τα μακριά μαλλιά σου, κυματιστά -/Τη φράντζα α λα Βερόνικα Λέικ. Όχι αυτό που έκρυβε./ Φαινόταν ξανθή. Και το επιτηδευμένο σου χαμόγελο./ Το υπερβολικό σου αμερικανικό/ χαμόγελο για τις κάμερες, τους δικαστές, τους ξένους, αυτούς που προκαλούσαν φόβο.» (Οι Υπότροφοι του Ιδρύματος Fullbright)
1955: Η Πλαθ ταξιδεύει στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας με υποτροφία του ιδρύματος Fullbright για να σπουδάσει στο Newham College. Εκεί γνωρίζει το νεαρό ποιητή Τεντ Χιουζ. Πολύ γρήγορα ερωτεύονται και την επόμενη χρονιά παντρεύονται. Στο μεταξύ, η Πλαθ έχει αρχίσει να δημοσιεύει ποιήματα και ιστορίες σε περιοδικά.
ΤΕΝΤ: «Το πρώτο μας σπίτι μας έχει ξεχάσει./Είδα καθώς το προσπέρασα οδηγώντας./Πόσο ασήμαντες ήταν οι ζωές μας/Που ούτε ένα ίχνος δεν είχαν αφήσει. Όταν πρωτομετακομίσαμε εκεί/Έψαξα για οιωνούς» (Οδός Έλτισλι αριθμός 55)
«Επειδή το δικό σου Λονδίνο ήταν ακόμα ένα καλειδοσκόπιο/Ονομάτων και τόπων που κάθε ξαφνικό τράνταγμα μπορούσε να το αναστατώσει, /Λάθος ώρα περίμενες. Το λεωφορείο απ’ το Βορρά/Έφτασε κι άδειασε και δεν ήμουν σ’ αυτό.» (Το Παιχνίδι της Μοίρας)
1959: Μετά από μία περίοδο διαμονής στη Βοστόνη, το ζευγάρι επιστρέφει στην Αγγλία και μετακομίζει στο Λονδίνο.
ΣΙΛΒΙΑ: «Η κόρη μου δεν έχει δόντια./Το στόμα της είναι πλατύ./Προφέρει τόσο σκοτεινούς ήχους που δεν μπορεί να σημαίνουν κάτι καλό.» (Τρεις Γυναίκες)
1960: Η Πλαθ και ο Χιουζ αποκτούν το πρώτο τους παιδί τον Απρίλιο: μία κόρη, τη Φρίντα. Την ίδια χρονιά, η Πλαθ εκδίδει την πρώτη ποιητική της συλλογή, τον «Κολοσσό».
ΣΙΛΒΙΑ: «Θα διαλογιστώ πάνω στο μικρό μου γιο./Δεν περπατάει./Δεν προφέρει ούτε μια λέξη./Είναι ακόμα φασκιωμένος σε λευκές γάζες./Μα είναι ρόδινος και τέλειος./Χαμογελάει τόσο συχνά./Έντυσα το δωμάτιό του με μεγάλα τριαντάφυλλα,/Ζωγράφισα μικρές καρδιές στο καθετί./Δεν τον θέλω να γίνει εξαιρετικός./Είναι η εξαίρεση που ενδιαφέρει τον διάβολο […] Τον θέλω να είναι συνηθισμένος» (Τρεις Γυναίκες)
«Εσύ είσαι ο μοναδικός/Ακλόνητος, επάνω σου ακουμπά το σύμπαν φθονερό./Εσύ είσαι το μωρό στη φάτνη.» (Ο Νικ και το Κηροπήγιο)
1962: Τον Ιανουάριο, η Πλαθ και ο Χιουζ αποκτούν το δεύτερό τους παιδί, τον Νίκολας. Ο Νίκολας δεν ήταν «συνηθισμένος»: αυτοκτόνησε το 2009, σε ηλικία 47 ετών.
ΣΙΛΒΙΑ: «Κι εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα./Είμαι μόλις τριάντα./Και σαν τη γάτα μπορώ να χάσω τη ζωή μου εφτά φορές.» (Λαίδη Λάζαρος)
«Άφησα τα πράγματα να ξεγλιστρήσουν, ένα τριαντάχρονο φορτηγό πλοίο» (Τουλίπες)
«Προσπάθησα να είμαι τυφλή από έρωτα, σαν τις άλλες γυναίκες,/Τυφλή στο κρεβάτι μου, με τον τυφλό αγαπημένο μου» (Τρεις Γυναίκες)
1962: Τον Σεπτέμβριο, Πλαθ και Χιουζ χωρίζουν, όταν η πρώτη ανακαλύπτει πως ο δεύτερος διατηρεί δεσμό με την Άσια Γουέβιλ. Τον Οκτώβριο, καθώς κλείνει τα τριάντα, η Πλαθ γράφει τα ποιήματα που θα αποτελέσουν τη δεύτερη της συλλογή, «Άριελ». Βρίσκεται σε φάση τρομερής δημιουργικότητας, που συνδυάζεται όμως με εξίσου τρομερή κατάθλιψη.
ΣΙΛΒΙΑ: «Αυτός είναι λοιπόν ο εραστής μου; Αυτός ο θάνατος, αυτός ο θάνατος;» (Τρεις Γυναίκες)
«Έχω αναλωθεί. Έχω απόλυτα αναλωθεί./ Τα μάτια μου πιέζονται από αυτό το σκοτάδι./Δεν βλέπω τίποτα.» (Τρεις Γυναίκες)
«Ο ήλιος έχει δύσει. Πεθαίνω. Φτιάχνω έναν θάνατο.» (Τρεις Γυναίκες)
«Αλλά, Θεέ μου, τα σύννεφα είναι σαν βαμβάκι. Στρατιές ολόκληρες. Είναι μονοξείδιο του άνθρακα…/Γλυκά, γλυκά, τα εισπνέω,/Γεμίζοντας τις φλέβες μου με αόρατα, με ένα εκατομμύριο/Πιθανά μόρια σκόνης που απαριθμούν τα χρόνια της ζωής μου.» (Δώρο Γενεθλίων)
1963: Στις 11 Φεβρουαρίου, η Πλαθ κλειδώνεται στην κουζίνα του σπιτιού της, σφραγίζει κάθε σημείο εξόδου του αέρα με υγρές πετσέτες, ανοίγει τον φούρνο, βάζει το κεφάλι της μέσα και εισπνέει μονοξείδιο του άνθρακα.
ΤΕΝΤ: «Κειτόμασταν στο θάνατό σου,/ Στο στρωμένο χιόνι κάτω απ’ το χιόνι που έπεφτε,/ Καθώς το σώμα μου βυθίστηκε στο λαϊκό παραμύθι/Όπου οι λύκοι τραγουδούσαν στο δάσος/Για δυο μωρά που μες τον ύπνο τους,/Έμειναν ορφανά/Δίπλα στο πτώμα της μητέρας τους.» (Ζωή Μετά Θάνατον)
Η “Άριελ” κυκλοφόρησε τελικά το 1965 και μία έκδοση απάντων των ποιημάτων της κέρδισε το Πούλιτζερ το 1982.
Use Facebook to Comment on this Post