Η πόρτα του μεγάλου δωματίου άνοιξε κάνοντας φοβερό τρίξιμο από την …
πολυκαιρία .
Στο δωμάτιο τα 4 κρεβάτια ήταν γεμάτα αλλά το πέμπτο άδειο και καλοστρωμένο που σημαίνει ότι κανείς δεν είχε κοιμηθεί σε αυτό τουλάχιστον τις τελευταίες ώρες .
Η νεαρή που κοιτούσε καλά τα υπόλοιπα κρεβάτια δεν ήθελε να ξυπνήσει καμία από τις υπόλοιπες κυρίες για να τις ρωτήσει τι απέγινε η γιαγιά της . Μα εκεί ήταν πάντα τα τελευταία χρόνια όποτε θυμόταν να έρθει να την επισκεφθεί. Τώρα που ήταν αναρωτήθηκε; Προφανώς θα την πήγαν για εξετάσεις σκέφτηκε και γύρισε τα ίδια βήματα πίσω για να πάει σε ένα γραφείο και να ρωτήσει.
Στον μακρύ παγωμένο διάδρομο του γηροκομείου τα συναισθήματα της ήταν μπερδεμένα. Δεν ήξερε αν ανησυχούσε μήπως κάτι έπαθε η γιαγιά και απλώς δεν το είχε μάθει. Δεν ήξερε αν είχε αρρωστήσει και την μετέφεραν σε άλλο νοσοκομείο ή αν την μετάφεραν σε άλλο δωμάτιο… Η καρδιά της εγγονής που επισκεπτόταν τη γιαγιά αραιά και που είχε αρχίσει να χτυπάει δυνατά. Μια σκηνή μόνο είχε στο μυαλό της όσο περπατούσε στο διάδρομο ότι από τότε που σκοτώθηκαν οι γονείς της , οι τελευταίοι συγγενείς της γιαγιάς και δικοί της, δεν υπήρχε κανείς άλλος που να επισκεπτόταν το γηροκομείο εκτός από την ίδια . Μόνο που τώρα την είχε ξεχάσει και είχε καιρό να τη δει . Αυτή τη φορά παρόλο που και πάλι δεν είχε χρήματα να πάρει το τρένο να έρθει στην πόλη να την δει κάτι την έσπρωχνε να πάει κοντά της.
Έφτασε στο γραφείο πληροφοριών , δεν την ήξεραν και ούτε είχε αφήσει στοιχεία ως συγγενής της γιαγιάς για δικούς της λόγους.
Η γιαγιά της είχε πεθάνει μόλις προχθές και στην κηδεία της δεν ήταν κανείς . Το γραφείο δεν είχε ποιον να ειδοποιήσει κι έτσι έφυγε μόνη όπως μόνη τώρα ήταν και η εγγονή της που ένιωθε εκατομμύρια τύψεις να την σκεπάζουν …
“Ανθρώπινες ιστορίες”
Μαρία Γιαχνάκη
Use Facebook to Comment on this Post