Το βράδυ της 10ης Απριλίου του 1834, ακούστηκαν κραυγές από την έπαυλη της οδού Street στη Νέα Ορλεάνη. Το σπίτι ανήκε στην Μαντάμ Λαλορί, μία από τις δημοφιλέστερες και πλουσιότερες κυρίες της πόλης. Οι γείτονες που έσπευσαν είδαν ότι το σπίτι είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Αμέσως έφτασε η αστυνομία και…. η πυροσβεστική και όταν μπήκαν στο κτίριο, η πρώτη εικόνα που αντίκρισαν ήταν μία Αφρικανή δεμένη με αλυσίδα στην κουζίνα. Αργότερα αποκάλυψε ότι έβαλε η ίδια τη φωτιά για να αυτοκτονήσει και να αποφύγει την τιμωρία που την περίμενε. Όταν οι πυροσβέστες ζήτησαν τα κλειδιά της σοφίτας, όπου έμεναν οι υπόλοιποι Αφρικανοί σκλάβοι του σπιτιού, η οικοδέσποινα αρνήθηκε να τους τα δώσει. Χωρίς να περιμένουν την άδειά της, έσπασαν την πόρτα και ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τις αφάνταστες φρικαλεότητες της Μαντάμ Λαλορί. Το δωμάτιο μύριζε θάνατo. Από το ταβάνι, κρέμονταν εφτά άνθρωποι, με τα άκρα τους διαμελισμένα και χοντρά σιδερένια κολάρα γύρω απ’ το λαιμό τους. Σε ένα άλλο σημείο, βρισκόταν μία ηλικιωμένη μαύρη γυναίκα με μια τεράστια πληγή στο κρανίο. Όλοι ήταν μαύροι και όλοι είχαν τη κακή τύχη να είναι σκλάβοι της Λαλορί. Ανάμεσα στους ανθρώπους που αντίκρισαν το φρικιαστικό θέαμα στη σοφίτα της Λαλορί, ήταν και ο δικαστής Ζαν Φρανσουά Κανόνγκ. Ισχυρίστηκε πως όταν ρώτησε τον σύζυγό της Λαλορί αν γνώριζε για τα βασανιστήρια, πήρε την απάντηση: “Κάποιοι άνθρωποι καλύτερα να κάθονται στα σπίτια τους και να μην έρχονται στα σπίτια άλλων για να διατάζουν και να μπλέκονται στα πόδια τους”. Η αντίδραση του ζεύγους εξαγρίωσε το πλήθος. Ιστορίες για τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι σκλάβοι της Λαλορί ακούγονταν σε όλη την πόλη. Έλεγαν ότι η Μαντάμ ξυλοκοπούσε και τις κόρες της, όποτε τολμούσαν να πάνε φαγητό στους τιμωρημένους σκλάβους και ότι το ζεύγος Λαλορί έκανε ιατρικά πειράματα πάνω στους αδύναμους υπηρέτες τους. Άλλοι περιέγραφαν πως όταν μπήκαν στη σοφίτα, είδαν κατακρεουργημένα κορμιά με ραμμένα στόματα, ξεκοιλιασμένα ή ξεσκισμένα. Μία φήμη έλεγε ότι η Λαλορί είχε σπάσει τα κόκαλα μίας γυναίκας με τέτοιο τρόπο, ώστε να θυμίζει κάβουρα.
Η πυρκαγιά στην έπαυλη της Λαλορί.
Μαντάμ Λαλορί Η Μαντάμ Ντελφίν Λαλορί γοήτευε όποιον την γνώριζε. Είχε παντρευτεί τρεις φορές και είχε χηρέψει δύο, αλλά η ομορφιά της παρέμενε σχεδόν άθικτη από τον χρόνο. Γεννήθηκε στη Λουιζιάνα και η οικογένειά της καταγόταν από τη Γαλλία. Παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1800, έναν Ισπανό αξιωματικό που πέθανε τέσσερα χρόνια μετά τον γάμο τους. Δεύτερος ήταν το 1808 ο πλούσιος τραπεζίτης Ζαν Μπλανκ, με τον οποίο απέκτησε τέσσερα παιδιά. Ο Μπλανκ ξεψύχησε μετά από οχτώ χρόνια γάμου. Τρίτος και τελευταίος ήταν ο γιατρός Λέοναρντ Λαλορί που, αν και αρκετά νεότερός της, λάτρευε τη Ντελφίν. Παντρεύτηκαν το 1825 και μέχρι και την καταστροφική φωτιά του 1834, ήταν ακόμα ζωντανός. Έμεναν στην έπαυλη που έχτισε η Λαλορί, στην οποία ανήκε και το οικόπεδο. Ήταν μια ξεχωριστή κυρία της εποχής, που ήξερε πολύ καλά πώς να προφυλάσσει τον εαυτό της και μία από τις λίγες γυναίκες που είχαν δική τους ιδιοκτησία. Η έπαυλή της ήταν ζηλευτή από όλους, καθώς είχε τρεις ορόφους και ξεχωριστό χώρο για τους σκλάβους. Εκεί ψυχαγωγούσε τους καλεσμένους της που αποτελούνταν από την αφρόκρεμα της Νέας Ορλεάνης. Η Λαλορί ήταν η πιο φημισμένη οικοδέσποινα και γίνονταν μάχες για να εξασφαλιστεί μία πρόσκληση σε δεξίωσή της. Η φήμη της ήταν αψεγάδιαστη, εκτός από μία ατέλεια. Όπως έλεγε ο κόσμος, ήταν εξαιρετικά σκληρή με τους σκλάβους της….
Η έπαυλη της Λαλορί
Ένα βράδυ ακούσανε τις κραυγές ενός 12χρονου κοριτσιού που πήδηξε από το μπαλκόνι. Η νεαρή χτένιζε τα μαλλιά της Λαλορί, όταν ξαφνικά η βούρτσα μπλέχτηκε σε μια τούφα. Η μαντάμ πόνεσε και εξαγριωμένη, άρπαξε ένα μαστίγιο και άρχισε να κυνηγάει τη σκλάβα….
Η κοπέλα, για να αποφύγει την τιμωρία, επέλεξε να πηδήξει απ’ το μπαλκόνι. Ο θάνατος τράβηξε την προσοχή της κοινής γνώμης. Η Λαλορί τιμωρήθηκε και την ανάγκασαν να παραδόσει εννιά απ’ τους καλύτερους και πιο ακριβούς σκλάβους της. Αργότερα βέβαια αξιοποίησε τις γνωριμίες της και την υψηλή θέση που κατείχε στην κοινωνία και τους πήρε πίσω. Πέρα από αυτό το γεγονός, δεν ακούστηκε καμία άλλη ιστορία για τη Λαλορί και η υποψία ότι βασανίζει τους σκλάβους της γρήγορα ξεχάστηκε. Έως την 10η Απριλίου του 1834.
Το τέλος της Μαντάμ Λαλορί …
Το οργισμένο πλήθος στράφηκε εναντίον των Λαλορί και προκάλεσε τεράστιες ζημιές στην έπαυλη. Η οικογένεια όμως είχε καταφέρει να διαφύγει και τα ίχνη τους χάθηκαν. Το 1930 εντοπίστηκε σε ένα νεκροταφείο στο Σαιντ Λούις μία ταφόπλακα που έγραφε: “Μαντάμ Μαρί Ντελφίν Λαλορί, πέθανε στο Παρίσι στις 7 Δεκεμβρίου του 1842”. Τα αίτια είναι άγνωστα. Ακόμα και σήμερα, η έπαυλη της Μαντάμ Λαλορί βρίσκεται στην Νέα Ορλεάνη και δέχεται χιλιάδες επισκέπτες, που γνωρίζουν την ιστορία της. Η έπαυλη της φρίκης είναι ένα μνημείο της πόλης!…
Η ταφόπλακα της Λαλορί.
Use Facebook to Comment on this Post