«Ήμουν 15 χρονών όταν μετακόμισα σε μια μεγάλη πόλη από ένα ορεινό, επαρχιακό χωριό.
Είχα μια αρκετά βαριά προφορά στην ομιλία μου γιατί δεν είχα φύγει ποτέ ξανά από τον τόπο μου. Αγωνιούσα για το τι θα συναντήσω. Πως θα μου συμπεριφερθούν στη νέα μου πατρίδα.
Την πρώτη μου μέρα στο σχολείο, είχα την κακή ιδέα να φορέσω τη φανέλα της τοπικής ομάδας της περιοχής μου. Νόμιζα ότι τα παιδιά θα γελάσουν, θα με πλησιάσουν και ίσως έτσι να αποκτήσω καινούργιους φίλους. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Καθ “όλη τη διάρκεια της ημέρας, αυτό που «κέρδισα» με την ιδέα μου ήταν πολλά «άσχημα» βλέμματα και μερικά σχόλια του στυλ «πολύ θράσος έχεις εσύ».
Όταν χτύπησε το τελευταίο κουδούνι και πήγα στη στάση για να πάρω το λεωφορείο, είδα έναν τεράστιο τύπο να με πλησιάζει βρίζοντας. Του είπα να με αφήσει ήσυχο αλλά αυτός έκανε ακριβώς το αντίθετο. Άρχισε να με σπρώχνει και να με χτυπάει στη μέση του δρόμου.
Ευτυχώς κάποιοι που περίμεναν και αυτοί στη στάση, μαζί με ένα καθηγητή που έτυχε να αντιληφθεί το περιστατικό, τον σταμάτησαν. Εκείνος έφαγε αποβολή και εμένα μου είπαν να μην γίνομαι ανταγωνιστικός και να μην προκαλώ τους άλλους.
Ο χρόνος περνούσε αλλά ο συγκεκριμένος μαθητής ποτέ δεν σταμάτησε να με απειλεί και να με εκφοβίζει. Κάθε εβδομάδα, έβρισκε ένα καινούργιο τρόπο για να μου δυσκολέψει τη ζωή.
Οι 15 πόντοι που «μου έριχνε» σε ύψος μαζί με τα στεροειδή ήταν τα δυο βασικά του ατού. Με χτυπούσε πολλές φορές, με έβριζε, με ρεζίλευε μπροστά στους άλλους, μου έκλεβε χρήματα, μου έπαιρνε ρούχα, βιβλία και τετράδια (τα οποία στη συνέχεια έσκιζε). Είχα φτάσει στο σημείο να πηγαίνω στο σχολείο με το ζόρι. Πως να ήθελα να πάω άλλωστε όταν ήξερα ότι με περίμενε μια κόλαση;
Κάποια μέρα ευτυχώς το σχολείο τελείωσε. Αποφοιτήσαμε και δεν ξανασυναντηθήκαμε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Βέβαια δεν μπορώ να πω ότι μου έλειψε κιόλας.
Πάντα είχα μια ιδιαίτερη συμπάθεια στη μαγειρική και έτσι, όταν έπρεπε να αποφασίσω τι θα κάνω στη ζωή μου, πήγα σε μια σχολή μαγειρικής. Την τελείωσα, πήρα το χαρτί μου και άρχισα να εργάζομαι σε διάφορα εστιατόρια και ξενοδοχεία.
Μέσα σε λίγα χρόνια είχα αποκτήσει ένα καλό όνομα στον κλάδο μου. Για να το καταφέρω αυτό δούλεψα σκληρά, έμαθα καινούργια πράγματα και παραμέλησα εντελώς τη προσωπική μου ζωή και διασκέδαση.
Πολύ σύντομα έπιασα δουλειά ως πρώτος Σεφ σε ένα μικρό αλλά πολύ γνωστό μπιστρό.
Ο κύριος Νίκος, ο ιδιοκτήτης, ήταν ένας εξαιρετικός τύπος που μεγάλωσε χωρίς καθοδήγηση και πήρε κάποιες λάθος αποφάσεις όταν ήταν μικρός. Αποφάσεις που τελικά τον οδήγησαν για κάποια χρόνια στη φυλακή. Όταν βγήκε, έπιασε δουλειά σε ένα εστιατόριο πλένοντας πιάτα. Ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου πίστεψε σε αυτόν και στις δυνατότητες του και τον πήρε κάτω από την προστασία του. Του έμαθε πράγματα που κανείς μέχρι τότε δεν του είχε διδάξει. Τον πήρε ακόμη και στο σπίτι του, να μένει μαζί με την οικογένεια του. Αυτός ήταν ο τρόπος του να τον βοηθήσει να προχωρήσει στη ζωή του. Και τα κατάφερε.
Ο κύριος Νίκος θέλοντας να τιμήσει τον άνθρωπο που του έσωσε τη ζωή, όταν απέκτησε την δική του επιχείρηση, φρόντιζε να προσλαμβάνει πάντα και κάποιον που μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Κάποιον που ήθελε πραγματικά να προσπαθήσει να επανενταχτεί στη κοινωνία.
Πέρασαν αρκετά παιδιά από το μπιστρό που στη συνέχεια φάνηκε να καταφέρνουν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα. Η ιδέα έμοιαζε να έχει επιτυχία.
Μια μέρα ήταν προγραμματισμένο να έρθει ένας καινούργιος πρώην κρατούμενος για δουλειά στο μπιστρό. Μαντέψτε ποιος μπήκε από την πόρτα… Ναι, ήταν ο άνθρωπος που κατέστρεψε τα σχολικά μου χρόνια.
Στην αρχή δεν κατάλαβε ποιος είμαι. Ο κύριος Νίκος τον έφερε κοντά μου για να του συστήσει το καινούργιο του αφεντικό, εμένα. Τον διέκοψα. Του είπα ότι γνωριζόμαστε ήδη πολύ καλά και ότι δεν χρειάζονται συστάσεις.
Πήρα τον κύριο Νίκο στην κουζίνα και του διηγήθηκα τα πάντα. Ολόκληρη την ιστορία, χωρίς να του κρύψω καμία λεπτομέρεια. Με ρώτησε τι ήθελα να κάνει. Του απάντησα ότι θα ήθελα να με αφήσει για λίγο μόνο μαζί του. Μετά δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να δουλέψω μαζί του.
Ο κύριος Νίκος βγήκε από την κουζίνα και σε λίγα λεπτά μπήκε ο βασανιστής μου. Άνοιξα το μεγάλο ψυγείο και του είπα να με ακολουθήσει στο εσωτερικό του για να μην μας ακούσει κανείς.
Ζήτησα να μου πει τον λόγο για τον οποίο είχε μπει φυλακή και πως νιώθει τώρα που είναι πάλι ελεύθερος. Στη συνέχεια του είπα ότι η συμπεριφορά μου απέναντι του θα εξαρτηθεί αποκλειστικά από την δική του συμπεριφορά. Αν είναι εντάξει στη δουλειά του και φέρεται σωστά στους υπόλοιπους εργαζόμενους, τότε θα μπορούσε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή του. Αν όχι, τότε θα έπρεπε να φύγει και να αναζητήσει κάτι άλλο. Προσπάθησα να του μιλήσω όσο πιο καλοσυνάτα μπορούσα, αν και μέσα μου έβραζα.
Σε κάποιο σημείο της συζήτησης μας, δεν άντεξε και κατέρρευσε. Έκλαιγε ασταμάτητα την ώρα που μου εξιστορούσε τα πάντα. Το πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά, την βία και την κακοποίηση που έζησε μικρός στο σπίτι του, την απουσία πραγματικών φίλων στο σχολείο. Μου είπε ότι οι μέρες που με χτυπούσε και μου φέρονταν άσχημα, ήταν οι μέρες που ο πατέρας του πήγαινε σπίτι μεθυσμένος και τον κακοποιούσε. Όταν τέλειωσε το σχολείο έμπλεξε άσχημα με τα ναρκωτικά και κατέληξε στη φυλακή για εμπορία.
Του είπα να ηρεμήσει και να τα αφήσει όλα πίσω του. Του είπα επίσης ότι θα κάνω ότι μπορώ για να τον βοηθήσω να σταθεί γερά στα πόδια του. Ότι, όποτε χρειαστεί κάτι, θα μπορούσε να απευθυνθεί σε εμένα. Όχι σαν αφεντικό του αλλά σαν φίλο.
Τελικά ο βασανιστής μου εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους εργαζόμενους που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Δούλευε ασταμάτητα, μέρα και νύχτα. Πέντε χρόνια αργότερα κατέληξε να είναι ο sous chef μου.
Σήμερα έχει το δικό του εστιατόριο. Περνάμε πολλές ώρες μαζί, ανταλλάσσουμε συμβουλές, ιδέες, απόψεις. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτόν. Πλέον δεν θα άλλαζα τη φιλία του για οτιδήποτε στον κόσμο!»
Use Facebook to Comment on this Post