Ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι κοινωνικοπολιτικοί θεσμοί της φρατρίας, της φυλής και του δήμου στην πολιτική διαδικασία υπήρξε καθοριστικός. Αποτέλεσαν τη βάση της οργάνωσης και λειτουργίας του θεσμικο-κοινωνικού πλαισίου της πολιτικής κοινωνίας και συντέλεσαν στο πέρασμα από την πατριαρχία στην αστική ζωή.
Η ιδιότητα του πολίτη
Για να αποκτήσει κανείς την ιδιότητα του ελεύθερου πολίτη στις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας πρωταρχικό κριτήριο ήταν αυτό της καταγωγής, δηλαδή έπρεπε να είχε γεννηθεί από γονείς που ήταν αμφότεροι ελεύθεροι πολίτες – εξ αμφοίν αστών. Ο κλειστός και αυτοδιαιωνιζόμενος χαρακτήρας του αστικού σώματος – που λειτουργούσε με την αρχή του αποκλεισμού και περιφρουρήθηκε ζηλότυπα – ήταν άμεσα συνδεδεμένος με μια σειρά πλεονεκτημάτων και προνομίων που απέρρεαν από την απολαβή της ιδιότητας του πολίτη.
Κατ’ αρχάς, ο ελεύθερος πολίτης μπορούσε να έχει πρόσβαση στη διαχείριση της εξουσίας και στη λήψη των αποφάσεων μέσω της συμμετοχής του στα πολιτικά και πολιτειακά θεσμικά όργανα της πόλεως και ταυτόχρονα να αμείβεται για τη συμμετοχή του αυτή.
Αποκτούσε το δικαίωμα κατοχής γης και ακινήτων και, παράλληλα, απαλλασσόταν από οποιονδήποτε σταθερό άμεσο φόρο. Απολάμβανε πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα. Το επόμενο πλεονέκτημα της ιδιότητας του πολίτη ήταν – τουλάχιστον ως τον 5ο αι. π.Χ. – η οπλιτική ικανότητα, δηλαδή η δυνατότητα του πολίτη να προμηθεύεται τον οπλισμό του και να μπορεί να υπερασπίζεται την πόλη του.
Και το τελευταίο χαρακτηριστικό της ιδιότητας του ελεύθερου πολίτη αφορούσε τη συμμετοχή του στις θρησκευτικές τελετές της πόλης. Άλλωστε, ο τρόπος συγκρότησης της πόλεως γίνεται μέσω του λατρευτικού καθορισμού μιας νέας απεικόνισης του χώρου – της επικράτειας – και της διαμόρφωσης μιας νέας κοινωνίας, της κοινωνίας των πολιτών, χάρη στις διαβατήριες τελετουργίες κοινωνικής ένταξης των εφήβων.
Ακολουθεί ένα πολύ ενδιάφερον άρθρο της Claude Mossé, για τους «ενεργούς» και «παθητικούς» πολίτες στην Αρχαία Ελλάδα.
1. Η ΣΤΕΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, δηλαδή του δικαιώματος συμμετοχής στην πολιτική ζωή και στη λήψη των αποφάσεων, μπορούσε να είναι αποτέλεσμα είτε δικαστικής απόφασης είτε μιας στάσης.
1.1 Η ατιμία
Ο όρος ατιμία φαίνεται ότι κάλυπτε δύο είδη αποκλεισμού από τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή. Σύμφωνα με την παλαιότερη χρήση του. ο όρος υποδήλωνε ότι ο πολίτης που υποβλήθηκε στην ποινή αυτή αποτελούσε πλέον ένα είδος παρανόμου τον οποίο μπορούσαν και να θανατώσουν, χωρίς επακόλουθη τιμωρία, και να κατασχέσουν τη περιουσία του. Πολύ γρήγορα όμως, ήδη από το τέλος του 6ου αιώνα, και τουλάχιστον στην Αθήνα, η ατιμία απόκτησε λιγότερο ριζοσπαστική σημασία: η επιβολή της ατιμίας σε έναν πολίτη σήμαινε την αφαίρεση των πολιτικών του δικαιωμάτων και τον αποκλεισμό από τα ιερά της πόλης.
Ο άτιμος δεν είχε πλέον το δικαίωμα συμμετοχής στην εκκλησία του δήμου, στα δικαστήρια και δεν μπορούσε να θέσει υποψηφιότητα για καμία αρχή. Δεν έπαυε όμως να ανήκει στο πολιτικό σώμα, συνεπώς η ένωσή του με μία Αθηναία ήταν νόμιμη, όπως και η Ιδιοκτησία των αγαθών που του ανήκαν. Τίθενται δύο προβλήματα αναφορικά με την ατιμία: πρώτον, ήταν κληρονομική, και δεύτερον, ποια ήταν τα σφάλματα που μπορούσαν να επισύρουν την επιβολή της;
Ως προς το πρώτο σημείο, φαίνεται ότι η ατιμία αποτελούσε ισόβια καταδίκη, δεν αφορούσε όμως παρά μόνο στον ένοχο, και όχι στους απογόνους του. Σε μία μόνο περίπτωση, όμως, η ατιμία μπορούσε να είναι κληρονομική: αν επρόκειτο για κάποιον που χρωστούσε στο δημόσιο, κάποιον πολίτη που δεν είχε εξοφλήσει κάποιο πρόστιμο που του είχε επιβληθεί από δικαστήριο ή που δεν είχε, ως γεωργός υπεύθυνος για έναν φόρο, αποδώσει τα ποσά που είχε συγκεντρώσει. Στην περίπτωση αυτή, αν πέθαινε πριν εξοφλήσει το χρέος του, η ατιμία βάραινε τους κληρονόμους του, αλλά έπαυε βεβαίως όταν οι τελευταίοι πλήρωναν το χρέος. Εκτός από αυτές τις περιπτώσεις χρέωσης, τα άλλα σφάλματα που μπορούσαν να επιφέρουν την επιβολή ατιμίας ήταν διαφόρων ειδών άλλα αφορούσαν σε ιδιωτικές βλάβες (κακή μεταχείριση, σεξουαλική βία. διάλυση πατρικής κληρονομιάς κ.λπ.), και άλλα αφορούσαν σε δημόσιες βλάβες (διαφθορά δικαστών, ψευδομαρτυρία, επανειλημμένες καταδίκες για την υποβολή παράνομων προτάσεων).
Φαίνεται επίσης πως υπήρχαν και μορφές μερικής ατιμίας. Το παράδειγμα που αναφέρεται πάντα για την περίπτωση αυτή είναι των πολιτών εκείνων που είχαν υπηρετήσει στο στράτευμα που είχε μείνει στην Αθήνα κατά τη στάση των ολιγαρχικών του 411: καταδικάστηκαν να μην παίρνουν πια τον λόγο στις συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου, διατηρώντας όμως το δικαίωμα να παραβρίσκονται στις συνελεύσεις.
Άλλες περιπτώσεις μερικής ατιμίας αναφέρονται από τον ρήτορα Ανδοκίδη, όπως. για παράδειγμα, η απαγόρευση να εγείρουν αγωγή στα δικαστήρια ή να διασχίζουν την αγορά. Υπάρχουν όμως πολλά σκοτεινά σημεία σχετικά με τις διάφορες διαδικασίες που οδηγούσαν σε μια τέτοια στέρηση ορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων.
1.2 Οι πολιτικές επαναστάσεις
Μέσα από την ιστορία της Αθήνας και πάλι θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε πώς μπορούσαν οι πολίτες να στερηθούν τα πολιτικά τους δικαιώματα, παραμένοντας συγχρόνως μέλη της πολιτικής κοινότητας. Θα συγκροτήσουμε τρεις στιγμές της ιστορίας αυτής: τη στάση των ολιγαρχικών το 411. τη διακυβέρνηση των Τριάκοντα και το πολίτευμα που υιοθετήθηκε το 322 υπό την πίεση του Μακεδόνα στρατηγού Αντίπατρου.
1.2.1 Η στάση του 411
Το 411, μετά τη βαριά ήττα που υπέστη η Αθήνα στη Σικελία, οι εχθροί της δημοκρατίας, εκμεταλλευόμενοι την αναταραχή που επικρατούσε στην πόλη, κατέλαβαν την εξουσία στην Αθήνα και εγκαθίδρυσαν νέους νόμους, σύμφωνα με τους οποίους μόνο πέντε χιλιάδες πολίτες από τους τριάντα πέντε χιλιάδες που υπήρχαν στην πόλη θα μπορούσαν να ασκούν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Είδαμε ήδη πώς απέτυχε το εγχείρημα, από την αντίδραση του ναυτικού και του στρατεύματος, που καθαίρεσαν τους στρατηγούς τους και αρνήθηκαν να αποδεχτούν τα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί στην Αθήνα. Χωρίς την υποστήριξη του στόλου και μέρους του στρατεύματος, οι ολιγαρχικοί δεν μπόρεσαν να διατηρηθούν στην εξουσία kui η δημοκρατία υποκαταστάθηκε. Γνωρίζουμε, όμως, από τον λόγο ενός ρήτορα της εποχής ότι ήδη είχαν αρχίσει να συντάσσουν τον κατάλογο εκείνων που θα διατηρούσαν πλήρη πολίτικα δικαιώματα. Οι υπόλοιποι δεν θα έχαναν βέβαια την ιδιότητα του Αθηναίου, θα μετατρέπονταν όμως σε «παθητικούς» πολίτες.
1.2.2 Η διακυβέρνηση των Τριάκοντα
Το 405, η Αθήνα υπέστη μια σοβαρή ναυτική ήττα στους Αιγός ποταμούς από τον στόλο των Λακεδαιμονίων. Η ήττα αυτή σήμανε το τέλος του πολέμου που για ένα τέταρτο του αιώνα είχε φέρει αντιμέτωπες τις δύο μεγάλες πόλεις kui τους συμμάχους τους. Ενώ ο ναύαρχος Λύσανδρος είχε αποκλείσει το λιμάνι του Πειραιά, οι ολιγαρχικοί κατέλαβαν για μια ακόμη φορά την εξουσία, αναθέτοντας σε τριάντα πολίτες την εγκαθίδρυση νέου πολιτεύματος. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ, καθώς, αφού για μερικούς μήνες οι Τριάκοντα σκόρπισαν στην πόλη τον τρόμο, οι εσωτερικές τους διαμάχες διευκόλυναν την επάνοδο της δημοκρατίας λίγο αργότερα. Το σχέδιο προέβλεπε ότι η άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων θα περιοριζόταν μόνο σε τρεις χιλιάδες πολίτες, Ινώ οι άλλοι θα αποκλείονταν από την πολιτεία.
Ο ρήτορας Λυσίας, που είχε βοηθήσει στην επάνοδο των δημοκρατικών στην Αθήνα, περιγράφει ως απόλυτο τον αποκλεισμό αυτό, φτάνοντας στο σημείο να πει ότι όσοι δεν ανήκαν σ’ αυτούς τους Τρεις Χιλιάδες θα «στερούνταν την πατρίδα τους». Στην πραγματικότητα, οι πολυάριθμοι δημοκρατικοί που εγκατέλειψαν την πόλη το έκαναν αφ’ ενός μεν για να ξεφύγουν από τις απειλές που τους βάραιναν, αφ’ ετέρου δε για να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας. Μετά την αποκατάσταση αυτή. έγινε μία ακόμη απόπειρα περιορισμού του δικαιώματος συμμετοχής στην πολιτική ζωή μόνο στους κατόχους ακίνητης περιουσίας. Το σχέδιο απορρίφθηκε, αν όμως είχε πετύχει. το ένα πέμπτο περίπου των πολιτών θα είχε βρεθεί χωρίς πολιτικά δικαιώματα.
1.2.3 Η απόφαση του 322
Το 322, με την ανακοίνωση του θανάτου του Αλέξανδρου, οι Αθηναίοι, παρασύροντας μαζί τους και μερικά άλλα ελληνικά Κράτη, κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον του Μακεδόνα στρατηγού Αντίπατρου, στον οποίο ο Αλέξανδρος είχε εμπιστευτεί το βασίλειό του πριν ξεκινήσει την εκστρατεία στην Ασία. Οι Έλληνες ηττήθηκαν. και το 322 οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να δεχτούν την παρουσία μακεδονικής φρουράς στον Πειραιά και την εγκατάσταση τιμοκρατικού καθεστώτος: για να συμμετέχει κάποιος στην πολιτική ζωή έπρεπε να έχει περιουσία αξίας τουλάχιστον δύο χιλιάδων δραχμών. Συνεπώς περισσότεροι από τους μισούς Αθηναίους πρέπει να αποκλείστηκαν από την ιδιότητα του ενεργού πολίτη. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, συγγραφέα του τέλους του 1ου αιώνα μ.Χ., ένα μέρος αυτών μετανάστευσαν στη Θράκη. Κι αυτό γιατί, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα, ο αποκλεισμός από την πολιτική ζωή σήμαινε για τα φτωχότερα στρώματα την απώλεια των υλικών προνομίων της πολιτικής ιδιότητας: δηλαδή τους διάφορους μισθούς, τη διανομή του θεωρικού, τις αμοιβές για όσους υπηρετούσαν στον στόλο. Πιθανότατα η απώλεια των υλικών αυτών προνομίων, περισσότερο από τη στέρηση της συμμετοχής στις δημόσιες υποθέσεις, έγινε αισθητή με σκληρότερο τρόπο από την πλειοψηφία, καθώς, όπως θα διαπιστώσουμε, η πολιτική ζωή είχε περιέλθει σταδιακά στα χέρια μια μειοψηφίας «πολιτικών».
2. Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ
Πρόκειται για πρόβλημα που απασχόλησε την Αθήνα, τη μόνη πόλη για την οποία για μια ακόμη φορά διαθέτουμε επαρκείς πληροφορίες. Το πρόβλημα αυτό είναι ένα από αυτά που προκάλεσαν τις περισσότερες συζητήσεις και διαμάχες μεταξύ των ιστορικών της εποχής μας. Ας προσπαθήσουμε να αποκαλύψουμε τις διάφορες όψεις του.
2.1 Δημοκρατία και συμμετοχή
Είδαμε προηγουμένως τι σήμαινε η εγκαθίδρυση δημοκρατικού καθεστώτος στην Αθήνα: τη συμμετοχή στις συνελεύσεις, όπου λαμβάνονταν οι αποφάσεις που δέσμευαν το σύνολο της πολιτικής κοινότητας. Σε ποιο βαθμό ήταν πραγματική η συμμετοχή αυτή; Γνωρίζουμε ότι για ορισμένες ψηφοφορίες, όπως, για παράδειγμα, τον 5ο αιώνα για να ξεκινήσει η διαδικασία του εξοστρακισμού, καθώς και για να παραχωρηθούν πολιτικά δικαιώματα, χρειαζόταν απαρτία έξι χιλιάδων ψηφοφόρων. Δεν έχουμε καμία σαφή ένδειξη σχετικά με τον αριθμό των πολιτών της κλασικής Αθήνας. Η μόνη γνωστή απογραφή από τα τέλη του 6ου αιώνα αναφέρει 21.000 πολίτες. Πιστεύουμε όμως γενικά ότι, την παραμονή του Πελοποννησιακού πολέμου, ο αριθμός των Αθηναίων ήταν μεταξύ 35 και 40.000, και στην αρχή του 4ου αιώνα παραδίδεται ο αριθμός 30.000 και από τον φιλόσοφο Πλάτωνα και από τον ποιητή Αριστοφάνη.
Δηλαδή συνήθως λιγότερο από το ένα έκτο των πολιτών συμμετείχε πραγματικά στις συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι τα υπόλοιπα πέντε έκτα αδιαφορούσαν για τις υποθέσεις της πόλης. Κατ’ αρχήν, επειδή η σύνθεση της εκκλησίας του δήμου διέφερε ανάλογα με τις συνθήκες, την εποχή του έτους, τα θέματα της ημερήσιας διάταξης.
Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι ήταν ευκολότερο για τους κατοίκους του άστεως. παρά για τους κατοίκους της υπαίθρου, να μεταβαίνουν στην Πνύκα. Οι νοσταλγοί των παλαιότερων εποχών αρέσκονταν να αναφέρουν αυτό που ένας σύγχρονος ιστορικός ονόμασε «δημοκρατία των γεωργών», όταν πολίτες ήταν μόνο οι ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας και απεχθάνονταν την ιδέα να μεταβαίνουν στην πόλη για κάθε λόγο.
Ο ποιητής Αριστοφάνης, ένας από τους νοσταλγούς αυτούς, κατήγγειλε τις βλαβερές συνέπειες του θεσμού του εκκλησιαστικού μισθόν, που προσήλκυε στην εκκλησία του δήμου κάθε είδους εξαθλιωμένους πολίτες με μόνη επιδίωξη την είσπραξη των τριών οβολών που τους επέτρεπε να ζήσουν χωρίς να κάνουν τίποτε. Πρέπει, ωστόσο, να υπενθυμίσουμε ότι η εκκλησία του δήμου συνερχόταν κανονικά σαράντα φορές τον χρόνο και ότι, ακόμη και αν υπήρχαν κάποιες επιπλέον έκτακτες συνελεύσεις, δεν έφταναν για να ζήσει ένα άτομο χωρίς πόρους – ακόμα κι αν δεν είχε χάσει καμία συνέλευση.
Πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίσουμε με σύνεση την κριτική που ασκούν οι αντίπαλοι της δημοκρατίας, κατηγορώντας την εκκλησία του δήμου ως άναρχη και συγχρόνως παντοδύναμη, που κυριαρχείται από μια μάζα φτωχών πολιτών και αποτελεί παίγνιο στα χέρια των δημαγωγών. Οι πολυάριθμες αποφάσεις που προέρχονται από τις συνελεύσεις αυτές και που έφτασαν ώς εμάς, μαρτυρούν την καλή λειτουργία του συστήματος, και ότι η συμμετοχή του δήμου, του λαού, στη λήψη των αποφάσεων αποτελούσε πραγματικότητα.
Η αποτυχία των δύο ολιγαρχικών στάσεων, προς τα τέλη του 5ου αιώνα, αποτελεί απόδειξη της προσκόλλησης των περισσότερων πολιτών στο πολιτικό καθεστώς του οποίου γνώριζαν ότι αποτελούσαν την κινητήρια δύναμη.
Μετά από αυτά, δεν μπορούμε vu αρνηθούμε ότι ο βαθμός συμμετοχής στην πολιτική ζωή δεν ήταν ο ίδιος για όλους.
Πράγμα που μας οδηγεί να θέσουμε το ζήτημα της ύπαρξης μιας «πολιτικής τάξης».
2.2 Η πολιτική τάξη
Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Αριστοτέλη, σε πολλές πόλεις η διαχείριση των υποθέσεων βρισκόταν στα χέρια της μειοψηφίας εκείνων που, λόγω περιουσίας και ελεύθερου χρόνου, είχαν τη δυνατότητα να επιδιώκουν τις ανώτατες αρχές. Στην περίπτωση της δημοκρατικής Αθήνας, όπου η αμοιβή για τις δημόσιες λειτουργίες επέτρεπε σε όλους να έχουν πρόσβαση σ’ αυτές, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά, αλλά η ύπαρξη μιας πολιτικής τάξης δεν έπαυε να αποτελεί και εκεί πραγματικότητα.
2.2.1 2.2.1 Οι τάξεις κατά τον Σόλωνα
Πρέπει εδώ να επανέλθουμε στο ζήτημα που ήδη τέθηκε, των «σολώνειων τάξεων». Σύμφωνα με τον συγγραφέα της Αθηναίων Πολιτείας, η κατανομή των πολιτών σε τέσσερις τάξεις ανάλογα με το εισόδημά τους είχε στόχο κατ’ αρχήν να ρυθμίσει την πρόσβαση στις αρχές. Έτσι, για παράδειγμα, μόνο οι πολίτες των δύο πρώτων τάξεων μπορούσαν να γίνουν άρχοντες, και μόνο κατά τον 5ο αιώνα έγινε δυνατή η πρόσβαση και για τους πολίτες της τρίτης τάξης, τους ζευγίτες. Όπως υποδείξαμε πιο πάνω, η κατάταξη του Σάλωνα κάλυπτε περισσότερο στρατιωτικά και φορολογικά ζητήματα, παρά την ανάγκη περιορισμού της πρόσβασης στις αρχές για τους πιο πλούσιους. Είναι πραγματικά δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ένας μικρός γεωργός, ακόμα και αν ανήκε στην τάξη των ζευγιτών, θα μπορούσε χωρίς συνέπειες να εγκαταλείψει τη γη και τα χωράφια του κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους.
2.2.2 Η προέλευση των πολιτικών ανδρών
Πράγματι, οι πολιτικοί άνδρες των πρώτων δεκαετιών του 5ου αιώνα, τα ονόματα των οποίων έχουν φτάσει ώς εμάς, ανήκαν όλοι στις παλαιές αριστοκρατικές οικογένειες της Αθήνας. Αυτό ίσχυε και στην περίπτωση του Κλεισθένη, στο τέλος του προηγούμενου αιώνα. Το ίδιο και για τον Μιλτιάδη και τον γιο του Κίμωνα, για τον Αριστείδη και τον Θεμιστοκλή, και βέβαια για τον ίδιο τον Περικλή. Οι κατάλογοι των αρχόντων που διαθέτουμε δεν μας επιτρέπουν πάντα να αποφανθούμε για την κοινωνική κατάσταση εκείνων που αναλάμβαναν τη λειτουργία αυτή κατά τον 5ο αιώνα, δεν θα μπορούσαμε όμως να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι ανήκαν σε εύπορες τάξεις.
Η καθιέρωση της μισθοφόρους μπορεί να επέτρεψε στους φτωχότερους πολίτες να συμμετέχουν στα δικαστήρια της Ηλιαίας, δηλαδή να υπηρετούν την πόλη για ένα ολόκληρο έτος ως βουλευτές, δεν επέφερε όμως σημαντικές μεταβολές στην ήδη υπάρχουσα κατάσταση. Παρόμοια, μπορεί να είχαν όλοι το δικαίωμα να μιλήσουν στις συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου, αναμφίβολα όμως. εκ των πραγμάτων, εκείνοι που μιλούσαν ήταν αυτοί που, χάρη στην εκπαίδευσή τους, χειρίζονταν με ευχέρεια τον λόγο και μπορούσαν να επιβληθούν σε μια συγκέντρωση πολλών ατόμων. Ας προσθέσουμε, επιπλέον, ότι οι ανώτεροι άρχοντες, οι στρατηγοί ή οι θησαυροφύλακες, εκλέγονταν και ότι κατά την εκλογή το βάρος έπεφτε στις τοπικές επιρροές. Γι’ αυτό τον λόγο εξάλλου, η κλήρωση θεωρείτο πιο δημοκρατικός τρόπος εκλογής. Αλλά και η κλήρωση αυτή γινόταν από καταλόγους που συγκροτούσαν οι δήμοι και οι φυλές, και εκεί επίσης μπορούσε να παίξει ρόλο το προσωπικό γόητρο, η καταγωγή ή η περιουσία.
Βέβαια, στην Αθήνα περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, η πρόσβαση στις αρχές ήταν σχετικά ανοιχτή. Όμως. πέρα από τις ίδιες τις αρχές, η διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων παρέμενε στα χέρια μιας μειοψηφίας μορφωμένων ανδρών ευγενικής καταγωγής και κατά κανόνα με αρκετή περιουσία, έτσι ώστε αυτοί να έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν πράξεις γενναιοδωρίας προς όφελος ολόκληρης της πόλης.
2.2.3 Η εξέλιξη τη; πολιτικής τάξης
Είναι λοιπόν προφανής η ύπαρξη μιας πολιτικής τάξης. Αυτή όμως η τάξη εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων της ιστορίας της δημοκρατικής Αθήνας. Μέχρι τον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι άνδρες που βρίσκονται στο προσκήνιο ανήκουν όλοι ή σχεδόν όλοι στις παλαιές εκείνες αθηναϊκές οικογένειες που κυριαρχούσαν στην πόλη ήδη από τον 6ο αιώνα. Από το 430 περίπου, βλέπουμε να εμφανίζονται στο προσκήνιο άνδρες λίγο διαφορετικής καταγωγής, που δεν έχουν πίσω τους ένδοξους προγόνους και που τα εισοδήματα τους προέρχονται από την εκμετάλλευση εργαστηρίων ή μεταλλωρυχείων.
Αυτή είναι η περίπτωση. για παράδειγμα, των περίφημων «δημαγωγών» του τέλους του αιώνα, τους οποίους χλευάζει ο Αριστοφάνης και τους κατηγορεί ότι δεν μπορούν να σταθούν στις συνελεύσεις: ο περίφημος Κλέων. ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου, ο Υπέρβολος ο αγγειοπλάστης, ο οργανοποιός Κλεοφών, ή ακόμα ο έμπορος προβάτων Λυσικλής. Όλοι αυτοί οι άνδρες ηταν πλούσιοι, αλλά οι σχέσεις τους με τον κόσμο του εμπορίου και της βιοτεχνίας τούς υποβίβαζε στα μάτια εκείνων που θεωρούσαν τις δραστηριότητες αυτές ανάξιες για έναν ελεύθερο άνθρωπο.
Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς για τα αίτια της εξέλιξης αυτής της πολιτικής τάξης, εξέλιξης που επιβεβαιώνεται τον επόμενο αιώνα, όταν όλοι σχεδόν οι πολιτικοί άνδρες που γνωρίζουμε σήμερα προέρχονταν από αυτές τις τάξεις. Είναι βέβαιο ότι η εξέλιξη σχετίζεται με το γεγονός ότι η ανάπτυξη της πόλης κατά τον 5ο αιώνα μετέβαλε το χρήμα σε αξία που έχαιρε όλο και μεγαλύτερης εκτίμησης. Για να επανδρωθούν τα πλοία του στόλου, για να οργανωθούν οι μεγάλες γιορτές της πόλης, για να χρηματοδοτηθούν οι μακρινές αποστολές, τα χρήματα των πλουσίων γίνονταν όλο και πιο απαραίτητα και η προέλευσή τους έπαυε να έχει ιδιαίτερη σημασία.
Ένας ακόμη λόγος ήταν ότι ο πλούσιος τεχνίτης διέθετε ευκολότερα ρευστό χρήμα σε σχέση με τον μεγαλοϊδιοκτήτη γης, που συχνά αναγκαζόταν να υποθηκεύσει την περιουσία του για να αντιμετωπίσει τις δαπάνες που απαιτούνταν για την επιτυχία της πολιτικής καριέρας. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί όροι (πέτρινες στήλες όπου αναγραφόταν η υποθήκευση των κτημάτων) που βρίσκονται στην Αττική χρονολογούνται στον 4ο αιώνα, και ότι οι δικανικοί λόγοι αναφέρουν την περίπτωση πλούσιων ανδρών που αναγκάστηκαν να υποθηκεύσουν τις γαίες τους για να καλύψουν μια δαπανηρή λειτουργία.
Η εξέλιξη της πολιτικής τάξης δεν σημαίνει και εξέλιξη κοινωνική, όπως θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει. Μάλιστα, ιδιοκτήτες γης και ιδιοκτήτες δούλων θεωρούνταν ομοίως εισοδηματίες. Ο πλούτος παρέμενε αν όχι το κριτήριο, τουλάχιστον το απαραίτητο μέσο για την πρόσβαση στην τάξη των πολιτικών.
2.3 II παθητικότητα του δήμου: μύθος ή πραγματικότητα;
Από την ύπαρξη της πολιτικής αυτής τάξης θα μπορούσαμε, άραγε, να συμπεράνουμε ότι οι συζητήσεις εκ των οποίων προέρχονταν οι επιλογές που δέσμευαν το σύνολο της πόλης, ανάγονταν στην πραγματικότητα σε εσωτερικές διαμάχες της τάξης αυτής; Αυτό υποστήριξαν ορισμένοι από τους ιστορικούς της εποχής μας, στηριζόμενοι στις προσωπικές αντιπαλότητες που μαρτυρούν οι πηγές και στις συμμαχίες που μαντεύουμε ότι σχηματίζονταν γύρω από ορισμένους «ηγέτες». Θα ήταν, ωστόσο, υπερβολικό να συμπεράνουμε ότι οι συγκρούσεις που δίχαζαν την πόλη ανάγονται σε απλές διαμάχες μεταξύ παρατάξεων και ομάδων, διαμάχες που η πλειοψηφία των πολιτών παρακολουθούσε παθητικά. Διότι, αν οι προσωπικές συγκρούσεις έφερναν αντιμέτωπα κάποια μέλη της πολιτικής τάξης- που στα κείμενα δηλώνονται μερικές φορές με τον όρο πολιτευόμενοι – οι επιλογές για τις οποίες καλούνταν να αποφανθούν οι πολίτες δεν έπαυαν να είναι πολιτικές επιλογές.
Θα αναφέρουμε δύο μόνο παραδείγματα. Τη ν παραμονή της εκστρατείας στη Σικελία, ήλθαν αντιμέτωποι στην εκκλησία του δήμου ο Νικίας, ο οποίος ήταν αντίθετός με το εγχείρημα και το θεωρούσε επικίνδυνη περιπέτεια, και ο Αλκιβιάδης, ο οποίος ήταν αντίθετα υποστηρικτής της επιχείρησης και έλπιζε να του φέρει μεγάλη δόξα. Μπορούμε να παραδεχτούμε ότι υπήρχε προσωπική έχθρα μεταξύ των δύο ανδρών. που σχετιζόταν με τις διαφορές στην καταγωγή και την ηλικία τους. Ο Αλκιβιάδης ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια και ήταν νέος. Το εισόδημα του Νικία προερχόταν από την εκμετάλλευση ορυχείων και ο ίδιος πλησίαζε την ηλικία των πενήντα χρόνων. Όμως, ο δήμος ακολούθησε τον Αλκιβιάδη επειδή, όπως παρατηρεί ο ιστορικός Θουκυδίδης, υπολόγιζε ότι η εκστρατεία θα του απέφερε υλικά οφέλη. Επρόκειτο. λοιπόν, για απόφαση που σχετιζόταν με τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των πολιτών.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι από την ιστορία του 4ου αιώνα. Πρόκειται για την έγκριση από την εκκλησία του δήμου της συνθήκης ειρήνης που σύναψε η Αθήνα με τον Φίλιππο της Μακεδονίας το έτος 346. Για ορισμένους, ένας από τους οποίους είναι και ο Δημοσθένης, η συνθήκη αυτή παραγνώριζε τα συμφέροντα της Αθήνας, που απειλούνταν από τη φιλόδοξη πολιτική του Μακεδόνα βασιλιά. Για άλλους αντιθέτως. μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και οι προσωπικοί εχθροί του Δημοσθένη. διαφύλασσε την ειρήνη που ήταν απαραίτητη για την εσωτερική ισορροπία της πόλης. Ο δήμος επέλεξε την ειρήνη και ο Δημοσθένης αναγκάστηκε να συναινέσει και να υπερασπιστεί την αρχή της ειρήνης.
Οι συγκρούσεις που έφερναν αντιμέτωπους τους πολιτικούς άνδρες. με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ του Δημοσθένη και του Αισχίνη, σχετικά με τη στάση που έπρεπε να υιοθετηθεί απέναντι στη μακεδονική απειλή, δεν υποδηλώνουν απαραίτητα την παθητικότητα των πολιτών έναντι των αποφάσεων που όφειλαν να λάβουν, εφόσον τελικά οι δικές τους ψήφοι ήταν εκείνες που καθόριζαν τον προσανατολισμό που θα υιοθετούσε η πολιτική της πόλης. Μένει, ωστόσο, το ερώτημα κατά πόσο ήταν αλήθεια αυτό που μαρτυρούν ορισμένοι σύγχρονοι της εποχής εκείνης σχετικά με την ολοένα αυξανόμενη αδιαφορία των πολιτών για τις δημόσιες υποθέσεις.
3. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 4ο ΑΙΩΝΑ
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι αναταραχές που προκάλεσε σε όλο τον ελληνικό κόσμο ο Πελοποννησιακός πόλεμος είχαν αντίκτυπο στη λειτουργία της πολιτικής ζωής στο εσωτερικό των πόλεων. Όπως ήταν αναμενόμενο, θα ασχοληθούμε και πάλι με το αθηναϊκό παράδειγμα, θα μπορέσουμε όμως να επεκτείνουμε ορισμένα από τα συμπεράσματά μας και σε άλλες πόλεις.
3.1 Οι μεταμορφώσεις των στρατευμάτων των πόλεων
Μία από τις πρώτες ενδείξεις της εξέλιξης αυτής κατά τον 4ο αιώνα είναι η σταδιακή εξαφάνιση των στρατών των πόλεων. Ήδη κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οι περισσότεροι από τους εμπόλεμους -περιλαμβανομένων και των Σπαρτιατών – αναγκάστηκαν να καλέσουν μισθοφορικούς στρατούς, επαγγελματίες στρατιώτες, ξένους για την πόλη. Κατά τον 4ο αιώνα, το φαινόμενο γενικεύεται, καθώς συνδέεται με την ανάπτυξη νέων μορφών μάχης που σχετίζονται περισσότερο με τον ανταρτοπόλεμο παρά με την αντιπαράθεση των οπλιτών. Στα στρατεύματα των ελληνικών πόλεων, τα σώματα του πεζικού με ελαφρύ εξοπλισμό αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία: ο πολίτης – οπλίτης παραχωρεί τη θέση του στον μισθοφόρο πελταστή. Η προσφυγή στους μισθοφόρους επιτρέπει εξάλλου στους στρατηγούς να ηγούνται πιο μακροχρόνιων εκστρατειών, χωρίς να χρειάζεται να ανησυχούν για την επιστροφή και την ενασχόληση με τις γεωργικές εργασίες.
Ο πόλεμος παύει να είναι εποχιακός. Επιπλέον, ο στρατηγός που διοικεί έναν στρατό μισθοφόρων δεν φοβάται ότι θα τον κατακρίνουν οι στρατιώτες του: όσο μπορεί να τους πληρώνει τον υπακούουν. Ο στρατηγός γίνεται και ο ίδιος επαγγελματίας του πολέμου, και βλέπουμε Αθηναίους στρατηγούς ή Σπαρτιάτες βασιλείς να προσφέρουν τι; υπηρεσίες τους σε βάρβαρους βασιλίσκους ή Πέρσες σατράπες, για να μπορέσουν να πληρώσουν τους στρατιώτες τους. Υπάρχουν, βέβαια, ακόμη τα σώματα των πολιτών-οπλιτών, αλλά συμμετέχουν όλο και λιγότερο στις μακρινές εκστρατείες. Γι’ αυτό ακριβώς παραπονείται ο Δημοσθένης στην Αθήνα: έχοντας επίγνωση των νέων συνθηκών πολέμου, επιθυμεί κι αυτός τη συμμετοχή ενός ελάχιστου αριθμού πολιτών στις αποστολές της Αθήνας με σκοπό τη διαφύλαξη των θέσεών της στο Αιγαίο, ενώ ο στρατηγός να είναι υπεύθυνος έναντι των πολιτών αυτών και να μην μπορεί πλέον να ενεργεί κατά βούληση.
Εξάλλου, η ολοένα και μεγαλύτερη χρησιμοποίηση μισθοφορικών στρατευμάτων επιβάρυνε υπερβολικά τον προϋπολογισμό της πόλης. Και σε περίπτωση που η πόλη δεν ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσει τις μακρινές εκστρατείες, είτε διαλυόταν ατάκτως ο στρατός και κατέφευγε στην υπηρεσία όποιου μπορούσε να πληρώσει, είτε ο στρατηγό! αναγκαζόταν να επιδοθεί σε λεηλασίες και αρπαγές για να κρατήσει τους στρατιώτες του. γεγονός που επέφερε σοβαρές δυσχέρειες στην πόλη. Η σταδιακή εξαφάνιση του πολίτη – οπλίτη είχε λοιπόν σοβαρές επιπτώσεις. Χωρίς αμφιβολία αυτή ήταν η αιτία που η Αθήνα προσπάθησε, κατά το δεύτερο μισό του αιώνα – και ίσως μόνο μετά την ήττα της Χαιρώνειας, υπό την επιρροή του Λυκούργου – να μετατρέψει την Εφηβεία σε πραγματική «στρατιωτική θητεία», κατά την οποία όλοι οι νεαροί Αθηναίοι, χωρίς διάκριση, εκπαιδεύονταν όχι μόνο στην οπλιτική τακτική, αλλά kui σε πιο κινητικές μορφές μάχης του ελαφρού πεζικού. Στη Σπάρτη, μόνο κατά τον 3ο αιώνα οι μεταρρυθμιστές βασιλείς θα επιχειρήσουν την ανασυγκρότηση του στρατού της πόλης, που είχε στο μεταξύ γίνει σκιώδης, μέσω της αναδιανομής των γαιών.
3.2 Ο «επαγγελματικός» χαρακτήρας της πολιτικής ζωής
Μία από τις συνέπειες τού ολοένα και πιο επαγγελματικού χαρακτήρα των στρατευμάτων των πόλεων ήταν η αναγκαιότητα διάθεσης χρηματικών πόρων για την πληρωμή των στράτευμά των αυτών. Στην περίπτωση της Αθήνας, η αναγκαιότητα αυτή επιδεινώθηκε από τις συνέπειες της ήττας που υπέστη η πόλη με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου: η απώλεια της ηγεμονίας και του φόρου υποτέλειας που κατέβαλλαν οι σύμμαχοι, η επιβράδυνση της εκμετάλλευσης των αργυρωρυχείων του Λαυρίου και ίσως επίσης -τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του αιώνα- ίων συναλλαγών, επίκεντρο των οποίων ήταν ο Πειραιάς, δημιουργούν πραγματικό οικονομικό πρόβλημα για την πόλη. Το πρόβλημα αυτό δεν θα επιλυθεί με την ανασύσταση, το 378/7, μιας νέας ναυτικής ομοσπονδίας γύρω από την Αθήνα, εφόσον με την καταστατική πράξη της ομοσπονδίας αυτής οι Αθηναίοι δεσμεύονταν να μην εισπράττουν φόρο υποτέλειας από τους συμμάχους τους.
Γι’ αυτό και καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα γίνονται διάφορες απόπειρες με σκοπό την οργάνωση της είσπραξης της πολεμικής φορολογίας, της εισφοράς, που ήταν έκτακτος φόρος αλλά έτεινε να μεταβληθεί σε μόνιμο, καθώς και τη ρύθμιση της πιο σημαντικής για την πόλη λειτουργίας, της τριηραρχίας. Με τις διάφορες αυτές απόπειρες συνδέονται τα ονόματα ορισμένων ανδρών, όπως του Καλλίστρατου και του Εύβουλου, αργότερα του Λυκούργου, οι οποίοι εμφανίζονται ως ειδικοί σε οικονομικά ζητήματα, και οι δύο τελευταίοι τουλάχιστον αναλαμβάνουν με την ιδιότητα αυτή μια πολύ πιο μακροχρόνια αρχή σε σχέση με τις συνήθεις ετήσιες αρχές: ο Εύβουλος την αρχή του «υπεύθυνου για το θεωρικό», ο Λυκούργος «την αρχή της διοίκησης». Καθώς ο πόλεμος μεταβαλλόταν σε επάγγελμα, η διοίκηση της πόλης έτεινε κι αυτή να μεταβληθεί από μια ορισμένη μορφή αυτοδιοίκησης σε μια πιο εξειδικευμένη διοίκηση, που απαιτούσε συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η επιλογή οικονομικής πολιτικής μπορούσε να αφορά περισσότερο σ’ αυτούς τους «ειδικούς» παρά στη μάζα των πολιτών, γεγονός που μπορούσε να έχει ως συνέπεια μια ακόμη μεγαλύτερη αδιαφορία εκ μέρους των πολιτών για συζητήσεις των οποίων τις λεπτομέρειες αγνοούσαν.
Αυτό ήθελαν άραγε να πουν οι ρήτορες, όπως ο Δημοσθένης ή ο Υπερείδης, όταν κατηγορούσαν τους απλούς πολίτες, τους ιδιώτες, ότι ασχολούνταν περισσότερο με τις ιδιωτικές τους υποθέσεις, με τα ίδια. παρά με τις υποθέσεις της πόλης; Δεν θα πρέπει, βέβαια, να λαμβάνουμε κατά γράμμα τα επιχειρήματα που σκοπό είχαν να ξυπνήσουν το ενδιαφέρον των ακροατών εκείνων που αρκούνταν στο να ακούν χωρίς να παρεμβαίνουν. Αλλά δεν μπορούμε και να τα αγνοήσουμε.
3.3 Νέα επίκεντρα ενδιαφέροντος
Εξάλλου, η βελτιωμένη τεχνική των συζητήσεων δεν αρκεί ίσως από μόνη της για να ερμηνεύσει την αδιαφορία αυτή. Το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα χαρακτηρίζεται στην Αθήνα από την ανάκαμψη των οικονομικών δραστηριοτήτων. Τα ορυχεία του Λαυρίου γνωρίζουν νέα εκμετάλλευση και ο Πειραιάς βρίσκεται εκ νέου στο επίκεντρο των εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως μαρτυρούν ορισμένοι δικανικοί λόγοι, δραστηριότητες που ευνοούνται και από συγκεκριμένα μέτρα που «φορούν στους εμπόρους, ειδικά τους ξένους. Μπορούμε να παραδεχτούμε ότι για τους εύπορους Αθηναίους είχαν μεγαλύτερη σημασία τα κέρδη που μπορούσε να τους αποφέρει ο δανεισμός χρημάτων σε εμπόρους με υψηλό επιτόκιο ή η ενοικίαση της εκμετάλλευσης των ορυχείων τους, παρά ο λεγόμενος μακεδονικός κίνδυνος, στον οποίο, σύμφωνα με τον Δημοσθένη, δεν πίστευαν καθόλου.
Έτσι εξηγείται η επιθυμία τους να διατηρήσουν με κάθε τίμημα την ειρήνη, απαραίτητη για την ανάπτυξη των ιδιωτικών τους επιχειρήσεων και για την άσκηση λιγότερο βαριάς φορολογικής πίεσης. Όμως οι «πλούσιοι» δεν ήταν οι μόνοι που προωθούσαν περισσότερο τα ιδιωτικά τους συμφέροντα από τα συμφέροντα της πόλης. Για την πλειοψηφία των φτωχών πολιτών, ο πόλεμος δεν σήμαινε πλέον την παροχή μισθών και την ελπίδα για λάφυρα αλλά τη στέρηση της διανομής του θεωρικού, το οποίο ο Δημοσθένης επιθυμούσε να κατατίθεται στο πολεμικό ταμείο. Και για εκείνους, οι στείρες λογομαχίες στις οποίες επιδίδονταν οι ρήτορες, κατηγορώντας ο ένας τον άλλο ότι έχει πουληθεί στον Φίλιππο, φαίνονταν εντελώς μάταιες, και επειδή ο μόνος λόγος που συνέχιζαν να πηγαίνουν στις συνελεύσεις ήταν για να μη χάσουν τον μισθό, είχαν μεταβληθεί σε παθητικούς ακροατές, γεγονός για το οποίο παραπονούνταν ορισμένοι πολιτικοί άνδρες όπως ο Δημοσθένης.
Όλα αυτά ισχύουν βέβαια για την περίπτωση της Αθήνας, τη μόνη πόλη για την οποία διαθέτουμε ακριβείς πληροφορίες και μαρτυρίες από τους συγχρόνους. Όμως, μέσα από τα λόγια ενός Δημοσθένη ή ενός Υπερείδη, μαντεύουμε ότι το ίδιο ίσχυε και αλλού και ότι αυτή η αδιαφορία των πολιτών για τις δημόσιες υποθέσεις διευκόλυνε τις πλεκτάνες ενός άνδρα όπως ήταν ο Φίλιππος της Μακεδονίας: ήταν αρκετό να πάρει με το μέρος του ορισμένους πολιτικούς για να κερδίσει όλη την πόλη.
Ίσως με τον τρόπο αυτό αμαυρώνουμε κάπως υπερβολικά την εικόνα. Δεν θα μπορούσαμε, ωστόσο, να αρνηθούμε ότι κατά το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα η πολιτική ιδιότητα περνά κρίση. Βέβαια οι πολιτικοί θεσμοί συνεχίζουν να λειτουργούν, και ειδικά για το τέλος του 4ου και για τον 3ο αιώνα διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες και για άλλες πόλεις εκτός από την Αθήνα. Αυτοί όμως οι πολιτικοί θεσμοί, σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν τα μεγάλα βασίλεια που προήλθαν από τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου. χάνουν πλέον σ’ ένα βαθμό το περιεχόμενό τους, και η πολιτική ιδιότητα τείνει να μετατραπεί σε μια κατάσταση που αποφέρει κάποια πλεονεκτήματα, αλλά για το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών δεν σημαίνει μια ενεργό συμμετοχή.
ΠΗΓΕΣ
Η εξαίρεση των φτωχών από την πολιτική ιδιότητα το 322
… ὁ δῆμος οὐκ ὤν ἀξιόμαχος ἠναγκάσθη τήν ἐπιτροπήν καί τήν ἐξουσία πᾶσαν Ἀντιπάτρῳ δοῦναι περί τῆς πόλεως. ὁ δέ φιλανθρώπως αὐτοῖς προσενεχθείς συνεχώρησεν ἔχειν τήν τέ πόλιν καί τάς κτήσεις καί τ’ ἄλλα πάντα· τήν δέ πολιτείαν μετέστησεν ἐκ τῆς δημοκρατίας καί προσέταξεν ἀπό τιμήσεως εἶναι τό πολίτευμα καί τούς μέν κεκτημένους πλείω δραχμῶν δισχιλίων κυρίους εἶναι τοῦ πολιτεύματος καί τῆς χειροτονίας. τούς δέ κατωτέρω τῆς τιμήσεως ἅπαντας ὡς ταραχώδεις ὄντας καί πολεμικούς ἀπήλασε τῆς πολιτείας καί τοῖς βουλομένοις χώραν ἔδωκεν εἰς κατοίκησιν ἐν τῇ Θράκῃ. οὗτοι μέν οὖν ὄντες πλείους τῶν [δισ]μυρίων καί δισχιλίων μετεστάθησαν ἐκ τῆς πατρίδος, οἱ δέ τήν ὡρισμενην τίμησιν ἔχοντες περί ἐννακισχιλίους ἀπεδείχθησαν κύριοί τῆς τε πόλεως καί χώρας καί κατά τούς Σάλωνας νόμους ἐπολιτεύοντο·
…Ο λαός, επειδή δεν είχε τη δύναμη να συνεχίσει τον πόλεμο, αναγκάστηκε να αναθέσει στον Αντίπατρο όλη την κηδεμονία και την εξουσία της πόλης. Κι εκείνος συμπεριφέρθηκε με επιείκεια και τους επέτρεψε να διατηρήσουν την πόλη. τις κτήσεις και όλα τα άλλα. Όμως τροποποίησε το πολίτευμα, καταργώντας τη δημοκρατία, και όρισε πολίτευμα με βάση τον καθορισμό της αξίας των εισοδημάτων των πολιτών. Έτσι, όσοι πολίτες είχαν εισόδημα πάνω από δύο χιλιάδες δραχμές, όρισε να έχουν το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή και στην εξουσία. Ενώ όλους όσους είχαν μικρότερο εισόδημα, σαν να ήταν ταραχοποιοί και φιλοπόλεμοι, τους εξόρισε από την πόλη. Τέλος, έδωσε σ’ όσους το επιθυμούσαν γη για να κατοικήσουν στη Θράκη. Αυτοί λοιπόν, που δεν ξεπερνούσαν τους δώδεκα χιλιάδες. εγκατέλειψαν την πατρίδα τους. ενώ όσοι είχαν το καθορισμένο εισόδημα, περίπου εννιά χιλιάδες πολίτες, ορίστηκαν κύριοι και τη πόλης και της χώρας και κυβερνούσαν σύμφωνα με τους νόμους του Σόλωνα.
(Διόδωρου Σικελιώτη, Ιστορική Βιβλιοθήκη. XVIII. 18. 3-5)
Η ψηφοφορία για την εκστρατεία στη Σικελία το 415
Καί ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι. Τοῖς μέν γάρ πρεσβυτέροις ὡς ἤ καταστρεψομένοις ἐφ ἅ ἔπλεαν ἤ οὐδέν ἄν σφαλεῖσαν μεγάλην δύναμιν, τοῖς δ’ ἐν τῇ ἡλικίᾳ τῆς τέ ἀπούσης πόθῳ ὄψεως καί θεωρίας, καί εὐέλπιδες ὄντες σωθήσεσθαι. ὁ δέ πολύς ὅμιλος καί στρατιώτης ἐν τέ τῷ παρόντι ἀργύριον οἴσειν καί προσκτήσεσθαι δύναμιν ὅθεν ἀίδιον μισθοφοράν ὑπάρξειν. ὥστε διά τήν ἄγαν τῶν πλεόνων ἐπιθυμίαν, εἰ τῷ ἄρα καί μή ἤρεσκε, δεδιώς μή ἀντιχειροτονῶν κακόνους δδξειεν εἶναι τή πόλει ἡσυχίαν ἦγεν.
Όλους τους κατέλαβε εξίσου η επιθυμία να αποπλεύσουν. Τους πιο ηλικιωμένους διότι πίστευαν η ότι Bu υποτάξουν τα μέρη εναντίον των οποίων έπλεαν ή. τουλάχιστον, ότι δεν θα καταστρεφόταν μια τόσο μεγάλη δύναμη. Εκείνους που βρίσκονταν σε ώριμη ηλικία, διότι αφ’ ενός μεν επιθυμούσαν να δουν και να γνωρίσουν τη μακρινή αυτή χώρα. και αφ’ ετέρου διότι είχαν την ελπίδα ότι θα σωθούν. Τέλος, το μεγάλο πλήθος και τους στρατιώτες, διότι πίστευαν ότι υπό τις παρούσες περιστάσεις θα κέρδιζαν χρήματα και ότι μελλοντικά η πόλη θα αποκτούσε πρόσθετη ηγεμονία, που θα τους απέφερε ατελείωτη μισθοδοσία. Έτσι. λόγω της υπερβολικής επιθυμίας των περισσοτέρων, ακόμη και αν τυχόν κάποιος δεν επιθυμούσε την εκστρατεία, από φόβο μήπως φανεί εχθρικά διακείμενος προς την πόλη. δεν ψήφιζε κατά της εκστρατείας και σώπαινε.
(Θουκυδίδου, Ιστοριών, ΣΤ. 24. 3-4)
Ο Δημοσθένης καταγγέλλει την παθητικότητα του δήμου
Βούλομαι τοίνυν [ὑμᾶς] μετά παρρησίας ἐξετάσαι τά παρόντα πράγματα τῇ πόλει, καί σκέψασθαι τί ποιοῦμεν αὐτοί νῦν καί ὅπως χρώμεθ’ αὐτοῖς. ἠμεῖς οὔτε χρήματ’ εἰσφέρειν βουλόμεθα, οὔτ’ αὐτοί στρατεύεσθαι, οὔτε τῶν κοινῶν ἀπέχεσθαι δυνάμεθα, οὔτε τάς συντάξεις Διοπείθει δίδομεν, οὔθ’ ὅσ’ ἄν αὐτός αὐτῷ πορίσηται ἐπαινοῦμεν, ἀλλά βασκαίνομεν καί σκοποῦμεν πόθεν, καί τί μέλλει ποιεῖν, καί πάντα τά τοιαυτί, οὔτ’, ἐπειδήπερ οὕτως ἔχομεν, τά ἡμέτερ’ αὐτῶν πράττειν ἐθέλομεν, ἀλλ’ ἐν μέν τοῖς λόγοις τούς τῆς πόλεως λέγοντας ἄξι’ ἐπαινοῦμεν, ἐν δέ τοῖς ἔργοις τοῖς ἐναντιουμένοις τούτοις συναγωνιζόμεθα. ὑμεῖς μέν τοίνυν εἰώθαθ’ ἑκάστοτε τόν παριόντ’ ἐρωτᾶν, τί οὖν χρή ποιεῖν; ἐγώ δ’ ὑμᾶς ἐρωτῆσαι βούλομαι, τί οὖν χρή λέγειν; εἰ γάρ μήτ’ εἰσοίσετε, μήτ’ αὐτοί στρατεύεσθε, μήτε τῶν κοινῶν ἀφέξεσθε, μήτε τάς συντάξεις δώσετε, μήθ’ ὅσ’ ἄν αὐτός αὐτῷ πορίσηται ἐάσετε, μήτε τά ὑμέτερ’ αὐτῶν πράττειν ἐθελήσετε, οὐκ ἔχω τί λέγω. Οἱ γάρ ἤδη τοσαύτην ἐξουσίαν τοῖς αἰτιᾶσθαι καί διαβάλλειν βουλομένοις διδόντες, ὥστε καί περί ὧν φασι μέλλειν αὐτόν ποιεῖν, καί περί τούτων προκατηγορούντων ἀκροᾶσθαι, -τί ἄν τις λέγοι;
Θέλω, λοιπόν, να εξετάσετε με ελεύθερο πνεύμα την παρούσα κατάσταση της πόλης και να σκεφτείτε τι θα κάνουμε τώρα και πώς θα χειριστούμε τα πράγματα. Εμείς ούτε χρήματα θέλουμε να δώσουμε, ούτε οι ίδιοι να εκστρατεύσουμε, ούτε μπορούμε να απέχουμε από τα κοινά, ούτε δίνουμε στον Διοπείθη τα ποσά που συμφωνήσαμε. Ούτε όμως εγκρίνουμε τους πόρους που τυχόν βρίσκει, αλλά τον κακολογούμε και εξετάζουμε την προέλευση των χρημάτων του, τι σκοπεύει να κάνει με αυτά και όλα τα σχετικά. Και ενώ τηρούμε αυτή τη στάση, δεν θέλουμε να κάνουμε ό, τι μας συμφέρει, αλλά, ενώ με τα λόγια επαινούμε εκείνους που μιλούν επάξια για την πόλη μας, στην πράξη όμως συμπράττουμε με εκείνους που εναντιώνονται σ’ αυτά. Εσείς λοιπόν συνηθίζετε να ρωτάτε κάθε φορά αυτόν που εμφανίζεται στο βήμα: τι πρέπει να κάνουμε; Εγώ όμως θέλω να ρωτήσω εσάς: τι πρέπει να πούμε; Διότι αν δεν δίνετε χρήματα, αν δεν πηγαίνετε οι ίδιοι στον πόλεμο, ούτε απέχετε από τα κοινά, ούτε δίνετε στον Διοπείθη τα συμφωνημένα ποσά. ούτε εγκρίνετε όσα τυχόν ο ίδιος συγκεντρώνει, ούτε επιθυμείτε να κάνετε ό,τι σας συμφέρει, εγώ δεν ξέρω τι να σας πιο. Υπάρχουν άνθρωποι που δίνουν τόσα δικαιώματα σ’ εκείνους που θέλουν να κατακρίνουν και να διαβάλλουν, ώστε ο Διοπείθης να μαθαίνει ότι τον κατηγορούν προκαταβολικά για πράγματα που λένε ότι πρόκειται να κάνει – τι μπορεί. λοιπόν, να πει κανείς;
(Δημοσθένους, Περί τῶν ἐν Χερρονήσῳ, 21 -23)
Ἀξιῶ δ’ ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἄν τί τῶν ἀληθῶν μετά παρρησίας λέγω, μηδεμίαν μοι διά τοῦτο παρ’ ὑμῶν ὀργήν γενέσθαι. Σκοπεῖτε γάρ ὡδί. Ὑμεῖς τήν παρρησίαν ἐπί μέν τῶν ἄλλων οὕτω κοινήν οἴεσθε δεῖν εἶναι πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει ὥστε καί τοῖς ξένοις καί τοῖς δούλοις αὐτῆς μεταδεδώκατε, καί πολλούς ἄν τις οἰκέτας ἴδοι παρ’ ὑμῖν μετά πλείονος ἐξουσίας ὅτι βούλονται λέγοντας ἤ πολίτας ἐν ἐνίαις τῶν ἄλλων πόλεων, ἐκ δέ τοῦ συμβουλεύειν παντάπασιν ἐξεληλάκατε. Εἴθ’ ὑμῖν συμβέβηκεν ἐκ τούτου ἐν μέν ταῖς ἐκκλησίαις τρυφᾶν καί κολακεύεσθαι πάντα πρός ἡδονήν ἀκούουσιν, ἐν δέ τοῖς πράγμασι καί τοῖς γιγνομένοις περί τῶν ἐσχάτων ἤδη κινδυνεύειν, εἰ μέν οὖν καί νῦν οὕτω διάκεισθε, οὐκ ἔχω τί λέγω· εἰ δ’ ἅ συμφέρει χωρίς κολακείας ἐθελήσετ’ ἀκούειν, ἕτοιμος λέγειν.
Έχω την αξίωση, άνδρες Αθηναίοι, αν πω με παρρησία κάποιες αλήθειες, να μην οργιστείτε για τούτο εναντίον μου. Εξετάστε το εξής: Εσείς πιστεύετε ότι η ελευθερία του λόγου, για κάθε άλλο θέμα, πρέπει να είναι σε τέτοιο βαθμό κοινή για όλους όσους βρίσκονται στην πόλη. ώστε την έχετε παραχωρήσει και στους ξένους και στους δούλους. Και μπορεί να δει κανείς πολλούς δούλους να λένε ό, τι θέλουν ενώπιον σας με μεγαλύτερη ελευθερία από τους πολίτες των άλλων πόλεων. Αλλά την ελευθερία από τις συσκέψεις σας την έχετε αποκλείσει εντελώς. Συνέπεια αυτού είναι ότι στις μεν συνελεύσεις ευφραίνεστε εστε ακούγοντας πάντα ευχάριστους λόγους, όταν ( νότα πραγματοποιούνται, διατρέχετε τους έσχατοι Εάν, λοιπόν, και τώρα τις ίδιες έχετε διαθέσεις, δε να σας πω. Εάν. αντίθετα, θέλετε να ακούσετε τ συμφέρον σας. χωρίς κολακείες, είμαι έτοιμος να μιλήσω.
(Δημοσθένους, Κατά Φιλίππου, Γ΄, 3-4)
Use Facebook to Comment on this Post