Ήταν 18 Δεκεμβρίου του 1803 όταν, μετά την οριστική κατάληψη του Σουλίου από τα στρατεύματα του Αλή πασά και μετά την αποχώρηση των Σουλιωτών από τα μέρη τους, μια ομάδα Σουλιωτισσών μαζί με τα παιδιά τους αποφάσισαν να πεθάνουν ελεύθερες παρά να πέσουν στα χέρια των Τουρκαλβανών κατακτητών τους. Έτσι, με μία πράξη αυτοθυσίας, προτίμησαν να πέσουν από την άκρη του γκρεμού εν χορώ, αντί να ατιμαστούν από τον αιώνιο εχθρό τους. Πρόκειται όμως για πραγματικό γεγονός ή για εθνικό μύθο;
Σουλιώτες
Οι Σουλιώτες κατοικούσαν σε 11 χωριά της ορεινής Θεσπρωτίας, σε μια περιοχή με απόκρημνους βράχους ανάμεσα σε δύο πασίγνωστες βουνοκορυφές, το Κούγκι και την Κιάφα. Έζησαν εκεί από τον 16ου αιώνα έως το 1822, με ένα διάλειμμα 17 ετών (1803 – 1820). Υπήρξαν σκληροτράχηλοι πολεμιστές και είναι γνωστοί για τη μακροχρόνια αντιπαράθεσή τους με την Οθωμανική εξουσία και τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση του 1821. Ήταν κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών και μιλούσαν Αλβανικά και δευτερευόντως Ελληνικά. Ήταν χωρισμένοι σε 47 μεγάλες οικογένειες (φάρες), με σπουδαιότερες αυτές των Ζέρβα, Τζαβέλα, Δράκου, Δαγκλή, Κουτσονίκα, Μπότσαρη, Καραμπίνη και Νίκα.
Η ζωή των Σουλιωτών θύμιζε σε πολλά αυτή των αρχαίων Σπαρτιατών. Από μικροί γυμνάζονταν στα όπλα και εξασκούνταν στην τέχνη του πολέμου. Η φτωχή γη του Σουλίου μόνο λίγα ζωντανά μπορούσε να θρέψει κι έτσι, πουλούσαν προστασία στα γύρω χωριά και συχνά επιδίδονταν σε λαφυραγωγία για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Τιμωρούσαν με θάνατο όσους παρέβαιναν τις συμφωνίες και τις ηθικές αρχές, γι’ αυτό στην κλειστή κοινωνία τους ήταν κανόνας απαράβατος η αντεκδίκηση (βεντέτα). Ένα μέρος ων εσόδων τους το κατέβαλαν στο Σουλτάνο για να εξασφαλίσουν την αυτονομία τους.
Με την πάροδο του χρόνου όμως εξελίχθηκαν σε πονοκέφαλο για τους ντόπιους αγάδες και μπέηδες, που έβλεπαν τους ανυπότακτους Σουλιώτες να οικειοποιούνται τις δραστηριότητές τους και να χάνουν μεγάλα εισοδήματα. Έτσι, από τις αρχές του 18ου αιώνα βρέθηκαν στο στόχαστρο του Σουλτάνου και της τοπικής οθωμανικής αριστοκρατίας.
Ο χορός του Ζαλόγγου
Στα τέλη του 1803 ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων θέλησε να τελειώσει μία και καλή με τους Σουλιώτες, τους ανυπότακτους ορεσίβιους Θεσπρωτούς, που τόσα προβλήματα δημιουργούσαν στο Σουλτάνο και στη δική του εξουσία στην Ήπειρο. Τους πολιόρκησε στενά και τους εξανάγκασε να συνθηκολογήσουν στις 12 Δεκεμβρίου 1803.
Ο βασικός όρος της συμφωνίας, που δεν τηρήθηκε, ήταν να εκκενώσουν τα χωριά τους συν γυναιξί και τέκνοις. Στις 16 Δεκεμβρίου οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε τρεις φάλαγγες και άφησαν πίσω τους την πατρογονική γη. Μόνο ο καλόγερος Σαμουήλ παρέμεινε στο Κούγκι με πέντε Σουλιώτες και μόλις πλησίασαν οι Τουρκοκαλβανοί έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της Μονής του Αγίου Αθανασίου, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει πολλούς στο θάνατο. Ο Αλή Πασάς θεώρησε το γεγονός παρασπονδία και ζήτησε εκδίκηση.
Η πρώτη φάλαγγα με επικεφαλής τον Φώτο Τζαβέλα έφθασε στην Πάργα ασφαλής και από εκεί διεκπεραιώθηκε στην Κέρκυρα. Η δεύτερη φάλαγγα υπό τους Μποτσαραίους με κατεύθυνση τα Άγραφα, χτυπήθηκε από τον Αλή στη Μονή του Σέλτσου (20 Απριλίου 1804), με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλά θύματα.
Η τρίτη φάλαγγα δέχθηκε επίθεση στο Ζάλογγο (16 Δεκεμβρίου 1803) από πολυάριθμο σώμα Τουρκαλβανών με αρχηγούς τους Μπεκίρ Τζογαδούρο, Άγο Μουχουρδάρη και Μέτζο Μπόνο. Κατά τη διάρκεια της σφοδρής σύγκρουσης που ακολούθησε, μία ομάδα Σουλιωτών εγκλωβίστηκε από τον εχθρό. Ανάμεσά τους και περίπου 60 γυναίκες, πολλές από αυτές σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των διωκτών τους, έριξαν τα παιδιά τους από την απόκρημνη κορυφή του Ζαλόγγου και στη συνέχεια, πιασμένες χέρι – χέρι, έπεσαν και ίδιες χορεύοντας. Το Ζάλογγο με τα χρόνια μεταβλήθηκε σε σύμβολο ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Μαρτυρίες
Η μοναδική συγκεκριμένη μαρτυρία για το Χορό του Ζαλόγγου προέρχεται από τον αξιωματικό του Αλή πασά, Σουλεϊμάν αγά, αυτόπτη μάρτυρα του περιστατικού. Το αφηγήθηκε στον εξισλαμισμένο γάλλο μισθοφόρο Ιμπραήμ Μανσούρ Εφέντι, ο οποίος τη συμπεριέλαβε σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1828 με τις αναμνήσεις του από την Αυλή του Αλή Πασά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια κι άρχισαν ένα χορό, που τα βήματά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός και οι αγωνία του θανάτου τόνιζε το ρυθμό του… Στο τέλος των επωδών, οι γυναίκες βγάζουν μία διαπεραστική και μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός της σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου ρίχνονται μαζί με όλα τα παιδιά τους».
Πρώτος που κατέγραψε το γεγονός αυτό, χωρίς ωστόσο να κάνει αναλυτική περιγραφή, ήταν ο Πρώσος περιηγητής και διπλωμάτης Ιάκωβος Μπαρτόλντυ, που έτυχε την εποχή εκείνη (1803-1804) να βρίσκεται στα Ιωάννινα. Δεύτερος που κατέγραψε το γεγονός, περισσότερο λεπτομερώς, ήταν ο Άγγλος στρατιωτικός, περιηγητής και αρχαιολόγος, Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, από πληροφορίες που συνέλεξε το 1805, ως αντιπρόσωπος της Αγγλίας στα Ιωάννινα, τις οποίες συμπεριέλαβε στο σύγγραμμά του «Περιήγηση στη Βόρεια Ελλάδα».
Ο αγωνιστής του ‘21 και απομνημονευματογράφος Χριστόφορος Περραιβός (1773 – 1863) είναι ο πρώτος έλληνας συγγραφέας, που αναφέρεται στο Χορό του Ζαλόγγου στη δεύτερη έκδοση της «Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας» (1815). Αναφορές στο γεγονός κάνουν επίσης, το 1820 ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ, που διέμενε 10 σχεδόν χρόνια στην αυλή του Αλή Πασά στο έργο του «Ταξίδι στην Ελλάδα» καθώς και ο Γάλλος ιστορικός ακαδημαϊκός και σπουδαίος φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ σε υπομνήματα τραγουδιών που εκδίδει το επόμενο καλοκαίρι του 1824.
Τέλος, χρόνια αργότερα, ο φιλόλογος Αλέξης Πολίτης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, υποστήριξε σε άρθρο του στο περιοδικό «Ο Πολίτης» (2005), ότι το τραγούδι, που συνόδευε το χορό, το πασίγνωστο «Έχε γεια καημένε κόσμε» αναφέρεται για πρώτη φορά μόλις το 1908.
Η συνέχεια
Όταν ο Αλής φονεύθηκε (17 Ιανουαρίου 1822), οι Σουλιώτες συνέχισαν να μάχονται τους Τούρκους υπό τον Μάρκο Μπότσαρη. Μόνο μετά τη συντριβή των επαναστατημένων Ελλήνων στη Μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822), αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν (28 Ιουλίου) και να εγκαταλείψουν και πάλι το Σούλι στις 2 Σεπτεμβρίου 1822. Διασκορπίστηκαν στον ελληνικό χώρο και προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα. Στο τέλος της Επανάστασης μόλις 200 Σουλιώτες είχαν επιζήσει.
Από τα 11 χωριά του Σουλίου, μόνο η Σαμονίβα κατοικείται σήμερα, από ανθρώπους, που δεν έχουν καμία σχέση με τους Σουλιώτες, ενώ σώζονται τα ερείπια του Κουγκίου και του φρουρίου της Κιάφας.
infiltr8or, olympia.gr
Use Facebook to Comment on this Post