Λίγοι σαμουράι έχουν απαθανατιστεί τόσο στη σύγχρονη εποχή και ακόμα λιγότεροι έχουν αφήσει τέτοιον θρύλο στο διάβα του ιστορικού χρόνου όσο ο περιφημότερος ξιφομάχος που ξεπήδησε από την Περίοδο Έντο, ο ρόνιν Μουσάσι.
Αναρίθμητα λογοτεχνικά έργα, θεατρικά και κινηματογραφικά σενάρια έβαλαν σκοπό να μνημονεύσουν το λαμπρό βιογραφικό του σαμουράι που έγινε μεγαλύτερος και από τον ίδιο τον θρύλο και οι δεξιότητες του οποίου στην ξιφομαχία φαίνεται να μην είχαν δεύτερό τους σε ολάκερη την Ιαπωνία.
Όπως το θέλει εξάλλου ο λαϊκός μύθος, «στην Περίοδο Έντο της Ιαπωνίας γεννήθηκε ένας σαμουράι που έμελλε να γίνει ο μεγαλύτερος ξιφομάχος όλων των εποχών», ένα παιδί-θαύμα που έπιασε το κατάνα τόσο μικρός που σε ηλικία 13 ετών ήταν πια άσος στο σπαθί. Τόσο άσος που θα νικήσει πιτσιρίκι ακόμα στην παρθενική του μονομαχία έναν γνωστό σαμουράι, την πρώτη μόνο από τις 60 νικηφόρες μάχες που θα έδινε σε μια ζωή ταγμένη στον κώδικα ηθικής Μπουσίντο και το κατάνα.
Ο μεγάλος εισηγητής της τακτικής με το διπλό σπαθί έφτιαξε νέες στρατηγικές μάχες, έγραψε και ζωγράφισε πολύ και προκάλεσε όποιον ήξερε και δεν ήξερε στο κατάνα, αποδεικνύοντας πως δεύτερός του δεν υπήρχε στο νησιωτικό σύμπλεγμα της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Ο θρύλος τον θέλει μάλιστα να συγγραφεί το περιβόητο σύγγραμμά του «Το βιβλίο των πέντε δαχτυλιδιών» στο νεκροκρέβατό του, καθώς ακόμα και ο Χάρος τον σεβάστηκε και τον άφησε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του πόνημα, το οποίο άφησε κληρονομιά σε ολάκερη την ανθρωπότητα.
Ο αδέσποτος ρόνιν του 17ου αιώνα που εμφανιζόταν έξω από τις καλύτερες σχολές πολεμικών τεχνών για να νικήσει τους γνωστότερους σαμουράι του καιρού του άφησε πριν πεθάνει ένα σημείωμα που λειτουργούσε ως ρυθμιστικό άρθρο πίστης στη ζωή των σαμουράι, είναι όμως ένα διαχρονικό μάθημα για τις κοινωνικές αρετές του ανθρώπου.
Στις μέρες μας ο μύθος που τυλίγει το όνομα του Μουσάσι είναι τόσο μεγάλος ώστε είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς πού αρχίζει η πραγματικότητα και πού τελειώνει ο θρύλος. Η ζωή του μαχητή με το κατάνα είναι όμως ένα συναρπαστικό αφήγημα για τη μάχη του ανθρώπου με τον εαυτό του, τους εχθρούς του -ορατούς και αόρατους- αλλά και την ίδια την ανάγκη για αυτοβελτίωση, μια πάντα επίκαιρη ιστορία δηλαδή…
Πρώτα χρόνια
Ο Σίνμεν Μουσάσι νο Κάμι Φουτζιβάρα νο Γκενσίν, που θα μείνει γνωστός ως Μιγιαμότο Μουσάσι, γεννιέται το 1584 -σύμφωνα με τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που άφησε στο «Βιβλίο των πέντε δαχτυλιδιών»- στην επαρχία της Μιμασάκα ως γιος ενός επίσης γνωστού και ικανότατου πολεμιστή και ξιφομάχου. Ο πατέρας αναλαμβάνει την εκπαίδευση του γιου στις πολεμικές τέχνες και το σπαθί, παρά το γεγονός ότι ο πιτσιρίκος διψά για μπελάδες ήδη από τα γεννοφάσκια του.
Σωστό αγρίμι, ο Μουσάσι παρακολουθούσε από μικρός τον σαμουράι πατέρα να παραδίδει μαθήματα κατάνα στους μαθητές του, κι έτσι έγινε ξεφτέρι στο ξίφος ήδη από παιδί. Η πρώτη εκδήλωση της απίστευτης μαεστρίας του στο κατάνα θα έρθει νωρίς νωρίς: το 1597 ένας περιπλανώμενος ρόνιν, κάποιος Αρίμα Κιχέι, περνά από την κωμόπολη του Μουσάσι και τοιχοκολλεί την ανοιχτή πρόκλησή του σε όλους τους μαχητές του οικισμού να βγουν να τον αντιμετωπίσουν.
Το γάντι θα σηκώσει ο 13χρονος Μουσάσι, ο οποίος θα προκαλέσει τον επαγγελματία σαμουράι σε μονομαχία! Ακόμα χειρότερα, το σπαθί του εφήβου είναι το ξύλινο εκπαιδευτικό, αν και σύντομα θα καρφωνόταν με μαεστρία στην καρδιά του αντιπάλου! Η απροσδόκητη νίκη του μικρού σε βάρος του σαμουράι θα υπερβεί τα στενά όρια της επαρχίας του και θα φτάσει στα πέρατα της Ιαπωνίας, για τέτοιον άθλο μιλάμε. Το μοναδικό ταξίδι του Μουσάσι στις θανάσιμες μονομαχίες ήταν έτοιμο να ξεκινήσει…
Ο δρόμος του πολεμιστή
Σε ηλικία 16 ετών, ο Μουσάσι εγκαταλείπει το πατρικό του για να επιδοθεί σε μια προσωπική οδύσσεια μονομαχιών προσπαθώντας να αποδείξει ότι ήταν ο καλύτερος των καλυτέρων. Το «προσκύνημα του πολεμιστή», όπως ονομάστηκε η σταυροφορία του, θα τον φέρει την ίδια χρονιά στην αυλή ενός σογκούν για να τα βάλει με τον καλύτερό του σαμουράι, τον περιβόητο Τατζίμα νο Ακιγιάμα. Ο έφηβος Μουσάσι τον σκοτώνει χωρίς να ιδρώσει, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης στη φεουδαρχική Ιαπωνία…
Αναζητώντας συνεχώς την πολεμική συγκίνηση, μέχρι να φτάσει στα 17 του θα έχει ήδη πάρει μέρος σε τρεις πολέμους, καθώς ο δρόμος τον έφερνε όπου υπήρχε σύγκρουση και αναταραχή. Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν πάντα στην πλευρά των νικητών, οι άθλοι του στο πεδίο της μάχης αποσπούσαν τον θαυμασμό των στρατηγών και των πολεμάρχων, με τους σογκούν να θέλουν πάντα να τον εντάξουν στις προσωπικές τους φρουρές.
Ο περιπλανώμενος ρόνιν (μισθοφόρος) δεν δεχόταν να γίνει σαμουράι στην αυλή κανενός, καθώς ο σκοπός της ζωής του ήταν άλλος και δεν είχε να κάνει με την προστασία των φεουδαρχών και των ηγεμόνων.
Τα επόμενα χρόνια θα τα περάσει αναζητώντας μαχητές διαφορετικών πολεμικών στιλ και αναπτύσσοντας ταυτοχρόνως τη δική του τακτική, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο πατέρας του. Ο Μουσάσι είχε δώσει αρκετές μάχες μέχρι να φτάσει στην πρωτεύουσα Κιότο στα 20 χρόνια της ζωής του για να μονομαχήσει με τους καλύτερους των φημισμένων σχολών της πόλης. Όπως τα θυμόταν ο ίδιος:
«Στην ηλικία των είκοσι, πήγα στην πρωτεύουσα όπου συνάντησα διάσημους μαχητές και παρότι συμμετείχα σε αρκετές αναμετρήσεις, δεν υπήρξε φορά που να μην κατάφερα να νικήσω. Έπειτα από αυτό, ταξίδεψα από επαρχία σε επαρχία και από τόπο σε τόπο και συνάντησα μαχητές από πολλές διαφορετικές σχολές. Παρότι έλαβα μέρος σε εξήντα αναμετρήσεις, δεν έχασα ούτε μία φορά. Όλα αυτά τα περιστατικά έγιναν από τότε που ήμουν δεκατριών μέχρι που έφτασα τα είκοσι οκτώ ή είκοσι εννέα».
Ακόμα εντυπωσιακότερο είναι ίσως το γεγονός ότι ο σπουδαίος ρόνιν δεν μαθήτευσε δίπλα σε κανέναν σαμουράι (εκτός από τον πατέρα του στα μικράτα του), κατακτώντας τις αρετές της δικής του τακτικής αποκλειστικά μόνος: «Αφιέρωσα τον εαυτό μου στις αρχές της πολεμικής μου τέχνης και δεν είχα ποτέ όσο μελετούσα τους δρόμους των διαφόρων τεχνών κανέναν δάσκαλο. Δεν είχα κανέναν δάσκαλο σε τίποτα».
Πραγματικός ζωντανός θρύλος θα γίνει όταν θα μονομαχήσει με τον Σεϊτζίρο, τον γιο ενός κορυφαίου μαχητή που είχε νικηθεί άλλοτε από τον πατέρα του Μουσάσι. Ο ρόνιν κράδαινε ξύλινο σπαθί και ο αντίπαλος αληθινό κατάνα, αν και αυτό δεν εμπόδισε τον Μουσάσι να τον νικήσει εύκολα, χαρίζοντάς του ωστόσο τη ζωή. Όταν σκότωσε μάλιστα τον φημισμένο και πανίσχυρο σαμουράι Ντενσιτσίρο με μία κίνηση, αφήνοντας όλη την πόλη άναυδη, ο θρύλος του προηγούνταν πια.
Ο Μουσάσι ξεπάστρεψε κατόπιν τους μαθητές του Ντενσιτσίρο που του όρμησαν μαζικά με ό,τι είχαν, λόγχες, σπαθιά και βέλη, αφήνοντας τον λαό να παραληρεί για τα κατορθώματά του. Μετά όργωσε την ιαπωνική ύπαιθρο και βρέθηκε όπου ζούσαν φημισμένοι και αξιοσέβαστοι σαμουράι, από ναούς μοναχών-πολεμιστών και αυλές σογκούν μέχρι και σχολές πολεμικών τεχνών, κερδίζοντας τους πάντες με το ξύλινο σπαθί του.
Τη ζωή του δεν την έπαιζε βέβαια κορώνα-γράμματα για το τίποτα, καθώς όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσε να τελειοποιήσει τον δικό του δρόμο του πολεμιστή και να βρει την πνευματικότητα που τόσο αποζητούσε ως άνθρωπος. Σε ηλικία 28 ή 29 χρόνων, όπως μας λέει, ήταν έτοιμος να αντιμετωπίζει τον μεγαλύτερο ξιφομάχο της Ιαπωνίας, τον φοβερό Σασάκι Κοτζίρο. Αφού τον σκότωσε με το σύνηθες κοντό ξύλινο σπαθί του και τον πένθησε όπως του έπρεπε, πλάι στην οικογένεια και τους οικείους του, κατάλαβε ότι η περίοδος της φονικής μαθητείας του είχε πάρει τέλος. Κανείς δεν δεχόταν εξάλλου να τον αντιμετωπίσει πια…
Ο καλλιτέχνης και στοχαστής ρόνιν
Μην έχοντας τι άλλο να αποδείξει, ο περιπλανώμενος ρόνιν υιοθέτησε ένα ορφανό παιδί που βρήκε σε άλλη μια φονική περιπέτειά του και αποφάσισε να κρύψει το ξύλινο σπαθί του στο θηκάρι: «Κατάλαβα ότι δεν είχα υπάρξει νικητής επειδή είχα εξαιρετικές ικανότητες στις πολεμικές τέχνες. Ίσως να είχα κάποιο φυσικό ταλέντο ή να μην είχα αποκλίνει από τις φυσικές αρχές. Ή, πάλι, ίσως ο λόγος να ήταν ότι οι πολεμικές τέχνες των άλλων υπολείπονταν σε κάτι», λέει στο «Βιβλίο των πέντε δαχτυλιδιών».
«Έπειτα από αυτή την ενδοσκόπηση, αποφασισμένος να κατανοήσω καλύτερα τις βαθιές αρχές, άρχισα να ασκούμαι μέρα και νύχτα και φτάνοντας στα πενήντα μου χρόνια συνειδητοποίησα το δρόμο αυτής της πολεμικής τέχνης πολύ φυσικά. Έκτοτε πέρασα τα χρόνια μου χωρίς να πάρω το δρόμο της εξαντλητικής έρευνας. Αφιέρωσα τον εαυτό μου στις αρχές της πολεμικής μου τέχνης».
Οι εξήντα καταγεγραμμένες νίκες του Μουσάσι και οι τόσες ακόμα που πέρασαν στα «ψιλά» των βιογράφων του πιστοποιούν πράγματι πόσο κορυφαίος ήταν στο σπαθί. Αν και η αμίμητη ικανότητα στις πολεμικές τέχνες ήταν σταγόνα μόνο στον ωκεανό του ποιος ήταν πράγματι ο ρόνιν που έγραφε στίχους, ζωγράφιζε και συλλογιόταν μέρα και νύχτα.
Στα κατοπινά χρόνια θα πάρει μέρος σε άλλους τρεις πολέμους, οδηγώντας τώρα τα στρατεύματα των αρχόντων που τον εμπιστεύονταν, καθώς είχε ήδη γράψει μια σειρά από κείμενα που φανέρωναν τις στρατηγικές αρετές και τις δαιμόνιες πολεμικές τακτικές του.
Το 1642, έπειτα από την παραίνεση-διαταγή ενός άρχοντα που τον είχε σπιτώσει, θα πιάσει ο Μουσάσι για πρώτη φορά την πένα, γράφοντας τα «Τριάντα Πέντε Άρθρα για το Χέιχο». Εμφανώς αλλαγμένος, στις λίγες -και πάντα στα πλαίσια επιδείξεων για τις ικανότητές του- μονομαχίες που έδωσε στα ύστερα αυτά χρόνια της ζωής του αντί να ξεπαστρεύει τώρα όσους τον προκαλούσαν, τους έπαιρνε μαθητές.
Ο Μουσάσι πέρασε την τέχνη του, τη Σχολή των Δύο Σπαθιών, σε όσους τον προσέγγισαν για να τη διδαχθούν, μεταξύ αυτών και ο θετός του γιος, που έγινε όταν μεγάλωσε φημισμένος σαμουράι στην αυλή μεγάλου πολέμαρχου…
Κατοπινά χρόνια
Τα τελευταία χρόνια του ο Μουσάσι προτίμησε να τα ζήσει ήρεμα, καθώς η υπεροχή του ήταν φανερή σε όλους. Τώρα περνούσε ακύμαντα τον καιρό του γράφοντας ποιήματα, καλλιεργώντας τσάι και εξασκώντας τις καλές τέχνες, τη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη χαρακτική. Τα γραπτά του έργα παραμένουν πολύτιμα, καθώς η πολεμική του τέχνη δεν βρήκε εφαρμογή μόνο στις μάχες αλλά και σε κάθε τομέα ανθρώπινης δράσης, αφού πρόκειται για πρακτική φιλοσοφία ζωής.
Ο Μουσάσι ήταν νεωτεριστής και άνθρωπος πάντα πρακτικός, απορρίπτοντας κάποια στιγμή την παραδοσιακή μορφή των πολεμικών τεχνών για να γίνει εκφραστής ενός νέου και πρωτότυπου στυλ που στηριζόταν στην αυθεντικότητα της μάχης, την οποία ήξερε εξάλλου πολύ καλά. Κι έτσι το «Βιβλίο των Πέντε Δαχτυλιδιών» δεν είναι απλώς ένα γεμάτο αινίγματα και μυστήριο κείμενο πάνω στην επιδεξιότητα του ξίφους και τις πολεμικές τέχνες, αλλά ένα πρακτικό βοήθημα ζωής που μελετήθηκε ενδελεχώς από ιστορικούς και στοχαστές μέχρι οικονομολόγους και μαρκετίστες.
Ο Μουσάσι έδειξε πως ό,τι μπορεί να κάνει ο σαμουράι στη μάχη, μπορεί να το επαναλάβει σε κάθε του σχέση, την ίδια ώρα που ό,τι εφαρμόζεται στη μονομαχία, ισχύει και για τον πόλεμο. Η τέχνη του δεν έχει όρια, καθώς ο αυτοδίδακτος αυτός δάσκαλος και στοχαστής προικοδότησε την ανθρωπότητα με έναν ουσιαστικό οδηγό αυτοβελτίωσης που μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης δράσης.
Πέρασε εξάλλου όλη την κατοπινή ζωή του, ξεκινώντας από το 30ό έτος της ηλικίας του, μελετώντας και αναπτύσσοντας τις βασικές αρχές του ολιστικού συστήματός του. Όπως μας λέει ο ίδιος, στην επιφοίτηση δεν θα έφτανε πριν από το 49ο έτος της ζωής του. Τα τελευταία του χρόνια αποσύρθηκε στη σπηλιά ενός βουνού, περνώντας τα στερνά του σωστός ερημίτης. Εκεί έγραψε το βιβλίο του.
Ο ασίγαστος Μουσάσι δεν παντρεύτηκε ούτε νοικοκυρεύτηκε ποτέ, περνώντας τον καιρό του ως περιπλανώμενος μαθητής της ζωής. Την απίστευτη φήμη που είχε αποκτήσει θα μπορούσε εύκολα να την εξαργυρώσει με πλούτο και τιμές, αν και εκείνος προτίμησε να γίνεται συνεχώς καλύτερος άνθρωπος.
Έχοντας αποσυρθεί από τη δημόσια σφαίρα για το καταφύγιό του ήδη από το 1643, ολοκλήρωσε το σπουδαίο πόνημά του τον δεύτερο μήνα του 1645. Στις 12 του πέμπτου μήνα, διαισθανόμενος το τέλος του, μοίρασε τα επίγεια αγαθά του, εμπιστεύτηκε το χειρόγραφό του στον πιστότερο μαθητή του και έκλεισε τελικά τα μάτια του στην απροσπέλαστη σπηλιά του στις 13 Ιουνίου 1645.
Δίπλα του βρέθηκε ένα σημείωμα («Ο Δρόμος του να Βαδίζεις Μόνος»), στο οποίο κατέγραψε τις 21 αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος και να διαπνέουν συνάμα ολόκληρη την ανθρωπότητα. Όσο για το μεγάλο μάθημα ζωής, το είχε ήδη πει στο «Βιβλίο των Πέντε Δαχτυλιδιών»: «Βήμα με βήμα, περπάτησε τον δρόμο των χιλιάδων χιλιομέτρων. Σήμερα νικάς τον χθεσινό εαυτό σου. Αύριο νικάς τους κατώτερούς σου ανθρώπους».
Σύμφωνα με τον θρύλο, όταν ενταφιαζόταν τελετουργικά στο χωριό της αρεσκείας του, ένας κεραυνός έσκισε τον γαλάζιο ουρανό, κατατρομοκρατώντας τους παριστάμενους. Όπως είπαν, ο θάνατος ενός ενάρετου και ηθικού ανθρώπου ταρακουνά πάντα τον άλλο κόσμο…
pronews.gr
Use Facebook to Comment on this Post