Αυτή είναι μία αληθινή ιστορία που συνέβη πριν 2500 χρόνια στην Αθήνα. Ήταν τότε που η υπερδύναμη της εποχής, η Περσία, επιχειρούσε μία δεύτερη εισβολή στην Ελλάδα, δέκα χρόνια μετά την καταστροφική ήττα που είχε υποστεί στη διάσημη μάχη του Μαραθώνα.
Τώρα, στρατηγός των Ελλήνων ήταν ένας ευφυέστατος άνθρωπος, ο Θεμιστοκλής, ο οποίος μας άφησε ένα εξαιρετικό παράδειγμα διαχείρισης του πλήθους, που μπορεί να μας φανεί χρήσιμο στις περιπτώσεις που έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε το παράλογο σε ιδιαίτερα κρίσιμες στιγμές.
Ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Έλληνες να καθυστερήσουν τις περσικές δυνάμεις στις Θερμοπύλες. Πράγματι, η γενναία αντίσταση του Λεωνίδα και των συντρόφων του επέφερε σημαντικές απώλειες στον στρατό των εισβολέων και έδωσε χρόνο στους Έλληνες να υποδεχτούν προετοιμασμένοι τους Πέρσες, οι οποίοι οδεύουν εναντίον της Αθήνας καταστρέφοντας ότι βρίσκουν στον δρόμο τους.
Ενώ οι επικεφαλής του στρατού αναζητούν τρόπους να διασώσουν τον πληθυσμό της Αθήνας, ο κόσμος ήταν τρομοκρατημένος, όχι μόνο λόγω του πλήθους των εχθρών που πλησίαζαν, αλλά κι επειδή συνέβη εκείνες τις ημέρες να χαθεί το ιερό φίδι της θεάς Αθηνάς από την Ακρόπολη. Αυτό σήμαινε πως η θεά είχε αποσύρει για κάποιο λόγο την υποστήριξή της προς τους Αθηναίους. Το επόμενο βήμα ήταν να ζητήσουν χρησμό από το Μαντείο των Δελφών, όπως έκαναν πάντα πριν λάβουν σοβαρές αποφάσεις. Η απάντηση ήταν πως «… ο παντεπόπτης Ζευς δίνει την άδεια στην Τριτιγενή να μείνει απόρθητο μόνο το ξύλινο τείχος που θα προστατέψει εσένα και τα παιδιά σου …» και κατέληγε σε κάτι ακόμα πιο ασαφές: «Ω θεία Σαλαμίς, πολλά παλληκάρια εσύ θα φας, είτε όταν σπέρνεται το σιτάρι είτε όταν θερίζεται».
Ο χρησμός αυτός δυσκόλευε πολύ τον Θεμιστοκλή, ο οποίος είχε καταστρώσει ένα σχέδιο εκκένωσης της πόλης, ώστε, όταν θα έφταναν οι Πέρσες, δεν θα έβρισκαν κανέναν να σκοτώσουν. Γνώριζε ότι η δύναμη της Αθήνας ήταν ο στόλος της, κι έτσι σχεδίαζε να επανδρώσει τα καράβια με τους μάχιμους και να μεταφέρει τους αμάχους στα νησιά, και κυρίως στη Σαλαμίνα, ένα μικρό νησί στη ΝΔ πλευρά της Αττικής. Οι προληπτικοί Αθηναίοι, όμως, δεν θα τολμούσαν να αγνοήσουν τον χρησμό της Πυθίας των Δελφών, κι εκείνη είχε πει πως αυτό που θα τους σώσει είναι ένα ξύλινο τείχος. Θα οχυρώνονταν λοιπόν πίσω από τα ξύλινα τείχη της Ακρόπολης, με την ελπίδα πως οι θεοί θα τους προστάτευαν. Ο ορθολογιστής και φιλόδοξος Θεμιστοκλής γνώριζε πως αυτό θα ήταν καταστροφή, αλλά πώς να εφαρμόσει το αντιδημοφιλές του σχέδιο και μάλιστα αμέσως;
Φανταστείτε τον να εισβάλει έξαλλος στην αγορά και να ξεσπάει:
«Ω ανόητοι Αθηναίοι, αμόρφωτοι και αδαείς, που βασίζετε τη σωτηρία σας σε μία μπούρδα που ξεστόμισε μία μαστουρωμένη, παλαβή ιέρεια! Πόσο ηλίθιοι είσαστε που δεν κατανοείτε πως οι χρησμοί είναι παραμύθια και πόσο δειλοί που αρνείστε την πραγματικότητα, αφήνοντας τον καθένα να εκμεταλλεύεται τις δεισιδαιμονίες σας! Παρατήστε, λοιπόν, τις χαζομάρες και μπείτε τώρα στα καράβια να σωθείτε εσείς και οι οικογένειές σας». Ύστερα, φανταστείτε τον να αναλύει με κάθε λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να εμπιστευτούν τα καράβια. Αράδιασε νούμερα, διαστάσεις, την ένταση των ανέμων, τις συντεταγμένες … μέχρι που είδε πως το ακροατήριό του είχε εξαφανιστεί. Τι είχε συμβεί;
Οι ήδη τρομοκρατημένοι Αθηναίοι, τώρα είχαν πανικοβληθεί, πιστεύοντας πως η ασέβεια που επέδειξε ο στρατηγός θα είχε κάνει τους θεούς έξαλλους. Προσβεβλημένοι και σε κατάσταση απόλυτης σύγχυσης εγκατέλειψαν τον ασεβή στρατηγό και ταμπουρώθηκαν πίσω τα τείχη της Ακρόπολης. Λίγες μέρες μετά, ο βασιλιάς των Περσών Ξέρξης, εισέβαλε στην Αθήνα, έριξε τα τείχη και τους κατέσφαξε. Η Αθήνα πρώτα και ύστερα όλες οι ελληνικές πόλεις έγιναν επαρχίες της περσικής αυτοκρατορίας.
Έτσι θα είχε εξελιχθεί η ιστορία, αν ο Θεμιστοκλής ήταν ένας άκαμπτος ορθολογιστής που απαιτεί όλοι οι άλλοι να προσαρμόζονται στο δικό του ευφυές σκεπτικό. Για καλή μας τύχη, ο Θεμιστοκλής ήταν ικανός πολιτικός και γνώριζε πως αν ήθελε να σώσει την πόλη και τους κατοίκους της, τότε έπρεπε να είναι όλοι ενωμένοι, να νιώθουν δυνατοί, να αισθάνονται ότι υπηρετούν έναν στόχο που αξίζει τον κόπο. Έκανε έκκληση στο συναίσθημά τους, όχι για να τους εκμεταλλευτεί, αλλά για να τους πείσει να ακολουθήσουν τον δρόμο προς τη σωτηρία, όχι μόνο τη δική τους, αλλά και των επόμενων γενεών. Στην πραγματικότητα τους μίλησε κάπως έτσι:
«Αγαπητοί μου συμπολίτες, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείτε, διότι είναι φανερό πως οι θεοί είναι με το μέρος μας. Πρώτον, το ότι ο ιερός όφις εγκατέλειψε τον ναό, είναι σημάδι πως η θεά εγκατέλειψε την πόλη, όπως πρέπει να κάνουμε κι εμείς. Μας λέει καθαρά πως πρέπει να καταφύγουμε στη θάλασσα. Δεύτερον, είναι ολοφάνερο πως το ξύλινο τείχος που θα μείνει απόρθητο, όπως λέει ο χρησμός, δεν μπορεί να είναι αυτός ο φράχτης της Ακρόπολης, όχι μόνο διότι η θεά εγκατέλειψε τον τόπο, αλλά επειδή ο χρησμός στη συνέχεια αποκαλεί τη Σαλαμίνα «θεία». Εκεί λοιπόν θα έχουμε τη θεϊκή προστασία και εκεί πολλά παλικάρια θα «φαγωθούν» και θα είναι Πέρσες. Τα πλοία μας είναι τα ξύλινα τείχη μας!»
Μόνο πεντακόσια άτομα δεν πείστηκαν και έμειναν στην Ακρόπολη, κυρίως όσοι δεν ήταν σε θέση να πολεμήσουν ή να μετακινηθούν, λέει ο Ηρόδοτος. Όλοι οι άλλοι ακολούθησαν τις οδηγίες του Θεμιστοκλή, διότι ένιωσαν ασφαλείς και δυνατοί υπό την ηγεσία ενός ανθρώπου που σεβόταν αυτά που και εκείνοι σέβονταν. Που ήταν ένας από αυτούς, αντί να στέκεται απέναντι κουνώντας το δάχτυλο. Μάλιστα, ήδη από την αρχαιότητα, υπήρχε η φήμη πως ο ίδιος ο Θεμιστοκλής επινόησε αυτόν τον χρησμό, με τον οποίο ανάγκασε το μαντείο να αντικαταστήσει έναν προηγούμενο που προφήτευε ολοκληρωτική καταστροφή. Το αποτέλεσμα ήταν πως υπερψηφίστηκε από τους υπόλοιπους στρατηγούς η πρόταση του Θεμιστοκλή να εκκενωθεί η πόλη, σύμφωνα με την οποία έπρεπε: «να εμπιστευτούν την πόλη στη θεά Αθηνά, να επιβιβαστούν στα πλοία όλοι οι μάχιμοι και ο καθένας να σώζει με όποιον τρόπο μπορεί τα γυναικόπαιδα και τους δούλους».
Στα χρόνια αυτά της πρώιμης δημοκρατίας, οι σπουδαίοι πολιτικοί άνδρες γνώριζαν πως, σε αντίθεση με τα απολυταρχικά καθεστώτα της ανατολής, όπου ο μονάρχης επέβαλλε δια της βίας στους υπηκόους του τα ήθη και τους τρόπους της αρεσκείας του, σε μια πόλη ελεύθερων πολιτών κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Εδώ ο ηγέτης έπρεπε να είναι έξυπνος, ευέλικτος και ευπροσήγορος, επειδή έπρεπε να πείσει τους πολίτες να του επιτρέψουν να εφαρμόσει το οποιοδήποτε σχέδιό του.
Αν ο Θεμιστοκλής δεν είχε κατορθώσει να πείσει τους υπόλοιπους για την ορθότητα της στρατηγικής του, η Ελλάδα και πιθανότητα ολόκληρη η Ευρώπη θα είχε καταληφθεί από τους Πέρσες. Δεν ήταν κατάλληλη η ώρα να συζητηθεί η εγκυρότητα των χρησμών και η ύπαρξη των θεών, με τον θάνατο να παραμονεύει στα δύο βήματα. Ο αγώνας εναντίον της δεισιδαιμονίας μπορούσε να περιμένει. Τώρα έπρεπε να πειστούν οι Αθηναίοι με κάθε τρόπο να λάβουν μία απόφαση ζωής. Και δεν θα τους είχε πείσει αν δεν τους μιλούσε στη μόνη γλώσσα που καταλάβαιναν, αν δεν απευθυνόταν στο συναίσθημα χρησιμοποιώντας εργαλεία της λογικής! Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ολόκληρος ο κόσμος, μέχρι σήμερα, θυμάται και θαυμάζει τον Θεμιστοκλή ως πολιτική ιδιοφυία.
Την επόμενη φορά που θα βρεθείτε στη δυσάρεστη θέση να αντιμετωπίσετε τον παραλογισμό κάποιων συνεργατών, φίλων ή συγγενών, θυμηθείτε πως σε καταστάσεις πανικού το παράλογο, που τρέφεται από το συναίσθημα, πάντα κερδίζει τη λογική, εκτός και αν καταφέρετε να παρουσιάσετε το λογικό σας σχέδιο στη γλώσσα του συναισθήματος. Δεν μπορείτε να ξεριζώσετε το παράλογο, μπορείτε όμως, σαν τον Θεμιστοκλή, να το χρησιμοποιήσετε ως φάρμακο που θα κάνει ένα αχώνευτο λογικό σχέδιο εύπεπτο για το στομάχι των παράλογων ανθρώπων.
Use Facebook to Comment on this Post