«Εγώ, πάντως, έκανα ένα συζυγικό σ** πριν το πάρτι…»…
είπε η Νατάσα κι έσπρωξε τα ενωμένα χέρια τους ανάμεσα στα πόδια του, ενώ κατευθύνονταν προς τη δεξίωση του γάμου τους.
«Εγώ, πάντως, δεν κάνω τίποτα…» είπε ο Διονύσης κι έσπρωξε τα χέρια τους στην προηγούμενη θέση.
Η Νατάσα ήταν έξαλλη αλλά δεν υπήρχε καμία περίπτωση ν’ αφήσει το καθίκι να το καταλάβει. Δεν ήταν ούτε δύο ώρες παντρεμένοι και την είχε ήδη φτύσει μία φορά; Κι αν δεν μπορούσαν να το κάνουν στη λιμουζίνα αμέσως μετά τον γάμο τους, για ποιό λόγο παντρεύτηκαν, δηλαδή; Και για ποιόν ακριβώς νόμιζε ότι πήγε στην εκκλησία γυμνή κάτω απο το νυφικό της; Για τον παπά; Αυτό ήταν το μέλλον του γάμου τους; Εκείνη θα πρόσφερε άγριο σ** και το καθίκι θα την έφτυνε λες και ήταν καμιά λυσσασμένη νυμφομανής; Αν αυτό ήταν το σχέδιό του, ήταν θέμα χρόνου να καταλάβει πόσο βαθειά νυχτωμένος ήταν. Ελάχιστου χρόνου.
Μετά την κοινή είσοδό τους στο πάρτι κινήθηκαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, πίνοντας ο,τι έβρισκαν μπροστά τους. Η Νατάσα άδειασε τέσσερα ποτήρια σαμπάνια σε μισή ώρα και ο Διονύσης τελείωνε το τρίτο ποτήρι συλλεκτικό ρούμι όταν είδε την Φαντασίωση να εισβάλλει ξαφνικά στο κατάμεστο σαλόνι, με πλήρη εξάρτυση: κόκκινο φόρεμα, κόκκινο κραγιόν και ψηλά τακούνια. Ήταν το τελευταίο άτομο που περίμενε να δει στο πάρτι του γάμου του και για μια στιγμή σκέφτηκε να τρέξει να κρυφτεί στις τουαλέτες. Την επόμενη στιγμή η Φαντασίωση ήταν κολλημένη πάνω του και το ρούμι του είχε χυθεί στη γυμνή πλάτη της και κατηφόριζε με ταχύτητα προς τα συγκλονιστικότερα οπίσθια της μέχρι τότε σ**ουαλικής του καριέρας.
«Θα μου δείξεις το μπάνιο, μωρό μου;» του ψιθύρισε στο αυτί και ο Διονύσης ξέχασε αυτομάτως ποιός ήταν, πού ήταν και τι έκανε σε αυτή τη ζωή, καθώς το μυαλό του πλημμύρισε απο τα ΧΧΧ στιγμιότυπα της εποχής του με την Φαντασίωση. Ευτυχώς, η Νατάσα δεν φαινόταν πουθενά τριγύρω – είχε εγκατασταθεί μόνιμα δίπλα στο μπαρ, μάλλον – κι έτσι άνοιξε δρόμο στο πλήθος και την οδήγησε κατ’ ευθείαν στις σκάλες για το μπάνιο του playroom. Θα μπορούσε να της εξηγήσει την συνέχεια και να γυρίσει στο πάρτι άθικτος, αλλά η Φαντασίωση δεν ήταν απο τις γυναίκες τις οποίες άφηνες να κυκλοφορούν ανεξέλεγκτες σε άγνωστο έδαφος, ειδικά όταν το άγνωστο έδαφος ανήκε στα πεθερικά σου – κι έτσι κατέβηκε τις σκάλες κρατώντας απόσταση ασφαλείας.
Το μπάνιο του playroom ήταν μεγάλο και τριπλό. Μπροστά οι νιπτήρες και πίσω το ντους και η τουαλέτα, το καθένα σε ξεχωριστό χώρο, με ξεχωριστές πόρτες, οι οποίες ήταν και οι δύο κλειστές. Η Φαντασίωση πήγε στους νιπτήρες, στήθηκε με την πλάτη προς το μέρος του και του ζήτησε να κατεβάσει το φερμουάρ του λερωμένου φορέματός της «μέχρι κάτω, μωρό μου…» Ο Διονύσης το κατέβασε το φερμουάρ και το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκε πριν προχωρήσει στα ενδότερα, ήταν ότι με την Φαντασίωση δεν πιάνεται, το είχαν κάνει άπειρες φορές έτσι κι αλλιώς.
Η συνέχεια ήταν αγριεμένη, βιαστική και εκρηκτική. Και πριν προλάβουν να ξαναβρούν την αναπνοή τους άκουσαν μιά πόρτα να ανοίγει και είδαν τη Νατάσα να βγαίνει απο την τουαλέτα κι έναν απο τους μπάρμαν να κουμπώνεται από πίσω της.
«Touche, βλάκα…» είπε στον σύζυγό της κι έφυγε για το πάρτι με το κεφάλι ψηλά.
Use Facebook to Comment on this Post