Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες: Πήγαινα Δευτέρα ή Τρίτη δημοτικού, το σχολικό με άφηνε σε μια κοντινή πλατεία και πάντα ήταν κάποιος εκεί να…
με παραλάβει για να γυρίσουμε μαζί στο σπίτι. Συνήθως ήταν ο παππούς, μια και οι γονείς δεν είχαν ακόμα επιστρέψει από τη δουλειά. Το σπίτι δεν ήταν μακριά, ήταν 4-5 λεπτά με τα πόδια, αλλά δε με άφηναν μόνη καθώς ήμουν ακόμα μικρή. Τότε όμως δεν το καταλάβαινα. Ένιωθα μεγάλη και δε φοβόμουν τίποτα. Ξεκίνησα λοιπόν να τριβιλίζω το μυαλό της μαμάς μου ότι είμαι μεγάλη, ότι θέλω να γυρίζω μόνη μου, ότι ξέρω τι κάνω κ.λ.π. κ.λ.π. μέχρι που τα κατάφερα!
Υποτίθεται λοιπόν ότι την επόμενη μέρα θα κατέβαινα από το σχολικό και δε θα υπήρχε κανείς να με παραλάβει. Κατέβηκα με μια χαρά…. Με μια τεράστια χαρά… Και τι να δω; Πίσω από μία νεραντζιά ήταν κρυμμένη η γιαγιά μου. ΦΟΥΝΤΩΣΑ! Την κοίταξα, γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη αγνοώντας την επιδεικτικά και ξεκίνησα για το σπίτι μόνη μου παραμιλώντας από αγανάκτηση. Έλεος ήμουν μεγάλη. Γιατί δεν το καταλάβαιναν;
Αυτές τις μέρες, καθώς η Εβελίνα έχει αρχίσει να κινείται χωρίς εμένα προς και από το σχολείο, έχω θυμηθεί αρκετές φορές την παραπάνω ιστορία. Και έχω να πω, ότι δεν είμαι η απόλυτα άνετη μαμά που νόμιζα ότι θα ήμουν. Ναι, ΟΚ. Τα παιδιά μεγαλώνουν σε διαφορετικές γειτονιές από εκείνες των παιδικών μας χρόνων. Η ζωή δεν είναι πια τόσο ανέμελη και οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί. Στο σημερινό post όμως δε θα μιλήσω με τα σημαντικά θέματα, αλλά για τα μικροπράγματα. Μου έκαναν παρατήρηση για κάποια μικροπράγματα όταν ήμουν μικρή και απορούσα. Δεν καταλάβαινα τα κολλήματα των μεγάλων! Και όμως σήμερα πια πιάνω τον εαυτό μου να έχει υιοθετήσει τα ίδια κολλήματα. Να 5 από αυτά.
1. Όταν κατέβαινα τις σκάλες και τύχαινε να με παρακολουθεί η μαμά μου (αλλά κυρίως η γιαγιά μου) μου έλεγε πάντα «Πρόσεχε». Έλεγα από μέσα μου «μα καλά τι λέει; Είναι δυνατόν να μου λέει να προσέχω στις σκάλες; Δεν έχω σκοπό να πέσω! Γιατί μου το λέει αυτό κάθε φορά;» Και να που τώρα καταλαβαίνω. Καμιά φορά καθώς βλέπεις το παιδί σου να κατεβαίνει, ειδικά αν είναι φορτωμένο με τσάντες και τρέχει, σε πιάνει ανατριχίλα. Άσε πια όταν γυρνάει κάτι να σου πει και δεν κοιτάει μπροστά του ενώ εξακολουθεί να κατεβαίνει. Ε, να εκεί δεν κρατιέσαι κι εσύ και το λες: ΠΡΟΣΕΧΕ! (ήμαρτον).
2. Όταν καμιά φορά έπινα αναψυκτικό με το καλαμάκι, πορτοκαλάδα ή λεμονάδα στο γυάλινο μπουκάλι, διασκέδαζα να φυσάω και να κάνω μπουρμπουλήθρες. Όταν μου έλεγαν να σταματήσω, δεν καταλάβαινα γιατί. Ρώταγα και έπαιρνα απαντήσεις όπως, «θα χυθεί» ή «θα ξεθυμάνει το ανθρακικό». Δε θα χυνόταν όταν είχαν μείνει δυο δάχτυλα στο τέλος του μπουκαλιού και δε με πείραζε να ξεθυμάνει το ανθρακικό. Ήθελα να διασκεδάσω! Τότε δεν το καταλάβαινα, τώρα το καταλαβαίνω. Ήμουν απλά εκνευριστική.
3. Όταν έβαζα στο στόμα μου παγάκια και έπαιζα πιπιλίζοντάς τα και μετά τα έριχνα πάλι στο ποτήρι και μετά ξανά στο στόμα και ξανά στο ποτήρι, μού έλεγαν να το σταματήσω. Πληρώνω με το ίδιο μου νόμισμα γιατί το κάνουν τώρα και τα δικά μου παιδιά. Δεν τα δαγκώνουν, ώστε να έχω να πω δικαιολογία ότι θα σπάσουν κανένα δόντι, απλά τα πιπιλίζουν και ξανά στο ποτήρι. Και ξανά στο στόμα. Το πρώτο δεκάλεπτο κρατιέμαι. Αλλά το παιχνίδι με τα παγάκια μπορεί να πάρει όλη μέρα στην κυριολεξία, γιατί όλη την ώρα βάζουν νερό. Ο ήχος τους καθώς πέφτουν μέσα στο γυάλινο ποτήρι και ξανά μέσα στο στόμα, και ξανά μέσα στο ποτήρι, είναι για μένα το μαρτύριο της σταγόνας.
4. Όταν χοροπηδούσα πάνω στο κρεβάτι των γονιών μου και μου έλεγαν να σταματήσω γιατί θα πέσω. Σε μια εποχή που δεν ήταν διαδεδομένα τα τραμπολίνα, το κρεβάτι των γονιών ήταν εγγυημένη διασκέδαση. Όταν αργότερα μεγάλωσε και ο αδελφός μου, χοροπηδούσαμε μαζί! Ένιωθα τέτοια αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι δε θα πέσω, που απορούσα γιατί ανησυχούσαν οι γονείς μου. Είχα άδικο, είναι απίστευτα εύκολο να πέσεις και να χτυπήσεις σοβαρά χοροπηδώντας στο κρεβάτι, ενώ ένα σωρό τέτοια ατυχήματα γίνονται πλέον και στο τραμπολίνο. Δε θα ξεχάσω ποτέ όμως πόσο χαρούμενη ένιωθα χοροπηδώντας στο κρεβάτι των γονιών μου!
5. Τέλος, μου έσπαγε τα νεύρα να ακούω τους μεγάλους να λένε «πόσο μεγάλωσες» και έλεγα μέσα μου, «μα καλά δεν έχουν τίποτε άλλο να πουν»; Ή και το άλλο: «πότε πέρασαν τα χρόνια;». Τώρα; Τώρα το λέω κι εγώ συνέχεια. Στα παιδιά των φίλων μου, στους συμμαθητές των παιδιών μου, γράφοντας εδώ στο blog μου. Δεν μπορώ να σταματήσω να το λέω! Προσπαθώ, αλλά είναι σαν κάποιος με έχει υπνωτίσει και να με αναγκάζει να το λέω. «Πες το Άσπα, πες το» λέει η φωνή μέσα στο κεφάλι μου. Ε τι να κάνω κι εγώ; Το λέω: «Πόσο μεγάλωσες!» Ή «Πότε πέρασαν τα χρόνια;».
Και τώρα που παραδέχτηκα τι κάνω που νόμιζα ότι δε θα κάνω ποτέ, ένα είναι το ερώτημα. Θα τα καταφέρω άραγε να αντισταθώ στον πειρασμό να κρυφτώ πίσω από τη νεραντζιά για να σιγουρευτώ ότι η κόρη μου θα φτάσει σπίτι ασφαλής; Εγώ πιστεύω ότι θα τα καταφέρω. Δε θα κρυφτώ ΠΟΤΕ πίσω από την νεραντζιά! Τώρα αν κάποια φορά μου έρθει όρεξη να φτιάξω γλυκό του κουταλιού και βρεθώ στην πλατεία να κόβω νεράντζια, αλλάζει. Ε, όχι να στερηθούμε και το νεραντζάκι!
Use Facebook to Comment on this Post