Ο Πελοπίδας γεννήθηκε το 410 π. Χ στην Θήβα καταγόμενος από ένδοξη οικογένεια της πόλης. Λόγω της καταγωγής του διέθετε μεγάλη περιουσία και χρηματικό πλούτο, τον οποίο διέθετε με σύνεση και φιλανθρωπία υπέρ των πιο αδύναμων συμπολιτών του.
Ήδη από την νεότητα του επέδειξε έφεση προς την σωματική άσκηση και την χρήση των όπλων, ενώ απέφευγε συστηματικά να επιδεικνύει τον πλούτο του εμφανιζόμενος με φτωχικά ρούχα, αλλά και αποφεύγοντας τα συμπόσια και προτιμώντας τα λιτά και υγιεινά γεύματα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ο Πελοπίδας είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει παιδιά, όμως ποτέ δεν ελάττωσε την δημόσια δράση του προς χάριν αυτών, καθώς θεωρούσε ότι ευνοούνταν περισσότερο τα παιδιά του από την συνολική πρόοδο της πατρίδας του.
Η πρώτη εκστρατεία που έλαβε μέρος ο Πελοπίδας ήταν όταν η Θήβα ενίσχυσε την Σπάρτη στον πόλεμο κατά των Αρκάδων στην μάχη της Μαντίνειας. Εκεί διακρίθηκε καθώς σε μια φάση της μάχης που μια πτέρυγα των Λακεδαιμονίων υποχώρησε, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή αλλά δεν υποχώρησε και αντιστάθηκε στα χτυπήματα των εχθρών. Δεχόμενος 7 χτυπήματα σωριάστηκε και ο θάνατος ήταν επικείμενος όταν ένας συμπατριώτης του τον προστάτευσε με την ασπίδα του
Επαμεινώνδας
πολεμώντας με τόλμη τους εχθρούς. Ήταν ο Επαμεινώνδας, ένας από τους πλέον ενάρετους Θηβαίους πολίτες, θαρραλέος με μεγάλη φιλοσοφική μόρφωση και πατριωτισμό. Το περιστατικό αυτό δημιούργησε μια ισχυρή φιλία μεταξύ των δύο ανδρών που δεν διασαλεύτηκε ποτέ από διχόνοια η αντιζηλία. Οι δύο άνδρες συνεργάστηκαν στενά με μοναδικό γνώμονα την προκοπή της πατρίδας τους χωρίς τον παραμικρό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Και ομολογουμένως ήταν μεγάλη η τύχη της Θήβας δύο τόσο ισχυρές προσωπικότητες με τόσες αρετές να ομονοούν και να συνεργάζονται καθώς εκεί στηρίχθηκε η (εφήμερη) αλλά λαμπρή Θηβαϊκή ηγεμονία στα χρόνια που ακολούθησαν.
Η δολοφονία των ολιγαρχικών και η αποκατάσταση του Θηβαϊκού πολιτεύματος
Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, η Σπαρτιατική ηγεμονία γινόταν συνεχώς πιεστικότερη για τις περισσότερες αυτόνομες πόλεις, καθώς η στρατιωτική και ναυτική της δύναμη εθεωρείτο ασυναγώνιστη. Σε μια τέτοια περίπτωση το 382 π. Χ. , ολιγαρχικοί της Θήβας, προσκάλεσαν Σπαρτιατικό στρατό στην πόλη τους και επέβαλλαν το ολιγαρχικό πολίτευμα εξορίζοντας και επικηρύσσοντας τους δημοκρατικούς ανάμεσα τους και τον Πελοπίδα. Οι εξόριστοι κατέφυγαν στην Αθήνα, ενώ στην Θήβα εγκαταστάθηκε μια μόνιμη ισχυρή Σπαρτιατική φρουρά 1500ων ενόπλων στην Καδμεία ενώ η ολιγαρχική εξουσία είχε συγκεντρωθεί στους Αρχία και Λεοντιάδη, εύπορους Θηβαίους που ζούσαν μέσα στην τρυφή και στις απολαύσεις.
Οι εξόριστοι βρίσκονταν σε συνεχή κρυφή επικοινωνία με σημαίνοντες Θηβαίους πολίτες όπως ο Χάρωντας και ο Επαμεινώνδας σχεδίαζαν να επανέλθουν στην πόλη τους και να αποτινάξουν τον Σπαρτιατικό ζυγό. Αυτή την παράτολμη προσπάθεια ανέλαβαν το 379 π. Χ. μόλις 12 εξόριστοι πολίτες υπό τον Πελοπίδα. Χάρις την βοήθεια συμπολιτών τους κατάφεραν να αιφνιδιάσουν και να σκοτώσουν τους επικεφαλής των ολιγαρχικών έθεσαν την πόλη σε συναγερμό. Μέσα στην αναστάτωση και τον αιφνιδιασμό δόθηκε σύνθημα συγκεντρώθηκαν στην αγορά οι υποστηρικτές των εξόριστων με αρχηγό τον Επαμεινώνδα, ενώ η Σπαρτιατική φρουρά της Καδμείας αδράνησε όταν με μια επέμβαση της θα μπορούσε σε εκείνο το πρώιμο στάδιο να καταπνίξει το κίνημα. Με το πρώτο φως η πόλη μαζεύτηκε σε συνέλευση όπου ο Επαμεινώνδας παρουσίασε τους εξόριστους πλαισιωμένους από τους ιερείς.
Οι εξελίξεις έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό από το κοινό που εξέλεξε Βοιωτάρχη τον Πελοπίδα ο οποίος με όλη την παρατακτή δύναμη της πόλης πολιόρκησε την Καδμεία και τελικώς κατάφερε με συμφωνία να απομακρύνει την φρουρά της ολοκληρώνοντας την απελευθέρωση της πατρίδας του.
Η μεγάλη νίκη στα Λευκτρά και η ανάδυση της Θηβαϊκής ηγεμονίας
Οι Σπαρτιάτες δεν άργησαν να αντιδράσουν και έστειλαν μια πολύ μεγάλη στρατιωτική δύναμη υπό τον Βασιλιά Κλεόμβροτο. Οι δυνάμεις αυτές έκαναν συνεχώς επιδρομές στην ευρύτερη περιοχή των Θηβών και συμπλέκονταν σε αψιμαχίες και συμπλοκές με τους Θηβαίους χωρίς ξεκάθαρο αποτέλεσμα. Αυτό όμως έδινε κουράγιο κι θάρρος στους Θηβαίους καθώς γκρεμιζόταν ο μύθος του ανίκητου της Σπαρτιατικής φάλαγγας. Στην πιο σημαντική μάχη από αυτές, στις Τέγυρες το 375 π.Χ., ο Πελοπίδας νίκησε κατά κράτος την υπερδιπλάσια Σπαρτιατική δύναμη έχοντας μόνο τον Ιερό Λόχο, μια επίλεκτη στρατιωτική δύναμη που στρατωνιζόταν και εκπαιδευόταν στη Καδμεία με έξοδα της πόλης. Η νίκη αυτή αποτέλεσε το προοίμιο της μάχης των Λευκτρών που ενταφίασε για πάντα την ηγεμονία της Σπάρτης αλλάζοντας τις ισορροπίες δυνάμεων στον Αρχαίο κόσμο.
Αφού η Σπάρτη εξασφάλισε ειρήνη με τις υπόλοιπες πόλεις, εισέβαλε το 371 π.Χ. στην Θήβα με δέκα χιλιάδες οπλίτες και χίλιους ιππείς υπό τον Κλεόμβροτο με σκοπό να καταστρέψει οριστικά την Θήβα. Οι Θηβαίοι αποφάσισαν να πολεμήσουν, ορίζοντας Βοιωτάρχη των Επαμεινώνδα ο οποίος για πρώτη φορά χρησιμοποίησε την “Λοξή φάλαγγα” και επικεφαλής του Ιερού Λόχου τον Πελοπίδα. Στην μάχη των Λευκτρών στην κρίσιμη στιγμή όταν ο Κλεόμβροτος μετακινούσε μονάδες για να κυκλώσει τον Επαμεινώνδα, επιτέθηκε εναντίον του ο Πελοπίδας με τον Ιερό Λόχο. Η σφιχτή Σπαρτιατική φάλαγγα βρισκόταν σε σύγχυση όταν δέχθηκε την ισχυρή επίθεση και λύγισε. Αμέσως
επιτέθηκε με όλη την δύναμη του ο Επαμεινώνδας ολοκληρώνοντας την συντριβή των Σπαρτιατών. Από τους πρώτους νεκρούς στο πεδίο της μάχης ήταν ο Κλεόμβροτος ενώ οι οπλίτες των Σπαρτιατών έχασαν τόσο το φρόνημα τους και πανικοβλήθηκαν τόσο πολύ, ώστε για πρώτη ως τότε φορά στην Σπαρτιατική στρατιωτική Ιστορία, να εγκαταλείψουν κατά την φυγή τους τις ασπίδες τους στο πεδίο της μάχης.
Ακολούθως ο Επαμεινώνδας το 369 π.Χ. , μαζί με τον Πελοπίδα που εν τω μεταξύ είχε εκλεγεί Βοιωτάρχης, εισέβαλε στην Πελοπόννησο καλώντας σε αποστασία όλες τις πόλεις που ως τότε βρίσκονταν υπό την αναγκαστική ηγεσία της Σπάρτης, καταφέρνοντας να επανιδρύσουν την Μεσσήνη στην περιοχή της Ιθώμης. Στην συνέχεια, εισέβαλαν στην Σπάρτη λεηλατώντας τις γύρω περιοχές, χωρίς όμως να τολμήσουν επίθεση κατά της ίδιας πόλης. Επιστρέφοντας νικητές στην Θήβα, οι δύο ηγέτες βρέθηκαν κατηγορούμενοι από δημαγωγούς επειδή δεν παρέδωσαν το αξίωμα τους μετά τη παρέλευση της θητείας τους και εισήχθησαν σε δίκη με απειλή να τους επιβληθεί η ποινή του θανάτου, αλλά φυσικά αθωώθηκαν.
Εκστρατεία στην Θεσσαλία και πρεσβεία στην Περσία
Κατά την σύντομη διάρκεια της Θηβαϊκής ηγεμονίας χάρις τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα, η Θήβα πολιτεύτηκε προς την κατεύθυνση του σεβασμού των πόλεων ασχέτως στρατιωτικής δύναμης και στην εξασφάλιση της ανεξαρτησίας τους, που αποτελούσε ζητούμενο εκείνη την εποχή μέχρι την οριστική υποδούλωση στους Ρωμαίους.
Έτσι, την επόμενη χρονιά από την αθώωση του, ο Επαμεινώνδας εισέβαλε εκ νέου στην Πελοπόννησο με ισχυρή στρατιωτική δύναμη, ενώ ο Πελοπίδας στράφηκε στην Θεσσαλία και εξεστράτευσε κατά του κτηνώδη Βασιλιά των Φερρών Αλέξανδρου, που καταπίεζε τις πόλεις της Θεσσαλίας και επιζητούσε να τις υποτάξει στην αυθαίρετη εξουσία του. Ο Πελοπίδας επενέβη στην περιοχή, εξασφάλισε την ανεξαρτησία των πόλεων περιορίζοντας τον Αλέξανδρο στα όρια του Βασιλείου του.
Ακολούθως μετέβη στην Μακεδονία όπου επέλυσε τις διαφορές μεταξύ του Βασιλιά Πτολεμαίου και του Βασιλιά Αλέξανδρου. Λίγα χρόνια μετά, ο Πελοπίδας επέστρεψε στην Θεσσαλία ως διαπραγματευτής μεταξύ των Θεσσαλικών πόλεων και του Αλέξανδρου, αλλά απρόσμενα αιχμαλωτίστηκε από αυτόν. Οι Θηβαίοι οργίστηκαν και έστειλαν στρατό υπό άλλους στρατηγούς και όχι τον Επαμεινώνδα, αλλά αυτοί απέτυχαν στην αποστολή τους και στον γυρισμό, η πόλη τους αφαίρεσε την διοίκηση και τους τιμώρησε με μεγάλο χρηματικό πρόστιμο. Ακολούθως εξεστράτευσε ο Επαμεινώνδας ο οποίος νίκησε εύκολα τον Αλέξανδρο εξαναγκάζοντας αυτόν να συνάψει ανακωχή και να απελευθερώσει τον Πελοπίδα.
Εκείνη την εποχή, διαιτητής των Ελληνικών πραγμάτων και των ανταγωνισμών των πόλων είχε αναγορευτεί ο Πέρσης Βασιλιάς Αρταξέρξης. Οι Θηβαίοι έκριναν ότι όφειλαν να στείλουν πρεσβευτή για να παρουσιάσει τις θέσεις τους και επέλεξαν τον Πελοπίδα. Αν και η αποστολή αυτή δεν είχε τίποτε το ένδοξο και το ενάρετο, ήταν πολύ σημαντική για την πατρίδα του, έτσι ο Πελοπίδας την έφερε εις πέρας όσο καλύτερα μπορούσε. Παρουσίασε τις θέσεις της Θήβας στον Πέρση Βασιλιά επιτυγχάνοντας οι αποφάσεις του να είναι ευνοϊκές για την Θήβα. Ο Πελοπίδας αρνήθηκε όλα τα πλούσια δώρα που του χάρισε ο Αρταξέρξης, ενώ οι Αθηναίοι αντίστοιχα τιμώρησαν αυστηρά τον δικό τους απεσταλμένο που τα αποδέχθηκε, καθώς η αποδοχή τους έμοιαζε με δωροδοκία.
Η τελευταία εκστρατεία στην Θεσσαλία – Θάνατος
Όσο ο Πελοπίδας βρισκόταν στην Ανατολή, ο Βασιλιάς Αλέξανδρος των Φερών ξεκίνησε εκ νέου να επιτίθεται κατά των Θεσσαλικών πόλεων που επειγόντως έστειλαν πρέσβεις στην Θήβα ζητώντας στρατιωτική βοήθεια υπό τον Πελοπίδα συγκεκριμένα. Η πόλη έδωσε την έγκριση της και ο Πελοπίδας ετοίμασε ισχυρό στρατό 7.000 αδρών για να εισβάλλει στην Θεσσαλία το 364 π.Χ. για να ξεπλύνει την ατίμωση της αιχμαλωσίας του και να λύσει μια και καλή τους λογαριασμούς του με τον Αλέξανδρο. Τη παραμονή της εκστρατείας έγινε έκλειψη ηλίου που θεωρήθηκε από όλους κακός οιωνός και υπήρξε γενική απροθυμία για εκκίνηση από την πόλη.
Παρά τις εκκλήσεις του δήμου για αναβολή, ο Πελοπίδας συγκέντρωσε 300 εθελοντές ιππείς και βάδισε στα Φάρσαλα όπου συγκέντρωσε στρατεύματα από όλες τις Θεσσαλικές πόλεις. Ο Αλέξανδρος έμαθε ότι διέθετε μεγάλη αριθμητική υπεροχή και βάδισε εναντίον του αντιπάλου του προκαλώντας μάχη στην περιοχή “Κυνός Κεφαλαί”.
Η μάχη εξελίχθηκε σε μεγάλη ήττα του Αλέξανδρου καθώς ο Πελοπίδας εκμεταλλεύτηκε τη εμπειρία των ιππέων του, αλλά και τη ευψυχία των Θεσσαλών που μάχονταν για την ελευθερία τους έναντι των μισθοφόρων του Βασιλιά. Ενώ η μάχη είχε κριθεί εις βάρος του Βασιλιά, ο Πελοπίδας διέκρινε στην αντίπαλη παράταξη τον Αλέξανδρο και χάνοντας την αυτοκυριαρχία του, επιτέθηκε μόνος του αλαλάζοντας.
Ο Αλέξανδρος κρύφτηκε ανάμεσα στους σωματοφύλακες του, αλλά ο Πελοπίδας τυφλωμένος από το πολεμικό του μένος δεν υποχώρησε, σκοτώνοντας επί τόπου τους πρώτους εξ αυτών. Οι υπόλοιποι όμως χτύπησαν και σκότωσαν τον επελαύνοντα πολέμαρχο με τα δόρατα τους σκορπίζοντας οργή και λύπη στους αντιπάλους τους. Οι Θεσσαλοί συνέχισαν την μάχη με πάθος συντρίβοντας τον Αλέξανδρο και σκοτώνοντας τρεις χιλιάδες από τους στρατιώτες του. Η απώλεια του Πελοπίδα όμως δε μπορούσε να ισοσκελιστεί.
Ο Πελοπίδας τάφηκε στην Θεσσαλική γη για της οποίας την ελευθερία είχε θυσιαστεί μετά από επίμονες εκκλήσεις των Θεσσαλών στην πατρίδα του. Η κηδεία του είχε την μεγαλοπρέπεια που προσδίδει η ειλικρινής θλίψη των συμμετεχόντων, που είναι πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των πολυτελών τελετών. Η τύχη του Αλέξανδρου δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη: οι Θηβαίοι στρατηγοί Μάλκιτος και Διογείτονας εκστράτευσα εναντίον του με ισχυρό στρατό και τον εξανάγκασαν να αποχωρίσει οριστικά από την Θεσσαλία. Ο Βασιλιάς των Φερών δολοφονήθηκε λίγους μήνες μετά από συνωμοσία της γυναίκας Θήβης του με τα αδέρφια της.
Use Facebook to Comment on this Post