«Ούτε οι Ελληνες εμπειρογνώμονες δεν είχαν προτείνει αύξηση του κατώτατου μισθού 11%», ανέφεραν οι θεσμοί κατά τη διάρκεια του χθεσινού Euroworking Group.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
ΑΠΟΣΤΟΛΗ – ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Την έντονη «απογοήτευσή» τους από την πρόσφατη αποστολή στην Ελλάδα εξέφρασαν οι θεσμοί κατά τη διάρκεια του χθεσινού Euroworking Group.
Η συνεδρίαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη έκθεση αξιολόγησης δεν «πηγαίνει πολύ καλά» και ότι παρόλο που οι θεσμοί θα διατηρήσουν τις ίδιες προθεσμίες (ολοκλήρωση προαπαιτούμενων στα μέσα Φεβρουαρίου), είναι κάτω από μεγάλη χρονική πίεση για την ολοκλήρωσή τους.
Το βασικό σημείο που δημιούργησε τη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια των θεσμών και ιδιαίτερα της συνήθως φιλικής προς την Ελλάδα Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν η αύξηση του κατώτατου μισθού.
«Ούτε οι Ελληνες εμπειρογνώμονες δεν είχαν προτείνει αύξηση του κατώτατου μισθού 11%», ανέφεραν στη συνεδρίαση και φάνηκε σαν να αιφνιδιάστηκαν από την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε τόσο μεγάλη αύξηση. Και ενώ, όπως ανέφεραν κατά τη διάρκεια του Euroworking Group, ο ρόλος της Επιτροπής μπορεί να μην είναι πλέον να εγκρίνει ή όχι τέτοιες αποφάσεις, μια τέτοια αύξηση δεν είναι συμφέρουσα. «Μπορεί να δώσει ώθηση στην οικονομία με την αύξηση της κατανάλωσης, αλλά στην ουσία η ανταγωνιστικότητα και η ανάπτυξη θα πληγούν», ανέφερε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Δεύτερος τομέας ανησυχίας που εκφράστηκε χθες και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι η κατάσταση των τραπεζών. «Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει δράση», ανέφερε ο εκπρόσωπος της ΕΚΤ καθώς η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών «δεν είναι θετική», όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά.
Συγχρόνως, και για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας είναι απογοητευτικός ο ρυθμός μείωσης των κόκκινων δανείων που θέτει σε κίνδυνο πλέον τις τράπεζες, αλλά και η αύξηση του κατώτατου μισθού που δεν είναι σε συνάρτηση με την ανάπτυξη της χώρας αλλά πολύ μεγαλύτερη.
Βασικές προτάσεις λείπουν ακόμα από την ελληνική κυβέρνηση, όπως το σχέδιο για την πρώτη κατοικία και πώς θα αντικατασταθεί ο νόμος Κατσέλη για τον οποίο «δεν υπάρχει καμία πληροφόρηση». Η παραπάνω έλλειψη έχει επίπτωση και στην εξυπηρέτηση των δανείων, επισήμαναν οι θεσμοί και περιμένουν άμεσα μία αναλυτική πρόταση από τις ελληνικές αρχές.
Τρίτο σημείο ανησυχίας είναι η ολοκλήρωση των 16 προαπαιτουμένων για τα οποία, όπως είπαν, «πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα». Η ολοκλήρωσή τους θα οδηγήσει και στην εκταμίευση περίπου 750 εκατομμυρίων ευρώ από τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα. Και μπορεί το ποσό να μην είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά η μη εκταμίευσή του θα στείλει ένα σημαντικό μήνυμα στις αγορές για το κατά πόσον οι ελληνικές αρχές είναι προσηλωμένες στις μεταρρυθμίσεις. Συγχρόνως, την ανησυχία του εξέφρασε ο εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς ιδιώτες δεν αποπληρώθηκαν, όπως αναμενόταν, μέχρι το τέλος του έτους (2018) και αυτή τη στιγμή παραμένουν στο υψηλό ποσό του 1,6 δισ. ευρώ.
Οι θεσμοί έκριναν ότι υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητες στις κινήσεις της κυβέρνησης και κυρίως στη διατήρηση του μειωμένου ΦΠΑ στα πέντε νησιά του Αιγαίου που πλήττονται από μεταναστευτικές ροές. Παράλληλα, τονίζουν ότι η μείωση του αφορολόγητου ορίου που έχει νομοθετηθεί και θα τεθεί σε ισχύ το 2020 θα πρέπει να εφαρμοστεί.
ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr
Use Facebook to Comment on this Post